ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 51

21 Ιανουαρίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΤΑΚΗ ΗΛΙΑΔΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11394)

 

Αμέλεια ― Ατύχημα σε κυνηγετική εξόρμηση ― Κυνηγός στην προσπάθειά του να πετύχει θήραμα, έπληξε με πυροβολισμό τον ενάγοντα στο πρόσωπο και το λαιμό τραυματίζοντας τον σοβαρά ― Εύρημα πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο κυνηγός ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος ― Κατ' έφεση η ευθύνη επιμερίσθηκε σε αναλογία 2:1.

Στις 21.12.94, ο εφεσίβλητος-ενάγων (ο εφεσίβλητος) ενώ βρισκόταν στο κτήμα του στην Κοράκου πλήγηκε από πυροβολισμό στο πρόσωπο και στο λαιμό, ο οποίος προήλθε από το κυνηγετικό όπλο του εφεσείοντος-εναγομένου (ο εφεσείων) στην προσπάθεια του να πετύχει θήραμα.

Η διαφωνία των διαδίκων αφορούσε το κατά πόσο η εν λόγω ενέργεια του εφεσείοντος συνιστούσε κατά νόμο αμέλεια.  Ο μεν εφεσίβλητος απέδιδε αμέλεια στον εφεσείοντα κατά το ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη την παρουσία του εφεσίβλητου ως εύλογα προβλεπτή, ο δε εφεσείων απέδιδε αμέλεια στον εφεσίβλητο κατά το ότι παρέλειψε να γνωστοποιήσει την παρουσία του η οποία δεν ήταν εμφανής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αποκλειστικά υπεύθυνος για το ατύχημα ήταν ο εφεσείων και εξέδωσε απόφαση για £40.000 που ήσαν οι συμφωνηθείσες αποζημιώσεις επί πλήρους ευθύνης.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδεχόμενο την έφεση και αποδίδοντας ευθύνη στους διαδίκους σε αναλογία 2:1 αποφάνθηκε ότι:

Ο εφεσίβλητος εδέχθη ότι είχε αντιληφθεί τον εφεσείοντα και τον μάρτυρά του να κυνηγούν και το μόνο αμφισβητούμενο ήταν κατά πόσο ο εφεσείων είχε αντιληφθεί τον εφεσίβλητο, επί του οποίου το Δικαστήριο ετοποθετήθη αρνητικά.  Με τούτο δεδομένο, ήταν λανθασμένη η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν ήταν εύλογο να αναμένεται από τον εφεσίβλητο να λάβει μέτρα για τη δική του προφύλαξη.  Εξ άλλου, και οι προφυλάξεις που ο εφεσίβλητος θα αναμένετο να λάβει, τουλάχιστον στο πρώτο στάδιο ήταν να γνωστοποιήσει την παρουσία του φωνάζοντας ή άλλως πως θορυβώντας.  Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση Χριστοδούλου ν. Περικλέους.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς και η εφεσιβληθείσα απόφαση τροποποιείται ώστε να διαβάζει «£26.666» αντί «40.000».  Εν όψει της συνολικής έκβασης της έφεσης, δεν θα υπάρξει διαταγή ως προς τα έξοδα.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς ως ανωτέρω. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Bolton v. Stone [1951] 1 All E.R. 1078,

Χριστοδούλου ν. Περικλέους (1998) 1 Α.Α.Δ. 1122.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 20/5/02 (Αρ. Αγωγής 1385/96) με την οποία επιδίκασε εναντίον του ποσό £40.000, αφού έκρινε ότι έφερε την αποκλειστική ευθύνη για τον τραυματισμό του ενάγοντα όταν αυτός στην προσπάθειά του να επιτύχει θήραμα κυνηγώντας με κυνηγετικό όπλο έπληξε με πυροβολισμό τον ενάγοντα.

Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσείοντα.

Π. Παπαγεωργίου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Το υπόστρωμα των γεγονότων της υπόθεσης, που αποτελεί ουσιαστικά και κοινό έδαφος, διαφωτίζει ως προς τη φύση της.

Το παραθέτουμε όπως το διατύπωσε συνοπτικά αλλά περιεκτικά ο ευπαίδευτος Δικαστής του οποίου η απόφαση προσβάλλεται με την έφεση:

"Στις 21.12.94 ο ενάγοντας βρισκόταν στο κτήμα του στην Κοράκου.  Σε διπλανό κτήμα, σε πιο ψηλό σημείο, βρισκόταν, ο εναγόμενος - εξάδελφος του ενάγοντα - κυνηγώντας με κυνηγετικό όπλο.  Ο εναγόμενος, στην προσπάθεια του να πετύχει θήραμα, έπληξε με πυροβολισμό τον ενάγοντα στο πρόσωπο και το λαιμό τραυματίζοντας τον σοβαρά."

Προχωρώντας στην επιφάνεια, η διαφωνία των διαδίκων αφορούσε το κατά πόσο η εν λόγω ενέργεια του εφεσείοντα-εναγόμενου, που είχε ως αποτέλεσμα τον εν λόγω τραυματισμό του εφεσίβλητου-ενάγοντα, συνιστούσε κατά νόμο αμέλεια. Ο μεν εφεσίβλητος απέδιδε αμέλεια στον εφεσείοντα κατά το ότι αυτός παρέλειψε να λάβει υπόψη του την παρουσία του εφεσίβλητου ως εύλογα προβλεπτή ή και διαπιστωθείσα, ο δε εφεσείων απέδιδε αποκλειστική ή συντρέχουσα αμέλεια στον εφεσίβλητο κατά το ότι παρέλειψε να γνωστοποιήσει την παρουσία του η οποία δεν ήταν εμφανής.

Ο ευπαίδευτος Δικαστής απέρριψε την εκδοχή του εφεσίβλητου ότι οι διάδικοι είχαν αντιληφθεί την παρουσία ενός εκάστου και ότι ο εφεσίβλητος, όταν επλήγη, ευρίσκετο δίπλα από την παράγκα του χωρίς εμπόδιο μεταξύ του και του εφεσείοντα. Δέχθηκε δε ότι,  σύμφωνα και με την αντικειμενική μαρτυρία, ο εφεσίβλητος, όταν επλήγη, ήταν σε σημείο όπου υπήρχε ανάχωμα ύψους ενός έως ενάμισυ ποδών και δεν ήταν όρθιος αλλά καθήμενος ή σκυφτός σε τέτοιο ύψος ώστε να προεξέχει από το ανάχωμα μέρος του σώματός του και σίγουρα η κεφαλή του.  Επ' αυτών των διαπιστώσεων έκρινε ότι ο εφεσείων ήταν αμελής κατά το ότι:

"Ο εναγόμενος πυροβόλησε προς τη κατεύθυνση της παράγκας κι ευρισκόμενος κοντά σε ελαιόδεντρα.  Το καλλιεργημένο της περιοχής και η παράγκα καθιστούσαν εύλογα ορατό το ενδεχόμενο να βρίσκεται στην περιοχή άλλος άνθρωπος. Παρά ταύτα, ο εναγόμενος πυροβόλησε σε χαμηλό ύψος και προς την κατεύθυνση της παράγκας, χωρίς να ασκήσει καμιά μέριμνα ενόψει αυτού του ενδεχομένου και ειδικότερα χωρίς να παρατηρήσει καθόλου προς την πλευρά που θα πυροβολούσε.  Το μόνο που παρατηρούσε ήταν το θήραμα, εφόσον ο ρόλος του ήταν να κυνηγά "τζίκλες", αδιαφορώντας παντελώς για οτιδήποτε άλλο, όπως σαφώς προκύπτει από τη μαρτυρία του."

Έκρινε επίσης ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας, απορρίπτοντας τη θέση του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος  παρέλειψε να γνωστοποιήσει την παρουσία του, με το εξής σκεπτικό:

"Το εύρημα μου όμως, είναι ότι ο ενάγοντας δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία των κυνηγών.  Εν πάση περιπτώσει, έστω κι αν έβλεπε τον εναγόμενο να κυνηγά στην περιοχή, δεν θεωρώ ότι ήταν εύλογο να υποθέσει πως ο εναγόμενος θα πυροβολούσε προς τη κατεύθυνση της παράγκας και μάλιστα σε τόσο χαμηλό ύψος ώστε - ευρισκόμενος μέσα στο κτήμα του - να είχε το βάρος να δώσει ειδοποίηση ή να λάβει προφυλάξεις. Η κάποια διαφοροποίηση στα γεγονότα από την υπόθεση Ερμογένη Κυριάκου Χριστοδούλου, δεν διαφοροποιεί την ουσία του πράγματος. Η προσέγγιση στην υπόθεση εκείνη βρίσκει και εν προκειμένω εφαρμογή."

Εξεδόθη έτσι απόφαση για £40.000, που ήσαν οι συμφωνηθείσες αποζημιώσεις επί βάσεως πλήρους ευθύνης.

Μία ενότητα των λόγων έφεσης (οι λόγοι έφεσης 4 και 5) αφορά την άποψη του Δικαστηρίου ως προς τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του μάρτυρά του με τον οποίο κυνηγούσε κατά το σχετικό χρόνο. Διατυπώνεται παράπονο ότι το Δικαστήριο δεν έκαμε διαπιστώσεις ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας αυτής. Αυτό όμως δεν είναι έτσι.  Το Δικαστήριο, έχοντας παραθέσει την εκδοχή του εφεσείοντα όπως αυτή υποστηρίχθηκε από τη μαρτυρία του και από εκείνη του μάρτυρά του, ουσιαστικά εδέχθη αυτή εφόσον διαπίστωσε ότι οι διάδικοι δεν αντελήφθησαν ο ένας τον άλλο πριν από το συμβάν.  Αυτή εξ άλλου ήταν και η ουσία της υπεράσπισης του εφεσείοντα στο δικόγραφό του.  Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ήταν αμελής είχε άλλη βάση που ήταν η αντικειμενική, όπως και θα έπρεπε, και όχι η υποκειμενική άποψη του πράγματος.

Μία άλλη ενότητα των λόγων έφεσης (οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 6, 7 και 12) αφορά τη διαπίστωση ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος αμέλειας.  Ο λόγος έφεσης 1, με τον οποίο, όπως αναφέρεται στο περίγραμμα, καλύπτεται και ο λόγος έφεσης 6, συνιστάμενος στην εισήγηση ότι το Δικαστήριο δεν υπέδειξε με σαφήνεια σε ποία πράξη ή παράλειψη έγκειτο η αμέλεια του εφεσείοντα, αναιρείται από την απλή παράθεση του σκεπτικού του Δικαστηρίου που έγινε πιο πάνω.  Ανάλογη εισήγηση γίνεται και στο λόγο έφεσης 2, ότι το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το ουσιαστικό ερώτημα του επιπέδου επιμέλειας ενός λογικού κυνηγού υπό τις περιστάσεις. Στην αιτιολογία η εισήγηση εξειδικεύεται ως προς το κατά πόσο ο εφεσείων, επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια, θα μπορούσε να είχε αντιληφθεί τον εφεσίβλητο.  Το θέμα αυτό επεκτείνεται και στο λόγο έφεσης 3 όπου τίθεται έτσι ευθέως.  Και πάλι όμως αναφερόμαστε στο σκεπτικό του Δικαστηρίου το οποίο παραθέσαμε για να πούμε ότι σε αυτό εμπεριέχεται η αντίληψη του Δικαστηρίου ως προς τα στοιχεία τα οποία καθιστούσαν εύλογα προβλεπτό το ενδεχόμενο της παρουσίας του εφεσίβλητου ώστε να τον θέτουν στα πλαίσια των προσώπων έναντι των οποίων ο εφεσείων όφειλε να ήταν επιμελής.  Ούτε προκύπτει λανθασμένη η κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς τούτο, αφού οι συνθήκες στις οποίες ανεφέρθη ο ευπαίδευτος Δικαστής για να διαπιστώσει την ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας, και ακόλουθης παράβασής του, αποκαλύπτουν ορθή νομική και πραγματική προσέγγιση και δικαιολογούν την κατάληξη.  Να προσθέσουμε μάλιστα στις περιβάλλουσες συνθήκες και την άφιξη και συνεχή παρουσία 10 λεπτά πριν από το συμβάν του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου που ενίσχυε την πιθανότητα παρουσίας ανθρώπου στο κτήμα.   Τα δεδομένα από τα οποία προέκυπτε το καθήκον επιμέλειας του εφεσείοντα και η ακόλουθη παράβασή του δεν αναιρούνται από τις περιστάσεις στις οποίες αναφέρεται ο λόγος έφεσης 7, δηλαδή ότι η περιοχή ήταν απομακρυσμένη περιοχή επιτρεπόμενη για κυνήγι, ότι ο εφεσείων κυνηγούσε εκεί για δύο ώρες χωρίς να αντιληφθεί άλλο πρόσωπο και ότι ο εφεσίβλητος παρέλειψε να κάμει γνωστή την παρουσία του.  Η υπόθεση Bolton v. Stone [1951] 1 All E.R. 1078, στην οποία μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα, σαφώς διακρίνεται αφού εκεί το ίδιο το συμβάν ήταν εντελώς έξω από τα όρια του εύλογα προβλεπτού, να πούμε δε ακόμα ότι, αντίθετα με την περίπτωση εκείνη, στη δική μας περίπτωση επρόκειτο για ενέργεια εγγενώς δυνητικά επικίνδυνη. Ως προς το λόγω έφεσης 12, ο οποίος συνίσταται στην εισήγηση ότι δεν ελήφθη υπόψη το ότι ο εφεσίβλητος δεν απέδωσε αμέσως παρά μόνο αργότερα ευθύνη στον εφεσείοντα,  αρκεί να πούμε ότι τούτο δεν είχε οποιαδήποτε σημασία.

Η τελευταία ενότητα των λόγων έφεσης (λόγοι έφεσης 8, 9, 10 και 11) αφορά την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας.  Η κατάληξη αυτή βασίστηκε στη διαπίστωση ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του εφεσείοντα αλλά και στην άποψη ότι, και αν την είχε αντιληφθεί, δεν ήταν εύλογο να υποθέσει, ευρισκόμενος στο κτήμα του, ότι ο εφεσείων θα πυροβολούσε προς την κατεύθυνση εκείνη και τόσο χαμηλά.  

Φρονούμε ότι η προσέγγιση αυτή ήταν λανθασμένη.  Όπως επισημαίνει και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα, ο εφεσίβλητος εδέχθη ότι είχε αντιληφθεί τον εφεσείοντα και το μάρτυρά του να κυνηγούν, που θα ήταν και αναμενόμενο υπό τις συνθήκες, και το μόνο αμφισβητούμενο ήταν κατά πόσο και ο εφεσείων είχε αντιληφθεί τον εφεσίβλητο, επί του οποίου το Δικαστήριο ετοποθετήθη αρνητικά. Με τούτο δεδομένο, ήταν λανθασμένη και η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν ήταν εύλογο να αναμένεται από τον εφεσίβλητο να λάβει μέτρα για τη δική του προφύλαξη.  Ιδιαιτέρως εφόσον απορρίφθηκε η εκδοχή του εφεσίβλητου ότι είχε αντιληφθεί ότι ο εφεσείων τον είχε αντιληφθεί, ο εφεσίβλητος όφειλε να είναι δεκτικός της σκέψης ότι ο εφεσείων, έστω και χωρίς να λάβει υπόψη του, όπως όφειλε, το ενδεχόμενο της παρουσίας του εφεσίβλητου στο ίδιο το κτήμα του και στο μέρος προς το οποίο πυροβόλησε, μπορούσε να ενεργούσε έτσι ακόμα και πυροβολώντας τόσο χαμηλά.  Τοσούτο μάλλον αφού ο εφεσίβλητος δεν ήταν, ως εκ της θέσης και στάσης του, πλήρως παρά μόνο εν μέρει ορατός.  Εξ άλλου, και οι προφυλάξεις που ο εφεσίβλητος θα αναμένετο να λάβει, τουλάχιστον σε πρώτο στάδιο, δεν θα ήσαν ιδιαιτέρως εκτεταμένες ή δυσχερείς - έχουμε υπόψη μας την πρωταρχική υποχρέωση να γνωστοποιήσει με κάποιο τρόπο, φωνάζοντας ή άλλως πως θορυβώντας, την παρουσία του.  Συμφωνούμε δε με τον ευπαίδευτο συνήγορο για τον εφεσείοντα, και αντίθετα με την άποψη του ευπαιδεύτου Δικαστή, ότι η υπόθεση Χριστοδούλου ν. Περικλέους (1998) 1 Α.Α.Δ. 1122, διαφοροποιείται από την προκειμένη.  Στην υπόθεση εκείνη η κίνηση του αυτοκινήτου, στο οποίο επέβαινε ο πληγείς, σε χωματόδρομο ήταν αφεαυτής επαρκής γνωστοποίηση της παρουσίας του, ούτε ήταν το ίδιο εύλογα προβλεπτό ότι ένας κυνηγός θα πυροβολούσε προς το δρόμο όπως ήταν ότι θα πυροβολούσε προς παρακείμενο κτήμα.  Και έτσι όμως, θεωρούμε ότι βαρύνουσα ήταν η ευθύνη του εφεσείοντα και όχι του εφεσίβλητου, σε αναλογία 2:1. 

Η έφεση λοιπόν επιτυγχάνει εν μέρει και η εφεσιβληθείσα απόφαση τροποποιείται ώστε να διαβάζει "£26.666" αντί "40.000".  Εν όψει της συνολικής έκβασης της έφεσης, δεν θα υπάρξει διαταγή ως προς τα έξοδα.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς ως ανωτέρω.

Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο