ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 1228
11 Σεπτεμβρίου, 2001
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1970,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΩΤΙΚΟ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ (Ν.95/70),
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ VALERY MECHANOV (ΑΡ. 2), ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ, ΗΜΕΡ. 8.8.2001 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟ 2/2001.
(Αίτηση Αρ. 82/2001)
Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus εναντίον διατάγματος Επαρχιακού Δικαστηρίου δυνάμει του οποίου ο αιτητής εκρατείτο μέχρις ότου εκδοθεί στη Ρωσική Ομοσπονδία ― Η αίτηση του αιτούντος την έκδοση κράτους έγινε κατά παράβαση του Άρθρου 5 του δεύτερου πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων Κυρωτικού Νόμου του 1970 (Ν. 95/70) ― Η αίτηση για έκδοση Habeas Corpus έγινε δεκτή.
Φυγόδικοι ― Έκδοση φυγοδίκων ― Προϋποθέσεις για εγκυρότητα της απόφασης για έκδοση φυγοδίκου ― Ο περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικός) Νόμος του 1970 (Ν. 95/70) ― Ο περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμος, Αρ. 97/70, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 97/90 - Εφαρμοστέες αρχές.
Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Απόλυση κρατούμενου υπό όρους ― Κατά πόσο το Δικαστήριο έχει τέτοια εξουσία δυνάμει του Άρθρου 10(5) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου, Ν. 97/70.
Με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου είχε διαταχθεί η έκδοση του αιτητή, και η κράτηση του στο μεταξύ στις κεντρικές φυλακές, μέχρις ότου ο υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης εκδώσει διάταγμα έκδοσης του, για να αποδοθεί στις αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που ζήτησαν την έκδοση του. Σκοπός ήταν να δικαστεί στη ξένη χώρα ο εκζητούμενος για το ποινικό αδίκημα της συνωμοσίας για διάπραξη πλημμελήματος, δηλ. απάτης και εξασφάλισης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των διατάξεων των Άρθρων 372, 300 και 297-298, αντίστοιχα, ως και του Άρθρου 20 (συμμετοχή) του κυπριακού ποινικού κώδικα, Κεφ. 154 και κατά παράβαση του ποινικού κώδικα της εν λόγω χώρας.
Η διαδικασία στο πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διεξαχθεί με βάση και πλαίσιο την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης Φυγοδίκων, που κυρώθηκε με τον ομότιτλο Νόμο Αρ. 95/70 στην οποία έχει προσχωρήσει και η Ρωσική Ομοσπονδία. Η άλλη σχετική Νομοθεσία είναι ο περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμος, Αρ. 97/70, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 97/90.
Με την κρινόμενη αίτηση για Habeas Corpus, ο αιτητής ζήτησε να αφεθεί ελεύθερος γιατί θεωρεί την απόφαση για την έκδοση του νομικά λανθασμένη. Προέβαλε τέσσερις ξεχωριστούς λόγους για να στηρίξει τη θέση του.
α) Το αδίκημα για το οποίο διατάχθηκε η έκδοση είναι η συνωμοσία για διάπραξη πλημμελήματος κατά παράβαση του Άρθρου 372 του Κώδικα ενώ η εξουσιοδότηση του Υπουργού παραπέμπει στο αδίκημα του Άρθρου 371 του Κώδικα, δηλ. συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας, εκδίδοντας διάταγμα για αδίκημα που δεν περιέχει η εξουσιοδότηση.
β) Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι πράξεις που αποδίδονται στον αιτητή συνιστούν αδικήματα και στις δύο χώρες είναι εσφαλμένο.
γ) Δεν υφίσταται αντιστοιχία μεταξύ του Άρθρου 159(3)(α)(β) του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που είναι το αδίκημα για το οποίο εκδόθηκε το αλλοδαπό ένταλμα σύλληψης και του Άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
δ) Η αίτηση του εκζητούντος κράτους που έγινε από τον πρώτο αναπληρωτή του Γενικού Εισαγγελέα του κράτους προσκρούει στις διατάξεις του Άρθρου 12 του Νόμου 95/70 και του Άρθρου 5 του δεύτερου πρόσθετου Πρωτόκολλου της Ευρωπαϊκής σύμβασης, η οποία κυρώθηκε με τον ομώνυμο νόμο αρ. 17/84. Η αίτηση έπρεπε να υποβληθεί από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ρωσίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι τρεις πρώτοι λόγοι δεν ευσταθούν.
2. Η πρόνοια του Άρθρου 5 είναι επιτακτική. Αρμοδιότητα για υποβολή της αίτησης έκδοσης έχει το κατονομαζόμενο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Το υπόλοιπο μέρος της διάταξης αναφέρεται στους τρόπους κοινοποίησης της αίτησης. Δεν είναι μόνο η απ' ευθείας επικοινωνία μεταξύ των Υπουργείων Δικαιοσύνης των εμπλεκομένων χωρών. Μπορεί, πρόσθετα να χρησιμοποιηθεί είτε η διπλωματική οδός είτε οποιοδήποτε άλλο μέσο επικοινωνίας που συμφωνείται μεταξύ των μερών. Υπό την αίρεση ότι την αίτηση υποβάλλει το καθορισθέν από το Άρθρο 5 πολιτειακό όργανο.
3. Σημειώθηκε παραβίαση του πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, που αποτελεί μέρος της εσωτερικής μας νομοθεσίας. Η σπουδαιότητα της διάταξης αυτής δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Γι' αυτό η αίτηση επιτυγχάνει και διατάσσεται η άμεση απόλυση του κρατούμενου.
