ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 733
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10468
ΕΝΩΠΙΟΝ
Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.1. Αναξαγόρας Χαραλάμπους,
2. Ανδρέας Μιχαήλ,
3. Παναγιώτης Παναγιώτου,
Εφεσείοντες-εν αγόμενοι 2, 3 & 4,
και
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΘΗΡΑΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητοι-εν άγοντες.
- - - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
22.5.00ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τους εφεσείοντες: κ. Σ. Δράκος
Για τους εφεσίβλητους: κ. Γ. Κονναρής
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:
Τα γεγονότα της υπόθεσης αναφέρονται συνοπτικά στις σελ. 1 και 2 της πρωτόδικης απόφασης:"Από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, όπως προκύπτουν από το φάκελο, παρουσιάζονται ως αδιαμφισβήτητα γεγονότα ότι ο εναγόμενος 1 (πιο κάτω "ο πρωτοφειλέτης"), υπέγραψε τη εγγυήσει των υπολοίπων πέντε εναγομένων έγγραφο το οποίο φαίνεται να είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου στις 11.8.94, εναντίον του δε εκδόθηκε στις 11.6.96 απόφαση για ολόκληρο το ποσό του γραμματίου με σχετικό τόκο και έξοδα. Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε έφεση στις 25.6.96, η οποία και απορρίφθηκε μετά από παράλειψη του εφεσείοντα-πρωτοφειλέτη να καταχωρήσει το περίγραμμα. Στη συνέχεια στις 2.6.98 έγινε αίτηση επαναφοράς της έφεσης, η οποία και αποσύρθηκε στις 14.10.98 και ενώ υπήρχε ήδη σε εκκρεμότητα η δικαστική αναμέτρηση στην παρούσα υπόθεση.
Η ακρόαση στην υπόθεση προχώρησε εναντίον των πέντε εγγυητών, οι τρεις πρώτοι των οποίων έτυχαν διαφόρων αναβολών λόγω διαδοχικής αλλαγής δικηγόρων, στο τέλος δε της ημέρας ο εναγόμενος 2 επέλεξε να μην εμφανιστεί καθόλου στην περαιτέρω διαδικασία, ενώ ο εναγόμενος 3 υπερασπίστηκε μόνος του τον εαυτό του."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο τελικά εξέδωσε απόφαση εναντίον των εναγομένων-εγγυητών για ποσό £86.055 με τόκο 9% από 11.8.94 μέχρι εξόφλησης.
Ένα από τα θέματα που είχαν εγείρει με την υπεράσπιση τους οι εναγόμενοι-εγγυητές ήταν ότι το πιο πάνω ποσό "αναγράφηκε και/ή υπολογίστηκε εκ λάθους καθότι το ποσό που δανείστηκε ο εναγόμενος 1 ήταν
£77.523,25 . . .".Με ενδιάμεση απόφαση του κατά τη διάρκεια της ακρόασης το πρωτόδικο Δικαστήριο απαγόρευσε ερωτήσεις που σκοπό είχαν να αποδείξουν τον ισχυρισμό αυτό, με το σκεπτικό ότι δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί το αντάλλαγμα αυτό καθαυτό, που όπως ανέφερε το Δικαστήριο είχε "εκδικαστεί όσον αφορά τον πρωτοφειλέτη και παρέμεινε εκεί χωρίς περαιτέρω αμφισβήτηση καθότι και η έφεση απερρίφθη". Οι εναγόμενοι-εγγυητές 2, 3 και 4 (εφεσείοντες 1, 2 και 3), καταχώρησαν την παρούσα έφεση και αφού εγκαταλείφθηκαν ορισμένοι από τους λόγους της παρέμειναν προς εκδίκαση οι λόγοι έφεσης Α, Β, Γ και Ζ.
Με το λόγο έφεσης Α οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ότι, το γεγονός πως το χρέος θα πληρωνόταν με τρεις ετήσιες δόσεις δεν επηρέαζε την ένταξη του εγγράφου στην κατηγορία του γραμματίου συνήθους τύπου. Με τους λόγους Β και Γ προσβάλλεται το εύρημα ότι με την απόρριψη της έφεσης του πρωτοφειλέτη η απόφαση κατέστη τελεσίδικη και το θέμα εθεωρείτο λήξαν σε ότι αφορούσε την ευθύνη των εναγομένων. Τέλος, με το λόγο έφεσης Ζ, οι
εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέκλεισε τις ερωτήσεις που αφορούσαν την αντιπαροχή του εγγράφου, γιατί, μεταξύ άλλων, οι ερωτήσεις που δεν επιτράπηκαν έπρεπε να επιτραπούν γιατί "ήταν σπουδαίας σημασίας για την έκβαση της δίκης".Το ζήτημα της φύσης του εγγράφου είχε εγερθεί και πρωτόδικα και το Δικαστήριο ανέλυσε τούτο με λεπτομέρεια και με αναφορά σε αυθεντίες.
