ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1114
30 Ιουλίου, 2003
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11.2 ΚΑΙ 3 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 18 ΤΟΥ ΚΕΦ. 155
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΙΣ 22.7.03
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ
ΣΤΕΛΛΑΣ ΛΟΥΚΑΪΔΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
(Αίτηση Αρ. 60/2003)
Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari προς ακύρωση εντάλματος σύλληψης της αιτήτριας, ως ύποπτης διάπραξης του αδικήματος της κλοπής υπό υπαλλήλου καθώς και αδικημάτων συγκάλυψης — Ισχυρισμός ότι το επίδικο ένταλμα εκδόθηκε χωρίς αιτιολογία και/ή καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας και/ή κατά παράβαση του Συντάγματος και/ή των προνοιών του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 — Δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμο θέμα για παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.
Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, εξέδωσε ένταλμα σύλληψης της αιτήτριας υπαλλήλου του Δικηγορικού Συλλόγου Λεμεσού ως ύποπτης για τη διάπραξη του αδικήματος κλοπής υπό υπαλλήλου ήτοι, κλοπής ποσού ΛΚ47656,53 περιουσίας του Δικηγορικού Συλλόγου Λεμεσού καθώς και αδικημάτων συγκάλυψης.
Με την παρούσα αίτηση η αιτήτρια επιδιώκει την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για ένταλμα Certiorari προς ακύρωση του προαναφερθέντος εντάλματος σύλληψης το οποίο, έχει ήδη εκτελεσθεί.
Ως λόγους για την παραχώρηση άδειας, η αιτήτρια προβάλλει την έλλειψη αιτιολογίας του επίδικου εντάλματος και την έκδοσή του καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας και/ή κατά παράβαση του Συντάγματος και/ή των προνοιών του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα γεγονότα που ο αστυνομικός εξέθεσε στην ένορκη δήλωσή του προς υποστήριξη του αιτήματος για έκδοση του εντάλματος σύλληψης, συνιστούσαν λόγους (grounds), στη βάση των οποίων, θεωρήθηκε ως αναγκαίο ή επιθυμητό το ένταλμα. Το Δικαστήριο ενήργησε εν προκειμένω δικαστικά και εκτός των πλαισίων της νομιμότητας όπως διαγράφονται στο Άρθρο 18(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 σε συνάρτηση προς το Άρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος.
2. Το επίδικο ένταλμα δεν είναι αναιτιολόγητο ενόψει της ύπαρξης γραπτής μαρτυρίας που, όπως ανέφερε ο Δικαστής, δημιουργεί εύλογες υποψίες ότι η αιτήτρια ενέχεται σε υπόθεση κλοπής υπό υπαλλήλου του πιο πάνω χρηματικού ποσού περιουσία του δικηγορικού συλλόγου Λεμεσού και ο οποίος σημείωσε ότι ικανοποιήθηκε λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος σύλληψης.
3. Η αιτήτρια δεν απέδειξε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμο ζήτημα που να δικαιολογεί την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αίτηση.
Αίτηση από την αιτήτρια για παραχώρηση άδειας για καταχώριση εντάλματος Certiorari προς ακύρωση του εντάλματος σύλληψής της το οποίο εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 22/7/03.
Ε. Πουργουρίδης, για την Αιτήτρια.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, εξέδωσε ένταλμα σύλληψης της αιτήτριας, υπαλλήλου του Δικηγορικού Συλλόγου Λεμεσού ως ύποπτης διάπραξης του αδικήματος της κλοπής υπό υπαλλήλου ήτοι, κλοπής ποσού ΛΚ47656,53 περιουσίας του Δικηγορικού Συλλόγου Λεμεσού καθώς και αδικημάτων συγκάλυψης, αδικήματα που διαπράχθηκαν μεταξύ 1.6.2001 και 16.7.2001 στη Λεμεσό. Το ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε στις 22.7.2003 και παράλληλα, διατάχθηκε η προσαγωγή της αιτήτριας ενώπιον του Δικαστηρίου.
Με την υπό κρίση αίτηση επιδιώκεται η παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του προαναφερθέντος εντάλματος σύλληψης το οποίο, έχει ήδη εκτελεσθεί.
Προβάλλεται ότι το επίδικο ένταλμα είναι αναιτιολόγητο και/ή εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας και/ή κατά παράβαση του Συντάγματος και/ή των προνοιών του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Στην ένορκη δήλωση της αιτήτριας που συνοδεύει την αίτηση αναφέρονται συναφώς τα εξής:
(α) Καταρχήν, ο σκοπός για τον οποίο ζητήθηκε, είναι ασυμβίβαστος και/ή αντίθετος με τις πρόνοιες του Αρ. 11.2(γ) του Συντάγματος και/ή άγνωστος στο νόμο. Το ένταλμα ζητήθηκε για «διευκόλυνση των αστυνομικών εξετάσεων» και όχι για την προσαγωγή της Αιτήτριας ενώπιον Δικαστηρίου όπως επιβάλει το Σύνταγμα. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το ΤΕΚ.1, το ένταλμα εκτελέστηκε στις 13.25 μ.μ. της 22/7/03 ενώ η αιτήτρια παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου την επομένη μέρα η ώρα 11.00 π.μ.
(β) Το επίδικο ένταλμα είναι αναιτιολόγητο και/ή εκδόθηκε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας και/ή του Συντάγματος και/ή του Αρ. 18 του Κεφ. 155 καθότι ο δικαστής που το εξέδωσε δεν αναφέρει πουθενά στο ένταλμα ότι είχε ικανοποιηθεί ο ίδιος ότι όντως υπήρχε εύλογη υπόνοια να πιστεύει ότι η αιτήτρια διέπραξε οποιοδήποτε αδίκημα.
(γ) Περαιτέρω το επίδικο ένταλμα είναι αναιτιολόγητο και/ή εκδόθηκε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας και/ή του Συντάγματος καθότι το ένταλμα δεν αναφέρει τη μαρτυρία πάνω στην οποία βασίστηκε ο δικαστής που το εξέδωσε.
(δ) Το επίδικο ένταλμα είναι αναιτιολόγητο και/ή εκδόθηκε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας και/ή του Συντάγματος καθότι ο δικαστής δεν είχε ενώπιόν του καμιά μαρτυρία που να μπορούσε να δημιουργήσει την απαραίτητη υπό του νόμου εύλογη υποψία ότι η Αιτήτρια διέπραξε οιονδήποτε αδίκημα Συγκάλυψης.
(ε) Το επίδικο ένταλμα είναι αναιτιολόγητο και/ή εκδόθηκε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας και/ή του Συντάγματος, καθότι τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του δικαστή δεν ήταν αρκετά για να τον ικανοποιήσουν ότι είχε διαπραχθεί το ποινικό αδίκημα της κλοπής και/ή για να του δημιουργήσουν την απαιτούμενη εύλογη υπόνοια ότι η Αιτήτρια ενεχόταν στο εν λόγω αδίκημα.»
Το αίτημα για έκδοση εντάλματος σύλληψης της αιτήτριας υποστηρίχθηκε από ένορκη δήλωση του αστυνομικού οργάνου που υπέβαλε το σχετικό αίτημα. Στην ένορκη δήλωση, εκτίθενται συνοπτικά τα γεγονότα που αφορούν στην υπόθεση και στο τέλος, ως κατακλείδα της δήλωσης, υποβάλλεται το αίτημα ως εξής:
«Ως εκ τούτου, αιτούμαι από το Σεβαστό σας Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος σύλληψης της πιο πάνω ύποπτης καθώς και ένταλμα έρευνας της οικίας υποστατικών και οχημάτων της στην πιο πάνω διεύθυνση για διευκόλυνση των αστυνομικών εξετάσεων.»
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι ζητήθηκε το ένταλμα σύλληψης για σκοπό «ασυμβίβαστο και/ή αντίθετο με τις πρόνοιες του άρθρου 11.2(γ) του Συντάγματος και/ή για σκοπό άγνωστο στο νόμο».
Το άρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος προβλέπει:
«2. Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη εις τας περιπτώσεις:
(α) ..........................................................................................................
(β) ..........................................................................................................
(γ) συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου ενεργουμένης προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής επί τη ευλόγω υπονοία ότι διέπραξεν αδίκημα ή οσάκις η σύλληψις ή κράτησις θεωρηθή ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδισιν διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά την διάπραξιν αυτού.»
Προκύπτει από το περιεχόμενο του εντάλματος ότι ο σκοπός για τον οποίο εκδόθηκε το εν λόγω ένταλμα ήταν η προσαγωγή της αιτήτριας ενώπιον του Δικαστηρίου. Αυτό, αναφέρεται ρητά στο ένταλμα. Κρίθηκε ότι τα γεγονότα που το αστυνομικό όργανο εξέθεσε στη δήλωσή του προς υποστήριξη του αιτήματος για έκδοση του εντάλματος σύλληψης, συνιστούσαν λόγους (grounds), στη βάση των οποίων, θεωρήθηκε ως αναγκαίο ή επιθυμητό το ένταλμα. Το Δικαστήριο ενήργησε εν προκειμένω δικαστικά και εντός των πλαισίων της νομιμότητας όπως διαγράφονται στο άρθρο 18(1)* του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 σε συνάρτηση προς το άρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος (ανωτέρω).
Η αναφορά στο τέλος της δήλωσης του αστυνομικού οργάνου ότι ζητούσε την έκδοση του εντάλματος σύλληψης για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων προφανώς συσχετίζεται προς τον απώτερο πραγματικό στόχο της αστυνομίας χωρίς ωστόσο, να επηρεάζεται η νομιμότητα του εντάλματος, η έκδοση του οποίου, έγινε στη βάση συγκεκριμένων γεγονότων και για το σκοπό προσαγωγής της συλληφθείσας ενώπιον Δικαστηρίου.
Το γεγονός ότι το ένταλμα εκτελέστηκε στις 22.7.2003, ώρα 13.25 ενώ η αιτήτρια παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου την επόμενη ημέρα στις 11.00 σίγουρα δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης του εκδοθέντος εντάλματος σύλληψης ούτε εξάλλου έχει υποστηριχθεί βάσιμα ο εν λόγω ισχυρισμός.
Ο ισχυρισμός ότι το επίδικο ένταλμα είναι αναιτιολόγητο δεν ευσταθεί. Αναφέρει ο Δικαστής ότι υπάρχει γραπτή μαρτυρία που δημιουργεί εύλογες υποψίες ότι η αιτήτρια ενέχεται σε υπόθεση κλοπής υπό υπαλλήλου του χρηματικού ποσού των £47656,53 περιουσία του δικηγορικού συλλόγου Λεμεσού και συνάμα σημειώνει: «έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος». Τα πιο πάνω στοιχεία συνιστούν στο σύνολό τους ικανοποιητική αιτιολογία για τους σκοπούς έκδοσης του εντάλματος. Τα στοιχεία μαρτυρίας που εξέθεσε στην ένορκη δήλωσή του το αστυνομικό όργανο ήταν υπό τις περιστάσεις επαρκώς ικανοποιητικά ώστε να δημιουργούν εύλογη υποψία στο Δικαστή ότι η αιτήτρια πιθανό να ενεχόταν στη διάπραξη του αδικήματος της κλοπής υπό υπαλλήλου. Αναφέρεται μεταξύ άλλων στην ένορκη δήλωση ότι «από το λογιστικό έλεγχο που διενεργήθηκε διαπιστώθηκε ότι σύμφωνα με τις αγορές και πωλήσεις χαρτοσήμων και δικηγοροσήμων που έκαμε η ύποπτη κατά το πιο πάνω διάστημα και σύμφωνα με τις καταθέσεις των εισπράξεων που παρουσίαζε η ίδια στο δικηγορικό σύλλογο έπρεπε να είχε αποθέματα στην κατοχή της στις 10.7.2003 χαρτόσημα και δικηγορόσημα συνολικής αξίας £60791,14 ενώ από τη φυσική καταμέτρηση, τα αποθέματα της ανέρχονταν στις £14186,84 χωρίς να μπορεί να δικαιολογήσει τη διαφορά».
Για τους πιο πάνω λόγους αποφαίνομαι ότι η αιτήτρια απέτυχε να δείξει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμο ζήτημα ώστε να δικαιολογείται η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης Certiorari προς ακύρωση του επίδικου εντάλματος σύλληψης.
Η αίτηση απορρίπτεται.
H αίτηση απορρίπτεται.