ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 1 ΑΑΔ 1454

26 Σεπτεμβρίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΩΤΗΡΗΣ Ν. ΨΑΛΤΗΣ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΚΩΣΤΑ Χ" ΛΟΗ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10842)

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Επιβαρυντικά διατάγματα ― Ο περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμος, 1992 (Ν. 31(1)/92), Άρθρο 3(2) ― Η έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος επαφίεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου η οποία ασκείται λαμβανομένων υπόψη και παραγόντων που ρητά προσδιορίζει το Άρθρο 3(2) του Νόμου.

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων ― Ο περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμος, 1992 (Ν.31(1)/92) προβλέπει τρόπο εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων με πώληση μετοχών οφειλέτη σε εγγεγραμμένη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης.

Πολιτική Δικονομία ― Ενδιάμεση αίτηση ― Ένορκη δήλωση για υποστήριξη ενδιάμεσης αίτησης ― Μπορεί να περιέχει πληροφορίες και απόψεις, αν παρατεθούν οι πηγές και οι λόγοι πάνω στους οποίους στηρίζονται ― Δ.39, θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Πολιτική Δικονομία ― Μονομερής αίτηση ― Δυνατότητα διεκδίκησης θεραπείας με μονομερή αίτηση ― Εφαρμοστέες αρχές.

Ο εφεσείων με μονομερή αίτηση, ζήτησε την έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος προς το σκοπό εκτέλεσης δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε υπέρ του και εναντίον του εφεσίβλητου.  Η αίτηση υποβλήθηκε κατ' επίκληση του περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμου του 1992 (Ν. 31(1)/92), (στο εξής ο "Νόμος").  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση κρίνοντας ότι: (α) ο Νόμος δεν εφαρμοζόταν σε σχέση με τις μετοχές εταιρειών και (β) δεν είχε φανεί με μαρτυρία πως πράγματι ο εφεσίβλητος κατείχε τις επίδικες μετοχές. Στην ένορκη δήλωση του ο εφεσείων είχε αναφερθεί σε πληροφορίες που είχε, χωρίς την προσαγωγή πιστοποιητικού γι' αυτές από τον Έφορο Εταιρειών, και αυτό δεν ήταν αρκετό.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το θέμα των περιουσιακών στοιχείων που καλύπτει ο Νόμος έχει διευκρινιστεί στην υπόθεση Ιωάννου (Σιαρματτά) ν. Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ (2000) 1 Α.Α.Δ. 1463, όπου αποφασίστηκε ότι στα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτει ο Νόμος περιλαμβάνονται και οι μετοχές εταιρειών.

2.  Το θέμα είναι αν η αίτηση μπορεί να ταξινομηθεί ως ενδιάμεση, στο πλαίσιο της Δ.39, θ.2 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας.  Η αίτηση κρίθηκε ότι μπορεί να θεωρηθεί ως ενδιάμεση στο πλαίσιο της πιο πάνω διάταξης και συνεπώς ήταν επιτρεπτή η αναφορά σ' αυτή εξ ακοής μαρτυρίας.

     Είχε αποκαλυφθεί και η πηγή πληροφόρησης - το ίδιο το μητρώο του Εφόρου Εταιρειών και υπήρχε υλικό στη βάση του οποίου το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε να ενεργήσει.

3.  Το επιβαρυντικό διάταγμα εκδίδεται κατά ενάσκηση διακριτικής εξουσίας λαμβανομένων υπόψη και παραγόντων που ρητά προσδιορίζει το Άρθρο 3(2) του Νόμου. Περαιτέρω, σύμφωνα με το Άρθρο 3(3) του Νόμου, το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει όρους. Δεν ασκήθηκε αυτή η εξουσία πρωτοδίκως αφού εσφαλμένα κρίθηκε πως ενυπήρχαν τα θεμελιώδη προβλήματα που αναφέρθηκαν και, με τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης, η αίτηση πρέπει να τύχει περαιτέρω χειρισμού.

Η έφεση επιτράπηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

A.B.P. Holdings Ltd κ.ά. ν. Κιταλίδη κ.ά. (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 287,

Στέλιος Στυλιανίδης Λτδ κ.ά. ν. Σωτηρίου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1436,

Ιωάννου (Σιαρματτά) ν. Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1463,

Wortham κ.ά. ν. Τσίμον κ.ά., (2001) 1 Α.Α.Δ. 1442,

Udruzena Beogradska Banka v. Westacre Investment Inc (1999) 1 A.A.Δ. 124,

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1999) 1 Α.Α.Δ. 711,

Κιταλίδης ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1759,

Χριστοδούλου ν. Antonious M.F.M. Vraets (1999) 1 Α.Α.Δ. 1475,

C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυροποιία "Λεωνίκ" Λτδ, (2001) 1 Α.Α.Δ. 785.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 15/6/00 (Αρ. Αγωγής  1549/97) με την οποία απέρριψε τη μονομερή του αίτηση με την οποία ζήτησε την έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος προς το σκοπό εκτέλεσης δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε υπέρ του και εναντίον του εφεσιβλήτου.

Στ. Στυλιανού, για τον Εφεσείοντα.

Καμιά εμφάνιση, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, με μονομερή αίτηση, ζήτησε την έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος προς το σκοπό εκτέλεσης δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε υπέρ του και εναντίον του εφεσιβλήτου. Ως αντικείμενο προσδιόρισε 4.500 μετοχές που έλεγε ότι κατείχε ο εφεσίβλητος σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για δυο λόγους. Κατά τον πρώτο, υπήρχε ανυπέρβλητο νομικό εμπόδιο. Ο περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμος του 1992 (Ν. 31(Ι)/92), (στο εξής, ο Νόμος) κατ' επίκληση του οποίου υποβλήθηκε η αίτηση, δεν εφαρμοζόταν σε σχέση με μετοχές εταιρειών. Στηρίχτηκε συναφώς στις υποθέσεις Α.Β.Ρ. Ηoldings Ltd κ.α. ν. Κιταλίδης κ.α. (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 287 και Στέλιος Στυλιανίδης Λτδ κ.α. v. Ανδρέα Σωτηρίου κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1436. Είναι γεγονός ότι, στη βάση ιδίως της δεύτερης από τις πιο πάνω υποθέσεις στην οποία εξετάστηκε ειδικά το θέμα των περιουσιακών στοιχείων που καλύπτει ο Νόμος, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε άλλη εκλογή. Το ζήτημα όμως έχει διευκρινιστεί στην Ελένη Λ. Ιωάννου (Σιαρματτά) ν. Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ (2000) 1 Α.Α.Δ. 1463. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση που εξέδωσε ο Νικολάου, Δ.

"Τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτει ο εν λόγω νόμος εκτίθενται στο άρθρο 4(2), ιδωμένου όμως υπό το φως της ερμηνευτικής διάταξης για, μεταξύ άλλων, τα "ομόλογα (stock)"  στο άρθρο 2(1). Περιλαμβάνονται σε αυτά και οι μετοχές. Σημειώνουμε ότι στη Stelios Stylianides Ltd κ.α. v. Σωτηρίου κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1436, όπου λέχθηκε το αντίθετο, δεν είχε γίνει αναφορά στο σχετικό μέρος του άρθρου 2(1)."