Το άρθρο 78 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, προνοεί μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
"78. "Γραμμάτιο συνήθους τύπου" είναι γραπτή υπόσχεση, που παρέχεται από ένα πρόσωπο σε άλλο, υπογράφεται από το πρόσωπο που την παρέχει στην παρουσία δύο τουλάχιστο μαρτύρων ικανών προς το συμβάλλεσθαι, για πληρωμή, σε πρώτη ζήτηση ή σε ορισμένο χρόνο ή σε προσδιορίσιμο μέλλοντα χρόνο
. . . "Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τελικά ότι ο καθορισμός πληρωμής του χρέους με τρεις δόσεις δεν ενέτασσε το επίδικο έγγραφο σε κατηγορία άλλη απ΄αυτή του γραμματίου συνήθους τύπου, αφού και οι λοιπές προϋποθέσεις που απαιτεί ο Νόμος ικανοποιούνταν. Το Δικαστήριο σχετικά έκαμε αναφορά στο σύγγραμμα
Stroud' s Judicial Dictionary, Tόμος 2ος, 4η Έκδοση, σελ. 762, καθώς και στο Longman's Dictionary of Contemporary English, New Edition, σελ. 279. Η κρίση του ήταν η ακόλουθη:"Ο σκοπός, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, που υπάρχει η πρόνοια για πληρωμή του ποσού του γραμματίου σε πρώτη ζήτηση ή σε καθορισμένη χρονική μελλοντική στιγμή, είναι για να μην υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το τι ακριβώς καλείται ο χρεώστης να πληρώσει και πότε. Από τη στιγμή που η χρονική στιγμή πληρωμής καθορίζεται, δεν μπορεί να έχει σχέση το γεγονός ότι πληρώνεται σε δόσεις, ούτε καθιστά το ποσό αβέβαιο ή την υποχρέωση του χρεώστη μη συγκεκριμένη. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο καθορισμός πληρωμής του χρέους δια δόσεων προκαλεί κάποια αβεβαιότητα στο ποσό, αλλά αυτό δεν μπορεί να ισχύσει, δεδομένου ότι το ποσό εξακολουθεί να είναι το ίδιο, απλώς επιμερίζεται η πληρωμή του σε δόσεις."
Με την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είμαστε απόλυτα σύμφωνοι. Θεωρούμε ότι, εφόσον ο χρόνος πληρωμής καθορίζεται, ασχέτως του αν η πληρωμή θα εγίνετο με δόσεις, ικανοποιείται η πρόνοια πληρωμής "σε ορισμένο χρόνο ή προσδιορίσιμο μέλλοντα χρόνο
".Θα προχωρήσουμε τώρα να εξετάσουμε το λόγο Ζ της έφεσης. Στο άρθρο 80 του Κεφ.149 προνοείται ότι το περιεχόμενο του γραμματίου συνιστά αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκτίθενται σε αυτό και υπεράσπιση συνιστά μόνο το ότι η υπογραφή του οφειλέτη δεν είναι στην πραγματικότητα η δική του ή ότι η έκδοση του γραμματίου επιτεύχθηκε κατόπιν εξαναγκασμού ή απάτης. Στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρξε στην υπεράσπιση των εφεσειόντων τέτοιος ισχυρισμός, αλλά μόνο αμφισβήτηση του ύψους της αντιπαροχής. Όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση
Raif v. Dervish (1971) 1 C.L.R. 158, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στην αναφερόμενη στο ίδιο το γραμμάτιο αντιπαροχή.Κρίνουμε, κατά συνέπεια, ότι καλώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεψε ερωτήσεις που σκοπό είχαν την αμφισβήτηση του ύψους της αντιπαροχής, που αναφερόταν στο επίδικο γραμμάτιο.
Εν όψει των πιο πάνω ευρημάτων μας περιττεύει να ασχοληθούμε με τους λόγους έφεσης Β και Γ.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.