ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 793
2 Απριλίου, 2004
[AΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,
ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11859)
(Αίτηση Αρ. 66/2003)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1970
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ MOUNIR KATCHO, ΚΑΤΟΧΟΥ ΚΑΝΑΔΙΚΟΥ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ BC191127, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟN ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ
ΝΟΜΟ, Ν. 97/70
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡ. 31/7/2003
ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ 4/2003
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11860)
(Αίτηση Αρ. 67/2003)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1970
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ MICHEL FALLAH , ΚΑΤΟΧΟΥ ΚΑΝΑΔΙΚΟΥ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ VG936182, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟN ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ
ΝΟΜΟ, Ν. 97/70
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡ. 31/7/2003
ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ 3/2003
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 11859, 11860)
Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Εφέσεις κατά απορριπτικής απόφασης αιτήσεων για έκδοση ενταλμάτων Habeas Corpus προς απελευθέρωση φυγοδίκων από νόμιμη κράτηση για σκοπούς έκδοσής τους ― Ισχυρισμός για κατάχρηση της διαδικασίας έκδοσης, για μη ικανοποίηση των προϋποθέσεων του Νόμου και της Συνθήκης Έκδοσης Φυγοδίκων μεταξύ των ΗΠΑ και της Κυπριακής Δημοκρατίας και για εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης.
Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Εξουσίες Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus σε περιπτώσεις έκδοσης και κράτησης φυγοδίκων και γενικά.
Οι παρούσες εφέσεις στρέφονται εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκαν οι αιτήσεις των αιτητών για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus. Οι λόγοι έφεσης συνοψίζονται στους ακόλουθους τρεις λόγους:
1) Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τον έλεγχο της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
2) Η απόφαση για έκδοση των αιτητών δεν ήταν ορθή αφού δεν ικανοποιείται η βασικότερη προϋπόθεση που θέτει το Άρθρο 2(1) της Συνθήκης Έκδοσης μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, Νόμος 9(ΙΙΙ)/97, το οποίο καθορίζει ότι ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά πρέπει να τιμωρείται και στις δύο χώρες με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους.
3) Ο τρόπος με τον οποίο οργανώθηκε η κάθοδος των αιτητών στην Κύπρο με σκοπό τη σύλληψη τους για έκδοση στις Η.Π.Α., δεδομένου ότι υπάρχει συνθήκη εκδόσεως μεταξύ Η.Π.Α. και Κυπριακής Δημοκρατίας, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας των Κυπριακών Δικαστηρίων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία μόνο στο βαθμό που απαιτείτο σε σχέση με τα θέματα που εγείροντο για την έκδοση και επίσης ορθά αποφάνθηκε ότι υπήρχε πληθώρα άμεσης μαρτυρίας που δημιουργούσε πιθανό τεκμήριο ενοχής, όπως ορίζει το Άρθρο 94 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Δεν υπήρχε κενό στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου το οποίο πληρώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο με δικά του συμπεράσματα.
2. Η πρωτογενής εξέταση της μαρτυρίας για σκοπούς διαπίστωσης γεγονότων είναι εκτός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, βασιζόμενο στην αυθεντία Liangsiriprasent v. United States Government [1990] 2 All E.R. 866 P.C. ορθά κατέληξε ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες εξασφαλίσθηκε η έλευση των αιτητών στην Κύπρο δεν συνιστούσαν κατάχρηση της διαδικασίας.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Hachem v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191,
Schtraks v. Government of Israel [1962] 1 All E.R. 529,
Re Osman [1988] Crim. L.R. 611,
Liangsiriprasert v. United States Government [1990] 2 All E.R. 866 P.C.
Εφέσεις.
Συνεκδικασθείσες εφέσεις από τους εφεσείοντες-αιτητές κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου που δόθηκε στις 2/4/04 (Αρ. Αιτήσεων 66/03 και 67/03) με την οποία απορρίφθηκαν οι συνεκδικασθείσες αιτήσεις τους για έκδοση διατάγματος Habeas Corpus, σύμφωνα με το Άρθρο 10 του Ν.97/70, προς ακύρωση της απόφασης του Ε.Δ. Λάρνακας με την οποία εγκρίθηκε αίτηση για έκδοσή τους στις Η.Π.Α. και διατάχθηκε η κράτησή τους μέχρι την έκδοσή τους.