Μετά την ανάγνωση της απόφασης υποβλήθηκε αίτημα από το Γενικό Εισαγγελέα για την απόλυση του κρατούμενου υπό όρους το οποίο απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Η αίτηση για habeas corpus επιτράπηκε. Το αίτημα για απόλυση του κρατουμένου υπό όρους απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
El-Bustani (1991) 1 Α.Α.Δ. 736,
Περέλλα (1994) 1 Α.Α.Δ. 344,
Hatchem (1991) 1 A.A.Δ. 723,
Hatchem v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191,
Government of Denmark v. Nielsen [1984] 2 All E.R. 81,
R. v. Secretary of State for the Home Department, ex parte Hill [1997] 2 All E.R. 638,
R. v. Governor of Pentonville Prison, ex parte Naghdi [1990] 1 All E.R. 257,
Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 134,
Re Evans [1994] 3 All E.R. 449,
Golov (2001) 1 Α.Α.Δ. 442.
Αίτηση.
Αίτηση από τον αιτητή, Ρώσο υπήκοο, κρατούμενο στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας, για έκδοση διατάγματος Habeas Corpus, προς ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ημερ. 8/8/01, με την οποία διατάχθηκε η έκδοσή του, και η κράτησή του στο μεταξύ, μέχρις ότου ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης εκδώσει διάταγμα έκδοσής του, για να αποδοθεί στις αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που ζήτησαν την έκδοσή του ώστε να δικασθεί στη ξένη χώρα ο εκζητούμενος για το ποινικό αδίκημα που εκδίδεται, της συνωμοσίας για διάπραξη πλημμελήματος, δηλ. απάτης και εξασφάλισης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των διατάξεων των Άρθρων 372, 300 και 297-298, αντίστοιχα, ως και του Άρθρου 20 (συμμετοχή) του Κυπριακού Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Σ. Πίττας και Κ. Καλαβάς, για τον Αιτητή.
Αιτητής παρών.
Μ. Ευαγγέλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο αιτητής Βαλέρυ Μεσάνοφ κρατείται, επί του παρόντος, στις Κεντρικές Φυλακές. Εξουσιοδότηση για την κράτησή του αποτελεί η σχετική απόφαση Δικαστού του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (κας Δ. Σωκράτους Ε.Δ.), ημερομηνίας 8.8.01. Με την ίδια απόφαση διατάχθηκε η εκδοσή του (και η κράτησή του στο μεταξύ) μέχρις ότου ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης (ο Υπουργός) εκδώσει διάταγμα έκδοσής του, για να αποδοθεί στις αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που ζήτησαν την έκδοσή του. Σκοπός είναι να δικασθεί στη ξένη χώρα ο εκζητούμενος για το ποινικό αδίκημα που εκδίδεται, της συνωμοσίας για διάπραξη πλημμελήματος, δηλ. απάτης και εξασφάλισης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 372, 300 και 297-298, αντίστοιχα, ως και του άρθρου 20 (συμμετοχή) του κυπριακού ποινικού κώδικα, Κεφ. 154 και κατά παράβαση του ποινικού κώδικα της εν λόγω χώρας.
Η όλη διαδικασία στο πρωτόδικο δικαστήριο έχει διεξαχθεί με βάση και πλαίσιο την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης Φυγοδίκων, που κυρώθηκε με τον ομότιτλο Νόμο αρ. 95/70, στην οποία έχει προσχωρήσει και η Ρωσική Ομοσπονδία. Η άλλη σχετική νομοθεσία είναι ο περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμος, αρ. 97/70, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 97/90. Ας σημειωθεί ότι με την επιφύλαξη του άρθρου 2 του τροποποιητικού νόμου, οι διατάξεις της πάραπανω Σύμβασης εφαρμόζονται στις περιπτώσεις αιτήσεων έκδοσης κάτω από το Νόμο 95/70, αντί των διατάξεων του Νόμου 97/70 [δηλ. του άρθρου 9.5(α)]. Και με το άρθρο 3 του αυτού νόμου υιοθετούνται ως επαρκή τα δικαιολογητικά στοιχεία, που καθορίζει το άρθρο 12 της Σύμβασης για την υποστήριξη της αίτησης (βλ. In re El-Bustani (1991)1 A.A.Δ. 736.) Σημασία για την υπόθεση έχει το εδάφιο 2, παράγραφος (β) του άρθρου 12 που ορίζει ότι, μεταξύ άλλων, προσάγεται:
«έκθεσις των πράξεων δι ας ζητείται η έκδοσις, ο τόπος και χρόνος πράξεως, ο κατά Νόμον χαρακτηρισμός και αι παραπομπαί εις τας νομοθετικάς διατάξεις αίτινες έχουσιν εφαρμογήν και αίτινες δέον να εμφαίνωνται κατά το δυνατό ακριβέστερον·»
Με την κρινόμενη αίτηση για habeas corpus, ο αιτητής ζητά να αφεθεί ελεύθερος γιατί θεωρεί την απόφαση για την έκδοσή του νομικά λανθασμένη. Προβάλλει τέσσερις ξεχωριστούς λόγους για να στηρίξει τη θέση του αυτή.
1. Το επιχείρημα που αφορά την εξουσιοδότηση του Υπουργού.
Στην ουσία του είναι σύντομο. Το αδίκημα για το οποίο διατάχθηκε η έκδοση είναι η συνωμοσία για διάπραξη πλημμελήματος κατά παράβαση του άρθρου 372 του Κώδικα· ενώ η εξουσιοδότηση του Υπουργού παραπέμπει στο αδίκημα του άρθρου 371 του Κώδικα, δηλ. συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος. Κατά το δικηγόρο του αιτητή, το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας, εκδίδοντας διάταγμα για αδίκημα που δεν περιέχει η εξουσιοδότηση.
Η Δικαστής συμφώνησε με το δικηγόρο της Δημοκρατίας, ότι η μνημόνευση του άρθρου 371 στην εξουσιοδότηση ήταν λανθασμένη, αλλά έγινε εκ του περισσού, χωρίς να απαιτείται από το νόμο· και ότι το σημαντικό είναι να εξειδικεύεται το αδίκημα υπό το πρίσμα των γεγονότων της υπόθεσης. Από δε την εξουσιοδότηση (Τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωση του Β. Μεσάνωφ) προκύπτει ότι το αδίκημα της συνωμοσίας του άρθρου 372 συνδέεται με τα αδικήματα της απάτης και της απόσπασης χρημάτων, τα οποία χαρακτηρίζονται ως πλημμελήματα. Και αυτό είναι το αδίκημα που δικαιολογούν τα γεγονότα της υπόθεσης. Εξάλλου, πρόσθεσε, η συνωμοσία του άρθρου 371 και το αντίστοιχο αδίκημα του άρθρου 372, έχουν κοινά συστατικά στοιχεία, παρόλο που διαφοροποιούνται οι επιβαλλόμενες ποινές.
Ο σχολιασμός αυτός του πρωτόδικου Δικαστηρίου προκάλεσε τις επικρίσεις του δικηγόρου του αιτητή. Το Δικαστήριο, υποστήριξε, δεν μπορούσε να προβεί σε οποιαδήποτε ερμηνευτική προσπάθεια. Εδώ επρόκειτο για δύο διαφορετικά αδικήματα του άρθρου 371 και του άρθρου 372. Για ισχυροποίηση της θέσης του ο συνήγορος παρέπεμψε στην Τζεννάρο Περέλλα (1994) 1 Α.Α.Δ. 344, Re Hatchem (1991) 1 A.A.Δ. 723, και στην απόφαση της Ολομέλειας, που την επικύρωσε, Hatchem ν. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191, Government of Denmark v. Nielsen [1984] 2 All E.R. 81 και R. v. Secretary of State for the Home Department, ex parte Hill [1997] 2 Αll E.R. 638.
Έχω διεξέλθει τις αποφάσεις αυτές και στάθηκα ιδιαίτερα στα αποσπάσματα που επισήμανε ο συνήγορος. Εξάγεται αναμφίβολα ότι η εξουσιοδότηση αποτελεί σημαντική δικονομική πτυχή στην όλη διαδικασία. Επιτρέπεται η έκδοση μόνο για τα αδικήματα που περιγράφονται στην εξουσιοδότηση. Νομιμοποιεί την έκδοση μόνο για αδικήματα στα οποία αυτή αναφέρεται. Τόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της. Δεν θα προβώ όμως επί του παρόντος σε άλλα σχόλια για τις υποθέσεις αυτές. Όχι από έλλειψη σεβασμού προς το μόχθο του συνηγόρου, αλλά γιατί καμιά από αυτές δεν υποστηρίζει απ' ευθείας την εισήγησή του. Έχω όμως την άποψη ότι μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν αντίθετη με τη διακηρυγμένη φιλελεύθερη ερμηνεία διεθνών συμβάσεων αυτής της μορφής (βλ. τις αποφάσεις και στις δύο υποθέσεις Hatchem). Επιπλέον θα εισήγαγε ένα σχολαστικό στοιχείο στις μεθόδους ερμηνείας, που είναι συνέπεια της τυπολατρικής και όχι της ουσιαστικής λειτουργίας των δικαστικών θεσμίων. Και θα κατέφερε πλήγμα κατά της αρχής της αβροφροσύνης, που διέπει τις διακρατικές σχέσεις και που στην περίπτωση της έκδοσης φυγοδίκων σκοπό έχει την καταπολέμηση του εγκλήματος σε πλανητικό επίπεδο. Με τα εχέγγυα που φυσικά παρέχουν οι διμερείς και πολυμερείς συνθήκες, καθώς και η εσωτερική νομοθεσία.
Είναι ορθό ότι δεν υπάρχει νομοθετική πρόνοια η οποία ρητά απαιτεί ότι η εξουσιοδότηση πρέπει να περιέχει οποιεσδήποτε περαιτέρω λεπτομέρειες των αδικημάτων, για τα οποία ζητείται η έκδοση, όπως ο ακριβής αριθμός του άρθρου του κώδικα, που δημιουργεί το αδίκημα. Στην υπόθεση Government of Denmark ανωτέρω, που με παρέπεμψε ο κ. Πίττας, παρατηρώ ότι, παρόλο που στην υπόθεση εκείνη η εξουσιοδότηση του Υπουργού εξέθετε τη φύση των αδικημάτων σε πολύ αδρές γραμμές, εν τούτοις η γενικότητα της διατύπωσής τους δεν σχολιάστηκε ούτε θεωρήθηκε νομικά επιλήψιμη ή ανεπαρκής.
Είναι απόλυτα σχετικά - και υποστηρίζουν την παραπάνω άποψή μου - όσα αναφέρονται στη σύνοψη της υπόθεσης R. v. Governor of Pentonville Prison, ex parte Naghdi [1990] 1 All E.R. 257, στη σελ. 258:
«Although it was essential that a person whose extradition was sought was given a proper opportunity to meet the case that was being put forward for his extradition at the hearing, which involved his being informed of the necessary details of the offence in respect of which his extradition was being sought at least by the beginning of the hearing (though the charges might be amended thereafter), there was no express statutory requirement that the order to proceed should contain any further details about the offences on which the fugitive΄s extradition was sought than the equivalent English offences in general terms. Moreover, while the order to proceed was an important part of the extradition procedure, it was not an appropriate means under the 1870 Act for bringing to the attention of the fugitive the case he would have to face at the hearing of the committal proceedings, since it was addressed to the magistrate and not to the fugitive. Although in due course the fugitive would need to see a copy of the order to proceed since it limited the jurisdiction of the committing magistrate, as a matter of principle as long as proper notice of the charges was given to the fugitive there was no advantage in departing from the long-established practice of not including details of the offences in the order to proceed.»
Πέρα από το γεγονός ότι πρόκειται για αδικήματα ταυτόσημα και ότι τα αδικήματα που περιλαμβάνει η εξουσιοδότηση είναι, σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα, πλημμελήματα, δεν προκλήθηκε οποιαδήποτε παραπλάνηση. Απλώς με την αναφορά του άρθρου 372 τίθεται το αδίκημα στις παραμέτρους που έθεσε η ίδια η εξουσιοδότηση. Περαιτέρω δεν ζητείται η έκδοση για το βαρύτερο έγκλημα της συνωμοσίας για τη διάπραξη κακουργήματος (άρθρο 371).
Δεν πρέπει να μείνει αναπάντητο το μέρος της εισήγησης ότι δεν ήταν επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί σε ερμηνεία. Θα μπορούσαμε εδώ να αντιστρέψουμε τον αφορισμό του Vattel, για να πούμε ότι πάντοτε επιτρέπεται να ερμηνεύεται εκείνο που έχει ανάγκη ερμηνείας. Είναι μια βασική υποχρέωση του Δικαστηρίου αλλά και εγγενές δικαίωμα που ασκείται στο πλαίσιο της δικαστικής λειτουργίας.
Υπό το φως των γεγονότων, των αυθεντιών που παρέθεσα και των παρατηρήσεών μου δεν είναι δυνατό να διαφωνήσω με την απόρριψη του επιχειρήματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
2. Το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει, όπως απαιτείται, το στοιχείο της διπλής ή αμφοτερόπλευρης εγκληματικότητας.
Βάλλεται εδώ το βασικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι πράξεις που αποδίδονται στον αιτητή συνιστούν αδικήματα και στις δύο χώρες. Για να εξεταστεί το επιχείρημα, είναι ανάγκη να αναφερθώ στα περιστατικά της υπόθεσης. Έχω υπόψη τις λεπτομέρειες, αλλά δεν νομίζω ότι είναι απαραίτητο να τις επαναλάβω στο σύνολό τους. Θα θυμίσω ότι η αποστολή έκθεσης των περιστάσεων της υπόθεσης, από τη χώρα που υποβάλλει την παράκληση, είναι ένα από τα προαπαιτούμενα για σκοπούς έκδοσης. Είναι από τα στοιχεία που συνυποβάλλονται με την αίτηση, όπως ορίζει το άρθρο 12 του νόμου 95/70, που ήδη έχω παραθέσει. Κατά την εισήγηση του αιτητή, είναι το μόνο έγγραφο στο οποίο μπορεί να αναζητηθούν τα γεγονότα μιας υπόθεσης. Στην παρούσα περίπτωση η έκθεση γεγονότων είναι το Τεκμήριο 3. Ας σημειωθεί ότι το έγγραφο, ημερομηνίας 3.5.2001, δεν έχει οποιαδήποτε επικεφαλίδα. Είναι δισέλιδο και παραδεδεγμένως το απευθύνει ο πρώτος αναπληρωτής του Γενικού Εισαγγελέα της ξένης χώρας προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας.
Το μέρος που ενδιαφέρει - και περιέχει συνοπτικά τα γεγονότα - έχει ως εξής:
«Στις 29, 30 Ιουλίου 1999, στην πόλη Σαίντ-Πήτερσπουργκ, ο Μεσάνοβ Β.Σ., μετά από προκαταρκτική συνωμοσία με τον Φαστουνόβ Μ.Γι., διοργάνωσαν ψεύτικη εξαγωγή στο Βασίλειο του Βελγίου του τεχνικού εξοπλισμού για εγκαταστάσεις καθαρισμού, - συνολικού ποσού 250 εκατ. δολλαρίων των ΗΠΑ. Σε σχέση με αυτό σύμφωνα με πλαστά έγγραφα που παρουσίασε ο Μεσάνοβ, από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό εμβάστηκαν στο λογαριασμό της ως άνω "Εταιρίας ΡΔ" 1.206.541.753 ρούβλια, σαν αποζημίωση (πληρωμής) του φόρου προστιθεμένης αξίας για τα εξαγώμενα προϊόντα.
Το παραπάνω ποσό των 1.206.541.753 Ρουβλίων ο Μεσάνοβ το μετέφερε παράνομα στο λογαριασμό της καταγραμμένης στο κράτος του Ναούρου "ΤRUST INVESTMENT BANK INC" και το μετέτρεψε σε ιδιοκτησία του.»
Ο κ. Πίττας εισηγείται ότι τα παραπάνω γεγονότα είναι η μοναδική βάση για την εξέταση της αίτησης για έκδοση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε, όπως υπέβαλε, να ανατρέξει σε γεγονότα έξω από το πλαίσιο αυτής της επιστολής ή σε οποιοδήποτε άλλο από τα συνοδεύοντα την αίτηση έγγραφα. Υποστήριξε επίσης, με ισχυρή δόση αντιφατικότητας, πρέπει να πώ, και όπως του υπέδειξα, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη δήλωση παραδεκτών γεγονότων η οποία έγινε στις 16.7.01, κατά την εξέλιξη της ακρόασης. Επίσης αριθμό τεκμηρίων (Τεκμήρια 12-16) που κατατέθηκαν εκ συμφώνου με πρωτοβουλία φαίνεται του δικηγόρου του αιτητή, για να υποβοηθηθεί η υπόθεση του τελευταίου.
Η απάντηση του συνήγορου στην παρατήρησή μου ότι ενέχει στοιχείο αντίφασης το επιχείρημα (μέμφεται πρώτα το Δικαστήριο ότι έλαβε υπόψη ότι όσα ο ίδιος ο αιτητής μέσω του παραδέχθηκε και πρόβαλε κατά την εκδίκαση της αίτησης και μετά ότι παρέλειψε να τα αξιολογήσει), είναι ότι ο,τιδήποτε προσκομίστηκε κατά την ακρόαση, έστω και αν αυτό έγινε από κοινού, είχε ως αποτέλεσμα την τροποποίηση (η λέξη είναι δική του), ανεπίτρεπτα, της έκθεσης γεγονότων. Έτσι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει λάβει υπόψη έγγραφα ή γεγονότα που δεν περιέχει το Τεκμήριο 3. Ο χειρισμός αυτός συνιστά, κατά την αντίληψη του δικηγόρου, νομική πλάνη ή υπέρβαση εξουσίας. Τα δε στοιχεία που παραθέτει το Δικαστήριο στις σελ. 3 και 4, όπως και σε άλλες σελίδες της απόφασής του - και αναφέρονται σε παράνομη και συνωμοτική δράση του αιτητή με το συνεργάτη του Φαστούνοφ - δεν περιέχονται στο Τεκμήριο 3, αλλά στο έγγραφο του Γενικού Εισαγγελέα της Ρωσίας (Τεκμήρια 1 και 2 σελ., 7-9, στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση), ημερομηνίας 27.12.2000, που αποτελεί την απόφασή του για άσκηση ποινικής δίωξης κατά του αιτητή. Η πρόσμειξη είναι παράνομη. Χωρίς αυτή δεν ήταν δυνατή η απόδειξη της προϋπόθεσης που απαιτείται για αμφοτερόπλευρη εγκληματικότητα.
Δεν θεωρώ απαραίτητο να επαναλάβω εδώ τις ενέργειες και κολάσιμες πράξεις που αποδίδονται στον αιτητή και το συνεργάτη του Φαστούνοφ. Περιλαμβάνουν όμως την ιδιοποίηση εταιρείας με την επωνυμία "Εταιρεία Εξωτερικού Εμπορίου ΡΔ", στην οποία ο αιτητής εμφανιζόταν ως ο μόνος διευθυντής, εξαγορά ή δημιουργία άλλων εικονικών εταιρειών για επίτευξη του κοινού παράνομου σκοπού, άλλων συγκεκριμένων πράξεων συνωμοτικότητας και καταρτισμό και χρήση πλαστών εγγράφων. Τελικά, το εν λόγω ποσό (περίπου $50.000.000 Η.Π.Α.) κατατέθηκε από τη φορολογική αρχή σε λογαριασμό της παραπάνω εταιρείας, το οποίο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας χώρας, ο αιτητής μετέφερε σε τράπεζα στο κράτος του Ναούρου. Ας σημειωθεί ότι η φορολογική αρχή αρνήθηκε αρχικά να ικανοποιήσει την παραπάνω αξίωση για επιστροφή φόρου.
Ωστόσο, τοπικό Διαιτητικό Δικαστήριο της Δημοκρατίας της Καλμικίας, στο οποίο είχε προσφύγει η παραπάνω εταιρεία, διέταξε την καταβολή του. Δευτεροβάθμιο Διαιτητικό Δικαστήριο απέρριψε έφεση της φορολογικής αρχής. Ασκήθηκε νέα έφεση, αυτή τη φορά, στο Περιφερειακό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, η οποία επίσης απέτυχε. Στο μεταξύ καταβλήθηκε σταδιακά από τον Ομοσπονδιακό προϋπολογισμό το παραπάνω ποσό. Οι αποφάσεις είναι τα τεκμήρια που κατέθεσε ο αιτητής, στα οποία αναφέρθηκα ήδη με τη συγκατάθεση της άλλης πλευράς.
Η δικαστική διαμάχη όμως δεν έληξε. Το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο (Supreme Arbitrage State Court) στο οποίο ασκήθηκε έφεση, ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και διέταξε επανεκδίκαση. Στις 22.5.01 αποφασίστηκε από πρωτόδικο προφανώς Διαιτητικό Δικαστήριο η επιστροφή του ποσού που είχε καταβληθεί στην παραπάνω εταιρεία. Οι δύο αυτές αποφάσεις συμπληρώνουν τον κατάλογο εγγράφων, τα οποία έγιναν δεκτά εκ συμφώνου.
Ο δικηγόρος του αιτητή στάθηκε και σε δύο άλλα σημεία για εμπέδωση της πρότασής του ότι απουσιάζει το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας. Το πρώτο είναι ότι η συμφωνία με το Φαστούνοφ ήταν "προκαταρκτική", όπως άλλωστε αναφέρει και η έκθεση, Τεκμήριο 3, οπόταν ελλείπει ο απαραίτητος συστατικός όρος του αδικήματος, δηλαδή η ύπαρξη τελικής συμφωνίας μεταξύ των συνωμοτών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι, παρά τη χρήση του επιθέτου "προκαταρκτική", στην πραγματικότητα επρόκειτο για τετελεσμένη συμφωνία, η οποία μάλιστα υλοποιήθηκε. Και συνέχισε:
"Μεταξύ των ενεργειών αυτών, περιλαμβανόταν κατάρτιση πλαστών συμβολαίων, πλαστών εγγράφων που αφορούσαν την προμήθεια και παράδοση του συγκεκριμένου εξοπλισμού και επινόηση εικονικών ανθρώπων ως διευθυντών εταιρειών. Με τα έγγραφα αυτά διεκδίκησαν τον σχετικό φόρο από την αρμόδια φορολογική υπηρεσία."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο υποστήριξε τους συλλογισμούς του παραπέμποντας στη Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 134.
Το άλλο σημείο που έθιξε ο συνήγορος (και σ' αυτό έγκειται η αντινομία) είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβλεψε ή δεν έλαβε υπόψη τα νέα στοιχεία (τις τρεις πρώτες αποφάσεις Τεκμήρια 12, 13, και 14 στην πρωτόδικη δίκη), για να κρίνει κατά πόσο συνυπήρχαν τα συστατικά στοιχεία της συνωμοσίας με βάση το άρθρο 371 ή ακόμη το άρθρο 372. Ιδιαίτερα δεν προσέχθηκε από το δικαστήριο ότι, όταν αποφασίστηκε η ποινική δίωξη του αιτητή, είχε ήδη επικυρωθεί κατ΄ έφεση η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου για απόδοση των χρημάτων στην εταιρεία του αιτητή. Οι δύο τελευταίες αποφάσεις που ανέτρεψαν το αποτέλεσμα αυτό ήταν, όπως είδαμε, μεταγενέστερες. Περαιτέρω, είναι επιλήψιμη η παράλειψη της αιτήτριας χώρας να περιλάβει τα στοιχεία αυτά στην έκθεση των γεγονότων.
