ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 1 ΑΑΔ 1899

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Αίτηση Αρ. 96/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 9

του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964

και του άρθρου 10 του Περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970

- και -

Αναφορικά με τον Κυρωτικό της Συνθήκης μεταξύ της

Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών

Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε θέματα

Αστικού και Ποινικού Δικαίου Νόμο 172/86

- και -

Αναφορικά με την αίτηση του Ivanov Igor Borisovich, από τη Ρωσία

και τώρα κρατουμένου στις Κεντρικές Φυλακές στη Λευκωσία

για την έκδοση εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus

- και -

Αναφορικά με τον Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών

- και -

Αναφορικά με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού

ημερομηνίας 29.9.2000 στην Αίτηση Έκδοσης υπ΄ αριθμόν 1/2000

---------------------------

28 Νοεμβρίου 2000

Για τον αιτητή: Γ. Λουϊζίδης.

Για τη Δημοκρατία: Ε. Λοϊζίδου.

Ο αιτητής παρών.

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κατά τον Μάϊο του 1997 η Γενική Εισαγγελία της Ρωσικής Ομοσπονδίας ζήτησε την έκδοση του αιτητή, βάσει της Συνθήκης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου η οποία κυρώθηκε με το Ν. 172/1986, ώστε να δικασθεί για αδίκημα δωροδοκίας. Ας σημειωθεί ότι μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης η Συνθήκη παρέμεινε σε ισχύ μεταξύ Κύπρου και Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως εξέδωσε αμέσως εξουσιοδότηση προς έναρξη διαδικασίας έκδοσης του αιτητή ο οποίος είχε ήδη συλληφθεί από τις 14 Απριλίου 1997 στη Λεμεσό δυνάμει προσωρινού εντάλματος που εξέδωσε Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου. Ακολούθησε η Αίτηση αρ. 1/97 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού για την έκδοση. Καθυστέρησε πολύ η ακρόαση· απόφαση, με την οποία εγκρίθηκε η αίτηση, εκδόθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1999. Ο αιτητής, που αμφισβήτησε την ορθότητα της απόφασης, αποτάθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο για ένταλμα habeas corpus. Ο Δικαστής του Ανωτάτου, ο οποίος εξέτασε το ζήτημα, απεφάνθη στις 25 Φεβρουαρίου 2000 ότι δεν επληρούτο η προϋπόθεση της διπλής εγκληματικότητας, που τίθεται με το Άρθρο 37(2) της Συνθήκης, γιατί τα αδικήματα στα οποία αναφέρονται τα άρθρα 100-102 του Κυπριακού Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, τα οποία η Δημοκρατία επικαλέστηκε ως αντίστοιχα του αδικήματος για το οποίο ζητήθηκε η έκδοση του αιτητή, δεν κάλυπταν τη δική του περίπτωση αφού αφορούσαν μόνο σε "δημόσιο λειτουργό" και όχι σε Βουλευτή, που ήταν το αξίωμα του αιτητή κατά τον ουσιώδη χρόνο. Επομένως εκδόθηκε το ένταλμα habeas corpus και ο αιτητής αφέθηκε ελεύθερος.

Τρεις ημέρες αργότερα εξεδόθη από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου νέο προσωρινό ένταλμα σύλληψης του αιτητή, το οποίο εκτελέστηκε στις 3 Μαρτίου 2000. Ακολούθησε, στις 4 Απριλίου 2000, νέα εξουσιοδότηση του αρμόδιου Υπουργού προς έναρξη διαδικασίας έκδοσης και στις 28 Φεβρουαρίου 2000 καταχωρήθηκε η Αίτηση αρ. 1/2000 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Αυτή τη φορά τέθηκε ως αντίστοιχο του αδικήματος για το οποίο εζητείτο η έκδοση, το αδίκημα βάσει του άρθρου 3 του περί Αθεμίτου Κτήσεως Περιουσιακού Οφέλους υπό Ορισμένων Αξιωματούχων της Πολιτείας Νόμου του 1965 (Ν. 65/65) το οποίο καλύπτει Βουλευτές. Με απόφαση ημερ. 29 Σεπτεμβρίου 2000 το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε ότι πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτητή και εξέδωσε διάταγμα ανάλογα. Ο αιτητής υπέβαλε, στις 16 Οκτωβρίου 2000, την παρούσα αίτηση για habeas corpus, η ακρόαση της οποίας διεξήχθη στις 17 Νοεμβρίου 2000.

Ο συνήγορος του αιτητή έθεσε προς εξέταση εν τέλει μόνο ένα ζήτημα, ήτοι, το κατά πόσο υπήρχε το προαπαιτούμενο του Άρθρου 42(1)(2) της Συνθήκης που ορίζει ότι:

" Άρθρο 42

Αίτηση για Έκδοση

1. Η αίτηση για έκδοση θα πρέπει να γίνεται γραπτώς και να περιέχει τα ακόλουθα:

(1) .................................................. .......................................

(2) το κείμενο του νόμου του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους δυνάμει του οποίου η πράξη καθορίζεται ως αδίκημα·

(3) .................................................. .......................................

(4) .................................................. ......................................"

 

Η αίτηση για έκδοση περιείχε, σε μετάφραση, το Άρθρο 173 ως απόσπασμα του Ποινικού Κώδικα της πρώην ΡΣΟΣΔ. Καθώς διευκρινίστηκε, το εν λόγω Άρθρο είχε πλέον ως αντίστοιχο το Άρθρο 290 του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας αλλά το Άρθρο 173 ήταν που ενδιέφερε· κι αυτό δεν αμφισβητήθηκε. Παραθέτω το Άρθρο 173:

"Άρθρο 173. Δωροληψία

Η δωροληψία από υπηρεσιακό πρόσωπο, προσωπικά ή μέσω κάποιων μεσολαβητών, σε οποιαδήποτε μορφή, για την εκπλήρωση ή μη-εκπλήρωση κάποιας ενέργειας προς όφελος του δωροδότη την οποία αυτό το υπηρεσιακό πρόσωπο έπρεπε ή μπορούσε να πραγματοποιήσει χρησιμοποιόντας την υπηρεσιακή του θέση, -

τιμωρείται με τη φυλάκιση ως 10 ετών και με την κατάσχεση της περιουσίας.

Οι ίδιες ενέργειες που διαπράττονται ύστερα από την προμελετημένη συνεννόηση ομάδας ανθρώπων, είτε επανειλημμένα, ή συνδεδεμένες με εκβιασμό δωροδοκίας, ή δωροληψία σε μεγάλο ποσό -

τιμωρούνται με φυλάκιση διαρκείας 5-15 ετών και την κατάσχεση της περιουσίας.

Οι πράξεις που αναφέρονται στα μέρη 1 και 2 του παρόντος άρθρου οι οποίες διαπράττονται από υπηρεσιακό πρόσωπο που κατέχει υπεύθυνη θέση, είτε υποβλήθηκε σε δικαστική δίωξη για δωροληψία, ή δέχθηκε την δωροδοκία ιδιαίτερα μεγάλου ποσού, -

τιμωρούνται με φυλάκιση 8-15 ετών με την κατάσχεση περιουσίας/σύμφωνα με το Νόμο της ΡΣΟΣΔ της 25 Ιουλίου 1962, το Διάταγμα του Προεδρείου το Ανωτάτου Σοβιέτ της ΡΣΟΣΔ της 18 Μαΐου 1986, το Νόμο της ΡΣΟΣΔ της 5 Δεκεμβρίου 1991 και του Νόμου της Ρωσσικής Ομοσπονδίας της 18 Φεβρουαρίου 1993."

 

Το αδίκημα το οποίο δημιουργείται από το εν λόγω Άρθρο 173 διαπράττεται μόνο από "υπηρεσιακό πρόσωπο". Εγείρεται λοιπόν αμέσως το κατά πόσο ο Βουλευτής εμπίπτει στην τάξη υπηρεσιακών προσώπων. Το ενδεχόμενο αρνητικής απάντησης σημαίνει πως δεν εκτίθεται στην περίπτωση του αιτητή πράξη που να καθορίζεται ως αδίκημα. Η Ρωσική Ομοσπονδία εξήγησε, με έγγραφο ημερ. 22 Μαρτίου 2000, ότι το εν λόγω ζήτημα ρυθμίζεται από το Άρθρο 285 του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας και επιπλέον ότι το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας συμπεριέλαβε τους Βουλευτές στην κατηγορία των προσώπων που ορίζει το Άρθρο 285. Παραθέτω το σχετικό μέρος:

"Βάσει του Άρθρου 285 του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας αξιωματούχοι (η έκφραση "υπηρεσιακά πρόσωπα" δεν είναι ακριβής σ΄ αυτή την περίπτωση) θεωρούνται τα πρόσωπα, τα οποία μόνιμα, προσωρινά ή βάσει ειδικής εξουσιοδότησης πραγματοποιούν λειτουργίες αντιπροσώπου της εξουσίας είτε εκτελούν οργανωτικο-διατακτικές, διοικητικο-οικονομικές λειτουργίες σε κρατικά όργανα, σε όργανα τοπικής αυτοδιοίκησης, σε κρατικά και δημαρχειακά ιδρύματα, καθώς επίσης στις Ένοπλες Δυνάμεις της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας οι αντιπρόσωποι (βουλευτές) της Κρατικής Δούμας (Κάτω Σώματος της Βουλής) έχουν συμπεριληφθεί στην κατηγορία των αντιπροσώπων της εξουσίας και, συνεπώς, είναι αξιωματούχοι."

 

Ο συνήγορος του αιτητή υπέβαλε ότι το κείμενο του Άρθρου 285 αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του κειμένου νόμου που απαιτείτο βάσει του Άρθρου 42.1(2) της Συνθήκης και ακόμα ότι θα έπρεπε να προσαγόταν το κείμενο της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας για συμπερίληψη των Βουλευτών στην κατηγορία των προσώπων στα οποία αναφέρεται το Άρθρο 285.

Η συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε κατ΄ αρχάς ότι το κείμενο του νόμου που ενδιαφέρει είναι μόνο εκείνο του Άρθρου 173 το οποίο διαβιβάστηκε. Πρόσθεσε όμως πως στο βαθμό που και το Άρθρο 285 ενδιέφερε, ήταν αρκετή η αναφορά που γινόταν στις πρόνοιές του από το έγγραφο ημερ. 22 Μαρτίου 2000 το οποίο η συνήγορος χαρακτήρισε επίσημο έγγραφο και μάλιστα "πιο επίσημο από το να είχε σταλεί ένα αντίγραφο ενός νόμου". Ως προς την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας σε σχέση με τους Βουλευτές και το Άρθρο 285, η συνήγορος υπέδειξε πως η Συνθήκη δεν απαιτεί τη διαβίβαση νομολογίας.

Απασχόλησε κατά τον ίδιο τρόπο και μια άλλη νομοθετική διάταξη, κείμενο της οποίας επίσης δεν περιλαμβανόταν στην αίτηση για την έκδοση του αιτητή. Επρόκειτο για το Άρθρο 12 του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας το οποίο αφορούσε την ποινικοποίηση πράξεων Ρώσων υπηκόων εκτός επικράτειας. Εκείνη όμως η διάταξη έπαυσε να έχει σημασία στη δεύτερη διαδικασία ενόψει της διευκρίνισης στην οποία προέβη η Ρωσική Ομοσπονδία αναφορικά με τα προβληθέντα ως γεγονότα· για τα οποία, σημειώνω, η Συνθήκη δεν επιτρέπει αμφισβήτηση. Βάσει των εν τέλει τεθέντων, μέρος του ποσού της δωροδοκίας καταβλήθηκε εντός της Ρωσικής Ομοσπονδίας και έτσι το αδίκημα δωροδοκίας - εφόσον κρινόταν ότι κάλυπτε και την περίπτωση του αιτητή ως Βουλευτή - συντελέστηκε οπωσδήποτε εντός της επικράτειας παρόλο που ένα άλλο μέρος του ποσού εισπράχθηκε στην Αγγλία.

Απομένει το ζήτημα σχετικά με το Άρθρο 285 του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Κατά την κρίση μου, το κείμενο του Άρθρου 173 δεν ήταν από μόνο του αρκετό ως το νομικό θεμέλιο πράξης που να καθορίζεται ως αδίκημα στην περίπτωση του αιτητή ως Βουλευτή, αφού η εν λόγω διάταξη αφορά σε υπηρεσιακά πρόσωπα και δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως το αξίωμα Βουλευτή εμπίπτει αυτονόητα σε εκείνη την τάξη. Στην πραγματικότητα, όπως έχει διευκρινιστεί, υπάρχει και το Άρθρο 285, που ορίζει ποιοι θεωρούνται ότι ανήκουν στην εν λόγω τάξη. Και ότι μάλιστα, με αναφορά στο Άρθρο 285, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας συμπεριέλαβε σε αυτή την τάξη και τους Βουλευτές. Είναι νομίζω προφανές πως η εμβέλεια του Άρθρου 173 αναφορικά με την πράξη που καθορίζεται ως αδίκημα εξαρτάται από το τι ορίζει το Άρθρο 285 σε σχέση με την ιδιότητα. Επομένως, το κείμενο του Άρθρου 285 δεν μπορεί παρά να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του κειμένου του νόμου που απαιτεί το Άρθρο 42.1(2) της Συνθήκης. Δεν ισχύει βέβαια το ίδιο για τη νομολογία και έτσι, αν υπήρχε το κείμενο του Άρθρου 285, η προσφερθείσα εξήγηση για την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας θα ήταν αρκετή. Παρατηρώ και κάτι άλλο. Στο έγγραφο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ημερ. 23 Μαρτίου 2000, εξηγείται σχετικά με το Άρθρο 173, στο απόσπασμα που εξέθεσα, ότι "η έκφραση 'υπηρεσιακά πρόσωπα' δεν είναι ακριβής σ΄ αυτή την περίπτωση" και ότι θα έπρεπε να ήταν "αξιωματούχοι". Δεν τέθηκε όμως αυτή η πτυχή και επομένως δεν θα με απασχολήσει το κατά πόσο η εν λόγω διαφοροποίηση θα μπορούσε να επιδράσει στην επάρκεια ακόμα και του προσκομισθέντος κειμένου του Άρθρου 173· θα θεωρήσω, με ερμηνευτική ευρύτητα, ότι πρόκειται για μόνο πρόβλημα μετάφρασης. Την αναγκαιότητα για ευρεία ερμηνεία διεθνών Συμβάσεων, ώστε αποτελεσματικά να προωθούνται οι σκοποί τους, την αναγνωρίζει η νομολογία μας: βλ. Petrov ν. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1996) 1 Α.Α.Δ. 856 στη σελ. 859. Η όποια όμως ευρύτητα στην ερμηνεία δεν επιτρέπει εδώ, σε σχέση με το Άρθρο 285, διαπίστωση είτε ότι το κείμενο του δεν χρειάζεται είτε ότι, αν χρειάζεται, η περιγραφή των προνοιών του χωρίς το κείμενο του ικανοποιεί το Άρθρο 42.1(2) της Σύμβασης. Καταλήγω λοιπόν ότι δεν εδικαιολογείτο η κράτηση του αιτητή ώστε να καταστεί δυνατή η έκδοσή του.

Η αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται ένταλμα habeas corpus. Ο αιτητής να αφεθεί αμέσως ελεύθερος.

 

 

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο