ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 1208
27 Αυγούστου, 2002
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1970 (Ν. 97/70) ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ Ν. 97/90
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΩΤΙΚΟ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ (Ν. 95/70)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ALEXANDRA ATAPINA, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡ. 7.8.2002 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ
ΕΚΔΟΣΗΣ ΥΠ' ΑΡ. 2/2002.
(Αίτηση Αρ. 77/2002)
Φυγόδικοι ― Έκδοση φυγοδίκων ― Διαδικασία έκδοσης ― Έκδοση Ρωσίδας στη Ρωσική Ομοσπονδία ― Αρμοδιότητα για υποβολή της αίτησης έκδοσης ― Κατά πόσο η Ρωσική Ομοσπονδία είχε συμμορφωθεί πλήρως με το Άρθρο 12(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων το οποίο προβλέπει ότι η αίτηση διατυπώνεται εγγράφως και υποβάλλεται «διά της διπλωματικής οδού» ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Διευθυντής Κεντρικών Φυλακών ν. Mechanov (2002) 1 A.A.Δ. 581.
Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Πλαίσιο εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις Habeas Corpus.
Συμβάσεις ― Συμβάσεις μεταξύ κρατών ― Επιφυλάξεις ― Έννοια και νομικά αποτελέσματα επιφυλάξεων ― Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών η οποία κυρώθηκε από τον περί της Συμβάσεως της Βιέννης επί του Δικαίου των Συνθηκών (Κυρωτικό) Νόμο του 1976 (Ν. 62/76).
Φυγόδικοι ― Έκδοση φυγοδίκων ― Διαδικασία έκδοσης - Κατά πόσο δεν υπήρξε συμμόρφωση με το Άρθρο 12(2)(α)(β) και (γ) της Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων γιατί δεν είχε επισυναφθεί η καταδικαστική απόφαση προς υποστήριξη της αίτησης έκδοσης.
Δικαστές ― Έκφραση άποψης από δικαστή πάνω σε σημείο που δεν είναι αναγκαίο για να αποφασισθεί η υπόθεση ― Δεν είναι δεσμευτική.
Το θέμα που εξετάζεται στην παρούσα υπόθεση αφορά το νομότυπο ή μη της υποβολής της αίτησης για την έκδοση της αιτήτριας από την αιτούσα χώρα, στην προκείμενη περίπτωση, τη Ρωσική Ομοσπονδία. Η αιτήτρια υποστήριξε πως η αίτηση θα έπρεπε να είχε υποβληθεί από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ρωσικής Ομοσπονδίας και όχι από τη Γενική Εισαγγελία. Η θέση αυτή στηρίζεται στις διατάξεις του Άρθρου 12 του Νόμου 95/70 και του Άρθρου 5 του Δευτέρου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης (η Σύμβαση) η οποία κυρώθηκε με τον περί του Δεύτερου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων (Κυρωτικό) Νόμο του 1984 (Ν. 17/84). Οι καθ' ων η αίτηση υποστήριξαν ότι η Ρωσική Ομοσπονδία «έχει διατηρήσει επιφύλαξη ως προς την εφαρμογή του Κεφαλαίου V του Δευτέρου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου» και ότι συναφώς η απόφαση Διευθυντής Κεντρικών Φυλακών ν. Valery Mechanov (2002) 1 A.A.Δ. 581 διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση.
Η ύπαρξη της επιφύλαξης αποδείχθηκε από τους καθ' ων η αίτηση μέσα από την προσαγωγή, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εγγράφου του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (το πρωτόδικο Δικαστήριο) απέρριψε τις θέσεις της αιτήτριας. Το Δικαστήριο στη συνέχεια προχώρησε να εξετάσει και το θέμα της ερμηνείας του Ομοσπονδιακού Κυρωτικού Νόμου (τεκ. 6) αναφορικά προς τον οποίο δόθηκε μαρτυρία, εκ μέρους της αιτήτριας. Σύμφωνα με την εν λόγω μαρτυρία η οποία δεν έγινε αποδεκτή, η Γενική Εισαγγελία δεν έχει εξουσία να καταχωρεί αιτήσεις έκδοσης σε άλλα κράτη μέλη της Σύμβασης, οπόταν θα πρέπει για όλα τα άλλα να ακολουθείται η διαδικασία που προνοείται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε με τη διαπίστωση ότι η «υποβολή της υπό κρίση έκδοσης από τη Γενική Εισαγγελία της Ρωσικής Ομοσπονδίας μέσω της Διπλωματικής Οδού προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν αποτελεί παράβαση του Άρθρου 12(1) της Σύμβασης υπό τις περιστάσεις που έχουν προαναφερθεί».
Η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus και αμφισβήτησε την ορθότητα των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Βασικός άξονας των επιχειρημάτων της αιτήτριας ήταν η μη νομότυπη υποβολή της αίτησης για έκδοσή της. Οι καθ' ων η αίτηση υπέβαλαν ότι η αίτηση έχει υποβληθεί νομότυπα γιατί η Ρωσική Ομοσπονδία έχει κυρώσει το Δεύτερο Πρωτόκολλο με την επιφύλαξη να μην το εφαρμόσει. Υπέβαλαν περαιτέρω ότι η Ρωσική Ομοσπονδία έχει θεσπίσει νομοθεσία σύμφωνα με την οποία αρμόδια αρχή να ζητήσει έκδοση είναι η Γενική Εισαγγελία και δεν υπάρχει άλλη Αρχή που είναι αρμόδια για το σκοπό αυτό. Το Άρθρο 12(1) της Σύμβασης δεν περιέχει αναφορά για υποβολή της αίτησης από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Από την στιγμή που γίνει δεκτό ότι η Ρωσική Ομοσπονδία είχε δικαίωμα να μη αποδεχθεί το Πρόσθετο Πρωτόκολλο δεν υπάρχει πρόνοια στη Σύμβαση όσον αφορά την αρχή που θα υποβάλει την αίτηση για έκδοση. Τέλος επικαλέσθηκαν το τεκμήριο της κανονικότητας και εισηγήθηκαν ότι η αίτηση έχει υποβληθεί νομότυπα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το γεγονός της επιφύλαξης έχει αποδειχθεί με μαρτυρία. Το κείμενο της επιφύλαξης συνάδει με τις πρόνοιες της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών η οποία έχει κυρωθεί από τον περί της Συμβάσεως της Βιέννης επί του Δικαίου των Συνθηκών (Κυρωτικό) Νόμο του 1976 (Ν. 62/76) και συνιστά επιφύλαξη εντός της έννοιας της εν λόγω Σύμβασης. Έπεται ότι η Ρωσική Ομοσπονδία έχει επιφυλάξει το δικαίωμά της να μη εφαρμόσει το Κεφάλαιο V του Δευτέρου Πρωτοκόλλου. Κατά συνέπεια δε δεσμεύεται από τις πρόνοιες του Κεφαλαίου V και δεν υπέχει υποχρέωση να υποβάλει την αίτηση μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Η υπόθεση Mechanov διαφοροποιείται από την παρούσα γιατί εκεί, σε αντίθεση με την παρούσα υπόθεση, δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η Ρωσική Ομοσπονδία είχε επιφυλάξει το δικαίωμά της να μη εφαρμόσει το Κεφάλαιο V του Δεύτερου Πρωτοκόλλου. Επομένως στην παρούσα υπόθεση η Ρωσική Ομοσπονδία είχε ενεργήσει εντός των πλαισίων της επιφύλαξης.
Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Ρωσική Ομοσπονδία έχει συμμορφωθεί πλήρως με το Άρθρο 12(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων το οποίο προβλέπει ότι η αίτηση διατυπώνεται εγγράφως και υποβάλλεται «διά της διπλωματικής οδού» είναι ορθή.
2. Το τεκμήριο της κανονικότητας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ανάθεση είχε συντελεστεί νομότυπα, αφού δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να υποδεικνύει το αντίθετο.
3. Το Δικαστήριο σε αιτήσεις Habeas Corpus έχει περιορισμένη δικαιοδοσία. Δεν μπορεί να αναθεωρήσει τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που επιλήφθηκε της έκδοσης ή να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας εφόσον κινήθηκε μέσα σε νόμιμα όρια.
4. Δεν έχει σημειωθεί παραβίαση του Άρθρου 12(2) της Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων επειδή δεν είχε επισυναφθεί η καταδικαστική απόφαση προς υποστήριξη της αίτησης έκδοσης δεδομένου ότι δεν επιζητείται η έκδοση της αιτήτριας για να εκτίσει ποινή αλλά για να δικαστεί για αδικήματα για τα οποία καταδιώκεται από τις Ρωσικές αρχές ότι διέπραξε.
Η αίτηση απορρίφθηκε. Δεν
εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Διευθυντής Κεντρικών Φυλακών ν. Mechanov (2002) 1 Α.Α.Δ. 581,
Ambatielos Case (Greece v. U.K.) I.C.J. Rep. 1952 p. 27,
Flower v. Ebbw Vale Steel, Iron & Coal Co. Ltd [1934] 2 K.B. 132,
Paphos Stone C. Estates Ltd κ.ά. ν. Χριστοδουλίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 2110,
Χατζηχριστοφή ν. Γεωργίου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 873,
Hatchem v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191,
Golov v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (2001) 1 Α.Α.Δ. 1109.
Αίτηση.
Αίτηση από την αιτήτρια για έκδοση διατάγματος Habeas Corpus προς ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερ. 7/8/02 στην Αίτηση Έκδοσης υπ' αρ. 2/2002 με την οποία διατάχθηκε η κράτησή της μέχρι την έκδοσή της προς τις Ρωσικές Αρχές για να δικαστεί για τα κατ' ισχυρισμό αδικήματα σε σχέση με τα οποία εκκρεμεί πράξη του Δικαστηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας με ισχύ εντάλματος σύλληψής της ημερ. 23.8.1999 που εκδόθηκε μετά από δικαστική απόφαση για καθορισμό εξέτασης ποινικής υπόθεσης ημερ. 26.7.1999.
Π. Κυπριανού, για την Αιτήτρια.
Ε. Λοϊζίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Η Αιτήτρια είναι παρούσα.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) διέταξε την προφυλάκιση (κράτηση) της αιτήτριας μέχρις ότου χωρήσει η έκδοση της στις Ρωσικές Αρχές «για να δικαστεί για τα κατ' ισχυρισμό αδικήματα σε σχέση με τα οποία εκκρεμεί πράξη του Δικαστηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας με ισχύ εντάλματος σύλληψης της ημερ. 23.8.1999 που εκδόθηκε μετά από δικαστική απόφαση για καθορισμό εξέτασης ποινικής υπόθεσης ημερ. 26.7.1999».
Με την παρούσα αίτηση η αιτήτρια ζητά την «έκδοση εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus με το οποίο να ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησης της και με το οποίο να διαταχθεί η αποφυλάκιση της».
Βασικό σημείο αντιπαράθεσης, μεταξύ των δύο μερών, ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν το νομότυπο της υποβολής της αίτησης από την αιτούσα χώρα για έκδοση της αιτήτριας. Ήταν η θέση της αιτήτριας ότι έπρεπε να είχε υποβληθεί από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ρωσικής Ομοσπονδίας και όχι από τη Γενική Εισαγγελία. Η θέση αυτή έχει σαν έρεισμα τις διατάξεις του άρθρου 12 του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου του 1970 (Ν. 95/70) και του άρθρου 5 του Δευτέρου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης (η Σύμβαση), η οποία κυρώθηκε με τον περί του Δευτέρου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων (Κυρωτικό) Νόμο του 1984 (Ν. 17/84). Παραθέτω και τις δύο διατάξεις:
Το άρθρο 12 προβλέπει:
«Άρθρον 12ον
ΑΙΤΗΣΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
1. Η αίτησις θέλει διατυπωθεί εγγράφως και υποβληθή δια της διπλωματικής οδού. Δι' απ' ευθείας διευθετήσεις δύναται να συμφωνηθή μεταξύ δύο ή περισσοτέρων Μερών, έτερον μέσον.»
Το άρθρο 5 προβλέπει:
«ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ V
Άρθρο 5
Η παράγραφος 1 του Άρθρου 12 της Σύμβασης αντικαθίσταται από τις ακόλουθες διατάξεις.
'Η αίτηση θα διατυπώνεται γραπτώς και θα απευθύνεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης του αιτούντος Μέρους προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης του Μέρους από το οποίο ζητείται η έκδοση· παρα-ταύτα, η χρησιμοποίηση της διπλωματικής οδού δεν αποκλείεται. Άλλα μέσα επικοινωνίας μπορούν να συμφωνηθούν απ' ευθείας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων Μερών'.»
Από την άλλη οι καθ' ων η αίτηση υπέβαλαν ότι η Ρωσική Ομοσπονδία «έχει διατηρήσει επιφύλαξη ως προς την εφαρμογή του Κεφαλαίου V του Δευτέρου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου». Εισηγήθηκαν, συναφώς, ότι η απόφαση στην Διευθυντής Κεντρικών Φυλακών ν. Valery Mechanov (2002) 1 Α.Α.Δ. 581, διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση, καθότι σε εκείνη την υπόθεση το γεγονός της ύπαρξης της διατυπωθείσας επιφύλαξης της Ρωσικής Ομοσπονδίας δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.
Η ύπαρξη της επιφύλαξης αποδείχθηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση μέσα από την προσαγωγή, ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, εγγράφου του Συμβουλίου της Ευρώπης (Τεκ. 2). Το έγγραφο είναι διατυπωμένο σε δύο γλώσσες, την Αγγλική και τη Γαλλική. Παραθέτω το αγγλικό κείμενο του:
"SECOND ADDITIONAL PROTOCOL
TO THE EUROPEAN CONVENTION ON EXTRADITION
opened for signature, in Strasbourg, on 17 March 1978
Reservations and Declarations
RUSSIA
Reservation contained in the instrument of ratification deposited on 10 December 1999 - Or. Engl./Rus.
The Russian Federation shall reserve the right not to apply Chapter V of the Second Additional Protocol of March 17, 1978 to the European Convention on Extradition of December 13, 1957."
Σε μετάφραση:
«ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ
ανοικτό για υπογραφή, στο Στρασβούργο στις 17 Μαρτίου, 1978.
Επιφυλάξεις και Δηλώσεις
ΡΩΣΙΑ
Επιφύλαξη που περιέχεται στο έγγραφο επικύρωσης που κατατέθηκε στις 10 Δεκεμβρίου, 1999.
Η Ρωσική Ομοσπονδία θα επιφυλάξει το δικαίωμα να μη εφαρμόσει το Κεφάλαιο V του Δευτέρου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της 17ης Μαρτίου, 1978 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων της 13ης Δεκεμβρίου, 1957.»
Το δεύτερο σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ των μερών αφορούσε την αρμοδιότητα της Γενικής Εισαγγελίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας να υποβάλει αίτηση για έκδοση. Η πλευρά της αιτήτριας υπέβαλε ότι η αρμοδιότητα της Γενικής Εισαγγελίας συνίσταται στο να κρίνει αποκλειστικά και μόνο αιτήσεις έκδοσης που υποβάλλονται από άλλα κράτη προς τη Ρωσική Ομοσπονδία. Δεν είναι αρμόδια - η Γενική Εισαγγελία - να υποβάλλει αιτήσεις έκδοσης φυγοδίκων σε άλλα κράτη.
Επί του προκειμένου οι καθ' ων η αίτηση υπέβαλαν ότι η διαδικασία ως προς την υποβολή της αίτησης είναι σύμφωνη με τη Σύμβαση και έγινε νόμιμα και κανονικά από τη Γενική Εισαγγελία της Ρωσικής Ομοσπονδίας (βλ. το έγγραφο της ρηματικής διακοίνωσης, Τεκ. 3). Περαιτέρω - συνέχισαν οι καθ' ων η αίτηση - εφόσον η Σύμβαση δεν καθορίζει ποιό είναι το αρμόδιο όργανο υποβολής της αίτησης, ενόψει της επιφύλαξης της Ρωσικής Ομοσπονδίας, το Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει τη διαδικασία που ακολουθήθηκε στο αιτούν κράτος αλλά μόνο να ερμηνεύσει τη Σύμβαση βάσει των αρχών ερμηνείας των Διεθνών Συμβάσεων.
Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δόθηκε μαρτυρία, εκ μέρους της αιτήτριας, από την Έλενα Κωνσταντίνου, δικηγόρο από τη Λευκωσία, η οποία σπούδασε στη Μόσχα, είναι μέλος του δικηγορικού συλλόγου της Μόσχας και ασκεί το επάγγελμα δικηγόρου και στη Ρωσία. Η μάρτυς έδωσε μαρτυρία σε σχέση με την ερμηνεία του νόμου της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Έκδοση Φυγοδίκων και των δύο Πρωτοκόλλων της Σύμβασης: «Federal Law on Ratification of the European Convention on Extradition, the Additional Protocol and the Second Additional Protocol to it». Σημειώνεται ότι το Αγγλικό κείμενο του Νόμου κατατέθηκε εκ συμφώνου (βλ. τεκ. 6). Σχετικά είναι τα άρθρα 3 και 4*. H μάρτυς Κωνσταντίνου ανέφερε ότι σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κυρωτικού Νόμου η Γενική Εσαγγελία είναι το αρμόδιο όργανο που αποφασίζει την έκδοση ή όχι κάποιου φυγοδίκου από τη Ρωσική Ομοσπονδία σε άλλη χώρα. Είπε, επίσης, ότι στον Κυρωτικό Νόμο δεν αναφέρεται πουθενά εξουσία της Γενικής Εισαγγελίας να καταχωρεί αιτήσεις έκδοσης σε άλλα κράτη μέλη της Σύμβασης, που σημαίνει ότι για όλα τα άλλα πρέπει να ακολουθείται η διαδικασία που προνοείται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις της αιτήτριας. Ως προς το θέμα του νομότυπου της υποβολής της αίτησης έθεσε το θέμα ως εξής:
«Πρωταρχικά θα πρέπει να λεχθεί ότι η Ρωσική Ομοσπονδία έχει επιφυλάξει το δικαίωμα της να μην εφαρμόσει το Κεφάλαιο V του Δευτέρου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, ημερ. 17.3.1978, της Σύμβασης, όπως αυτό είναι παραδεκτό (βλ. Τεκμήριο 2).
Στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 18, παρ. 1781, σελ. 923 αναφέρονται τα ακόλουθα ως προς την έννοια της επιφύλαξης (reservation) σε σχέση με διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες:
"'Reservation' means a unilateral statement, however phrased or named, made by a state when signing, ratifying, accepting, approving or acceding to a treaty, by which it purports to exclude or modify the legal effect of certain provisions of the treaty in their application to that state. The subject matter of a reservation is commonly a restriction of the obligations of the state making it, but exceptionally it may be a mere variation or even a purported undertaking of something more than the treaty text requires."
Στην παρ. 1784 του ιδίου συγγράμματος κάτω από τον τίτλο 'Legal effect of reservations and objections' αναφέρονται τα εξής:
"A reservation established with regard to another party to a treaty modifies, for the reserving state in its relations with that other party, the provisions of the treaty to which the reservation relates to the extent of the reservation; and modifies those provisions to the same extent for that other party in its relations with the reserving state."
Συνάγεται ότι, εφόσον μάλιστα δεν υποστηρίχθηκε οτιδήποτε περί του αντιθέτου, η Ρωσική Ομοσπονδία δεν δεσμεύεται όσον αφορά την εφαρμογή του Κεφαλαίου V και του άρθρου 5 του Δευτέρου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης που προνοεί, μεταξύ άλλων, και για την αρμοδιότητα του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την υποβολή της αίτησης έκδοσης προς τα άλλα συμβαλλόμενα κράτη. Ως εκ τούτου, οι τροποποιήσεις που έχει επιφέρει στο άρθρο 12 της Σύμβασης το Δεύτερο Πρόσθετο Πρωτόκολλο δεν εφαρμόζονται στην παρούσα υπόθεση. Θα πρέπει συνεπώς να εφαρμοστεί η παρ. 1 του άρθρου 12 της Σύμβασης που έχει ως ακολούθως:
'1. Η αίτησις θέλει διατυπωθεί εγγράφως και υποβληθεί δια της διπλωματικής οδού. Δι' απ' ευθείας διευθετήσεις δύναται να συμφωνηθή, μεταξύ δύο ή περισσοτέρων Μερών, έτερον μέσον.'
Όπως φαίνεται από την παρ. 1 του άρθρου 12 της Σύμβασης η μόνη διατύπωση που απαιτείται όσον αφορά την υπό κρίση αίτηση είναι όπως αυτή υποβληθεί εγγράφως διά της διπλωματικής οδού. Δεν υπεισέρχεται το άρθρο αυτό στο να καθορίσει την αρμόδια αρχή του αιτούντος κράτους, η οποία θα υποβάλει την αίτηση. Με βάση αυτά τα δεδομένα, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η θέση της κας Λοϊζίδου ότι τεκμαίρεται ότι η αίτηση υποβλήθηκε νόμιμα και κανονικά διά της διπλωματικής οδού και το Δικαστήριο ερμηνεύοντας τη Σύμβαση, ενόψει της επιφύλαξης της Ρωσικής Ομοσπονδίας να μην εφαρμόσει το Κεφάλαιο V, θα πρέπει να θεωρήσει ότι η αίτηση υποβλήθηκε νομότυπα, χωρίς να μπορεί να εξετάσει τη διαδικασία που έγινε στο αιτούν κράτος ως προς την ετοιμασία της αίτησης, είναι ορθή. Από τη μελέτη της απόφασης στην υπόθεση Mechanov (πιο πάνω) προκύπτει ότι το γεγονός της ύπαρξης της διατυπωθείσας επιφύλαξης της Ρωσικής Ομοσπονδίας δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας της υπόθεσης εκείνης και ως εκ τούτου η παρούσα υπόθεση σαφώς διαφοροποιείται από την απόφαση Mechanov.»
Παρά την πιο πάνω κατάληξη του το Πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει και το θέμα της ερμηνείας του Κυρωτικού Νόμου (τεκ. 6). Παραθέτω την σχετική προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Η μαρτυρία, βέβαια, της μάρτυρος αυτής ως προς την ερμηνεία του Αλλοδαπού Νόμου θα πρέπει να κριθεί με βάση τις αρχές που διέπουν την κρίση της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων σε τέτοιες περιπτώσεις.
Στο σύγγραμμα Dicey & Morris, The Conflict of Laws, 10η έκδοση, Τόμος 2, στη σελ. 1211 αναφέρονται τα ακόλουθα αναφορικά με τη βαρύτητα της μαρτυρίας ειδικού σε σχέση με Αλλοδαπό Δίκαιο, αφού αυτός αποκαλύψει στο Δικαστήριο τις πηγές της εξειδικευμένης γνώσης του:
'If the evidence of the expert witness as to the effect of the sources quoted by him is uncontradicted, the court is, in general, bound to accept it. But this is not an inflexible rule: if uncontradicted evidence is 'obviously false', 'obscure', 'extravagant' or 'patently absurd', or if 'he never applied his mind to the real point of law', the court may reject it and examine the foreign sources to form its own conclusion as to their effect.'
(Βλ. και Royal Bank of Scotland P.L.C. v. Geodrill Co. Ltd κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 753).
Κατ' αρχήν πρέπει να λεχθεί ότι η ερμηνεία που δόθηκε από την εν λόγω μάρτυρα ως προς το άρθρο 4 του Ομοσπονδιακού Κυρωτικού Νόμου, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, αποτελεί τη δική της γνώμη κατόπιν μελέτης του νόμου, όπως είπε, χωρίς η μάρτυρας να προσδιορίσει οποιεσδήποτε πηγές ή αυθεντίες ή κανόνες ερμηνείας που να υποστηρίζουν την ερμηνεία που έδωσε η ίδια στο Δικαστήριο. Είναι η αντίληψή μου ότι η ερμηνεία της μάρτυρος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο καθότι προκύπτει ότι αποτελεί ερμηνεία που δεν συνάδει με την έννοια της νομικής πρόνοιας που αφορά ούτε και συνάγεται από το κείμενο του νόμου που ενδιαφέρει.
Έχω την άποψη ότι το άρθρο 4 του Ομοσπονδιακού Κυρωτικού Νόμου, Τεκμήριο 6, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι θεωρεί τη Γενική Εισαγγελία της Ρωσικής Ομοσπονδίας ως αρμόδια να κρίνει μόνο αιτήσεις έκδοσης που υποβάλλονται από άλλα κράτη προς τη Ρωσική Ομοσπονδία. Δεδομένου ότι φαίνεται ότι το άρθρο 4 θεσπίστηκε λόγω της μη εφαρμογής από τη Ρωσική Ομοσπονδία του Κεφαλαίου V του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, το οποίο καθιστά αρμόδιο όργανο να απευθύνει και να δέχεται αιτήσεις έκδοσης το Υπουργείο Δικαιοσύνης τόσο του αιτούντος όσο και του παρά του οποίου ζητείται η έκδοση κράτους, αντίστοιχα, ο καθορισμός ως αρμόδιας αρχής της Γενικής Εισαγγελίας να εξετάζει ('to consider') τα θέματα έκδοσης είναι σαφές ότι περιλαμβάνει και τις πιο πάνω ενέργειες, οι οποίες αν δεν υπήρχε η επιφύλαξη της Ρωσικής Ομοσπονδίας θα έπρεπε να γίνουν από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η διαφορετική ερμηνεία που έδωσε στο προαναφερθέν κείμενο του νόμου η μάρτυρας κα Κωνσταντίνου εξυπηρετεί μόνο τη θέση της καθ' ης η αίτηση και οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα και σε ερμηνεία που καθιστά τη Σύμβαση ανεφάρμοστη και σε αντίθεση με τις αρχές ερμηνείας των διεθνών συμβάσεων. Μπορεί να λεχθεί ότι αν η πρόθεση της Ρωσικής Ομοσπονδίας ήταν να καταστήσει τη Γενική Εισαγγελία αρμόδια να επιλαμβάνεται μόνο αιτήσεις έκδοσης που προέρχονται από άλλες χώρες και να διατηρήσει την αρμοδιότητα του Υπουργείου Δικαιοσύνης στην υποβολή αιτήσεων έκδοσης από τη Ρωσική Ομοσπονδία προς τις άλλες χώρες, δηλαδή να εφαρμόσει μερικώς το Κεφάλαιο V του Δεύτερου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, θα μπορούσε να το προσδιορίσει ρητά είτε στην επιφύλαξη, εφόσον ήταν δυνατό να εκφράσει μερική επιφύλαξη ή υπό όρους όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 του Δεύτερου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης, είτε στον Ομοσπονδιακό Κυρωτικό Νόμο, λόγω της σοβαρότητας του θέματος, όπως έχει επισημανθεί στην υπόθεση Mechanov (πιο πάνω). Επισημαίνεται σχετικά ότι στην υπόθεση Petrov v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1996) 1 Α.Α.Δ. 856 έχουν λεχθεί τα ακόλουθα σχετικά με την ερμηνεία των διεθνών συμβάσεων:
'......................................................................................................
Τέλος, συμβάσεις για την έκδοση φυγοδίκων δεν υπόκεινται στους συνήθεις κανόνες ερμηνείας του ημεδαπού δικαίου αλλά επιβάλλεται η φιλελεύθερη ερμηνεία τους για ευόδωση του στόχου στον οποίο αποβλέπουν και που είναι η καταπολέμηση του εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα (In Re Hachem (1991) 1 Α.Α.Δ. 723).'
Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα από την ομιλία του Λόρδου Steyn στην Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην απόφαση Re Ismail [1998] 3 All E.R. 1007 στη σελ. 1011, που τέθηκε θέμα ερμηνείας του όρο 'accused person', σχετικά με το διεθνές ενδιαφέρον για επίτευξη του σκοπού να προσάγονται στη δικαιοσύνη όσοι κατηγορούνται για σοβαρά αδικήματα:
'Extradition treaties, and extradition statutes, ought, therefore, to be accorded a broad and generous construction so far as the texts permit it in order to facilitate extradition: see Government of Belgium v. Postlethwaite [1987] 2 All E.R. 985 at 991-992, [1988] AC 924 at 946-947'.»
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε με τη διαπίστωση ότι η «υποβολή της υπό κρίση έκδοσης από τη Γενική Εισαγγελία της Ρωσικής Ομοσπονδίας μέσω της Διπλωματικής Οδού προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν αποτελεί παράβαση του άρθρου 12(1) της Σύμβασης υπό τις περιστάσεις που έχουν προαναφερθεί».
Η ορθότητα των πιο πάνω συμπερασμάτων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει αμφισβητηθεί με τους λόγους (Α) μέχρι (Ε) της αίτησης. Ο κ. Κυπριανού, εκ μέρους της αιτήτριας, έχει προβάλει τις πιο κάτω θέσεις:
(1) Η αίτηση της αιτήτριας χώρας θα έπρεπε να απορριφθεί γιατί δεν έχει υποβληθεί από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ρωσικής Ομοσπονδίας όπως απαιτεί επιτακτικά το άρθρο 5 του Δεύτερου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
(2) Από τα τεκμήρια που έχουν κατατεθεί (βλ. τεκ. 2 και 3) δεν «προκύπτει ότι η ως άνω επιφύλαξη της Ρωσικής Ομοσπονδίας έλαβε χώραν και στην παρούσα υπόθεση».
(3) Η Ρωσική Ομοσπονδία στην παρούσα υπόθεση δεν έκαμε χρήση της επιφύλαξης ως προς την εφαρμογή του Κεφαλαίου V του Δεύτερου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Η επιφύλαξη αυτή από μόνη της δεν καθιστά αρμόδια την Γενική Εισαγγελία της Ρωσικής Ομοσπονδίας όπως διαβιβάζει αιτήσεις έκδοσης και στη Σύμβαση καθορίζεται ρητά ποιό είναι το αρμόδιο όργανο υποβολής της αίτησης ήτοι το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από «το αιτούν κράτος, μπορεί όμως να ελέγξει τα κατατεθέντα τεκμήρια και να κρίνει κατά πόσο έγινε σωστή ερμηνεία της Σύμβασης από το αιτούν κράτος ή και κατά πόσο η διαδικασία που προβλέπεται από τη Σύμβαση συνάδει με αυτή».
(4) Το άρθρο 4 του Ομοσπονδιακού Κυρωτικού Νόμου (τεκ. 6) δεν καθιστά αρμόδια τη Γενική Εισαγγελία της Ρωσικής Ομοσπονδίας να υποβάλλει αιτήσεις για έκδοση. Από το άρθρο 4 του Νόμου και την ερμηνεία της λέξης «to consider» συνάγεται ότι η αρμοδιότητα της Γενικής Εισαγγελίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας συνίσταται στο να κρίνει αποκλειστικά και μόνο αιτήσεις έκδοσης που υποβάλλονται από άλλα κράτη προς τη Ρωσική Ομοσπονδία.
(5) Η ερμηνεία της μάρτυρος Έλενας Κωνσταντίνου «ως προς το άρθρο 4 του Κυρωτικού Νόμου έπρεπε να γίνει αποδεκτή γιατί από το εν λόγω άρθρο, ήτοι το τεκ. 6, προκύπτει σαφέστατα ότι η ερμηνεία της μάρτυρος συνάγεται από το κείμενο του Νόμου και δεν μπορεί να δοθεί σ' αυτό οιαδήποτε άλλη ερμηνεία».
Η κα. Λοϊζίδου, εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, υπέβαλε ότι η αίτηση έχει υποβληθεί νομότυπα γιατί η Ρωσική Ομοσπονδία έχει κυρώσει το Δεύτερο Πρωτόκολλο με την επιφύλαξη να μη το εφαρμόσει. Η ευπαίδευτη συνήγορος έκαμε αναφορά στην επιστολή της Πρεσβείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Κύπρο προς το Υπουργείο Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 12.4.2001 (τεκ. 3) στην οποία γίνεται αναφορά:
(α) Στο άρθρο 9 του Δεύτερου Πρωτοκόλλου σύμφωνα με το οποίο «οποιαδήποτε χώρα, κατά το χρόνο της υπογραφής ή όταν καταθέτει το έγγραφο επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης μπορεί να δηλώσει ότι επιφυλάττει το δικαίωμα να μη αποδεχθεί το Μέρος V»*.
(β) Στον πιο πάνω κυρωτικό Νόμο (τεκ. 6) με τον οποίο έχει επικυρωθεί το Δεύτερο Πρωτόκολλο με την επιφύλαξη να μη εφαρμόσει το Μέρος V.
(γ Στο άρθρο 4 - του Κυρωτικού Νόμου - σύμφωνα με το οποίο το Γραφείο της Γενικής Εισαγγελίας είναι το εντεταλμένο όργανο για εξέταση ζητημάτων έκδοσης φυγοδίκων.
Περαιτέρω η κα. Λοϊζίδου υπέβαλε ότι η Ρωσική Ομοσπονδία έχει θεσπίσει νομοθεσία σύμφωνα με την οποία αρμόδια αρχή να ζητήσει έκδοση είναι η Γενική Εισαγγελία και δεν υπάρχει άλλη Αρχή που είναι αρμόδια για το σκοπό αυτό. Το άρθρο 12(1) της Σύμβασης δεν περιέχει αναφορά για υποβολή της αίτησης από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Από την στιγμή που γίνει δεκτό ότι η Ρωσική Ομοσπονδία είχε δικαίωμα να μη αποδεχθεί το Πρόσθετο Πρωτόκολλο δεν υπάρχει πρόνοια στη Σύμβαση όσον αφορά την αρχή που θα υποβάλει την αίτηση για έκδοση. Τέλος η κα. Λοϊζίδου επεκαλέσθη το τεκμήριο της κανονικότητας και εισηγήθηκε ότι η αίτηση έχει υποβληθεί νομότυπα.
Το ζήτημα της επιφύλαξης διέπεται από τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών η οποία έχει κυρωθεί από τον περί της Συμβάσεως της Βιέννης επί του Δικαίου των Συνθηκών (Κυρωτικό) Νόμο του 1976 (Ν. 62/76). Σύμφωνα με το άρθρο 2(1)(δ) της Σύμβασης:
«(δ) 'επιφύλαξις' σημαίνει την κατά την υπογραφήν, επικύρωσιν, αποδοχήν, έγκρισιν ή προσχώρησιν εις συνθήκην τινά μονομερή δήλωσιν Κράτους τινός, οιανδήποτε φρασεολογίαν ή ονομασίαν και εάν φέρη αύτη, διά της οποίας τούτο σκοπεί τον αποκλεισμόν ή την τροποποίησιν της νομικής ισχύος ωρισμένων διατάξεων της συνθήκης κατά την εφαρμογήν των εις το εν λόγω Κράτος.»
Η δυνατότητα ενός Κράτους να διατυπώνει επιφύλαξη διέπεται από το άρθρο 19 της Σύμβασης σύμφωνα με το οποίο:
«Κράτος τι δύναται, κατά την υπογραφήν, επικύρωσιν, αποδοχήν, έγκρισιν ή προσχώρησιν εις τινα συνθήκην, να διατυπώση επιφύλαξιν εκτός εάν:
(α) η επιφύλαξις απαγορεύηται υπό της συνθήκης·
(β) η συνθήκη προβλέπη ότι μόνον ειδικαί επιφυλάξεις, μη περιλαμβάνουσαι την περί ης πρόκειται επιφύλαξιν, δύνανται να διατυπωθούν· ή
(γ) εις περιπτώσεις μη εμπίπτουσας εν ταις υποπαραγράφοις (α) και (β), η επιφύλαξις είναι ασυμβίβαστος προς το αντικείμενον και τους σκοπούς της συνθήκης.»
Το σχετικό με τα νομικά αποτελέσματα των επιφυλάξεων άρθρο της Σύμβασης είναι το άρθρο 21 το οποίο προβλέπει:
«Επιφύλαξις γενομένη εν σχέσει προς έτερον μέρος συμφώνως προς τα άρθρα 19, 20 και 23:
(α) τροποποιεί κατά την έκτασιν της επιφυλάξεως έναντι του επιφυλασσομένου Κράτους εις τας σχέσεις μετά του εν λόγω ετέρου μέρους, τας διατάξεις της συνθήκης εις τας οποίας αφορά η επιφύλαξις· και
(β) τροποποιεί τας εν λόγω διατάξεις κατά την αυτήν έκτασιν έναντι του εν λόγω ετέρου μέρους εις τας σχέσεις αυτού μετά του επιφυλασσομένου Κράτους.»
Στο σύγγραμμα «Oppenheim's International Law» Vol. I σελ. 1244 υποδεικνύεται ότι οι επιφυλάξεις εγείρουν ένα σπουδαίο ζήτημα αρχής, γιατί με το να εκφράζει την συγκατάθεση της να δεσμευθεί από μια Σύμβαση τηρουμένης της επιφύλαξης, ένα κράτος προσπαθεί να τροποποιήσει τους όρους της Σύμβασης την οποία φιλοδοξεί ν' αποδεχθεί. Μια επιφύλαξη - συνεχίζει ο ευπαίδευτος συγγραφέας - αναλύεται ως απόρριψη μιας προσφοράς και η υποβολή νέας προσφοράς (βλ. επίσης Starke's International Law, 11th ed., σελ. 421-422, International Law by D.W. Greig, σελ. 363 και Ambatielos Case (Greece v. U.K.) I.C.J. Rep. 1952 p. 27, 76: "A reservation is a provision agreed upon between the parties to a treaty with a view to restricting the application of one or more of its clauses or to clarifying their meaning"* ).
Στην παρούσα υπόθεση για να αποδείξουν την ύπαρξη της επιφύλαξης οι καθ' ων η αίτηση έχουν παρουσιάσει, εκ συμφώνου, το κείμενο της επιφύλαξης (βλ. τεκ. 2 το οποίο έχει παρατεθεί στη σελ. 1214, πιο πάνω), καθώς και τον Κυρωτικό Νόμο (τεκ. 6) στο άρθρο 3 του οποίου γίνεται ρητή αναφορά στην επιφύλαξη (το άρθρο 3 έχει παρατεθεί στη σελ. 1215, πιο πάνω). Θεωρώ ότι η μαρτυρία, η οποία μάλιστα έχει παρουσιασθεί εκ συμφώνου, συνιστά ικανοποιητική μαρτυρία για απόδειξη του γεγονότος της επιφύλαξης. Θεωρώ, επίσης, ότι το κείμενο της επιφύλαξης συνάδει με τις πρόνοιες της Σύμβασης της Βιέννης και συνιστά επιφύλαξη εντός της έννοιας της εν λόγω Σύμβασης. Κρίνω επομένως ότι η Ρωσική Ομοσπονδία έχει επιφυλάξει το δικαίωμα της να μη εφαρμόσει το Κεφάλαιο V του Δεύτερου Πρωτόκολλου. Κατά συνέπεια δε δεσμεύεται από τις πρόνοιες του Κεφαλαίου V και δεν υπέχει υποχρέωση να υποβάλει την αίτηση μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ακολουθεί πως η πρώτη εισήγηση του κ. Κυπριανού δεν ευσταθεί. Η υπόθεση Mechanov (πιο πάνω) διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση γιατί στην υπόθεση εκείνη δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η Ρωσική Ομοσπονδία είχε επιφυλάξει το δικαίωμα της να μη εφαρμόσει το Κεφάλαιο V του Δεύτερου Πρωτοκόλλου. Στην παρούσα υπόθεση το θέμα της επιφύλαξης έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και αποδειχθεί δεόντως. Μάλιστα κατά τη διαβίβαση της αίτησης προς το Υπουργείο Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας η Πρεσβεία της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Κύπρο είχε υποδείξει ότι η Ρωσική Ομοσπονδία έχει επιφυλάξει το δικαίωμα να μη εφαρμόσει το Κεφάλαιο V του Δεύτερου Πρωτοκόλλου. Κρίνω, επομένως, ότι στην παρούσα υπόθεση η Ρωσική Ομοσπονδία είχε ενεργήσει εντός των πλαισίων της επιφύλαξης. Έπεται πως και η δεύτερη εισήγηση του κ. Κυπριανού δεν ευσταθεί.
Σε πλήρη λοιπόν ταύτιση με το Πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγω με τη διαπίστωση ότι η Ρωσική Ομοσπονδία έχει συμμορφωθεί πλήρως με το άρθρο 12(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων το οποίο προβλέπει ότι η αίτηση διατυπώνεται εγγράφως και υποβάλλεται «δια της διπλωματικής οδού».
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως Φυγοδίκων δεν περιέχει πρόνοιες ως προς το όργανο που είναι αρμόδιο για υποβολή της αίτησης. Επομένως εναπόκειται στο κάθε κράτος να καθορίσει το όργανο το οποίο είναι αρμόδιο για τέτοιο σκοπό. Η Ρωσική Ομοσπονδία έχει αναθέσει τη σχετική αρμοδιότητα στη Γενική Εισαγγελία. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να υποδεικνύει ότι η ανάθεση δεν ήταν νομότυπη. Λειτουργεί επομένως το τεκμήριο της κανονικότητας το οποίο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ανάθεση έχει συντελεσθεί νομότυπα. Έπεται πως η επί του προκειμένου επίδικη κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή και η εισήγηση του κ. Κυπριανού περί του αντιθέτου δεν ευσταθεί.
Αναφορικά με την τέταρτη εισήγηση του κ. Κυπριανού που σχετίζεται με την απόρριψη της μαρτυρίας της κας Κωνσταντίνου πρέπει να υποδειχθεί ότι τα όσα λέχθηκαν επί του προκειμένου από το Πρωτόδικο Δικαστήριο λέχθηκαν ως εκ περισσού και δεν αποτελούν μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης. Δεν ήταν αναγκαία για να αποφασισθεί η υπόθεση. Δεν έχουν δεσμευτική ισχύ και δεν μπορούν έγκυρα να αποτελούν αντικείμενο έφεσης (Βλ. Flower v. Ebbw Vale Steel, Iron & Coal Co. Ltd [1934] 2 K.B. 132, 134: 'If a judge thinks it desirable to give his opinion on some point which is not necessary for the decision of the case, that of course has not the binding weight of the decision of the case, and the reasons for the decision'*).
(Βλ. και Paphos Stone C. Estates Ltd κ.ά. ν. Χριστοδουλίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 2110 και Χατζηχριστοφή ν. Γεωργίου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 873).
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω θα έλεγα πως η σχετική προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Αντανακλά τη θέση της νομολογίας επί του συγκεκριμένου θέματος (βλ. Dicey & Morris, πιο πάνω και Royal Bank of Scotland, πιο πάνω, σελ. 760). Θα πρέπει να προστεθεί ότι, καθώς έχει νομολογηθεί, η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις Habeas Corpus είναι περιορισμένη. Δεν μπορεί να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που επιλήφθηκε της έκδοσης ή να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας εφόσον κινήθηκε μέσα στα νόμιμα όρια της (Βλ. Hatchem v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191 και Golov v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (2001) 1 Α.Α.Δ. 1109).
Ο κ. Κυπριανού έχει εγείρει και θέμα μη συμμόρφωσης με το άρθρο 12(2)(α), (β) και (γ)* της Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων γιατί δεν έχει επισυναφθεί η καταδικαστική απόφαση προς υποστήριξη της αίτησης έκδοσης.
Παρόμοια εισήγηση είχε τεθεί και ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία έχει απορριφθεί με το εξής σκεπτικό:
«Περαιτέρω,δεν έχει αμφισβητηθεί ότι τα δικαστικά και άλλα έγγραφα που περιλαμβάνονται στο Τεκμήριο 3 αποτελούν πρωτότυπα ή επίσημα αντίγραφα μέσα στην έννοια του άρθρου 12(2) της Σύμβασης. Συμφωνώ εν προκειμένω με τη θέση της κας Λοϊζίδου ότι η απόφαση του Διαδημαρχειακού Δικαστηρίου, ημερομηνίας 23.8.1999, ακριβές αντίγραφο του οποίου συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση αποτελεί πράξη που έχει την ισχύ εντάλματος σύλληψης και έχει εκδοθεί κατά τους τύπους που καθορίζονται από τη νομοθεσία του αιτούντος Ρωσικού κράτους (βλ. και Petrov v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (πιο πάνω)). Το Δικαστήριο αποφάσισε να κηρυχθεί η καταζήτηση της καθ' ης η αίτηση, να καθοριστεί γι' αυτήν το μέτρο ποινής σε μορφή φυλάκισης και να σταματήσει προσωρινά η εξέταση της υπόθεσής της, έως ότου η καθ' ης η αίτηση εντοπιστεί. Της απόφασης αυτής προηγήθηκε δικαστική απόφαση για καθορισμό εξέτασης ποινικής υπόθεσης ημερομηνίας 26.7.1999. Έχοντας υπόψη μου ότι δεν έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα και η ισχύς των εγγράφων που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ως Τεκμήριο 3 θεωρώ ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η εν λόγω πρόνοια. Περαιτέρω, η εισήγηση του συνηγόρου της καθ' ης η αίτηση ότι υπάρχει παράβαση της Σύμβασης καθότι δεν έχει επισυναφθεί η καταδικαστική απόφαση στην υπόθεση με αρ. Ν142420, η οποία αναφέρεται στην επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, δεν μπορεί να ευσταθήσει, δεδομένου ότι όπως θα επεξηγηθεί και στη συνέχεια δεν επιζητείται η έκδοση της καθ' ης η αίτηση για να εκτίσει ποινή αλλά για να δικαστεί για αδικήματα για τα οποία καταδιώκεται από τις Ρωσικές Αρχές ότι διέπραξε. Είναι σαφές ότι ο αριθμός Ν142420 που αναφέρεται ως αριθμός ποινικής υπόθεσης στην έκθεση γεγονότων της Γενικής Εισαγγελίας της Ρωσικής Ομοσπονίδας, βλ. Τεκμήριο 3, δεν αφορά σε ποινική υπόθεση που έχει ήδη εκδικαστεί και έχει εκδοθεί απόφαση, αλλά όπως συνάγεται τόσο από την απλή ανάγνωση της έκθεσης γεγονότων αλλά και από το περιεχόμενο των σχετικών εγγράφων που βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου, ο αριθμός αυτός αναφέρεται σε ποινική υπόθεση που έχει διερευνηθεί από τη διοίκηση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Φορολογικής Αστυνομίας της Ρωσίας, όπως ορθά υπέδειξε η κα Λοϊζίδου.
Είναι η κατάληξή μου ότι από το σύνολο των γεγονότων όπως αυτά εκτίθενται στην έκθεση γεγονότων (βλ. In re El-Bustani (1991) 1 Α.Α.Δ. 736) και τα έγγραφα που κατατέθηκαν στη ρωσική γλώσσα μεταφρασμένα στην ελληνική, όπου υπάρχει η απόφαση του Ρωσικού Δικαστηρίου που ενέχει την ισχύ εντάλματος σύλληψης, τα αντίγραφα των κατ' εφαρμογή διατάξεων της Ρωσικής νομοθεσίας και η περιγραφή των πράξεων για τις οποίες ζητείται η έκδοση, ο τόπος και χρόνος τέλεσής τους και ο κατά νόμο χαρακτηρισμός ως και η παραπομπή στις νομοθετικές διατάξεις, τα οποία αποτελούν τα αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με το εδάφιο 2(α)(β)(γ) του άρθρου 12 της Σύμβασης προς υποστήριξη της αίτησης, θεωρώ ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των προνοιών του εν λόγω άρθρου.»
Για τους λόγους που υποδεικνύονται από το Πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνω ότι δεν έχει σημειωθεί οποιαδήποτε παραβίαση του άρθρου 12(2) της Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων. Έπεται πως η σχετική εισήγηση του κ. Κυπριανού δεν ευσταθεί.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Η�αίτηση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.