Αντικρούοντας την εισήγηση, ο κ. Ευαγγέλου υπέβαλε ότι η αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης δεν περιορίστηκε στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 3, αλλά αυτά εκτίθενται στο σύνολο των αποσταλέντων εγγράφων. Συγκεκριμένα στα Τεκμήρια 1 και 2 (σελ. 7-9) της ένορκης δήλωσης στην οποία βασίζεται η ένσταση. Το άρθρο 12.2(β) δεν περιέχει διάταξη για ειδικό έγγραφο στο οποίο να αναφέρονται όλα μαζί τα γεγονότα. Σωστά το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε ότι τα γεγονότα αναφέρονται στο σύνολο των εγγράφων που είχε ενώπιόν του. Πέραν τούτου η έκθεση, Τεκμήριο 3, ουσιαστικά παραπέμπει στις σελίδες 7-9 του Τεκμηρίου 2. Ας σημειωθεί διευκρινιστικά ότι η τέταρτη παράγραφος του Τεκμηρίου 3 αναφέρει:
«Σύμφωνα με τις διατάξεις της ρωσσικής ποινικο-δικονομικής νομοθεσίας, στις 27 Δεκεμβρίου 2000 εκδόθηκε απόφαση ανακριτή για άσκηση ποινικής δίωξης του Μεσάνοβ Β.Σ. ο οποίος κατηγορείται για τέλεση εγκλήματος που προβλέπεται από τις παρ. "α", "β", μέρος 3, άρθ.159 του Ποινικού Κώδικα Ρωσσικής Ομοσπονδίας.»
Εκκινώντας από το γεγονός ότι στο Τεκμήριο 3 γίνεται μνεία σε προκαταρκτική συμφωνία, παρατηρώ ότι η φράση αυτή δεν είναι, από μόνη της, δεσμευτική για το Δικαστήριο το οποίο εξετάζει την αίτηση έκδοσης. Κριτήριο για το τελευταίο αποτελεί η συμπεριφορά του φυγόδικου, με άλλα λόγια τα γεγονότα της υπόθεσης. Η περίπτωση Gani, ανωτέρω, θέτει κριτήριο αντικειμενικό, ανεξάρτητα από υποκειμενικούς χαρακτηρισμούς. Συμπεραίνεται ότι το ζήτημα αν υφίσταται συμφωνία, που αποτελεί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, είναι ζήτημα πραγματικό συνυφασμένο με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης.
Έχω ήδη αναφέρει μερικά από τα στοιχεία που επισημαίνει η πρωτόδικη απόφαση που θεμελιώνουν συμφωνία και πράξεις εκτέλεσής της. Κάθε άλλο παρά προκαταρκτική μπορεί να θεωρηθεί ενόψει του υπάρχοντος υλικού. Συνάγεται αβίαστα ότι οι φερόμενοι ως συνωμότες προχώρησαν σε πράξεις εκτέλεσης προηγούμενης ολοκληρωμένης συμφωνίας τους. Η παραπάνω συμπεριφορά αν συνέβαινε στην Κύπρο θα συνιστούσε αδίκημα για το οποίο μπορεί να χωρέσει η έκδοση.
Παρά την αντιφατικότητα της υπόλοιπης επιχειρηματολογίας, προτίθεμαι να εξετάσω και τα δύο σκέλη της. Και πρώτα την εισήγηση ότι ενόψει των τριών πρώτων δικαστικών αποφάσεων δεν μπορούσε να τελεστεί το έγκλημα στη Ρωσία. Όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο ο εκζητούμενος είχε υπεράσπιση με βάση το αλλοδαπό δίκαιο. Κατά τη γνώμη μου καλώς δεν το έπραξε. Δεν είχε τέτοια εξουσία. Το θέμα απαντά απ' ευθείας η απόφαση του Δικαστηρίου της Βουλής των Λόρδων Re Evans [1994] 3 All E.R. 449, 450:
«The interpretation of the law of the requesting state and possible defences to the charges were matters for the courts of the requesting state. Accordingly, the magistrate had rightly refused to consider evidence that the applicant΄s conduct did not amount to a crime in Sweden and habeas corpus had been properly refused.»
Πρέπει να λεχθεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο προσυπέγραψε την παραπάνω Ευρωπαϊκή Συνθήκη (με επιφυλάξεις), όπως αναφέρει το Δικαστήριο στη σελ. 451. Έπεται επίσης ότι η μή αναφορά στην αστική πλευρά της υπόθεσης δηλαδή στις αποφάσεις των Ρωσικών Δικαστηρίων δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της διαδικασίας έκδοσης.
Από τη σχετική διάταξη του νόμου δεν συνάγεται υποχρέωση από τη χώρα που ζητά την έκδοση να συγκεντρώνει τα γεγονότα σε ένα μοναδικό και τυποποιημένο έγγραφο. Δυσκολεύομαι να αποδώσω τέτοια πρόθεση στους συντάκτες της Σύμβασης να δημιουργήσουν τέτοια στεγανά. Δεν έχει θέση, κατά τη γνώμη μου, η προτεινόμενη συσταλτική ερμηνεία. Θα μπορούσε για παράδειγμα να γίνει παραπομπή σε άλλο έγγραφο, το οποίο περιέχει συμπληρωματικούς ισχυρισμούς. Ως ένα βαθμό αυτό έγινε στην παρούσα περίπτωση, όπως μπορεί να συναχθεί από την παράγραφο την οποία αντέγραψα από την απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα για την ποινική δίωξη του αιτητή.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει και το δεύτερο επιχείρημα δεν μπορεί να επιτύχει.
3. Το επιχείρημα ότι το άρθρο 159(3)(α)(β) του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που είναι το αδίκημα για το οποίο εκδόθηκε το αλλοδαπό ένταλμα σύλληψης και αναφέρεται επίσης στο Τεκμήριο 3, δεν έχει ουσιαστική ομοιότητα με το δικό μας άρθρο 371.
Δεν υφίσταται αντιστοιχία μεταξύ των δύο, όπως υπέβαλε ο αιτητής. Μέμφεται δε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι "εσφαλμένα και αυθαίρετα προέβη στο εύρημά του ότι δεν απαιτείται να υπάρχει κάποια ουσιαστική ομοιότητα μεταξύ των αδικημάτων που περιγράφονται στο ένταλμα σύλληψης και των εγκλημάτων που απαριθμούνται στην εξουσιοδότηση". Και οι δύο πλευρές έδωσαν βαρύτητα στην υπόθεση Hatchem, την οποία ακολούθησε η τελευταία απόφαση της Ολομέλειας επί του θέματος στην υπόθεση In Re Golov (2001) 1 Α.Α.Δ. 442, ο κάθε διάδικος φυσικά από την σκοπιά του, για να πείσει για την τοποθέτησή του.
Για να εξεταστεί το επιχείρημα θα ήταν σωστό να έχουμε υπόψη τις σχετικές διατάξεις του αλλοδαπού νόμου. Το εδάφιο 1 του άρθρου 159 δίνει τον ορισμό της απάτης:
«1. Fraud, that is misappropriation of someone else's property or acquisition of the right to someone else's property by means of deceit of abuse of trust,»
Το εδάφιο 3 (α) και (β) ορίζει ότι:
«3. Fraud, performed:
a. by an organized group;
b. in large amount;
c. by a person who has ... Is punishable with
imprisonment ......»
Η υπόθεση Hatchem επιβεβαιώνει τον κανόνα ότι ο προσδιορισμός των αδικημάτων στο αλλοδαπό ένταλμα δεν έχει καθοριστικές συνέπειες. Δεν χρειάζεται, ούτε είναι δυνατό να υπάρχει, σε πολλές περιπτώσεις, η ταύτιση των αδικημάτων στο ένταλμα και την εξουσιοδότηση. Προφανώς λόγω των διαφορών μεταξύ του νομικού συστήματος κάθε χώρας. Δεν πρέπει όμως να είναι άσχετα μεταξύ τους. Χρειάζεται η ομοιότητα. Η υπόθεση Golov αποτελεί παράδειγμα λανθασμένης αντιμετώπισης, που στηρίχθηκε σε τυπικά κριτήρια. Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου διέταξε την απόλυση φυγόδικου με habeas corpus, αφού έκρινε ότι η κατηγορία της κλοπής δεν περιλαμβάνεται στο ένταλμα, που περιλάμβανε μόνο αδικήματα πλαστογραφίας, συνωμοσίας προς καταδολίευση, απάτης, κλεπταποδοχής και παραβίασης της ιδιωτικής ζωής. Η Ολομέλεια, ακολουθώντας την προγενέστερη νομολογία της, επέτρεψε την έφεση, αποφαινόμενη στην ουσία ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να προσκολλάται στα εξωτερικά γνωρίσματα των αδικημάτων.
Η μομφή για λανθασμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως προεκτέθηκε, είναι αβάσιμη. Αυτό που είπε το Δικαστήριο, αφού προέβη σε επισκόπηση της νομολογίας, είναι ότι "δεν απαιτείται ταύτιση του χαρακτηρισμού των αδικημάτων", και ότι "ο διαφορετικός χαρακτηρισμός των αδικημάτων δεν έχει καθοριστική σημασία". Προηγουμένως όμως ρητά αναφέρει ότι το αδίκημα πρέπει να είναι ουσιαστικά παρόμοιο.
Είναι σαφές ότι τα γεγονότα μπορεί να θεμελιώσουν το αδίκημα της συνωμοσίας κατά το Κυπριακό δίκαιο. Με βάση την ίδια συμπεριφορά προσάπτεται η κατηγορία της απάτης, που προβλέπει το άρθρο 159 του αλλοδαπού κώδικα. Η ονομασία των αδικημάτων δεν είναι η ίδια. Όπως προελέχθη, αυτό δεν είναι απαραίτητο. Υπάρχει όμως η απαιτούμενη συνάφεια, που εντοπίζεται στη συμφωνία για εκτέλεση παράνομου σκοπού και στις ενέργειες εφαρμογής της με ψευδείς παραστάσεις στην προσπάθεια εξαπάτησης των Ρωσικών αρχών. Στην υπόθεση Re Evans, ανωτέρω, έγινε από το Δικαστήριο η ακόλουθη προτροπή η οποία δεν είναι άσχετη με το υπό συζήτηση θέμα:
«Per curiam. Where requests for extradition allege acts of violence, theft, fraud or the like, courts should be slow to pay heed to any representations that such acts do not constitute offences under foreign law.»
4. Το επιχείρημα ότι η αίτηση του εκζητούντος Κράτους, που έγινε από τον αξιωματούχο που προαναφέρθηκε, προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 12 του Νόμου 95/70 και του άρθρου 5 του δεύτερου πρόσθετου Πρωτόκολλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, η οποία κυρώθηκε με τον ομώνυμο Νόμο αρ. 17/84.
Η εισήγηση είναι ότι η αίτηση έπρεπε να υποβληθεί από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ρωσίας. Αυτό άλλωστε ήταν και το πνεύμα της αντικατάστασης της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Νόμου 95/70 από τη διάταξη του άρθρου 5 του δεύτερου πρωτοκόλλου. Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω και τις δύο αυτές διατάξεις. Πρώτα το άρθρο 12(1):
«Άρθρον 12ον
ΑΙΤΗΣΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
1. Η αίτησις θέλει διατυπωθεί εγγράφως και υποβληθή δια της διπλωματικής οδού. Δι' απ' ευθείας διευθετήσεις δύναται να συμφωνηθή, μεταξύ δύο ή περισσοτέρων Μερών, έτερον μέσον.»
Το άρθρο 5, ανωτέρω, προβλέπει ότι:
«ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ V
Άρθρο 5
Η παράγραφος 1 του Άρθρου 12 της Σύμβασης αντικαθίσταται από τις ακόλουθες διατάξεις.
«Η αίτηση θα διατυπώνεται γραπτώς και θα απευθύνεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης του αιτούντος Μέρους προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης του Μέρους από το οποίο ζητείται η έκδοση· παρα-ταύτα, η χρησιμοποίηση της διπλωματικής οδού δεν αποκλείεται. Άλλα μέσα επικοινωνίας μπορούν να συμφωνηθούν απ΄ ευθείας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων Μερών.»
Ο κ. Ευαγγέλου υιοθέτησε την ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς να προσθέσει ο,τιδήποτε το ουσιαστικό. Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης είναι σύντομο, γι' αυτό και το μεταφέρω ολόκληρο:
«Από τη μελέτη και ερμηνεία του εν λόγω άρθρου και ειδικότερα τη χρήση της φράσης ότι "η χρησιμοποίηση της διπλωματικής οδού δεν αποκλείεται" προκύπτει σαφώς ότι η διάταξη αυτή προνοεί το μέσο υποβολής της αίτησης έκδοσης και όχι το όργανο το οποίο δέον να εκδίδει ή συντάσσει ή προβαίνει στο αίτημα.
Για τον λόγο δε αυτό διαφυλάσσει στο τέλος του εδαφίου διαφορετικό μέσο επικοινωνίας από τα ανωτέρω αναφερθέντα, αν συμφωνήσουν τα συμβαλλόμενα κράτη. Επομένως, καθορίζει το μέσο επικοινωνίας και ανταλλαγή εγγράφων.»
Διαφωνώ ριζικά. Η παραπάνω ερμηνεία δεν έχει έγκυρο έρεισμα, νομοθετικό η άλλο. Η πρόνοια του άρθρου 5 είναι επιτακτική. Χρησιμοποιείται η λέξη "θα" και στο αγγλικό κείμενο το ρήμα "shall". Αρμοδιότητα για υποβολή της αίτησης έκδοσης έχει το κατονομαζόμενο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Το υπόλοιπο μέρος της διάταξης αναφέρεται στους τρόπους κοινοποίησης της αίτησης. Δεν είναι μόνο η απ' ευθείας επικοινωνία μεταξύ των Υπουργείων Δικαιοσύνης των εμπλεκόμενων χωρών. Μπορεί, πρόσθετα να χρησιμοποιηθεί είτε η διπλωματική οδός είτε οποιοδήποτε άλλο μέσο επικοινωνίας που συμφωνείται μεταξύ των μερών. Υπό την αίρεση όμως ότι την αίτηση υποβάλλει το καθορισθέν από το άρθρο 5 πολιτειακό όργανο. Η ερμηνεία αυτή είναι πιστεύω σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα του δεύτερου πρωτοκόλλου. Διαφορετικά δεν θα υπήρχε νόημα στη μεταβολή που επέφερε το άρθρο 5. Το κενό που άφηνε η διάταξη του άρθρου 12(1) του Nόμου 95/70 πληρώθηκε με τη νέα διάταξη. Αναφορικά με την αιτιολογική σκέψη της απόφασης, που εξέθεσα, θα παρατηρούσα ότι δεν ευσταθεί και για το λόγο ότι το άρθρο 12(1), όπως είχε, αναφερόταν και στους δύο τρόπους επικοινωνίας δηλαδή τη διπλωματική οδό ή άλλο μέσο που μπορούσε να συναποφασιστεί.
Είναι δυνατό να εγερθεί το ερώτημα ότι σε κάποια χώρα που έχει κυρώσει τη Συνθήκη η κρατική δομή δεν περιλαμβάνει Υπουργείο Δικαιοσύνης, αλλά αρμοδιότητες της φύσεως αυτής ασκούνται από άλλο κρατικό όργανο ή αξιωματούχο. Όμως σε μια τέτοια περίπτωση αναμένεται να υπάρχει απόδειξη του γεγονότος. Τέτοιο ζήτημα δεν τίθεται στην κρινόμενη περίπτωση. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας απλώς υιοθέτησε, όπως υπέδειξα, το σκεπτικό της απόφασης.
Το συμπέρασμα μου είναι ότι σημειώθηκε παραβίαση του πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, που αποτελεί μέρος της εσωτερικής μας νομοθεσίας. Η σπουδαιότητα της διάταξης αυτής δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Γι' αυτό η αίτηση πετυχαίνει. Διατάσσω την άμεση απόλυση του κρατούμενου.
Έχω την άποψη ότι δεν μου παρέχεται εξουσία για απόλυση του κρατούμενου υπό όρους, όπως εισηγείται ο κ. Ευαγγέλου, ή υπό οποιουσδήποτε όρους. Το άρθρ. 10(5) του ν. 97/70 δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για μια τέτοια ενέργεια. Αν αυτή ήταν η πρόθεση του νομοθέτη θα ήταν διαφορετικά διατυπωμένη η πρόνοια αυτή. Εξάλλου ο δικηγόρος της Δημοκρατίας δεν ήταν σε θέση να με παραπέμψει σε οποιαδήποτε αυθεντία. Ομολογουμένως, ούτε εγώ έχω υπόψη οποιοδήποτε νομολογιακό προηγούμενο που να επικροτεί τον προτεινόμενο χειρισμό. Κατά τη γνώμη μου, τέτοιοι περιορισμοί αντιστρατεύονται τη φιλοσοφία που καθιέρωσε το διάταγμα habeas corpus σαν το πιο αποτελεσματικό μέσο για την προάσπιση της ατομικής ελευθερίας. Η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση για habeas corpus επιτρέπεται. Το αίτημα για απόλυση του κρατουμένου υπό όρους απορρίπτεται.