Xρ. Πουργουρίδης με Α. Χριστοφίδου, για τους Εφεσείοντες και στις δύο υποθέσεις.
Ε. Λοϊζίδου, για την Εφεσίβλητη Δημοκρατία και στις δύο υποθέσεις.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας σε αίτηση για έκδοση των εφεσειόντων στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής στα πλαίσια του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970, Ν. 97/70 διαπίστωσε ότι ικανοποιούντο οι προς έκδοση πρόνοιες του νόμου και διέταξε την κράτηση τους μέχρι την έκδοση τους.
Οι δύο εφεσείοντες καταχώρησαν αιτήσεις στο Ανώτατο Δικαστήριο για την έκδοση του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus, όπως προνοείται στο άρθρο 10 του Ν. 97/70. Οι δύο αιτήσεις συνεκδικάσθησαν, όπως και οι παρούσες εφέσεις ενώπιον μας. Αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε των αιτήσεων Habeas Corpus τις απέρριψε, οι λόγοι δε φαίνονται στην πολυσέλιδη απόφαση του.
Εναντίον αυτής της απόφασης στρέφονται οι παρούσες εφέσεις. Προβάλλονται εννέα συνολικά λόγοι έφεσης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων στην τελική του αγόρευση ενώπιον μας κατέταξε τους λόγους έφεσης σε τρεις κατηγορίες-εισηγήσεις.
Πρώτη εισήγηση: Ισχυρίζονται οι εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενάντια στη νομολογία, άσκησε λανθασμένα τον έλεγχο της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Αν δε την ασκούσε σωστά αναπόφευκτα θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο διέπραξε σοβαρά νομικά σφάλματα, τα οποία επηρέασαν καθοριστικά την κρίση του πάνω σε ουσιαστικές πτυχές της υπόθεσης.
Δεύτερη εισήγηση: Ισχυρίζονται επίσης οι εφεσείοντες ότι δεν μπορούσε να διαταχθεί η έκδοση τους αφού δεν ικανοποιείται η πιο βασική προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 2(1) της Συνθήκης Έκδοσης μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, Νόμος 9(ΙΙΙ)/97, το οποίο καθορίζει ότι ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά πρέπει να τιμωρείται και στις δύο χώρες με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους.
Τρίτη εισήγηση: Συνιστά κατάχρηση της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων ο δόλιος τρόπος με τον οποίο, κατά τον ισχυρισμό τους, όργανα των Η.Π.Α. προσκάλεσαν στην Κύπρο τους εφεσείοντες με σκοπό να τους συλλάβουν οι Κυπριακές Αρχές για έκδοση τους, δεδομένου ότι υπάρχει συνθήκη εκδόσεως μεταξύ των Η.Π.Α. και Κυπριακής Δημοκρατίας.
Όσον αφορά τους λόγους έφεσης που αναφέρονται στην πρώτη εισήγηση (πιο πάνω) ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων ορθά εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου αξιολογώντας το ίδιο τη μαρτυρία, ούτε να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας εφόσον κινήθηκε μέσα στα νόμιμα όρια της.
Οι εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην άσκηση της δικαιοδοσίας του επί του προνομιακού εντάλματος του Habeas Corpus έχουν συνοψισθεί, αφού γίνεται ευρεία ανάλυση της νομολογίας, στην απόφαση Hachem v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191. Στις σελίδες 198 και 199 αναφέρονται τα εξής από την Ολομέλεια:-
«Πρέπει όμως πρώτα να διευκρινίσουμε τις νομικές αρχές που διέπουν τη βασιμότητα των κατηγοριών όπως ενσωματώνονται στην υπουργική εξουσιοδότηση. Ο δικαστικός έλεγχος προβλέπεται ρητά από το νόμο [άρθρ. 9(5)]. Αφορά δε τα προσαγόμενα από τη ξένη χώρα αποδεικτικά στοιχεία: In re Manfred Mutke (1982) 1 C.L.R. 922. Το επαρχιακό δικαστήριο αποφαίνεται κατά πόσον η μαρτυρία αυτή είναι επαρκής για να παραπεμφθεί ο συλληφθείς σε δίκη εφόσον το αδίκημα είχε διαπραχθεί στην Κύπρο. Αναφορικά με το επίπεδο ή το βαθμό απόδειξης εισάγεται το κριτήριο του άρθρ. 94 του Κεφ. 155 που ισχύει για τις προανακρίσεις. Είναι αρκετό δηλαδή, για να διαταχθεί η έκδοση αν η προσαχθείσα μαρτυρία δημιουργεί, όπως ορίζει το άρθρ. 94, πιθανό τεκμήριο ενοχής. Βλέπε Re Jean Gabriel Hayek (1983) 1 C.L.R. 266. Και για το σκοπό αυτό η προσφερόμενη μαρτυρία θεωρείται ότι παρέμεινε αναντίλεκτη. Αναμφίβολα οι πρόνοιες αυτές, θεσμοθετώντας το κριτήριο για την αξιολόγηση των πράξεων του συλληφθέντα, συντελούν στην προστασία του, διότι η ικανοποίηση του πιο πάνω κριτηρίου αποτελεί προϋπόθεση για την απόδοση φυγοδίκου.
Από τη συνολική θεώρηση της νομολογίας συνάγεται ότι το δικαστήριο μπορεί να βασισθεί μόνο σε μαρτυρικά στοιχεία που συνιστούν παραδεκτή μαρτυρία. Οι δύο αποφάσεις που προαναφέρθηκαν υποστηρίζουν τη θέση αυτή. Όπως και η απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου In re Rashid (1985) 1 C.L.R. 393. Σ' αυτή η αίτηση κατέρρευσε γιατί η απόφαση για την έκδοση του φυγόδικου στηρίχθηκε σε μαρτυρία μη ειδικών αναφορικά με την αναγνώριση της ουσίας που είχε στην κατοχή του. Η μαρτυρία τους, που αποτέλεσε και τη βάση της απόφασης για έκδοση, κρίθηκε νομικά απαράδεκτη για το σκοπό που είχε προσαχθεί. Ο λόγος γι' αυτό ήταν ότι παραβίασε τον κανόνα που υπαγορεύει πως μια τέτοια γνώμη μπορεί να εκφράσει στο δικαστήριο μόνο ειδικός εμπειρογνώμονας.
Τέλος έχει εγερθεί το θέμα: ποίο ακριβώς είναι το πλαίσιο των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις habeas corpus. Η δικαιοδοσία του, είτε σε πρώτο είτε σε δεύτερο βαθμό, είναι πράγματι περιορισμένη. Αυτή είναι η άποψη που επικράτησε από την αρχή, όταν ανεφύη το θέμα, στη νομολογία. Το δικαστήριο δεν έχει την ευχέρεια να ασκήσει όλες τις συνηθισμένες του εξουσίες. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να αναθεωρήσει τα ευρήματα του δικαστηρίου που επιλήφθηκε της έκδοσης ή να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας εφόσον κινήθηκε μέσα στα νόμιμα όρια της.»
Αναγνωρίζεται όμως, από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η εξουσία να διαπιστώσει κατά πόσον υπάρχει, από αντικειμενική θεώρηση, επαρκής μαρτυρία για την έκδοση όπως αναφέρεται πιο πάνω. (Βλέπε: Hachem (πιο πάνω), Schtraks v. Government of Israel [1962] 1 All E.R. 529, Re Osman [1988] Crim. L.R. 611).
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι ο συνάδελφος μας πρωτοδίκως εσφαλμένα δεν θεώρησε ως νομικό σφάλμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου το γεγονός ότι δεν απέκλεισε μαρτυρία εξ ακοής και άλλη απαράδεκτη μαρτυρία όπως το περιεχόμενο των μαγνητοφωνήσεων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων σε σχέση με την οποία υποβλήθησαν και ισχυρισμοί για παγίδευση. Αν αυτή η μαρτυρία αποκλειόταν, τότε το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να διατάξει την έκδοση τους. Αντί τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε το ίδιο τη μαρτυρία και τα γεγονότα για να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα.
Δεν θα συμφωνήσουμε με την πιο πάνω εισήγηση των εφεσειόντων. Δεν υπάρχει πραγματικό υπόβαθρο που να δικαιολογεί εξέταση θέματος με αναφορά σε όσα υποστήριζαν οι εφεσείοντες σε σχέση με εξ ακοής μαρτυρία, μαγνητοφωνήσεις και παγίδευση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν επρόκειτο για εξ ακοής μαρτυρία αφού η άμεση μαρτυρία των μαρτύρων και ιδιαίτερα των CD-1 και Hall δεν αποτελούσε εξ' ακοής μαρτυρία. Οι ένορκες δηλώσεις, συνέχισε, των τεκμηρίων 8 και 9 δεν αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία γιατί αποτελούν περίληψη της έρευνας και της άμεσης μαρτυρίας η οποία έγινε δυνάμει του 8(3)(γ) της Συνθήκης Έκδοσης μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Η.Π.Α. το οποίο έχει ως εξής:-
«8(3)(γ) έκθεση των γεγονότων της υπόθεσης η οποία να περιέχει περίληψη της μαρτυρίας των μαρτύρων και να περιγράφει πραγματική και γραπτή μαρτυρία και να φανερώνει εύλογους λόγους να πιστεύεται ότι διαπράχθηκε αδίκημα και το πρόσωπο που καταζητείται το διέπραξε. Για το σκοπό αυτό δεν είναι ανάγκη να αποστέλλονται αυτούσιες οι ένορκες δηλώσεις ή η μαρτυρία των μαρτύρων.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης, ορθά, απεφάνθη ότι υπήρχε πληθώρα άμεσης μαρτυρίας που δημιουργούσε πιθανό τεκμήριο ενοχής, όπως ορίζει το άρθρο 94 του Κεφ. 155. Προσθέτουμε ακόμα ότι την καταγραφή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων την έκαναν οι ίδιοι οι μάρτυρες που είχαν ίδια γνώση και συμμετοχή στη συνομιλία.
Τα θέματα αυτά το Επαρχιακό Δικαστήριο είναι γεγονός ότι τα αναφέρει και τα σχολιάζει, επικεντρώθηκε όμως να εξετάσει κατά πόσον η προσαχθείσα μαρτυρία, που περιορίζεται σε έκθεση γεγονότων, δημιουργεί το «πιθανό τεκμήριο ενοχής». Και κατέληξε θετικά. Δεν τεκμηριώνεται ότι υπήρχε κενό στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου το οποίο πληρώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο με δικά του συμπεράσματα.
Είναι περαιτέρω η εισήγηση των εφεσειόντων ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο λανθασμένα δεν προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα αρ. 1 και ως εκ τούτου, συμπεραίνει ότι δεν την έλαβε υπόψη. Το σφάλμα αυτό, εισηγούνται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν το εντόπισε ούτε και το απασχόλησε.
Δεν συμφωνούμε, ούτε με αυτή την εισήγηση. Το Επαρχιακό Δικαστήριο στην πολυσέλιδη απόφαση του αναφέρεται στη μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του την οποία ορθά αξιολόγησε μόνο στο βαθμό που απαιτείτο σε σχέση με τα θέματα που εγείροντο για την έκδοση ιδίως από την υπεράσπιση. Αναφέρεται στους ισχυρισμούς του εφεσείοντα που προβάλλονται στην μαρτυρία του τους οποίους και σχολιάζει αντιπαραβάλλοντας τους προς τη μαρτυρία που προσήγαγε η Δημοκρατία.
Με τη δεύτερη εισήγηση των εφεσειόντων προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι τα αδικήματα για τα οποία ζητείται η έκδοση δεν αποτελούν αδικήματα τα οποία τιμωρούνται από τον Κυπριακό νόμο δηλαδή το νόμο του Αιτουμένου Κράτους.
Ισχυρίζονται οι εφεσείοντες ότι αδικήματα συνωμοσίας τα οποία διαπράχθηκαν σε ξένη χώρα υπό τις περιστάσεις που αναφέρονται στην αίτηση έκδοσης δεν αποτελούν ποινικά αδικήματα στην Κύπρο.
Τα αδικήματα για τα οποία ζητείται η έκδοση είναι:-
« COUNT ONE
(21 U.S.C. §§ 963; 959(a)(1), 960(d)(3) - Conspiracy to distribute a listed chemical with intent to import, and to import a listed chemical, pseudoephedrine, knowing or having reasonable cause to believe that the chemical will be used to manufacture a controlled substance).
COUNT TWO
(21 U.S.C. §§ 846, 841(A)(1) - Conspiracy to manufacture methamphetamine)».
Είναι η θέση του ευπαιδεύτου δικηγόρου των εφεσειόντων ότι, λόγω του γεγονότος ότι συνωμοσία σε ξένο κράτος για εισαγωγή ναρκωτικών φαρμάκων στην Κύπρο δεν τιμωρείται ούτε αποτελεί αδίκημα, υπάρχει αξεπέραστο νομικό πρόβλημα για την έκδοση των εφεσειόντων. Υπέβαλε ότι, σύμφωνα με τη Συνθήκη και τον περί Έκδοσης Φυγοδίκων Νόμο 97/70, απαραίτητο στοιχείο είναι όπως το αδίκημα για το οποίο ζητείται η έκδοση να τιμωρείται και στην Κύπρο κάτω από τις ίδιες περιστάσεις. Είναι η εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τις νομοθετικές διατάξεις αποφασίζοντας ότι παρόμοια με τα υπό έκδοση αδικήματα τιμωρούνται στην Κύπρο. Δηλαδή ότι συνωμοσία προς εισαγωγή ή παρασκευή ναρκωτικών φαρμάκων στην Κύπρο που γίνεται στον Καναδά ή άλλη ξένη χώρα είναι κολάσιμη. Ο δικηγόρος των εφεσειόντων, ισχυρίζεται ότι η θέση αυτή δεν είναι ορθή. Η ορθή δε θέση είναι, κατά τους ισχυρισμούς του, ότι συνωμοσία που γίνεται στον Καναδά για εισαγωγή ναρκωτικών φαρμάκων στις Η.Π.Α. δεν τιμωρείται στην Κύπρο, παραπέμποντας προς τούτο στην υπόθεση Petrides v. The Republic (1964) C.L.R. 413.
Διακρίνουμε ανυπέρβλητο εμπόδιο στη συζήτηση του θέματος όπως το έχουν εγείρει οι εφεσείοντες. Στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου αναφέρεται πως ήταν παραδεχτό και από τους εφεσείοντες ότι τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνταν είναι εκδόσιμα. Ακριβώς δε ενόψει αυτής της πολύ σημαντικής διαπίστωσης το Επαρχιακό Δικαστήριο όπως εξηγεί έκρινε άσκοπη την περαιτέρω επέκταση του στο θέμα. Περιορίστηκε επομένως στην απαρίθμηση των διαφόρων εγγράφων που είχαν κατατεθεί και εξέτασε άλλα θέματα που είχαν εγείρει οι εφεσείοντες κάτω από το δεδομένο ότι τα αδικήματα ήταν ποινικά κολάσιμα και τιμωρούνταν με ποινή φυλάκισης πέραν του ενός έτους και στην Κύπρο.
Όταν καταχωρήθηκε η αίτηση για Habeas Corpus δεν περιλήφθηκε σ' αυτή ο,τιδήποτε που να σχετίζεται με την πιο πάνω σημαντική περικοπή από την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Στην πορεία υποβλήθηκε και εγκρίθηκε ex parte αίτηση των εφεσειόντων για την εισαγωγή επιπρόσθετου θέματος ως εξής:-
«Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν τέθηκε καμιά μαρτυρία ως προς το κατά πόσο οι πράξεις του αιτητή συνιστούσαν αδίκημα σύμφωνα με τους νόμους που ίσχυαν στον Καναδά και συνεπώς δεν αποδείχθηκε αναγκαίο συστατικό του αδικήματος όπως τούτο θεσπίζεται από το άρθρο 371 του ποινικού κώδικα Κεφ. 154.»
Η εισήγηση των εφεσειόντων τελεί υπό δύο προϋποθέσεις. Κατά την πρώτη η συνωμοσία έγινε στον Καναδά και κατά τη δεύτερη τα αδικήματα σε σχέση με την ψευδοεφεδρίνη δεν προβλέπονταν τότε στη νομοθεσία του Καναδά. Η θέση των εφεσιβλήτων είναι εντελώς διαφορετική και επί των δύο προϋποθέσεων. Εισηγούνται ότι από τη μαρτυρία προέκυπτε πως η συνωμοσία έγινε και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής στις οποίες αναφερόταν και το προσωρινό ένταλμα σύλληψης και η εξουσιοδότηση του Υπουργού και περαιτέρω ότι είναι λανθασμένη η αντίληψη πως τα περί την ψευδοεφεδρίνη στον Kαναδά δεν είναι ποινικώς κολάσιμα. Σημειώνουμε επίσης την παράλληλη εισήγηση των εφεσιβλήτων πως εν πάση περιπτώσει το ζήτημα του ποινικώς κολάσιμου της πράξης στην Κύπρο είναι χωρίς σημασία ενόψει του άρθρου 2.4 της Συνθήκης μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Η.Π.Α., σύμφωνα με το οποίο:-
«Αν οι νόμοι του Αιτουμένου Κράτους δεν προνοούν με τον τρόπο αυτό, η εκτελεστική εξουσία του Αιτουμένου Κράτους δύναται, κατά τη διακριτική της ευχέρεια, να συγκατατεθεί για έναρξη της διαδικασίας έκδοσης.»
Θεωρούμε ότι είναι εκτός της δικαιοδοσίας μας η πρωτογενής εξέταση της μαρτυρίας για τους σκοπούς διαπίστωσης γεγονότων. Δεν περιλήφθηκε επί τούτου λόγος στην αίτηση για Habeas Corpus ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο λανθασμένα εξέλαβε ότι ήταν παραδεχτό από τους εφεσείοντες ότι τα αδικήματα ήταν εκδόσιμα. Επομένως συζήτηση του νομικού θέματος που ήγειραν οι εφεσείοντες θα ήταν ουσιαστικά μόνο ακαδημαϊκής σημασίας.
Με την τρίτη εισήγηση οι εφεσείοντες διατείνονται ότι, η, κατ΄ ισχυρισμόν τους, δόλια παγίδευση τους να έρθουν στην Κύπρο με σκοπό την έκδοση τους στις Η.Π.Α. αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας των Κυπριακών Δικαστηρίων.
Οι εφεσείοντες έχουν γεννηθεί στο Λίβανο και τη Συρία αντίστοιχα. Είναι κάτοχοι Καναδικών διαβατηρίων. Κατά τον ουσιώδη χρόνο διέμεναν στο Λίβανο. Ο μάρτυρας, με το συνθηματικό CD-1 συνεργάζετο με το μάρτυρα-πράκτορα του Τμήματος Δικαιοσύνης των Η.Π.Α. (Department of Justice) Hall. Ο μάρτυρας CD-1 κάλεσε τους εφεσείοντες να έρθουν στην Κύπρο από το Λίβανο για να συζητήσουν για την πώληση μεγάλης ποσότητας ψευδοεφεδρίνης (ναρκωτική ουσία). Οι εφεσείοντες μόλις αφίχθησαν στην Κύπρο συνελήφθησαν με σκοπό την έκδοση τους στις Η.Π.Α.. Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι υπήρξε δόλος εκ μέρους των πρακτόρων των Η.Π.Α. και της Κυπριακής Αστυνομίας ούτως ώστε να εξασφαλιστεί η παρουσία τους σε Κυπριακό έδαφος για τη σύλληψη τους και την έκδοση τους στις Η.Π.Α. για το λόγο ότι δεν υπήρχε σε ισχύ συνθήκη έκδοσης μεταξύ Λιβάνου και Η.Π.Α..
Η ίδια εισήγηση προβλήθηκε τόσο ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ως πρωτόδικο ασχολήθηκε με αίτηση για Habeas Corpus.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού προβαίνει σε εκτενή ανάλυση της νομολογίας και βασιζόμενο στην αυθεντία Liangsiriprasert v. United States Government [1990] 2 All E.R. 866 P.C., κατέληξε ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες εξασφαλίσθηκε η έλευση των εφεσειόντων στην Κύπρο δεν συνιστούσαν κατάχρηση της διαδικασίας. Αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο τα εξής, με τα οποία και συμφωνούμε:-
«Ο κ. Πουργουρίδης, εισηγούμενος μόνο ότι δεν ισχύει ο κανόνας όπως εκφράσθηκε στη Liangsiriprasert, δεν έχει αμφισβητήσει ότι, αν ισχύει ο κανόνας αυτός, δεν προκύπτει λανθασμένη εφαρμογή στα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης από την ευπαίδευτη Δικαστή. Και εν πάση περιπτώσει όμως, θεωρώ ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες εξασφαλίσθηκε η έλευση των Αιτητών στην Κύπρο δεν συνιστούν κατάχρηση της διαδικασίας. Οι Αιτητές ήρθαν στην Κύπρο οικειοθελώς με δική τους απόφαση και προς το σκοπό προώθησης των συναλλαγών τους με τον C.D-1 και τον Hall. Το ότι ήρθαν με προτροπή των C.D.-1 και Hall για να επιδιωχθεί η έκδοση τους, στην απουσία μάλιστα συμφωνίας έκδοσης μεταξύ ΗΠΑ και Λιβάνου, δεν καθιστά καταχρηστική τη διαδικασία έκδοσης τους.»
Όπως αναφέρει και το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση των αρχών του Κοινοδικαίου, ισχύει ο γενικός κανόνας ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία να μην διατάξει την έκδοση όπου διαπιστώνεται κατάχρηση της διαδικασίας. Στα πλαίσια όμως αυτού του κανόνα συνυπολογίζεται κάθε σχετική παράμετρος για να διαπιστωθεί αν υπάρχει κατάχρηση.
Έχουμε μελετήσει τις περιστάσεις, όπως διαπιστώνονται από τη μαρτυρία, που περιβάλλουν το θέμα και έχουμε καταλήξει, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο αλλά και το Επαρχιακό Δικαστήριο, ότι δεν υπήρξε κατάχρηση της διαδικασίας, γιατί οι εφεσείοντες ήρθαν στην Κύπρο με τη θέληση τους για να προάξουν την παράνομη δραστηριότητα τους. Ήρθαν στην Κύπρο όχι από οποιαδήποτε παράνομη συμπεριφορά των Αρχών της Δημοκρατίας αλλά λόγω της έφεσης τους προς την παρανομία.
Η αγγλική αυθεντία Liangsiriprastert (πιο πάνω) εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση, τα γεγονότα της οποίας ήταν παρόμοια. Αναφέρονται τα εξής στις σελίδες 871-872:-
«As to suggestion that it was oppressive or an abuse of process, the short answer is that international crime has to be fought by international co-operation between law enforcement agencies. It is notoriously difficult to apprehend those at the center of the drug trade; it is only their couriers who are usually caught. If the courts were to regard the penetration of a drug dealing organization by the agents of a law enforcement agency and a plan to tempt the criminals into a jurisdiction from which they could be extradited as an abuse of process it would indeed be a red-letter day for the drug barons. The appellant relied on R. v. Bow Street Magistrates, ex. P. Mackeson [1981] 75 Cr. App. R. 24, but that was an entirely different case in which a British citizen wanted for fraud in England was removed from Zimbabwe-Rhodesia by unlawful means, namely by a deportation order which was in the circumstances a disguised form of extradition and which circumvented all the safeguards for an accused which are built into the extradition process. The Divisional Court cited with approval from the judgment of Woodhouse J. in R. v. Hartley [1978] 2 NZLR 199 at 216-217, in which he stressed the importance of following the correct statutory procedures for extradition, and exercised their discretion to prohibit the Bow Street magistrate committing the applicant to stand trial on charges preferred against him on his return under the deportation order: to do otherwise would have been to condone a flagrant abuse of extradition procedures (see 75 Cr. App. R. 24 at 32-33).
In the present case the appellant and SC came to Hong Kong of their own free will to collect, as they thought, the illicit profits of their heroin trade. They were present in Hong Kong not because of any unlawful conduct of the authorities but because of their own criminality and greed. The proper extradition procedures have been observed and their Lordships reject without hesitation that it is in the circumstances for this case oppressive or an abuse of the judicial process for the United States government to seek their extradition.»
Για όλους τους πιο πάνω λόγους οι εφέσεις απορρίπτονται.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.