Κατά το δεύτερο λόγο, δεν είχε φανεί με μαρτυρία πως πράγματι ο εφεσίβλητος κατείχε τις επίδικες μετοχές. Στην ένορκη δήλωσή του ο εφεσείων είχε αναφερθεί σε πληροφορίες που είχε χωρίς την προσαγωγή πιστοποιητικού γι' αυτές από τον Έφορο Εταιρειών, και αυτό δεν ήταν αρκετό. Υποστηρίζεται πως ήταν και αυτή η προσέγγιση λανθασμένη αφού, δυνάμει της Δ.39 θ2 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας, στους οποίους ρητά αναφέρεται το άρθρο 10(3) του Νόμου, ήταν επιτρεπτή η εξ ακοής μαρτυρία εφόσον αποκαλύφθηκε η πηγή της πληροφόρησης. Ο εφεσείων, για ενίσχυση αυτής της άποψης, αναφέρθηκε στην αγγλική The Charging Orders Act 1979 που αποτέλεσε το πρότυπο για τη δική μας νομοθεσία και στη διαταγή 50 των αγγλικών θεσμών (βλ. Αnnual Practice 1982 Ο.50 r.1 στη σελίδα 821) όπου καθορίζεται πως η ex parte αίτηση που υποβάλλεται θα πρέπει να υποστηρίζεται με ένορκη δήλωση η οποία, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, είναι επιτρεπτό να περιέχει αναφορά σε πληροφορίες ή πεποίθηση, μαζί με την πηγή και τη βάση τους.

Παρά την εμφανή επίδρασή τους δεν ισχύουν εδώ οι ίδιες οι αγγλικές νομοθετικές ή δικονομικές ρυθμίσεις. Το θέμα, λοιπόν, είναι αν η αίτηση μπορεί να ταξινομηθεί ως ενδιάμεση, στο πλαίσιο της Δ.39 θ2.

Στην απόφαση που εκδώσαμε σήμερα στην Wilfrid Wortham και άλλοι ν. Ντίνας Κώστα Τσίμον κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1442 εξετάσαμε παρεμφερές θέμα. Εκεί το ερώτημα αφορούσε στη διάκριση μεταξύ τελικού και ενδιάμεσου διατάγματος αλλά είναι σχετική η νομολογία στην οποία αναφερθήκαμε αναφορικά με τη θεώρηση ενός διατάγματος ως τελικού εφόσον αυτό εκδόθηκε δυνάμει αίτησης ή στο πλαίσιο διαδικασίας που κατ' ανάγκη θα απέληγαν σε οριστική επίλυση του επίδικου θέματος. Αίτηση ή διαδικασία που μπορεί να απολήξει στην έκδοση διαταγής που θα επάγεται τη συνέχισή της, χαρακτηρίστηκε ενδιάμεση. Έχουμε όμως υπόψη και την Udruzena Beogradska Banka v. Westacre Investment Inc (1999) 1 A.A.Δ. 124 στην οποία θα αναφερθούμε αφού πρώτα δούμε τη φύση της αίτησης στην παρούσα υπόθεση. Η μονομερής αίτηση υποβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 3 του Νόμου. Προκύπτει από τις διατάξεις του πως αυτός είναι ο ορθός τρόπος. Το άρθρο 3(3) αναφέρεται στη δυνατότητα να επιβάλει το Δικαστήριο, κατά την έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος, όρους και σχετικά με την πληροφόρηση του οφειλέτη και άλλου ενδιαφερομένου ή επηρεαζομένου προσώπου.  Το δε άρθρο 3(4) προβλέπει τη δυνατότητα ακύρωσης ή διαφοροποίησης επιβαρυντικού διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει του, "κατόπιν αίτησης του οφειλέτη ή άλλου προσώπου που δύναται να έχει συμφέρον σε περιουσιακά στοιχεία στο οποίο αναφέρεται το διάταγμα". Αυτό παραπέμπει σε διάταγμα που έχει εκδοθεί χωρίς προηγουμένως αυτοί οι ενδιαφερόμενοι να είχαν την ευκαιρία να ακουστούν. Στην υπόθεση Ελένη Λ. Ιωάννου (Σιαρματτά), ανωτέρω, υποβλήθηκε αίτηση διά κλήσεως και παρατηρήσαμε πως θα ήταν "αδιανόητο να ήταν αλλιώς" αλλά εκεί είχε ζητηθεί και διάταγμα πώλησης δυνάμει του άρθρου 6 του Νόμου και, συνακολούθως, διορισμός παραλήπτη. Το άρθρο 6(3) επιβάλλει ρητά την εξασφάλιση των απόψεων όλων των ενδιαφερομένων μερών πριν την έκδοση διατάγματος πώλησης.

Η μονομερής αίτηση δεν υποβάλλεται στο πλαίσιο άλλης κύριας διαδικασίας και αποτελεί, από αυτή την άποψη, εναρκτήριο βήμα. (Βλ. την απόφαση του Νικολάου, Δ., στην υπόθεση Αναφορικά με την ex parte Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα (1999) 1 Α.Α.Δ. 711). Προκαταρκτικό, όμως, όπως εξηγήθηκε στην ανάλογη περίπτωση της Udruzena Beogradska Banka v. Westacre Investment Inc, ανωτέρω. Εκεί, σε σχέση με μονομερή αίτηση για αναγνώριση και εκτέλεση απόφασης που εκδόθηκε στη Γενεύη από το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου. Συζητήθηκε και, αφού εξηγήθηκε η σχετική νομολογία, αναγνωρίστηκε δυνατότητα διεκδίκησης της θεραπείας με μονομερή αίτηση. Η οποία, όμως, θα απέληγε μόνο σε προκαταρκτικό και υπό αίρεση διάταγμα. Στην έκδοση του οποίου η άλλη πλευρά θα μπορούσε να αντιταχθεί με επί τούτου αίτηση. Η οποία και θα ήταν, αντίθετα προς τη μονομερή, η εναρκτήρια διαδικασία στην περίπτωση.  Παραθέτουμε τα σχετικά αποσπάσματα από την απόφαση του Εφετείου που εξέδωσε ο Νικολάου, Δ.

"Οι προσφερόμενες διαδικασίες δεν ταυτίζονται κατ' ανάγκη με εκείνες που προβλέπονται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας ως εναρκτήριες. Θα μπορούσε, στην προκείμενη περίπτωση, να είχε χρησιμοποιηθεί μια από εκείνες. Σημειώνουμε ότι υπάρχει και η αίτηση η γνωστή στο σύστημα ως 'petition'. Tίποτε όμως δεν επέβαλλε τη μια ή την άλλη λύση. Τίποτε δεν απέκλειε τη μονομερή αίτηση προς έκδοση του προκαταρκτικού και υπό αίρεση διατάγματος για αναγνώριση και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης, κατόπιν διαπίστωσης της ύπαρξης των προαπαιτουμένων που, σύμφωνα με το Άρθρο ΙΙΙ της Σύμβασης, πρέπει να παρουσιάσει ο δικαιούχος και της μη εμφανούς ύπαρξης κωλύματος. Διατηρήθηκε στην άλλη πλευρά η δυνατότητα να αντιταχθεί και να ακουστεί σε ζητήματα που αυτή θα έθετε βάσει του Άρθρου V.  Με εναρκτήρια τότε διαδικασία.  Στην οποία εκείνοι που επικαλούνταν τη διαιτητική απόφαση θα αντιμάχονταν τα όσα προβάλλονταν. Δεν διακρίνουμε σε τέτοια διαδικασία ο,τιδήποτε το άτοπο ή οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό του προσώπου κατά του οποίου εκδόθηκε διαιτητική απόφαση.  Τουναντίον, μας φαίνεται αυτή η διαδικασία η πλέον πρόσφορη."

...............................................................................................................

"Η αντίρρηση ότι η μονομερής αίτηση δεν μπορεί να αποτελέσει - δυνάμει των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ή ακόμα και ευρύτερα - εναρκτήρια διαδικασία, είναι βάσιμη μόνο εφόσον πρόκειται για διαδικασία που αποβλέπει στην επίλυση κάποιου ζητήματος νομικού ή πραγματικού είτε κατόπιν προκύψασας διαφοράς είτε μη.  Δεν καλύπτει την περίπτωση όπου, με τη μονομερή αίτηση, καλείται το Δικαστήριο να προβεί σε κάποια διαπίστωση, ιδιαίτερα μάλιστα όταν πρόκειται, όπως εδώ, για προκαταρκτική.  Οι αποφάσεις στις οποίες αναφερθήκαμε ενωρίτερα διακρίνονται όλες από την παρούσα εκ του ότι έκδηλα αφορούσαν εναρκτήρια διαδικασία για την επίλυση διαφοράς."

Και ακριβώς, στη βάση αυτής της ανάλυσης, κρίθηκε στο τέλος πως δεν ευσταθούσε και η εισήγηση ότι ο Επαρχιακός Δικαστής που ενέκρινε τη μονομερή αίτηση ενήργησε χωρίς δικαιοδοσία ενόψει του ύψους της αξίας του αντικειμένου.  Ως εξής:

"Eφόσον με τη μονομερή αίτηση, που δεν αποτελούσε εναρκτήρια διαδικασία, ό,τι ετίθετο ήταν μόνο ζήτημα διαπίστωσης αν πληρούνταν οι όροι του Άρθρου ΙΙΙ της Σύμβασης και όχι, σε εκείνο το στάδιο, η επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς,  η δικαιοδοσία δεν συναρτάτο με το ύψος της αξίας του αντικειμένου.  Αυτή η προσέγγιση υποστηρίζεται από την Pilavachi & Co. Ltd v. International Chemical Co. Ltd [1965] C.L.R. 97, (στη σελ. 115) που αφορούσε την εγγραφή αλλοδαπής δικαστικής απόφασης δυνάμει του Κεφ. 10 το οποίο προβλέπει τέτοιο ακριβώς δικονομικό μηχανισμό."

Πριν καταλήξουμε, σημειώνουμε και τη Μιχαλάκης Κιταλίδης ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ κ.α. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1759. Εκεί, αίτηση για κατάσχεση εις χείρας τρίτου θεωρήθηκε ως "αυτοτελής" και όχι ενδιάμεση. Όμως υπό συζήτηση ήταν όχι η μονομερής που υποβλήθηκε αρχικά αλλά η διά κλήσεως που ακολούθησε.

Έχουμε ικανοποιηθεί πως η μονομερής αίτηση που υποβλήθηκε μπορεί να θεωρηθεί ως ενδιάμεση με την έννοια της Δ.39 θ2 και, συνεπώς, ήταν επιτρεπτή η αναφορά σ' αυτή εξ ακοής μαρτυρίας.  Είχε αποκαλυφθεί και η πηγή της πληροφόρησης - το ίδιο το μητρώο του Εφόρου Εταιρειών [βλ. Γεώργιος Χριστοδούλου ν. Αntonious M.F.M. Vraets (1999) 1 Α.Α.Δ. 1475 και C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυροποιία "Λεωνίκ" Λίμιτεδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 785] και υπήρχε υλικό στη βάση του οποίου το πρωτόδικο δικαστήριο μπορούσε να ενεργήσει.

Το επιβαρυντικό διάταγμα εκδίδεται κατά ενάσκηση διακριτικής εξουσίας λαμβανομένων υπόψη και παραγόντων που ρητά προσδιορίζει το άρθρο 3(2) του Νόμου.  Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3(3) του Νόμου, το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει όρους.  Δεν ασκήθηκε αυτή η εξουσία πρωτοδίκως αφού εσφαλμένα κρίθηκε πως ενυπήρχαν τα θεμελιώδη προβλήματα που αναφέρθηκαν και, με τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης, η αίτηση θα πρέπει να τύχει περαιτέρω χειρισμού.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Δεν θα εκδώσουμε διαταγή για έξοδα.

Η έφεση επιτρέπεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο