ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 1598
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10147
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.Μεταξύ
:Κωνσταντίνας Μ. Σιάτη, εκ Λευκωσίας
Εφεσεί ουσας/Εναγόμενης 2
- και -
Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ, εκ Λάρνακος
Εφεσίβ λητης/Ενάγουσας
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 25.9.2000Για την εφεσείουσα: κ. Α. Μαθηκολώνης.
Για την εφεσίβλητη: κ. Μ. Χ»Χριστοφή.
- - - - - -
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.
: Με Σύμβαση Πιστώσεως ημερομηνίας 9.3.1989, η εταιρεία Dido Hotel Management Ltd (η εταιρεία) έτυχε τραπεζικών διευκολύνσεων από την εφεσίβλητη μέχρι του ποσού των £15.000. Με έγγραφο Εγγύησης και Αποζημίωσης, ίδιας ημερομηνίας, η εφεσείουσα υπέγραψε ως εγγυήτρια της εταιρείας, αλληλέγγυα με το σύζυγό της και τρίτο πρόσωπο. Σε μεταγενέστερο στάδιο, συγκεκριμένα στις 27.11.1989, η πίστωση που χορηγήθηκε στην εταιρεία αυξήθηκε, υπό τους ίδιους όρους, από £15.000 σε £25.000. Η αύξηση περιλήφθηκε σε Σύμβαση Αυξήσεως Πιστώσεως εις Τρεχούμενον Ανοικτόν Λογαριασμόν την οποία υπέγραψαν, και πάλι, οι ίδιοι εγγυητές. Στις 3.7.1992 η εφεσίβλητη, λόγω προβλημάτων στη διακίνηση λογαριασμού της εταιρείας, και επειδή αυτή τέθηκε υπό εκκαθάριση, τερμάτισε τις συμβάσεις και, αφού έκλεισε το σχετικό λογαριασμό, κάλεσε τους εγγυητές, μεταξύ των οποίων και την εφεσείουσα, να καταβάλουν το χρεωστικό υπόλοιπο που, σύμφωνα με τα στοιχεία που τηρούσε η εφεσίβλητη, ανερχόταν σε £3.880,33, πλέον τόκοι προς 9% ετήσια από τις 3.7.1992.Λόγω μη καταβολής των ποσών που απαιτήθηκαν, η εφεσίβλητη καταχώρησε εναντίον της εφεσείουσας την αγωγή, η απόφαση στην οποία αποτελεί το αντικείμενο της έφεσης.
Στην υπεράσπισή της ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, η εφεσείουσα παραδέχθηκε μόνο ότι στις 9.3.1989 η εφεσίβλητη χορήγησε στην εταιρεία πίστωση μέχρι £15.000 με εγγύησή της. Δεν παραδέχθηκε τους υπόλοιπους ισχυρισμούς στην έκθεση απαίτησης. Σε περίπτωση απόδειξης των ισχυρισμών της εφεσίβλητης, όπως αναφέρονταν στην έκθεση απαίτησης, η εφεσείουσα αντέτεινε ότι οι δύο συμβάσεις, της 9.3.1989 και της 27.11.1989, ήσαν άκυρες επειδή καταρτίστηκαν από την εταιρεία χωρίς εξουσιοδότηση από το Καταστατικό και ή χωρίς έγκυρη απόφαση της εταιρείας. Αντέτεινε επίσης ότι είχε απαλλαγεί από οποιαδήποτε ευθύνη ως εγγυήτρια επειδή η εφεσίβλητη, χωρίς τη γνώση ή τη συγκατάθεσή της, τροποποίησε τις συμβάσεις και παρέβηκε τους όρους τους, επέτρεψε στην εταιρεία να λειτουργήσει τους λογαριασμούς κατά παράβαση των όρων των συμβάσεων και ή ενήργησε, σε σχέση με τους όρους αυτούς, χωρίς τη γνώση ή τη συγκατάθεσή της, και, αυθαίρετα και χωρίς τη γνώση ή τη συγκατάθεσή της, επενέβη και αλλοίωσε ή επιβάρυνε τους λογαριασμούς. Υπαλλακτικά η εφεσείουσα πρόβαλε τη θέση ότι οι επίδικες συμβάσεις ήσαν ακυρώσιμες ως αποτέλεσμα άσκησης αθέμιτης επιρροής (
undue influence) επί της εφεσείουσας από την εφεσίβλητη και ή από το συνεγγυητή σύζυγό της. Για την ισχυριζόμενη αθέμιτη επιρροή η εφεσείουσα πρόβαλε τη θέση ότι αγνοούσε και δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της εταιρείας και του συζύγου της, γεγονός που εκμεταλλεύθηκε η εφεσίβλητη με αποτέλεσμα να εξασφαλίσει την υπογραφή της ως εγγυήτριας.Τα επίδικα ζητήματα πάνω στα οποία κλήθηκε να αποφανθεί το πρωτόδικο δικαστήριο επικεντρώθηκαν
(α) στο κατά πόσο εξακολουθούσε να οφείλεται στην εφεσίβλητη το αξιούμενο ή οποιοδήποτε ποσό από τις διευκολύνσεις που χορηγήθηκαν στην εταιρεία και
(β) στο κατά πόσο οι δύο εγγυήσεις που έδωσε με την υπογραφή της η εφεσείουσα είχαν εκπέσει ή έπρεπε να ακυρωθούν για τον ένα ή τον άλλο λόγο που προβαλλόταν με την υπεράσπιση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι το αξιούμενο ποσό εξακολουθούσε να οφείλεται στην εφεσίβλητη με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Θα εξετάσω τώρα ξεχωριστά το θέμα του αποδεικτικού υλικού που είχε προσκομιστεί από τους ενάγοντες υπό τη μορφή αντιτύπων Μηνιαίων Καταστάσεων κίνησης λογαριασμού [Δέσμη-Τεκμήριο 15(Α)]. Το υλικό αυτό προσφέρθηκε έτσι ώστε να καταδείξει το ισχυριζόμενο χρεωστικό υπόλοιπο των £3
.880,33.Όπως είχε διαπιστωθεί κατά τη δίκη, η ετοιμασία των Μηνιαίων Καταστάσεων ήταν αποτέλεσμα επεξεργασίας με ηλεκτρονικό υπολογιστή. Για τούτο, εκτεταμένες αναφορές έγιναν και από τις δύο πλευρές στο ερώτημα κατά πόσο ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις του νέου περί Αποδείξεως (Τροποποιητικού) Νόμου αρ. 54(Ι)/94.
Οι αντιρρήσεις που υποβλήθηκαν από τον συνήγορο υπεράσπισης εστιάζονται κατ΄ αρχήν γύρω από το θέμα του κατά πόσο το πιστοποιητικό το οποίο συνόδευε τις καταστάσεις (τεκμήριο 15) είναι ή όχι σε συμφωνία με τις πρόνοιες του νέου Νόμου.
Κατ΄ αρχήν, εντοπίζω ότι το θέμα τούτο κατέστη τελείως αχρείαστο και ακαδημαϊκό αφ΄ ης στιγμής το πρόσωπο το οποίο είχε καταρτίσει το έγγραφο κατάθεσε αργότερα σαν μάρτυρας και υιοθέτησε το περιεχόμενο του. Το λέγω αυτό διότι ο προφανής σκοπός του Α.5Α(4) του Ν. 54(Ι)/94 είναι η αποφυγή παρουσίασης στο Δικαστήριο του ίδιου του συντάκτη του εγγράφου, που θα μπορούσε να παρουσιάσει στο Δικαστήριο τις γραπτές δηλώσεις που προτείνονται σαν αποδεικτικά στοιχεία.
Επομένως, το γεγονός ότι όταν υπέγραφε το πιστοποιητικό (τεκμήριο 15), ο Μ.Ε.3, Κ. Χαραλάμπους, οι καταστάσεις - τεκμήριο 15(Α) δεν ήσαν συνημμένες, είναι άνευ σημασίας αφού ο ίδιος παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, τις αναγνώρισε και τις συνέδεσε ικανοποιητικά
με το πιστοποιητικό, που δεν ήταν αναγκαίο αφ΄ ης στιγμής τις αναγνώρισε αυτοτελώς, σαν τις καταστάσεις οι οποίες είχαν παραχθεί με τον απαιτούμενο τρόπο.Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Α.5(Α)(1), η δηλώσεις οι οποίες περιέχονται σε έγγραφα τα οποία παράγονται από ηλεκτρονικό υπολογιστή γίνονται δεκτές για απόδειξη των γεγονότων που αναφέρονται σ΄ αυτές, νοουμένου ότι πληρούνται οι 4 προϋποθέσεις που τίθενται στις παρα. (α)-(δ) του εδαφίου (2) του ίδιου άρθρου.
Έχοντας μελετήσει το κείμενο του πιστοποιητικού-τεκμηρίου 15, το οποίο είχε καταρτίσει και υιοθετήσει πλήρως και με προφορική μαρτυρία ο Μ.Ε.3, Κ. Χαραλάμπους, δεν έχω καμμιά αμφιβολία ότι ικανοποιούνται πλήρως όλες οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για την αποδοχή των δηλώσεων που περιέχονται στις Μηνιαίες Καταστάσεις και ότι ήταν πράγματι στις Μηνιαίες Καταστάσεις που περιλαμβάνονται στη δέσμη - Τεκμήριο 15(Α) που αναφερόταν η μαρτυρία του Κ. Χαραλάμπους, τόσο προφορική όσο και μέσω του πιστοποιητικού. Η απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Αθηνούλλα Δημητρίου ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ, Πολιτική Έφεση 9670, ημερ. 10.7.97, δεν βοηθά την εναγομένη 2. Ο λόγος για τον οποίο εκεί δεν είχε γίνει δεκτή η αναφορά του ενόρκως δηλούντα σε επισυνημμένη κατάσταση λογαριασμού της Τράπεζας ήταν ότι ο ίδιος δεν είχε καταδείξει πως είχε καμμιά γνώση ή ανάμειξη στη διακίνηση λογαριασμών ή την ετοιμασία καταστάσεων και επειδή, όπως λέχθηκε, οι πληροφορίες προέρχονταν από ηλεκτρονικό μέσο για το οποίο ισχύουν ιδιαίτεροι κανόνες δεκτότητας (Βλ. άρθρο 5 Α του Κεφ. 9). Συνάγεται επομένως, ότι βασικός λόγος για μη αποδοχή εκείνης της μαρτυρίας ήταν ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του νέου νόμου.
Το αποδεκτό τέτοιας μαρτυρίας, με δεδομένη βέβαια τη σύνδεση του με τα γεγονότα της υπόθεσης, θα ήταν δυνατό επίσης να αναγνωριστεί χωρίς αναφορά στην πιο πάνω νομοθεσία, υπό το φως της νομολογίας και του
Bankers´ Books (Evidence) Act 1879, το οποίο συνεχίζει να ισχύει στην Κύπρο.Όπως λέχθηκε και από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση
Williams & Glyn´s Bank v. Ship "Maria" (1992) 1 Α.Α.Δ. 309, στην σελ. 355, στην οποία με παρέπεμψε ο συνήγορος των εναγόντων, το σχετικό Άρθρο 9 του Νόμου εκείνου είναι γενικό έτσι ώστε να καλύπτει οποιασδήποτε μορφής μόνιμη καταγραφή στοιχείων που τηρούνται από Τράπεζες, περιλαμβανομένων και αντιγράφων που προέρχονται από επεξεργαστή κειμένων από στοιχεία που τηρούνται από ηλεκτρονικό υπολογιστή. Γι΄ αυτό το λόγο, στην υπόθεση εκείνη έγιναν αποδεκτές σαν τεκμήρια μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμού τράπεζας.Για τους πιο πάνω λόγους, τα στοιχεία μαρτυρία που περιλαμβάνονται στις μηνιαίες καταστάσεις, μαζί με την προφορική μαρτυρία των υπαλλήλων της ενάγουσας τράπεζας, θα ληφθούν υπόψη σαν αποδεκτά στοιχεία μαρτυρίας και θα συναξιολογηθούν με τα υπόλοιπα στοιχεία.
Υπό το ως της πιο πάνω αξιολόγησης της μαρτυρίας, αυτόματα διακριβώνονται και τα ευρήματα μου. Δεν θεωρώ σκόπιμο να τα επαναλάβω περιοριζόμενος στο να αναφέρω τα πιο κύρια, ότι δηλαδή:
.................................. ................
(3) Μετά τον τερματισμό της παροχής των διευκολύνσεων, σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία τηρούσε η ενάγουσα τράπεζα, ο τρεχούμενος λογαριασμός της εταιρείας παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο εκ £3.880,33, ποσό το οποίο δεν πληρώθηκε μέχρι σήμερα.»
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι το πιο πάνω εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι, δηλαδή, η εφεσίβλητη απέδειξε πλήρως την ύπαρξη του επιδικασθέντος χρεωστικού υπολοίπου, είναι εσφαλμένο και ή δεν δικαιολογείται από την προσαχθείσα και ή νομικά αποδεκτή μαρτυρία. Σύμφωνα με το δικηγόρο της εφεσείουσας το πιστοποιητικό (Τεκμήριο 15) και η δέσμη μηνιαίων καταστάσεων του λογαριασμού της εφεσίβλητης (Τεκμήριο 15(Α)) δεν αποδεικνύουν, είτε με βάση το Νόμο 54(Ι)/94 είτε με βάση τον
Bankers´ Books (Evidence) Act 1879 της Αγγλίας, την κίνηση του επίδικου λογαριασμού και το αξιούμενο υπόλοιπο, για το λόγο ότι το πιστοποιητικό ετοιμάστηκε στο υποκατάστημα της εφεσίβλητης στη Λάρνακα και στάληκε στο ΜΕ3, Κύπρο Χαραλάμπους, στη Λευκωσία, με τηλεμοιότυπο, ο δε τελευταίος το υπέγραψε ενώ τα αντίγραφα των μηνιαίων καταστάσεων του λογαριασμού δεν βρίσκονταν στην κατοχή του, ούτε και επισυνάφθηκαν στο πιστοποιητικό από τον ίδιο, αλλά βρίσκονταν στο υποκατάστημα της εφεσίβλητης στη Λάρνακα, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να επιβεβαιώσει οτιδήποτε σε σχέση με τις εν λόγω μηνιαίες καταστάσεις τις οποίες, όπως άλλωστε παραδέχθηκε, για πρώτη φορά είδε ενώπιον του δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, ολόκληρη η μαρτυρία του, όπως και το πιστοποιητικό που υπόγραψε, μαζί με τις μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμού, αποτελούν εξ ακοής και, επομένως, μη αποδεκτή μαρτυρία. Και τούτο, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον ίδιο μάρτυρα, είναι δυνατό να γίνουν λάθη από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές.Αναφορικά με τη διακίνηση του λογαριασμού που λειτουργούσε στα πλαίσια των συμβάσεων, κύριοι μάρτυρες της εφεσίβλητης ήσαν ο ΜΕ1 Νίκος Γεωργίου και ο ΜΕ3 Κύπρος Χαραλάμπους.
Ο ΜΕ1 Νίκος Γεωργίου, Αναπληρωτής Διευθυντής του Κεντρικού Καταστήματος της εφεσίβλητης στη Λάρνακα, αναφέρθηκε εκτεταμένα στις συναλλαγές της εφεσίβλητης με την εταιρεία και τους εγγυητές. Σχετικά με τη διακίνηση του λογαριασμού της εταιρείας, από το άνοιγμα μέχρι το κλείσιμό του, εξήγησε ότι ετοιμάζονταν καταστάσεις λογαριασμού από το Μηχανογραφικό Κέντρο της εφεσίβλητης, που βρίσκεται στη Λευκωσία σε ειδικά διαρρυθμισμένο χώρο όπου γίνεται επεξεργασία πληροφοριών με εξελεγμένα μηχανήματα. Ο μάρτυρας κατέθεσε ως Τεκμήριο 15 πιστοποιητικό που ετοιμάστηκε δυνάμει του άρθρου 5 Α(4) του Νόμου 54(Ι)/94, το οποίο υπογράφεται από το ΜΕ3, Κύπρο Χαραλάμπους, προϊστάμενο του Τμήματος Πληροφορικής της εφεσίβλητης. Με το πιστοποιητικό αυτό βεβαιώνεται ο τρόπος παραγωγής των μηνιαίων καταστάσεων του λογαριασμού της εταιρείας με την εφεσίβλητη, για την περίοδο από 9.3.1989 μέχρι 3.7.1992, και επισυνάπτονται όλες οι μηνιαίες καταστάσεις για ένα έκαστο των μηνών της περιόδου αυτής.
Ο ΜΕ3, Κύπρος Χαραλάμπους, που, ως προϊστάμενος του Τμήματος Πληροφορικής της εφεσίβλητης, υπέγραψε, όπως αναφέραμε, το πιστοποιητικό που κατατέθηκε από το ΜΕ1 Νίκο Γεωργίου, έδωσε λεπτομερείς εξηγήσεις στο δικαστήριο αναφορικά με τον τρόπο ετοιμασίας των μηνιαίων καταστάσεων των λογαριασμών που τηρούνταν από
την εφεσίβλητη. Επιβεβαίωσε πως η δέσμη μηνιαίων καταστάσεων, που επισυνάπτονται στο πιστοποιητικό που υπέγραψε (Τεκμήριο 15(Α)), είναι αντίτυπα των καταστάσεων που εξέρχονται από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και φυλάττονται στα υποστατικά της εφεσίβλητης. Εξήγησε ότι στο Μηχανογραφικό Τμήμα της εφεσίβλητης υπάρχει ένας υπεύθυνος βάρδιας, ο οποίος διενεργεί τον έλεγχο, και τέσσερις χειρίστριες ηλεκτρονικού υπολογιστή οι οποίες, μετά την καταχώρηση των εγγραφών στον υπολογιστή, εκτελούν προγράμματα ενημέρωσης αρχείων. Ο υπεύθυνος της βάρδιας ελέγχει βεβαιώνοντας ότι η αθροιστική κορδέλα συμφωνεί με το σύνολο το οποίο και αποστέλλει το Κεντρικό Κατάστημα. Ο μάρτυρας τόνισε ότι, αν και είναι ανθρώπινο να γίνονται και λάθη, εν τούτοις αυτά, αν γίνουν, διορθώνονται την επόμενη μέρα, όταν αποσταλούν οι καταστάσεις πίσω στα Υποκαταστήματα.Έχοντας υπόψη την πιο πάνω μαρτυρία, κρίνουμε ότι ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Ο ΜΕ3, Κύπρος Χαραλάμπους, αναγνώρισε στο δικαστήριο τις μηχανογραφημένες μηνιαίες καταστάσεις του λογαριασμού της εταιρείας με την εφεσίβλητη (Τεκμήριο 15(Α)) ως έγγραφα που παρήχθησαν από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της εφεσίβλητης. Και, ως προϊστάμενος
της Μηχανογραφικής Υπηρεσίας της εφεσίβλητης, ικανοποίησε πλήρως το δικαστήριο ότι τηρήθηκαν όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις που διαγράφονται από το άρθρο 5Α(4) του Νόμου 54(Ι)/94. Στο Τεκμήριο 15(Α) αποτυπώνεται η κίνηση του λογαριασμού της εταιρείας από το άνοιγμα μέχρι το κλείσιμό του. Όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, το πιστοποιητικό που κατατέθηκε από το ΜΕ1, Νίκο Γεωργίου, και υπογράφεται από το ΜΕ3, Κύπρο Χαραλάμπους, κατέστη αχρείαστο μετά τη μαρτυρία του ΜΕ3, Κύπρου Χαραλάμπους, ο οποίος αρμόδια αναγνώρισε τις μηχανογραφημένες μηνιαίες καταστάσεις του λογαριασμού της εταιρείας (Τεκμήριο 15(Α)) ως τα γνήσια έγγραφα της εφεσίβλητης στα οποία μεταφερόταν καθημερινά κάθε δοσοληψία της εταιρείας με την εφεσίβλητη και τα οποία τελούσαν υπό καθημερινό ενδελεχή έλεγχο για αποφυγή οποιουδήποτε λάθους. Επομένως, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο, διαφοροποιώντας την υπόθεση Αθηνούλλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ, αποδέχθηκε τα εν λόγω τεκμήρια, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 5(Α) του Νόμου 54(Ι)/94, όπως και ορθά διαπίστωσε ότι το αποδεκτό της μαρτυρίας που δόθηκε από τους ΜΕ1 και ΜΕ3 θα ήταν δυνατό να αναγνωρισθεί και χωρίς αναφορά στο Νόμο 54(Ι)/94, βάσει του άρθρου 9 του Bankers´ Books (Evidence) Act του 1879, όπως ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε στην υπόθεση Williams and Glyn´s Bank v. Ship "Maria" (1992) 1 ΑΑΔ, σελ. 309, στη σελ. 355.Προβάλλονται, επίσης, ως λόγοι έφεσης ότι το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη παραχώρησε τις συμφωνηθείσες χρηματοδοτήσεις ύστερα από εξουσιοδότηση της εταιρείας, σύμφωνα με αποφάσεις της ημερομηνίας 9.12.1989 και 25.11.1989, είναι εσφαλμένο, όπως εσφαλμένο είναι και το εύρημα ότι οι εν λόγω χρηματοδοτήσεις δεν έγιναν καθ΄ υπέρβαση των ίδιων αποφάσεων ή καθ΄ υπέρβαση των εξουσιών του εκ των Διευθυντών της εταιρείας, Μάριου Σιάτη, και χωρίς τη γνώση ή τη συγκατάθεση της εφεσείουσας.
Ούτε οι λόγοι αυτοί ευσταθούν.
Εν πρώτοις, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, ο ισχυρισμός ότι ο Διευθυντής της εταιρείας, Μάριος Σιάτης, ενήργησε εκτός των ορίων της εξουσιοδότησής του, δεν προβλήθηκε στην υπεράσπιση.
Το σχετικό απόσπασμα, από την παράγραφο 7 της υπεράσπισης, έχει ως εξής:
«Άνευ...
(α) Οι ισχυριζόμενες συμβάσεις υπό ημερ. 9.3.89 και 27.11.89 ως αναφέρονται στις παρ. 2 και 4 της εκθέσεως απαιτήσεως είναι άκυρες ή και ανεφάρμοστες καθ΄ ότι οι ισχυριζόμενες συμβάσεις ή εκατέρα τούτων καταρτίστηκαν από την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία καθ΄ υπέρβαση των σκοπών ή και των εξουσιών της ή και των προνοιών του καταστατικού ή και του ιδρυτικού της εγγράφου ή και εν πάσει
περιπτώσει διότι καταρτίσθηκαν κατά παράβαση των προνοιών του ιδρυτικού ή και του καταστατικού της ή και χωρίς νόμιμη ή και οποιανδήποτε απόφαση της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας».Δεν αναφέρεται πουθενά ως λόγος ακυρότητας των δύο συμβάσεων ότι ο Μάριος Σιάτης, κατά την κατάρτισή τους, ενεργούσε εκτός των ορίων της εξουσιοδότησής του από την εταιρεία.
Αλλά ούτε και η εφαρμογή των δύο συμβάσεων έγινε κατά τρόπο αντιβαίνοντα προς τα εξουσιοδοτηθέντα και συμφωνηθέντα. Από τη μαρτυρία του ΜΕ1, Νίκου Γεωργίου, όπως την αποδέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, προκύπτει με σαφήνεια ότι υλοποιήθηκαν όλα τα συμφωνηθέντα, αυτά δε δεν ήσαν άλλα από εκείνα που είχε αποφασίσει και εξουσιοδοτήσει η εταιρεία. Όπως, και πάλι ορθά, παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, οι περί
του αντιθέτου ισχυρισμοί του ΜΥ1, Μ. Σιάτη, οφείλονταν σε άγνοια του μηχανιστικού τρόπου και των εσωτερικών διεργασιών που χρησιμοποιούσε η εφεσίβλητη, όχι για να καταστρατηγήσει ή να διαφοροποιήσει, αλλά για να εφαρμόσει, με το λογιστικό σύστημα και την ακολουθούμενη πρακτική, τα όσα είχαν ζητηθεί και εγκριθεί. Το άνοιγμα δεσμευτικού λογαριασμού, καταθέσεων σε αυτόν, χρεοπιστώσεων κ.λ.π., δεν συνιστούσαν οποιαδήποτε παρέκκλιση, είτε εκ μέρους της εφεσίβλητης είτε εκ μέρους του Διευθυντή Μ. Σιάτη, από εκείνα που είχε εξουσιοδοτήσει η εταιρεία. Τα θέματα αυτά συνιστούσαν εσωτερικό, εσωλογιστικό τρόπο εφαρμογής, των εξουσιοδοτηθέντων και συμφωνηθέντων.Ακολουθεί ότι, εφόσον, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν υπήρξε οποιαδήποτε ενέργεια εκτός των ορίων των εξουσιοδοτηθέντων και συμφωνηθέντων, δεν τίθεται ζήτημα η εφεσίβλητη να ενήργησε καθ΄ υπέρβασή τους, χωρίς τη γνώση ή συγκατάθεση της εφεσείουσας.
Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι «Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εγγύηση την οποία παρέσχε η εναγομένη αρ. 2 δεν είναι ακυρώσιμη ένεκα αθέμιτης επιρροής είναι εσφαλμένο και αστήρικτο γιατί από την ολότητα της προσαχθείσας μαρτυρίας προκύπτει σαφώς ότι η εναγομένη αρ. 2 ήτο σύζυγος του Διευθυντού της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας, δεν είχε οποιανδήποτε
ανάμιξη στις εργασίες της εταιρείας, οι ενάγοντες παρέλειψαν να φροντίσουν ώστε η εναγομένη αρ. 2 να εξασφαλίσει ανεξάρτητη νομική συμβουλή προ της υπογραφής της εγγύησής της, η εγγύηση και γενικά η όλη συναλλαγή ή και συναλλαγές ήσαν ή και εκτελέσθησαν κατά τρόπο που ήτο καταφανώς εναντίον των συμφερόντων και των δικαιωμάτων της εναγομένης αρ. 2, διότι οι εν λόγω συναλλαγές έγιναν ουσιαστικά χωρίς την κατανόηση, την γνώση ή και την συγκατάθεση της εναγομένης αρ. 2 και διότι με βάση τις νομικές αρχές επί του θέματος τούτου δημιουργήθηκε τεκμήριο σε βάρος των εναγόντων για άσκηση αθέμιτης επιρροής το οποίο τεκμήριο οι ενάγοντες απέτυχαν να καταρρίψουν ή αποκρούσουν.»Για το ζήτημα της αθέμιτης επιρροής έδωσαν μαρτυρία, πάνω στις ίδιες ουσιαστικά γραμμές, η εφεσείουσα και ο σύζυγός της ΜΥ1, Μάριος Σιάτης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή η εφεσείουσα συμμετείχε εντελώς τυπικά στην εταιρεία, ως μέτοχος και διευθυντής, λόγω του συζύγου της, και, ενώ πράγματι υπέγραψε υπό την ιδιότητά της εκείνη διάφορα έγγραφα που
οφείλονταν στις επίδικες συναλλαγές, το έπραξε χωρίς να γνωρίζει το περιεχόμενό τους ή το ύψος των εγγυήσεων. Το μόνο που γνώριζε ήταν ότι επρόκειτο για διευκολύνσεις που θα παραχωρούνταν στην εταιρεία και, χωρίς να τις δίδονται ή να ζητά εξηγήσεις, υπέγραφε τα έγγραφα επειδή είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στο σύζυγό της. Η ίδια ήταν καθηγήτρια της Γαλλικής και ουδέποτε είχε ανάμειξη στις υποθέσεις της εταιρείας του συζύγου της. Η εταιρεία ασχολείτο με εργασίες ταξιδιωτικού πράκτορα και, σε κάποιο στάδιο, με τη διαχείριση ξενοδοχείων. Όπως η εφεσείουσα διευκρίνισε κατά τη μαρτυρία της, οτιδήποτε ασκήθηκε πάνω της, και μπορεί να θεωρηθεί μεμπτό, σε σχέση με τις συνθήκες υπογραφής των διαφόρων εγγράφων, π.χ. πίεση, απάτη κ.λ.π., δεν αναφέρεται ή σχετίζεται με την εφεσίβλητη. Αναφέρεται ή σχετίζεται, αποκλειστικά, με το σύζυγό της. Όσον αφορά το θέμα της εκ μέρους της γνώσης της φύσεως και των επιπτώσεων της παροχής εγγύησης, η εφεσείουσα ανέφερε ότι, όταν υπέγραφε τις δύο συμβάσεις, γνώριζε ότι επρόκειτο για εγγυήσεις, πλην όμως δεν ήξερε ποιες ήταν οι επιπτώσεις της παροχής εγγύησης, ούτε και ρώτησε να πληροφορηθεί επειδή ο σύζυγός της την βεβαίωνε ότι όλα τα δάνεια ήσαν καλυμμένα με υποθήκες. Μερικές από τις επισκέψεις της στο υποκατάστημα της εφεσίβλητης οφείλονταν στο ότι ο σύζυγός της, που ήταν και ασφαλιστικός αντιπρόσωπος, της είχε αναθέσει να εισπράττει τα ασφάλιστρα από διάφορους πελάτες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και μέλη του προσωπικού που εργαζόταν στο υποκατάστημα της εφεσίβλητης.Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία της εφεσείουσας ως εξής:
«Όσον αφορά στα της εμπλοκής της εναγομένης 2 στις επιχειρήσεις ή διεργασίες της εταιρείας
DIDO μπορούν να λεχθούν τα εξής: Η μαρτυρία τόσο της εναγομένης 2 όσο και του συζύγου της, σύμφωνα με την οποία η πρώτη δεν είχε ενεργό συμμετοχή στη διαχείρηση των υποθέσεων της εταιρείας, παρέμεινε ουσιαστικά αναντίλεκτη, τίποτε δεν επιμαρτυρεί το αντίθετο και σαν ικανοποιητικά πειστική την αποδέχομαι. Οι τυχόν επισκέψεις της εναγομένης 2 στην τράπεζα για διεκπεραίωση μηχανιστικών εργασιών της εταιρείας, όπως η κατάθεση ή απόληψη χρημάτων, δεν μπορούν να θεωρηθούν σαν ενεργός συμμετοχή. Εντοπίζω στο σημείο τούτο ότι στην προσπάθεια της να αποστασιοποιηθεί πλήρως από τα της εταιρείας, η εναγόμενη 2 έδωσε την εξήγηση ότι αυτές οφείλονταν στην είσπραξη ασφαλίστρων από υπαλλήλους της τράπεζας εκ μέρους του συζύγου της. Ο ίδιος όμως κατηγορηματικά αρνήθηκε πως η σύζυγος του εισέπρατε ποτέ οποιαδήποτε ασφάλιστρα από πελάτες της εταιρείας, η οποία ασχολείτο και με τέτοιες εργασίες.Αυτό το οποίο επίσης είναι εύκολα αποδεκτό από την αξιολόγηση της μαρτυρίας της εναγομένης 2 και του συζύγου της είναι ότι η εναγομένη 2 ήξερε όταν υπόγραφε τις επίδικες συμφωνίες εγγυήσεων ότι εγγυάτο τις διευκολύνσεις τις οποίες θα παρείχε η τράπεζα στην εταιρεία, όπως επίσης ήξερε ότι υπήρχαν περαιτέρω εξασφαλίσεις με υποθήκες ακινήτων, χωρίς όμως να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες, καθότι βασιζόταν για τούτο στον σύζυγο της.»
Υπό το φως της δοθείσης μαρτυρίας, όπως αξιολογήθηκε, δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι η εφεσείουσα δεν ενήργησε υπό το κράτος αθέμιτης επιρροής, είναι απόλυτα ορθό.
Το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο και υιοθετούμε πλήρως, έχει ως εξής:
Στο Α.16(1) του ίδιου νόμου, δίδεται ο ορισμός της αθέμιτης επιρροής. Μια σύμβαση θεωρείται ότι έχει εξασφαλιστεί με «αθέμιτη επιρροή» (
undue influence), όπου οι υπάρχουσες σχέσεις μεταξύ των μερών είναι τέτοιες έτσι ώστε το ένα μέρος να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θελήσεως του άλλου και χρησιμοποιεί αυτή την θέση για να αποκτήσει ένα άδικο πλεονέκτημα επί του άλλου μέρους.Αυτό όμως που πρέπει εξ΄ αρχής να υπενθυμιστεί είναι ότι για να είναι νομικά επιλήψιμη τέτοιου είδους επιρροή πρέπει, σύμφωνα με τις πιο πάνω πρόνοιες, όπως έχουν και νομολογιακά ερμηνευθεί, να προέρχεται από ένα των συμβαλλομένων και όχι από τρίτο πρόσωπο. [Βλ. π.χ. την υπόθεση
Coudounaris v. Coudounaris (1980) 1 C.L.R. 581, στη σελίδα 588].Εδώ όμως, σύμφωνα με τη μαρτυρία και της ίδιας της εναγομένης 2, κατά την υπογραφή της συμφωνίας εγγύησης, καμμιά επιλήψιμη συμπεριφορά δεν φαίνεται να είχε ασκηθεί επ΄ αυτής από την ενάγουσα τράπεζα μέσω οποιουδήποτε υπαλλήλου της.
Υπάρχουν βέβαια και ανεγνωρισμένες νομολογιακά περιπτώσεις, κατά τις οποίες ένας πιστωτής θα μπορούσε ενδεχόμενα να αποτύχει στην απαίτηση του εάν καταδειχθεί ότι αυτός είχε αναθέσει την εξασφάλιση της υπογραφής οφειλέτη σε κάποιον ο οποίος ήταν, εν γνώσει του πιστωτή, σε θέση να επηρεάσει τον οφειλέτη και πράγματι εξασφάλισε την υπογραφή του οφειλέτη ασκώντας αθέμιτη επιρροή ή ψευδείς παραστάσεις. [Βλ. π.χ.
Midland Bank Plc v. Shephard (1988) 3 All E.R. 17]. Όπως μάλιστα τονίστηκε στην υπόθεση αυτή του Αγγλικού Εφετείου, η σχέση εμπιστοσύνης που υπάρχει μεταξύ συζύγων, δεν δημιουργεί οποιοδήποτε νομικό τεκμήριο αφ΄ εαυτού, για άσκηση αθέμιτης επιρροής (undue influence). Ούτε και υπάρχει οποιοσδήποτε κανόνας ότι τέτοια συναλλαγή δεν μπορεί να επικυρωθεί εκτός αν καταδειχθεί ότι η σύζυγος είχε εξασφαλίσει ανεξάρτητη συμβουλή [Shears & Sons Ltd v. Jones (1922) 2 Ch. 802].Ακόμα δε και αν εγειρόταν τέτοιο νομικό τεκμήριο μεταξύ συζύγων μια συναλλαγή δεν θα ήταν ακυρώσιμη εκτός αν καταδεικνυόταν ότι ήταν έκδηλα εναντίον των συμφερόντων της συζύγου [Βλ. National Westminster Bank v. Morgan (1985) 1 All E.R. 821].
Επανερχόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, οι ισχυρισμοί της εναγομένης 2 δεν μπορούν να ευσταθήσουν αφού:
Επειδή έγινε κατά την ακρόαση ειδική και εκτενής αναφορά στην αγγλική απόφαση στην υπόθεση
Barclays Bank Plc v. O´Brien (1993) 3 All E.R. 417, παρατηρώ τα εξής: Σε εκείνη την υπόθεση λέχθηκε πράγματι ότι εκτός αν η πιστωτής τράπεζα κατάφερνε να αποδείξει ότι η εγγυητής-σύζυγος είχε συμμετάσχει στη συναλλαγή με ελεύθερη βούληση και γνωρίζοντας τα αληθή γεγονότα, άλλως δεν θα επετύγχανε. Όμως, αυτή η υποχρέωση της τράπεζας αναφέρεται σε περιπτώσεις όπου υπήρξε άσκηση παράνομης, αθέμιτης επιρροής, δόλου, κλπ από τον σύζυγο. Υπενθυμίζεται και πάλι ότι στην υπό εξέταση περίπτωση τίποτε τέτοιο δεν συνέβη και εκτός τούτου, πέραν της ιδιότητας της συζύγου η εναγομένη 2 υπόγραφε σαν διευθυντής εταιρείας, στην οποία είχε άμεσο συμφέρον και προωθούσε τα καλώς νοούμενα συμφέροντα της.»Ο τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι «το εύρημα του Δικαστηρίου να επιδικάσει εναντίον της εναγομένης αρ. 2 το υπό των εναγόντων αξιούμενο ποσό δεν δικαιολογείται από την προσαχθήσα μαρτυρία αφού με βάση αυτή οι ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι συμμορφώθηκαν με τους όρους της
επίδικης συμφωνίας εγγύησης και αποζημίωσης ή και με τον όρο 9 αυτής αφού η επιστολή ή και η ειδοποίηση που κατ΄ ισχυρισμό απέστειλαν στην εναγομένη αρ. 2 αφ΄ ενός μεν απεστάλη στην οδό Ευφροσύνης Ταρσή 2Α στη Λάρνακα ενώ σύμφωνα με την επίδικη συμφωνία εγγύησης θα έπρεπε να σταλεί στην οδό Ευφροσύνης Τερζή 2 στην Λάρνακα.»Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί.
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η σχετική επιστολή-ειδοποίηση της εφεσίβλητης (Τεκμήριο 14) κατατέθηκε από το ΜΕ1, Νίκο Γεωργίου, χωρίς να προβληθεί οποιαδήποτε ένσταση, και χωρίς να γίνει οποιαδήποτε αντεξέταση, αφού, άλλωστε, το θέμα δεν θιγόταν στην υπεράσπιση της εφεσείουσας, οι πιο κάτω παρατηρήσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι απόλυτα ορθές:
«Προτού τελειώσω θα κάνω αναφορά και σε ακόμα ένα σημείο που ηγέρθη προς υπεράσπιση, άνκαι δεν φαίνεται συγκεκριμένα να έχει θιγεί στο δικόγραφο της εναγομένης 2. Πρόκειται για τον ισχυρισμό ότι η ενάγουσα τράπεζα δεν συμμορφώθηκε με τον όρο 9 της Συμφωνίας Εγγύησης και Αποζημίωσης ημερ. 9.3.89. Σύμφωνα με εκείνο τον όρο, η υποχρέωση πληρωμής της εγγυητού άρχεται μόλις ειδοποιηθεί προς τούτο από την τράπεζα με επιστολή στη διεύθυνση της, η οποία έχει αναγραφεί σαν «οδός Εφροσύνης Τερζή 2α». Όμως, η επιστολή που στάληκε από την τράπεζα, ημερ. 3.7.92 αναφέρει σαν διεύθυνση της εναγομένης 2 την «οδό Εφροσύνης Ταρσή 2Α». Σε σχέση με τούτο, το λιγότερο που μπορεί να λεχθεί είναι ότι το παράπονο είναι αδικαιολόγητο, αφού η ίδια η εταιρεία
DIDO, της οποίας η εναγομένη 2 ήταν διευθύντρια, αρκετά μετέπειτα από την υπογραφή της εγγύησης και συγκεκριμένα με επιστολή της ημερ. 14.10.89 (τεκμήριο 6), η ίδια έρχεται τώρα και δίδει σαν διεύθυνση της κας Κωνσταντίνας Σιάτη την «Ευφροσύνης Ταρσή 2Α, Λάρνακα» [Βλ. σελ. 3 της επιστολής]. Σημειωτέον ακόμα, ότι και στα πιστοποιητικά που ετοιμάστηκαν από τον Έφορο Εταιρειών, με βάση στοιχεία που έδωσαν οι εναγόμενοι, αναφέρεται επίσημα, ότι η διεύθυνση της εναγομένης 2 είναι «Ευφροσύνης Ταρσή 2Α, Λάρνακα». [Βλ. Πιστοποιητικό Διευθυντών DIDO - τεκμήριο 10]. Η καταχώρηση της ίδιας διεύθυνσης - Ταρσή 2 Α βρίσκεται ακόμα και στο υπογεγραμμένο από την ίδια την εναγομένη 2 Ιδρυτικό Έγγραφο της εταιρείας DIDO (τεκμήριο 12). Το τελευταίο επομένως που θα μπορούσε να ισχυριστεί η εναγομένη 2 θα ήταν ότι οι ενάγοντες ανέγραψαν λανθασμένα τη διεύθυνση της.»Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΧΤΘ