ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 1503

10 Οκτωβρίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΡΙΑΚΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Εφεσείοντες,

ν.

1. ΚΩΣΤΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,

2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10772)

 

Συμβάσεις ― Ψυχική πίεση ― Ποία η έννοια της ψυχικής πίεσης ― Βάρος αποδείξεως ισχυριζόμενης ψυχικής πίεσης σε αγωγή για ακύρωση δωρεάς ― Πότε θα πρέπει να παρουσιάζεται μαρτυρία ότι η δωρεά δεν ήταν το αποτέλεσμα της ψυχικής πίεσης ― Άρθρο 16 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

Αγωγή ― Αγωγή κληρονόμων αποβιώσαντος για απόδοση λογαριασμών για ποσά τα οποία οι εναγόμενοι εισέπραξαν με δωρεά του ιδίου προς αυτούς κατά τη διάρκεια της ζωής του ― Κατά πόσο οι εναγόμενοι είχαν υποχρέωση για απόδοση των αιτουμένων λογαριασμών.

Συμβάσεις ― Έγκυρη σύμβαση ― Προϋποθέσεις.

Απόδειξη ― Αξίωση κληρονόμων για δωρεά που έγινε από αποβιώσαντα εν ζωή ― Κατά πόσο ετύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 7 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.

Οι ενάγοντες 1-11 είναι οι νόμιμοι κληρονόμοι του αποβιώσαντος Παρασκευά Κωνσταντινίδη ενώ οι ενάγοντες 12 οι διαχειριστές της περιουσίας του.  Οι εναγόμενοι είναι τέκνα ζώντος αδελφού του Παρασκευά.

Στην έκθεση απαίτησης οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι διά δόλου, απάτης, ψευδών παραστάσεων ή ασκώντας ψυχολογική βία προς τον αποβιώσαντα απέσπασαν την κινητή περιουσία του που ανερχόταν στο ποσό των £98.400 περίπου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι ενάγοντες δεν είχαν αποδείξει τους ισχυρισμούς τους και απέρριψε την αγωγή.  Αντίθετα, δέκτηκε ότι ο αποβιώσας, λόγω του γεγονότος ότι οι εναγόμενοι 2 και οι σύζυγοί τους μεριμνούσαν για την καθημερινή του φροντίδα που συνεχίστηκε μέχρι το θάνατό του, εκδήλωσε την αγάπη του με την πραγματοποίηση της πιο πάνω δωρεάς προς αυτούς.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση.  Σε κάποιο στάδιο η έφεση από τους ενάγοντες-εφεσείοντες 1-11 αποσύρθηκε, παρέμεινε δε προς εκδίκαση μόνο η έφεση από τους εφεσείοντες 12.

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο καθοδηγήθηκε λανθασμένα επί των αρχών που διέπουν την ακύρωση δωρεάς.  Επίσης ότι κατέληξε λανθασμένα στο συμπέρασμα ότι ο αποβιώσας ενήργησε αυτόβουλα, χωρίς επηρεασμό και με πλήρη επίγνωση των ενεργειών του. Έτσι καταλήγουν, το Δικαστήριο λανθασμένα συμπέρανε ότι οι ενάγοντες δεν είχαν αποσείσει το βάρος απόδειξης.

Οι εφεσείοντες προβάλλουν τα ακόλουθα επιχειρήματα: (α) ότι μεταξύ εναγομένων και αποβιώσαντος υπήρχε σχέση εμπιστοσύνης και συνεπώς οι εναγόμενοι υποχρεούντο να αποδώσουν λογαριασμούς για τις δοσοληψίες τους με αυτόν.  Έτσι το πρωτόδικο Δικαστήριο, όφειλε να εξετάσει τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων για δωρεά, ως απαίτηση εναντίον περιουσίας αποβιώσαντος προσώπου.  Κατ' ακολουθίαν, το Δικαστήριο θα έπρεπε να εφαρμόσει τις πρόνοιες του Άρθρου 7 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 καθώς και τις πρόνοιες του Κοινοδικαίου που αφορούν αξιώσεις επί της περιουσίας αποβιώσαντος, (β) ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος διανομής των χρημάτων που ο Παρασκευάς γνωστοποίησε σε διάφορους, είναι μεταγενέστερη σκέψη των εφεσειόντων και (γ) ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο αποβιώσας δώρισε στους εφεσίβλητους 1 και 2 διάφορα ποσά, είναι λανθασμένο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η σχέση μεταξύ εφεσιβλήτων και αποβιώσαντος δεν ήταν της φύσης που μπορούσε να δημιουργήσει την υποχρέωση για απόδοση λογαριασμών. Σχέσεις που μπορούν να δημιουργήσουν τέτοια υποχρέωση είναι για παράδειγμα αυτή μεταξύ αντιπροσώπου και αντιπροσωπευόμενου ή μεταξύ συνεταίρων.

2.  Το Άρθρο 7 του Κεφ. 9 δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση επειδή εδώ η αξίωση δεν είναι αξίωση επί κληρονομίας, αλλά αξίωση των κληρονόμων για δωρεά που έγινε από τον αποβιώσαντα εν ζωή.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς περιορίστηκε στην εξέταση της αξίωσης των εφεσειόντων που στηριζόταν σε δόλο, απάτη και άσκηση ψυχικής πίεσης.

     Το βάρος της απόδειξης ότι η σύμβαση δεν έχει συναφθεί συνεπεία ψυχικής πίεσης, φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου όταν η συναλλαγή φαίνεται να είναι υπέρμετρα επαχθής.

     Στην παρούσα υπόθεση η συναλλαγή φαίνεται να είναι υπέρμετρα επαχθής, αφού ο αποβιώσας μεταβίβασε στους δύο εφεσίβλητους, δυνάμει δωρεάς σημαντικά ποσά.  Εκείνο όμως που ελλείπει είναι η απόδειξη ότι οι εφεσίβλητοι ήταν σε θέση να κυριαρχούν επί της θέλησης του αποβιώσαντος.  Ακόμα και η κατ' ισχυρισμόν εμμονή των εφεσίβλητων και η πίεσή τους στον Παρασκευά να τους μεταβιβάσει τα ποσά αυτά, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κυριαρχία επί της θέλησής του μέσα στην έννοια του Άρθρου 16 του Νόμου.

     Για να χρειάζεται απόδειξη του γεγονότος ότι ο δωρητής ενεργούσε ανεξάρτητα από οποιανδήποτε επίδραση που προερχόταν από το πρόσωπο που θα αποκόμιζε το όφελος, με πλήρη επίγνωση των πράξεών του, θα πρέπει πρώτα να έχει αποδειχθεί η άλλη προϋπόθεση του Άρθρου 16, ότι δηλαδή ο συμβαλλόμενος είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του αντισυμβαλλόμενου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντί του.  Μόνο σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να παρουσιάζεται μαρτυρία ότι η δωρεά δεν ήταν αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης.

4.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι μάρτυρες των εφεσειόντων ήταν αναξιόπιστοι.  Αυτό το συμπέρασμα δεν αμφισβητήθηκε και γι' αυτό το Εφετείο δεν μπορεί να επέμβει.

5.  Ο τρόπος συναλλαγής αποβιώσαντος και εφεσιβλήτων δεν αποδεικνύει ότι έγινε με αλλότριο σκοπό που εξυπηρετούσε την ισχυριζόμενη δολιότητα των εφεσιβλήτων.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Allcard v. Skinner [1887] 35 Ch. D. 145,

Χριστοφόρου ν. Ιακώβου (2002) 1 Α.Α.Δ. 33,

Σωκράτους ν. Τσιβιτανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1602,

Ιωάννου ν. Χαραλαμπίδου (1998) 1 Α.Α.Δ. 555.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες υπ' αρ. 12, διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 24/2/00 (Αρ. Αγωγής 1163/95) με την οποία έκρινε ότι αυτοί δεν απέδειξαν ότι οι εναγόμενοι, τέκνα ζώντος αδελφού του αποβιώσαντος, απέσπασαν διά δόλου και άσκηση ψυχολογικής πίεσης κινητή περιουσία του ύψους £98.400 περίπου όσο αυτός ήταν εν ζωή και απέρριψε την αγωγή τους με την οποία αξίωναν την απόδοση λογαριασμών για όλα τα ποσά που οι εναγόμενοι εισέπραξαν από τον αποβιώσαντα, διάταγμα που να διατάσσει τους εναγόμενους να πληρώσουν στους ενάγοντες οποιοδήποτε ποσό ήθελε βρεθεί οφειλόμενο προς αυτούς, μετά την απόδοση λογαριασμών και διαζευκτικά, διάταγμα για επιστροφή του ποσού των £98.400.

Χρ. Πουργουρίδης, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Χ"Χριστοφής, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή  Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: O Παρασκευάς Κωνσταντινίδης απεβίωσε στις 10.1.1995. Είχε προηγηθεί ο θάνατος της γυναίκας του Μερόπης, ένα χρόνο προηγουμένως. Το ζεύγος δεν είχε αποκτήσει παιδιά. 

Τα χρήματα του ζεύγους που ανέρχονταν σε ποσό άνω των £100.000 έγιναν αντικείμενο έριδας μεταξύ των εξ αίματος συγγενών του Παρασκευά η οποία κατέληξε στην παρούσα διαδικασία.

Οι ενάγοντες 1-11 είναι οι νόμιμοι κληρονόμοι του Παρασκευά, ενώ οι ενάγοντες 12 οι διαχειριστές της περιουσίας του.  Οι εναγόμενοι είναι τέκνα ζώντος αδελφού του Παρασκευά.

Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως έγιναν δεκτά από το πρωτόδικο δικαστήριο, ο Παρασκευάς είχε μεταβιβάσει, τον τελευταίο μήνα πριν από το θάνατό του, διάφορα ποσά που είχε κατατιθεμένα σε διάφορες τράπεζες και συνεργατικά ιδρύματα, στους εναγόμενους 1 και 2.

Συγκεκριμένα το Δικαστήριο δέκτηκε ότι  ο Παρασκευάς μεταβίβασε στον εναγόμενο 1, ύστερα από οδηγίες του προς το γραμματέα της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Μονιάτη, στις 19.12.1994, £20.000 και στις 23.12.1994, £38.355,07, με επιταγή Λαϊκής Τράπεζας.  Το Φεβράρη του 1994, καθώς και το Νιόβρη του 1994 του μεταβίβασε από £300 κάθε φορά, με επιταγή της Τράπεζας Κύπρου.

Στον εναγόμενο 2 παραχώρησε, με επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας, στις 5.12.1994, £3.000, στις αρχές Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου με επιταγή, £7.000, στις 22.12.1994 με επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας £18.120 και στις 9.1.1995, δηλαδή την προηγούμενη του θανάτου του,  με σχετική κατάθεση σε λογαριασμό του, £12.469,74.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δέκτηκε ότι οι εναγόμενοι 2 και οι σύζυγοί τους μεριμνούσαν για την καθημερινή φροντίδα του Παρασκευά, σε φαγητό, καθαριότητα κλπ, φροντίδα που συνεχίστηκε μέχρι το θάνατό του.  Επίσης δέκτηκε ότι στις 24.11.1994 επιδόθηκε στον Παρασκευά αίτηση για διορισμό δικηγόρου ως εκτελεστή της διαθήκης της συζύγου του, στην οποία ο Παρασκευάς καταχώρησε ανακοπή.

Σε κάποιο στάδιο η έφεση από τους ενάγοντες-εφεσείοντες 1-11 αποσύρθηκε, παρέμεινε δε προς εκδίκαση μόνο η έφεση από τους εφεσείοντες υπ' αρ. 12, διαχειριστές της περιουσίας του Παρασκευά.

Στην έκθεση απαίτησης οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι διά δόλου, απάτης, ψευδών παραστάσεων ή ασκώντας ψυχολογική βία προς τον αποβιώσαντα απέσπασαν μέρος ή ολόκληρη την κινητή του περιουσία που ανερχόταν στο ποσό των £98.400 περίπου.  Από το ποσό αυτό £38.400, περίπου, ήταν οι προσωπικές του αποταμιεύσεις και £60.000, περίπου, οι αποταμιεύσεις της προαποβιωσάσης συζύγου του, που του δώρισε λίγο πριν από το θάνατό της.

Στις λεπτομέρειες δόλου αναφέρεται ότι οι εναγόμενοι του απέσπασαν τα πιο πάνω ποσά με τη δέσμευση ή ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους τους ότι θα τα διένειμαν μετά το θάνατό του, στους κληρονόμους του.  Αντίθετα τα οικειοποιήθηκαν, αρνούμενοι ότι εισέπραξαν οποιοδήποτε ποσό απ' αυτόν.  Επίσης ισχυρίζονται ότι παρέστησαν στον αποβιώσαντα ψευδώς ότι με τη μεταβίβαση των χρημάτων του στο όνομά τους θα αποφεύγετο η πληρωμή φόρου κληρονομίας. Τέλος, ότι ψευδώς παρέστησαν ότι οι κληρονόμοι της προαποβιωσάσης συζύγου του ήγειραν αγωγή εναντίον του αξιώνοντας την επιστροφή του ποσού που η Μερόπη του είχε δωρίσει και ότι θα έπρεπε να αποξενωθεί της περιουσίας του, προκειμένου να καταστήσει την αγωγή τους άνευ αντικειμένου.

Με την έκθεση απαίτησης αξιωνόταν επίσης και απόδοση λογαριασμών για όλα τα ποσά που οι εναγόμενοι εισέπραξαν από τον αποβιώσαντα. Τέλος αξιώνεται διάταγμα που να διατάσσει τους εναγόμενους να πληρώσουν στους ενάγοντες οποιοδήποτε ποσό ήθελε βρεθεί οφειλόμενο προς αυτούς, μετά την απόδοση λογαριασμών.  Διαζευκτικά, αξιώνεται διάταγμα για επιστροφή του ποσού των £98.400.

Το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι ενάγοντες δεν είχαν αποδείξει ούτε δόλο, ούτε απάτη, ούτε και άσκηση ψυχικής πίεσης που οι ενάγοντες ισχυρίζονταν και απέρριψε την αγωγή. Αντίθετα, δέκτηκε ότι ο αποβιώσας, αναγνωρίζοντας την αγάπη και τη βοήθεια που του πρόσφεραν, θεωρούσε τους εναγόμενους πλέον οικείους από τους άλλους συγγενείς του. Η αγάπη του αυτή εκδηλώθηκε και με τη μεταβίβαση του καφενείου και την τοποθέτηση του εναγόμενου 1 ως συνδικαιούχου σε γραμμάτια στη ΣΠΕ Μονιάτη και στη Λαϊκή Τράπεζα.

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο καθοδηγήθηκε λανθασμένα επί των αρχών που διέπουν την ακύρωση δωρεάς.  Επίσης ότι κατέληξε λανθασμένα στο συμπέρασμα ότι ο αποβιώσας ενήργησε αυτόβουλα, χωρίς επηρεασμό και με πλήρη επίγνωση των ενεργειών του. Έτσι καταλήγουν, το Δικαστήριο λανθασμένα συμπέρανε ότι οι ενάγοντες δεν είχαν αποσείσει το βάρος απόδειξης.

Σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν άγγιξε καθόλου την αξίωση των εφεσειόντων για απόδοση λογαριασμού και/ή επιστροφή των χρημάτων.  Προβάλλουν το επιχείρημα ότι μεταξύ των εναγομένων και του αποβιώσαντα υπήρχε σχέση εμπιστοσύνης και συνεπώς οι εναγόμενοι είχαν υποχρέωση να αποδώσουν λογαριασμούς για τις δοσοληψίες που είχαν με τον αποβιώσαντα.  Έτσι, το πρωτόδικο δικαστήριο, συνεχίζουν, όφειλε να εξετάσει τους ισχυρισμούς των εφεσίβλητων για δωρεά, ως απαίτηση εναντίον περιουσίας αποβιώσαντος προσώπου. Κατ' ακολουθίαν, θα έπρεπε να εφαρμόσει τις πρόνοιες του άρθρου 7 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, καθώς επίσης και τις πρόνοιες του Κοινοδικαίου που αφορούν αξιώσεις πάνω στην περιουσία αποβιώσαντος.

Το επιχείρημα των εφεσειόντων δεν ευσταθεί. Κατ' αρχήν, η αξίωση των εφεσειόντων στηρίζεται σε ισχυρισμό για δόλο ή εξαπάτηση και η κάποια αναφορά στην απόδοση λογαριασμών, δεν έχει την έννοια της απόδοσης λογαριασμών, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή στα πλαίσια του Κοινοδικαίου.  Πέραν όμως αυτού, δεν είναι ορθή η θέση ότι οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι, υπόκεινται στην απόδοση λογαριασμών λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ αυτών και του Παρασκευά. 

