ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 2159
22 Δεκεμβρίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
F.H.K. HOTELS HOLDINGS LIMITED,
Εφεσείοντες,
v.
A.S. AIR CONTROL LIMITED,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 10028)
Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Καθορίζουν τα επίδικα θέματα - Θέματα τα οποία δεν εγείρονται στα δικόγραφα, δεν εξετάζονται κατά τη δίκη.
Έφεση — Νομικό σημείο που δεν εγέρθηκε πρωτόδικα — Δεν μπορεί να εγερθεί ενώπιον του Εφετείου.
Στην υπόθεση αυτή, οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες, οι οποίοι ήταν εργολάβοι μηχανολογικών εγκαταστάσεων, αξίωναν ποσό £17.569 για εργασία την οποία εκτέλεσαν στο υπό ανέγερση ξενοδοχείο των εφεσειόντων - εναγομένων, δυνάμει γραπτής συμφωνίας η οποία συνήφθη περί τον Αύγουστο του 1988 και μεταγενεστέρων συμφωνιών.
Στις 25.9.91 οι αρχιτέκτονες του έργου J & P Philippou εξέδωσαν το πιστοποιητικό πληρωμής (τεκμ. 7) για ποσό £17.569, το οποίο οι εφεσείοντες αρνήθηκαν να καταβάλουν στους εφεσίβλητους.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα των πιστοποιήσεων που έγιναν αναφορικά με την εκτελεσθείσα εργασία και υποστήριξαν ότι οι εν λόγω πιστοποιήσεις δεν δημιουργούν υποχρέωση πληρωμής των ποσών που αφορούν και ότι η εκτελεσθείσα εργασία ήταν μικρότερης αξίας από το ποσό της πιστοποίησης.
Εκ μέρους των εφεσιβλήτων κατέθεσε ο διευθυντής τους (Μ.Ε. 1). Οι εφεσείοντες δεν πρόσφεραν μαρτυρία.
Το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε ότι δυνάμει της αρχικής συμφωνίας (τεκμ. 4) οι εφεσείοντες ανέλαβαν υποχρέωση να πληρώσουν τους εφεσίβλητους "σύμφωνα με πιστοποιήσεις της εκτελεσθείσας εργασίας τις οποίες περιοδικά θα εξέδιδαν οι GEMAC".
Η έφεση περιστρέφεται γύρω από την επισήμανση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την έκδοση πιστοποιητικού της εκτελεσθείσας εργασίας από τους GEMAC, που ήταν οι μηχανολόγοι του έργου.
Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν προβάλει ισχυρισμό στα δικόγραφα τους ότι την επίδικη διατακτική έπρεπε να την υπογράψουν οι GEMAC αντί οι αδελφοί Φιλίππου. Πουθενά στα δικόγραφα δεν επροβάλλετο ο ισχυρισμός ότι η επίδικη διατακτική ήταν άκυρη και αντικανονική και ότι δεν δημιουργούσε υποχρέωση πληρωμής αφού δεν εξεδόθη από τους GEMAC.
Αποφασίστηκε ότι:
Ουδέποτε εγέρθηκε θέμα εξουσίας του συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού γραφείου να εκδώσει την επίμαχη διατακτική στο δικόγραφο των εφεσειόντων. Επομένως το Εφετείο καλείται να αποφανθεί πάνω σε θέμα το οποίο δεν εγέρθηκε πρωτόδικα. Μια τέτοια πορεία δεν είναι επιτρεπτή από τη Νομολογία.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χ"Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 844,
Θωμά ν. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 797.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Kραμβής, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 30 Iουνίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 2274/92) με την οποία έγινε αποδεκτή απαίτηση των εναγόντων-εφεσιβλήτων για το ποσό των £17.569 το οποίο αντιπροσώπευε οφειλόμενο χρέος δυνάμει συμφωνηθείσας εργασίας την οποία εκτέλεσαν οι ενάγοντες και υλικών για λογαριασμό και προς όφελος των εναγομένων.
Α. Ζαχαρίου, για τους Eφεσείοντες.
Δ. Παπαχρυστοστόμου, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες (οι εφεσίβλητοι) ήταν εργολάβοι μηχανολογικών εγκαταστάσεων. Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι (οι εφεσείοντες) ήταν ιδιοκτήτες "και/ή οι διαχειριστές και/ή οι νόμιμοι κάτοχοι ενός υπό ανέγερση ξενοδοχείου (το ξενοδοχείο) στη Λάρνακα". Δυνάμει έγγραφης συμφωνίας - τεκ. 4 - η οποία συνήφθη περί τον Αύγουστο του 1988 και μεταγενέστερων συμφωνιών οι εφεσίβλητοι ανέλαβαν να εκτελέσουν τις μηχανολογικές εγκαταστάσεις του ξενοδοχείου.
Στις 25.9.91 οι αρχιτέκτονες του έργου J & P Philippou εξέδοσαν το πιστοποιητικό πληρωμής (τεκ. 7) για ποσό £17.569 το οποίο οι εφεσίβλητοι παρουσίασαν στους εφεσείοντες για πληρωμή. Οι εφεσείοντες δεν κατέβαλαν στους εφεσίβλητους το ποσό του πιστοποιητικού. Λόγω της μη πληρωμής του ποσού των £17.569 οι ενάγοντες διέκοψαν σε κάποιο στάδιο τις εργασίες τους χωρίς όμως η συμφωνία να έχει ποτέ τερματιστεί.
Με αγωγή τους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας οι εφεσίβλητοι ήγειραν αξίωση για το πιο πάνω ποσό των £17.569,00 "υπόλοιπο εργασίας εκτελεσθείσης και υλικά εις συμπεφωνημένας ή και λογικάς τιμάς δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας κατά ή περί 15.4.88 και μετέπειτα προφορικών συμφωνιών ημερομηνίας κατά ή περί 27.8.90".
Το σχετικό δικόγραφο των εφεσιβλήτων (βλ. παραγ. 17) περιλάμβανε και τους πιο κάτω ισχυρισμούς:
"... οι ενάγοντες εξετέλεσαν εργασίαν αξίας £17.569,00 η οποία και επιστοποιήθη από τους συμβούλους μηχανικούς και αρχιτέκτονες των εναγομένων με την έκδοσιν πιστοποιητικού πληρωμής από τους εναγομένους στους ενάγοντας ημερ. 25.9.91 και με επιστολή των ημερ. 25.9.91 εζήτησαν από τους εναγομένους να πληρώσουν στους ενάγοντας το ανωτέρω ποσόν. Οι εναγόμενοι αμελούν την πληρωμήν του ανωτέρω ποσού παρ' όλον που τους εζητήθει με συστημένη επιστολή ημερ. 29.10.91 του δικηγόρου των εναγόντων."
Οι εφεσείοντες με την υπεράσπιση τους αμφισβήτησαν την απαίτηση των εφεσιβλήτων. Επικαλέσθηκαν λάθη στους υπολογισμούς καθ' όσον αφορά τις δοσοληψίες των διαδίκων τα οποία ανάγονται τόσο σε χρόνους προγενέστερους της συμφωνίας των διαδίκων του 1988 (βλ. τεκμ. 4) όσο και σε χρόνους μεταγενέστερους της εν λόγω συμφωνίας. Ισχυρίσθηκαν ότι πλήρωσαν σε διάφορες ημερομηνίες στους εφεσίβλητους συνολικά Λ.Κ. 65.796 προς εξόφληση όλων των εργασιών που εκτέλεσαν οι εφεσίβλητοι. Διαζευκτικά ισχυρίσθηκαν ότι η αξία της εργασίας που οι εφεσίβλητοι εξετέλεσαν δεν υπερβαίνει τις £40.000 και ανταπαιτούσαν τη διαφορά των £25.000. Ωσαύτως οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα των πιστοποιήσεων που έγιναν αναφορικά με την εκτελεσθείσα εργασία και ισχυρίσθηκαν ότι οι εν λόγω πιστοποιήσεις δεν δημιουργούν υποχρέωση πληρωμής των ποσών που αφορούν και ότι η εκτελεσθείσα εργασία είναι μικρότερης αξίας από το ποσό της πιστοποίησης.
Με σχετική ανταπαίτηση τους οι εφεσείοντες αξίωσαν:
"α. Απόφασιν του Δικαστηρίου ότι οι εκδοθείσες διατακτικές είναι λανθασμένες και δεν δεσμεύουν τους εναγομένους.
β. Απόφασιν για Λ.Κ.25.000 περίπου ποσόν το οποίον κατέβαλαν χωρίς αντάλλαγμα και/ή εκ λάθους και/ή αξιούν δυνάμει των αρχών περί αδικαιολόγητου πλουτισμού".
Εκ μέρους των εφεσιβλήτων δόθηκε μαρτυρία από το Διευθυντή τους Κώστα Λουκά (Μ.Ε.1). Οι εφεσείοντες δεν πρόσφεραν μαρτυρία. Περιορίστηκαν στην αντεξέταση του Μ.Ε.1 και στην επιχειρηματολογία του συνήγορου τους στο στάδιο των αγορεύσεων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε ότι η αγωγή στηριζόταν διαζευκτικά σε δύο διαφορετικές αιτίες. Η πρώτη αιτία είχε "ως βάση αγωγής την απαίτηση συγκεκριμένου ποσού χρέους οφειλόμενου δυνάμει συμφωνηθείσας εργασίας που εκτέλεσαν οι ενάγοντες και υλικών που προμήθευσαν για λογαριασμό και όφελος των εναγομένων". Η δεύτερη αιτία αγωγής είχε ως βάση χρέος του ιδίου ποσού ως και η πρώτη αιτία της αγωγής, ήτοι £17.569 οφειλομένων δυνάμει του διατακτικού πληρωμής - τεκμ. 7.
Σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο η μαρτυρία που είχε προσαχθεί από τους εφεσίβλητους "δεν στοιχειοθετεί την απαίτηση που έχει ως βάση την εκτέλεση εργασίας και προμήθεια υλικών".
Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στα πιο κάτω συμπεράσματα:
(1) Η σχέση των διαδίκων ήταν από την αρχή μέχρι το τέλος που προέκυψε η επίδικη διαφορά, σχέση συμβατική αναπροσαρμοσμένη ανάλογα με τις τροποποιήσεις που εκ των πραγμάτων έπρεπε να γίνουν για το σκοπό της εκτέλεσης του έργου.
(2) Κατά τους χρόνους κατάρτισης των σχετικών συμφωνιών οι αρχιτέκτονες J & A Philippou καθώς και οι μηχανολόγοι GEMAC ενεργούσαν κατ' εντολή και ως αντιπρόσωποι των εφεσειόντων. Οι πράξεις τους καθ' όσον αφορά τις συναλλαγές και δοσοληψίες των διαδίκων αναφορικά με το ξενοδοχείο ετύγχαναν της έγκρισης και αποδοχής των εναγομένων και ήταν δεσμευτικές για τους εναγομένους.
(3) Τα διατακτικά πληρωμής που εξέδιδαν κατά καιρούς οι J & A Philippou, τα έγγραφα και οι υπολογισμοί που ετοίμασαν σε συνεργασία με τους GEMAC για την προώθηση των εργασιών μετά που διακόπηκαν και οι πληρωμές που έγιναν από τους εφεσείοντες προς τους εφεσίβλητους με βάση τα εν λόγω διατακτικά και έγγραφα εντάσσονται στο όλο φάσμα των συναλλαγών και των σχέσεων των διαδίκων.
Ακολούθως το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε την υπόσταση του προσωρινού πιστοποιητικού ή πιστοποιητικού προόδου το οποίο εκδίδεται από τον αρχιτέκτονα. Έκαμε αναφορά, ανάμεσα σ' άλλα, στους Halsbury's Laws of England, 3rd ed., Vol. 3, parag. 875, και Halsbury's Laws of England, 4th Ed., Vol. 4, parag. 1207 και στο Hudson's Building and Engineering Contracts, 10th Ed., σελ. 478, 479 και 496*.
Αφού σημείωσε ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.1 συνάδει με την αλήθεια έκρινε ότι το διατακτικό - τεκ. 7 - σε συνάρτηση με άλλα τεκμήρια και τις εξηγήσεις του Μ.Ε.1 "καθ' όσον αφορά τους υπολογισμούς αποτελεί ισχυρό στοιχείο απόδειξης ότι οι εφεσείοντες οφείλουν προς τους εφεσίβλητους το ποσό της απαίτησης". Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι πέτυχαν να αποδείξουν την απαίτηση τους στο βαθμό που απαιτείται σε αστικές υποθέσεις οι δε εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν την ανταπαίτηση τους. Υπέδειξε ότι δεν προσκόμισαν μαρτυρία είτε για να αντικρούσουν τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων είτε για να αποδείξουν τους δικούς τους ισχυρισμούς και τη δική τους απαίτηση η οποία παρέμεινε εντελώς μετέωρη και αναπόδεικτη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε ότι δυνάμει της αρχικής συμφωνίας τεκ. 4 - του Αυγούστου του 1988 - οι εφεσείοντες ανέλαβαν υποχρέωση να πληρώσουν τους εφεσίβλητους "σύμφωνα με πιστοποιήσεις της εκτελεσθείσας εργασίας τις οποίες περιοδικά θα εξέδιδαν οι GEMAC".
Η έφεση.
Η έφεση περιστρέφεται γύρω από την πιο πάνω επισήμανση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την έκδοση πιστοποιητικού της εκτελεσθείσας εργασίας από τους GEMAC. Εφόσον σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων:
(α) Αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι τα πιστοποιητικά δυνάμει της συμφωνίας τεκμήριο 4 έπρεπε να εκδίδοντο από την εταιρεία GEMAC.
(β) Αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι το επίδικο διατακτικό εξεδόθη από τους Φιλίππου και όχι από την GEMAC.
(γ) Η μόνη βάση αγωγής που παρέμεινε ήταν η απαίτηση δυνάμει διατακτικού πληρωμής και αφού το επίδικο διατακτικό πληρωμής δεν είχε εκδοθή σύμφωνα με την επίδικη συμφωνία τεκμήριο 4 τότε το Δικαστήριο ανεξάρτητα εάν θεώρησε τους Φιλίππου και την GEMAC ως αντιπροσώπους των εφεσειόντων έπρεπε να απορρίψη την απαίτηση τους και την αγωγή με έξοδα εις βάρος των εφεσιβλήτων.
Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων υποστήριξε ότι οι εφεσείοντες δεν έχουν προβάλει ισχυρισμό στα δικόγραφα τους ότι την επίδικη διατακτική έπρεπε να την υπογράψουν οι GEMAC αντί οι αδελφοί Φιλίππου. Πουθενά - συνεχίζει η εισήγηση - "δεν προβάλλεται ότι η επίδικη διατακτική δεν ήταν έγκυρη και κανονική και ότι δεν εδημιουργούσε υποχρέωση πληρωμής αφού δεν εξεδόθη από τους GEMAC". Περαιτέρω στην αντεξέταση του Μ.Ε.1 δεν του ετέθη ισχυρισμός ότι η διατακτική δεν ήταν έγκυρη εφόσον δεν την υπέγραψαν οι GEMAC και ορθά δεν ετέθη τέτοια θέση αφού δεν υπήρχε στην υπεράσπιση.
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το δικόγραφο των εφεσειόντων. Έχουμε διαπιστώσει πως δεν έχουν εγείρει θέμα εξουσίας του συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού γραφείου να εκδώσει την επίμαχη διατακτική. Έχουμε, επομένως, κληθεί να αποφανθούμε πάνω σε θέμα το οποίο δεν έχει εγερθεί πρωτόδικα. Μια τέτοια πορεία δεν είναι επιτρεπτή από τη Νομολογία (Βλ. Χ" Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 844, 851 και Θωμά ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1997) 1 A.A.Δ. 797).
Αυτό που έχουν εγείρει οι εφεσείοντες ήταν ότι οι διατακτικές ήταν λανθασμένες και όχι ότι οι συγκεκριμένοι αρχιτέκτονες είχαν ενεργήσει χωρίς εξουσιοδότηση. Αυτή άλλωστε ήταν και η γραμμή τους στη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας.
Προσθέτουμε ότι πριν από την έκδοση της επίδικης διατακτικής (τεκ. 7) - στις 25.9.91 - το συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό γραφείο είχε εκδόσει και την διατακτική τεκ. 15 για ποσό £21.464. Αυτή η διατακτική είχε εξοφληθεί από τους εφεσείοντες (βλ. απόδειξη ημερ. 26.9.90 (τεκ. 20) για ποσό £7.464, απόδειξη ημερ. 9.11.90 (τεκ. 21) για ποσό £7.000 και απόδειξη ημερ. 4.12.90 (τεκ. 22) για ποσό £7.000) χωρίς να είχε εγερθεί θέμα εγκυρότητας της. Οι εφεσείοντες έπρεπε να είχαν εγείρει το θέμα της έλλειψης εξουσίας από τους αρχιτέκτονες με το δικόγραφο τους για να καταστεί επίδικο θέμα και για να δοθεί η ευκαιρία στους εφεσίβλητους να αντικρούσουν τον σχετικό ισχυρισμό. Για το λόγο αυτό η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.