Το σύγγραμμα στο οποίο αναφέρτηκαν οι εφεσείοντες στη γραπτή τους αγόρευση (Pettit, Equity and the Law of Trusts, έκτη έκδοση, σελ. 581), δεν υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Μπορεί μεν, όταν υπάρχει εμπιστευτική σχέση μεταξύ των διαδίκων, να ζητηθεί απόδοση λογαριασμών δι' αγωγής, αλλά η σχέση που υπήρχε μεταξύ των εφεσιβλήτων και του αποβιώσαντος δεν ήταν αυτής της φύσης.  Σχέσεις που μπορούν να δημιουργήσουν την υποχρέωση για απόδοση λογαριασμών σύμφωνα με την πιο πάνω μελέτη, είναι για παράδειγμα αυτή μεταξύ αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου ή μεταξύ συνεταίρων.  Η σχέση που υπήρχε μεταξύ του αποβιώσαντα και των εναγομένων, δεν ήταν, εν πάση περιπτώσει, της φύσης αυτής.

Ούτε το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να εφαρμόσει τις πρόνοιες του άρθρου 7 του περί  Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9 ευσταθεί.  Το άρθρο 7 δεν τυγχάνει εφαρμογής.  Προβλέπει ότι αξίωση επί κληρονομίας που στηρίζεται σε ισχυρισμό χρέους ή δωρεάς δεν γίνεται δεκτή, χωρίς ενισχυμένη μαρτυρία του προσώπου που αξιώνει, εκτός αν φαίνονται ή αποδεικνύονται περιστατικά που καθιστούν την αξίωση εκ των προτέρων πιθανή ή που μεταθέτουν το βάρος της απόδειξης στους αντιπροσώπους του αποβιώσαντα.  Στην παρούσα υπόθεση, δεν έχουμε αξίωση επί κληρονομίας, αλλά αξίωση των κληρονόμων για δωρεά που έγινε από τον αποβιώσαντα εν ζωή. 

Δεν έχει στοιχειοθετηθεί νομικά ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει τις δωρεές εξονυχιστικά.  Ορθώς το Δικαστήριο περιορίστηκε στην αξίωση των εφεσειόντων που στηριζόταν σε δόλο, απάτη και άσκηση ψυχικής πίεσης.

Σύμφωνα με το άρθρο 10(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, σύμβαση για να θεωρείται έγκυρη θα πρέπει να καταρτιστεί με την ελεύθερη συναίνεση μερών ικανών προς το συμβάλλεσθαι.  Η συναίνεση θεωρείται ελεύθερη όταν δεν προκαλείται με εξαναγκασμό, ψυχική πίεση, απάτη, ψευδή παράσταση ή πλάνη (άρθρο 14).

Η σύμβαση, σύμφωνα με το άρθρο 16(1), θεωρείται ότι έχει συναφθεί συνεπεία ψυχικής πίεσης, όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες, ούτως ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου. 

Πρόσωπο θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, αν έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επ΄αυτού ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι του άλλου, ή καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης. 

Όταν πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου συμβάλλεται με αυτό και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της  ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προσαχθεί ότι είναι υπέρμετρα επαχθής, το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν έχει συναφθεί συνεπεία ψυχικής πίεσης, φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου.

Στην παρούσα υπόθεση φαίνεται ότι η συναλλαγή ήταν υπέρμετρα επαχθής, αφού ο αποβιώσας μεταβίβασε στους δύο εφεσίβλητους, δυνάμει δωρεάς, σημαντικά ποσά.  Εκείνο όμως που ελλείπει είναι ακριβώς η απόδειξη ότι οι εφεσίβλητοι ήταν σε θέση να κυριαρχούν επί της θέλησης του αποβιώσαντος.  Δεν έχει αποδειχθεί ότι η πνευματική ικανότητα του Παρασκευά ήταν προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή κατάπτωσης, γιατί δεν υπάρχει μαρτυρία, ούτε καν ένδειξη ή απλώς ισχυρισμός, ότι ο διαβήτης από τον οποίο έπασχε, τον είχε φέρει σε μια τέτοια κατάσταση.  Εξ άλλου, η προσφορά εκ μέρους των εφεσίβλητων φροντίδας στον αποβιώσαντα και στη σύζυγό του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τους θέτει σε θέση να κυριαρχούν επί της βούλησης του Παρασκευά.  Ακόμα και η κατ' ισχυρισμόν εμμονή των εφεσίβλητων και η πίεσή τους στον Παρασκευά να τους μεταβιβάσει τα ποσά αυτά, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κυριαρχία επί της θέλησής του μέσα στην έννοια του άρθρου 16 του Νόμου.

Όπου οι σχέσεις μεταξύ δωρητή και δωρεοδόχου κατά το χρόνο της δωρεάς ή λίγο πριν από αυτή είναι τέτοιες που να δημιουργούν τεκμήριο ότι ο δωρεοδόχος έχει επηρεάσει τον δωρητή, το Δικαστήριο ακυρώνει τη δωρεά.  Για να είναι έγκυρη  δωρεά θα πρέπει να αποδειχθεί ότι αυτή συνιστούσε αυθόρμητη πράξη του δωρητή, ο οποίος ενεργούσε υπό περιστάσεις που τον καθιστούσαν ικανό να εκδηλώσει ανεξάρτητη βούληση και μόνο αφού το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι η δωρεά ήταν το αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του δωρητή (Allcard v. Skinner [1887] 35 Ch. D. 145, 190 και Χριστοφόρου ν. Ιακώβου (2002) 1 Α.Α.Δ. 33).

Σε περίπτωση επαχθών συμβάσεων θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο δωρητής ενεργούσε ελεύθερα από οποιαδήποτε επίδραση που προερχόταν από το πρόσωπο που θα αποκόμιζε το όφελος, με πλήρη επίγνωση των πράξεών του (Σωκράτους ν. Τσιβιτανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1602).

Δραττόμεθα της ευκαιρίας να παρατηρήσουμε ότι στην υπόθεση Σωκράτους ν. Τσιβιτανίδη, ανωτέρω, ίσως δίδεται η εσφαλμένη εντύπωση ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 16(3) του Κεφ.149, θα πρέπει πάντα σε περιπτώσεις όπου η σύμβαση είναι επαχθής να αποδεικνύεται ότι η εκχώρηση δεν ήταν αποτέλεσμα εξάσκησης ψυχικής πίεσης.  Για να χρειάζεται απόδειξη του γεγονότος ότι ο δωρητής ενεργούσε ανεξάρτητα από οποιανδήποτε επίδραση που προερχόταν από το πρόσωπο που θα αποκόμιζε το όφελος, με πλήρη επίγνωση των πράξεών του, θα πρέπει πρώτα να έχει αποδειχθεί η άλλη προϋπόθεση του άρθρου 16, ότι δηλαδή ο συμβαλλόμενος είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του αντισυμβαλλόμενου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντί του.  Μόνο σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να παρουσιάζεται μαρτυρία ότι η δωρεά δεν ήταν αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης.

Ο ορισμός της «ψυχικής πίεσης» δεν έχει καθοριστεί επακριβώς, άνκαι σε πολλές περιπτώσεις έχουν δοθεί κάποιες ερμηνείες (βλέπε για παράδειγμα Allcard v. Skinner, ανωτέρω και Ιωάννου ν. Χαραλαμπίδου (1998) 1 Α.Α.Δ. 555).

Στην παρούσα  υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι, από την ενώπιόν του μαρτυρία, δεν μπορούσε να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι είχαν ασκήσει ψυχική πίεση εναντίον του Παρασκευά με αποτέλεσμα  να τον επηρεάσουν να προβεί σε επ' ονόματί τους μεταβίβαση των χρημάτων.  Δεν έχει ακόμα αποδειχθεί ότι υπήρχε τέτοια σχέση εμπιστοσύνης που να δικαιολογεί τη διερεύνηση του κατά πόσο έχει ασκηθεί μια ψυχική πίεση.  Έτσι, ορθά το Δικαστήριο κατέληξε ότι το βάρος απόδειξης βρισκόταν στους ώμους των εφεσειόντων οι οποίοι δεν κατάφεραν να το αποσείσουν.  Δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι ο Παρασκευάς ενήργησε αυτόβουλα, χωρίς επηρεασμό και με πλήρη επίγνωση των ενεργειών του.  Αντιθέτως, θα έπρεπε να αποδειχθεί ότι οι εφεσίβλητοι όντας σε θέση να επιβληθούν επί της θέλησης του Παρασκευά, εκμεταλλευόμενοι την ειδική σχέση που είχαν μαζί του, άσκησαν επ΄ αυτού ψυχική πίεση με αποτέλεσμα να τον αναγκάσουν να συμβληθεί σε μια, επαχθή γι' αυτόν σύμβαση.

Δεν συμφωνούμε επίσης ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει και αποφασίσει αν η σχέση μεταξύ των εφεσίβλητων και του αποβιώσαντα ήταν σχέση εμπιστοσύνης. Αντίθετα, το θέμα το απασχόλησε για να καταλήξει ότι τίποτε από την ενώπιόν του μαρτυρία δεν έδειχνε ότι υπήρχε μια τέτοια σχέση έξω από τα αισθήματα αγάπης και οικειότητας που οι φροντίδες των εφεσιβλήτων προς τον Παρασκευά, είχαν δημιουργήσει.

Οι εφεσείοντες προβάλλουν ακόμα το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος διανομής των χρημάτων που ο Παρασκευάς γνωστοποίησε σε διάφορους, είναι μεταγενέστερη σκέψη των εφεσειόντων.  Επίσης παραπονούνται ότι εσφαλμένα κατέληξε ότι δεν απασχολούσε το μυαλό του Παρασκευά η γνωστοποίηση του μάρτυρα Πουργουρίδη, ότι οι κληρονόμοι της Μερόπης μπορούσαν να στραφούν εναντίον του.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι μάρτυρες των εφεσειόντων ήταν αναξιόπιστοι. Αυτό το συμπέρασμα δεν αμφισβητήθηκε και γι' αυτό δεν μπορούμε να επέμβουμε. Το πρωτόδικο δικαστήριο απλώς δεν δέχτηκε την εκδοχή τους για τις κατ' ισχυρισμόν εκμυστηρεύσεις του Παρασκευά.  Δεν μπορούμε να επέμβουμε, όπως είπαμε πιο πάνω, στο συμπέρασμα αυτό.  Όσον αφορά δε τη μαρτυρία του Πουργουρίδη, θα πρέπει να λεχθεί ότι το Δικαστήριο δικαιολογημένα τοποθέτησε τη συνάντηση του μάρτυρα με τον Παρασκευά ένα έως δύο μήνες πριν το θάνατο του Παρασκευά, αφού ο Πουργουρίδης στην κατάθεσή του τοποθετεί τη σχετική συνομιλία που είχε με τον αποβιώσαντα τα Χριστούγεννα του 1994.

Εν πάση περιπτώσει, αφού το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την εκδοχή των εφεσειόντων και κατέληξε ότι η μαρτυρία τους ήταν αναξιόπιστη, τίποτε από τα πιο πάνω δεν μπορεί να βοηθήσει την υπόθεση των εφεσειόντων.

Τα ίδια ισχύουν και για τον ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι η αγωγή των συγγενών της προαποβιωσάσης συζύγου του Παρασκευά, μπορούσε να υπάρξει μόνο μετά την 24.11.1994. Αφού το Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε την εκδοχή των εφεσειόντων, δεν δέχτηκε και τον ισχυρισμό τους ότι η μεταβίβαση των χρημάτων στο όνομα των εφεσιβλήτων έγινε προς αποτροπή της επιτυχίας των συγγενών της Μερόπης στην αγωγή αυτή.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ακόμα ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο αποβιώσας δώρισε στους εφεσίβλητους 1 και 2 διάφορα ποσά, είναι λανθασμένο γιατί, εκτός δύο επιταγών ύψους £300 η κάθε μια, οι οποίες εκδόθηκαν στα ονόματά τους, καμιά άλλη επιταγή επ' ονόματι των εφεσιβλήτων δεν εκδόθηκε.  Αντίθετα, οι επιταγές υπογράφονταν από τον αποβιώσαντα και οι απολήψεις γίνονταν σε μετρητά για να μην φαίνεται σε ποιό πρόσωπο κατέληξαν τα χρήματα.  Η διαδικασία αυτή κρίνεται από τους εφεσείοντες ως παράξενη και ύποπτη, πέρασε όμως απαρατήρητη από την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. 

Δεν βρίσκουμε γιατί η διαδικασία αυτή κρίνεται ως ύποπτη ή μη φυσιολογική.  Είναι ένας τρόπος συναλλαγής και τίποτε στη μαρτυρία δεν αποδεικνύει ή τουλάχιστον δείχνει ότι η κίνηση έγινε με κάποιο αλλότριο σκοπό που εξυπηρετούσε τη δολιότητα των εφεσίβλητων.

Μετά την απόσυρση της έφεσης από τους εφεσείοντες 1-11 ο έβδομος λόγος έφεσης δεν έχει πλέον σημασία και θα πρέπει να απορριφθεί.

Εν όψει όλων των πιο πάνω είναι φανερό ότι η έφεση στερείται βάσης και θα πρέπει να απορριφθεί. Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο