ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 1 ΑΑΔ 2080

16 Δεκεμβρίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΤΘΑΙΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

1.  ΡΟΖΑΝΑΣ ΜΙΧΑΗΛ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

2.  ΜΙΧΑΗΛ ΝΙΚΟΛΑ (AΡ. 2),

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10025)

 

Μεσιτεία — Προμήθεια — Πότε δημιουργείται υποχρέωση πληρωμής —Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η απόδειξη άμεσης αιτιώδους σχέσεως μεταξύ μεσολάβησης και πώλησης — Η μεσολάβηση πρέπει να είναι ο αποφασιστικός παράγων για τη διενέργεια της πώλησης.

Ευρήματα Δικαστηρίου — Ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία μαρτύρων και ως προς τα πραγματικά γεγονότα — Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

Πολιτική Δικονομία — Δίκη — Απαντητική μαρτυρία (evidence in reply) — Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί Δ.33 θ.7(ii)(β) — Αρχές που διέπουν την διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

Μαρτυρία — Απαντητική μαρτυρία (evidence in reply) — Πρέπει να περιορίζεται αυστηρά στο να αντικρούει την υπόθεση του εναγομένου και δεν πρέπει απλώς να επιβεβαιώνει την υπόθεση του ενάγοντα.

Η εφεσείουσα, η οποία είναι κτηματομεσίτρια, αξίωνε ποσό £1.500 από τους εφεσίβλητους, ως αμοιβή για την ισχυριζόμενη πώληση του διαμερίσματός τους στο Στρόβολο, στις αρχές του 1994.  Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ότι της ανέθεσαν την πώληση του εν λόγω διαμερίσματος και υποστήριξαν ότι την είχαν αναθέσει σε άλλο κτηματομεσίτη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι δεν δόθηκαν οδηγίες στην ενάγουσα από τους εναγομένους το 1994 για την πώληση της οικίας τους, αλλά μόνο το 1992 που κατά παραδοχή της ίδιας της ενάγουσας ανεκλήθη και ως εκ τούτου δεν είχε δημιουργηθεί οποιαδήποτε συμβατική σχέση μεταξύ τους.  Το Δικαστήριο εξέτασε και το κατά πόσο η ενάγουσα εδικαιούτο μεσιτείας, στην περίπτωση ανατροπής του πιο πάνω ευρήματος του κατ' έφεση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή. Ήταν η τελική του κατάληξη ότι η πρώτη γνώση της αγοράστριας για το επίδικο διαμέρισμα έγινε από τη δημοσίευση στην εφημερίδα από τον άλλο κτηματομεσίτη, μέσω του οποίου είχε τελικά πωληθεί το διαμέρισμα.  Το γεγονός ότι η αγοράστρια είδε αργότερα το εσωτερικό του διαμερίσματος με την εφεσείουσα, δεν ήταν αποφασιστικός παράγων αγοράς του, εξάλλου δεν είχε υποδείξει η εφεσείουσα ούτε ονόματα ιδιοκτητών ούτε τιμή.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:

1.  Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένες και/ή αντίθετες προς τη δοθείσα μαρτυρία.

2.  Το μέρος της απόφασης με το οποίο έγινε δεκτή η μαρτυρία της αγοράστριας του επίδικου διαμερίσματος είναι εσφαλμένο "αφού η μαρτυρία αυτή σε πολλά σημεία έρχεται σε αντίφαση με τη μαρτυρία τόσο των εναγομένων όσο και των άλλων μαρτύρων υπεράσπισης".

3.  Η πρωτόδικη κατάληξη με την οποία κρίθηκε ότι ο αποφασιστικός παράγων για την αγορά του επίδικου διαμερίσματος ήταν η μεσολάβηση του άλλου κτηματομεσίτη (Μ.Υ. 2) είναι εσφαλμένο.

4.  Εσφαλμένα απερρίφθη αίτηση της εφεσείουσας για προσαγωγή μαρτυρίας που να αντικρούει τη μαρτυρία της εφεσίβλητης 1 και του Μ.Υ. 2.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εύλογα κατέληξε στις διαπιστώσεις του σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων και αιτιολόγησε την προτίμηση του για τη μαρτυρία της αγοράστριας του διαμερίσματος.  Οι δε επακόλουθες διαπιστώσεις του ως προς τα πραγματικά γεγονότα δικαιολογούνται πλήρως από την ενώπιον του μαρτυρία την οποία θεώρησε αξιόπιστη.

2.    Η προμήθεια καθίσταται πληρωτέα όταν η μεσολάβηση του κτηματομεσίτη ήταν ο αποφασιστικός παράγων της πράξης.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη πώληση ήταν αποτέλεσμα της μεσολάβησης του άλλου κτηματομεσίτη, δικαιολογείται πλήρως από τη μαρτυρία η οποία έγινε δεκτή.

3.  Η παρούσα περίπτωση δεν εμπίπτει εντός της κατηγορίας των περιπτώσεων στις οποίες είναι δυνατή η προσκόμιση αντικρουστικής μαρτυρίας.  Δεν είναι εφικτή η προσαγωγή μαρτυρίας απλώς και μόνο για να πληγεί η αξιοπιστία του εναγομένου και των μαρτύρων του σε σχέση μάλιστα με θέμα το οποίο δεν αποτελεί επίδικο θέμα ή μέρος της υπεράσπισης των εναγομένων.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Orphanides v. Michaelides (1967) 1 C.L.R. 309,

Burchell v. Gowrie and Blockhouse Collieries Ltd [1910] A.C. 614,

J.F. Aho et Fils a.o. v. Photos Photiades & Co. (1968) 1 C.L.R. 477,

Χριστοφίδης ν. Σαββίδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 733,

Χ"Κυριάκος ν.Σιδέρη (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 92,

Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172,

Charalambides v. Hjisoteriou & Son a.o. (1975) 1 C.L.R. 269,

Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340,

Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003,

Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614,

Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396,

Ayia Napa Nissi Development Ltd v. Παπαμιχαήλ (1992) 1 Α.Α.Δ. 549,

Evangelou a.o. v. Ambizas a.o. (1982) 1 C.L.R. 41,

Vassiliades v. Constantinou (1971) 1 C.L.R. 351,

Mylonas a.o. v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77,

Sakellarides v. PapaSavva a.o. (1966) 1 C.L.R. 261,

Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207,

Σχίζας ν. Πάμπουλος (1979) 1 C.L.R. 373,

G. Roussos Leisure Industries Ltd κ.ά. ν. Χ"Σωτηρίου (1998) 1 A.A.Δ. 379.

Tsiartas a.o. v. Taliotis (1989) 1 C.L.R. 216.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα-κτηματομεσίτρια κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σωκράτους, E.Δ.) που δόθηκε στις 10 Iουνίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 7874/94) με την οποία απορρίφθηκε αξίωσή της για ποσό £1.500 ως αμοιβή για τις υπηρεσίες τις οποίες προσέφερε στους εναγόμενους-εφεσιβλήτους για την πώληση διαμερίσματος τους.

Ντ. Μιχαηλίδης με Ε. Ερωτοκρίτου, για την Eφεσείουσα.

Σ. Μαμαντόπουλος με Δ. Κυνηγοπούλου, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα-ενάγουσα (η εφεσείουσα) είναι κτηματομεσίτης.  Με αγωγή της, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ισχυρίσθηκε ότι οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι (οι εφεσίβλητοι) της ανέθεσαν "κατά ή περί τον Ιανουάριο του 1994" την πώληση ενός ισογείου διαμερίσματος στο Στρόβολο (το επίδικο διαμέρισμα).  Αξίωσε ποσό £1500 ως αμοιβή της για υπηρεσίες τις οποίες πρόσφερε στους εφεσίβλητους ως κτηματομεσίτης για την πώληση του επίδικου διαμερίσματος.  Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν τον πιο πάνω ισχυρισμό της εφεσείουσας.  Ήταν η θέση τους ότι είχαν αναθέσει σε άλλο κτηματομεσίτη - τον Κύπρο Λοϊζίδη, Μ.Υ.2 - την πώληση του επίδικου διαμερίσματος τους.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δόθηκε μαρτυρία από την εφεσείουσα και την εφεσίβλητη αρ. 1.  Κατέθεσαν επίσης τρεις άλλοι μάρτυρες για την εφεσείουσα.  Για τους εφεσίβλητους δόθηκε μαρτυρία από τον πιο πάνω κτηματομεσίτη, Κύπρο Λοϊζίδη (Μ.Υ.2) και από την αγοράστρια του επίδικου διαμερίσματος, Πόπη Γεωργίου (Μ.Υ.3).  Το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από εκτεταμένη παράθεση και ανάλυση της  μαρτυρίας αποδέχθηκε στην ολότητά της μαρτυρία της αγοράστριας του επίδικου διαμερίσματος και απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας.  Θεώρησε τη μαρτυρία της αγοράστριας ειλικρινή και αξιόπιστη και ως περιέχουσα "όλα τα στοιχεία του ανεξάρτητου μάρτυρα".  Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε τις πιο κάτω διαπιστώσεις:

Κατά το 1992 οι εφεσίβλητοι ανέθεσαν σε διάφορους κτηματομεσίτες, μεταξύ των οποίων και στην εφεσείουσα, την πώληση του επίδικου διαμερίσματος δίδοντας της φωτοαντίγραφο τίτλου ιδιοκτησίας.  Επειδή δεν είχε εξευρεθεί αγοραστής σε κάπιο στάδιο απέσυραν την εντολή τους και το 1994 ανέθεσαν κατ' αποκλειστικότητα την πώληση του επίδικου διαμερίσματος στον Κύπρο Λοϊζιδη, Μ.Υ.2.  Ο τελευταίος δημοσίευσε τη σχετική διαφήμιση πώλησης στις εφημερίδες.

Το καλοκαίρι του 1994 η εφεσείουσα ρώτησε την εφεσίβλητη 1 εάν το κτήμα εξακολουθεί να είναι υπό πώληση, και η τελευταία της εξήγησε ότι η εντολή έχει δοθεί κατ' αποκλειστικότητα στον Κύπρο Λοϊζίδη με τον οποίο πρέπει να συνεννοηθεί.

Τον Ιούλιο του 1994 η εφεσείουσα, αφού δέχθηκε σχετικό τηλεφώνημα από την Μ.Υ.3 Πόπη Γεωργίου, την πήρε και στο επίδικο διαμέρισμα, την οποία ξενάγησε στους εσωτερικούς της χώρους.  Η Γεωργίου της εξήγησε ότι το διαμέρισμα εκείνο της το είχε υποδείξει και ο Κύπρος Λοϊζίδης, αλλά είχε ενδοιασμούς για την αγορά του, λόγω της υπάρχουσας ανώγειας κατοικίας.  Η Γεωργίου γνώριζε την εφεσείουσα από προηγούμενη συνεργασία, όταν είχε αποταθεί σε αυτή για εξεύρεση χώρου φροντιστηρίου στην περιοχή Ακροπόλεως.  Η Γεωργίου είδε την αγγελία πώλησης του επίδικου διαμερίσματος στην εφημερίδα και επικοινωνώντας με το Λοϊζίδη έμαθε από αυτόν διεύθυνση και τοποθεσία της οικίας, την οποία και επισκέφθηκε και είδε εξωτερικά, όπου αμέσως εντόπισε τη δυσκολία από την ύπαρξη του ανωγείου. Η εφεσείουσα στην συνάντηση της με τη Γεωργίου, δεν της ανέφερε ούτε ονόματα ιδιοκτητών, αλλά ούτε και τιμή.  Τις λεπτομέρειες της οικίας η Γεωργίου αναζήτησε και πληροφορήθηκε από το Λοϊζίδη, με τον οποίο κατά τον Αύγουστο επικοινώνησε και πάλι. Αφού δεν είχε βρεί άλλη κατάλληλη οικία και έμαθε τιμή, των £52.000, συζήτησε με τον πεθερό της και τον σύζυγό της και συναντήθηκαν με τους ιδιοκτήτες και τον κτηματομεσίτη, στο γραφείο του οποίου συντάχθηκαν και υπεγράφησαν έγγραφα στις 11.9.1994.  Αγοράστρια ήταν η εταιρεία Private Institute Christakis Georgiou A & O G.C.E. Ltd.

Ακολούθως το πρωτόδικο δικαστήριο έθεσε το θέμα ως εξής:

"Έχοντας δεχθεί ως γεγονός ότι δεν δόθηκαν οδηγίες στην ενάγουσα από τους εναγομένους το 1994 για την πώληση της οικίας τους, αλλά μόνο το 1992 που κατά παραδοχή της ιδίας της ενάγουσας αυτή ανεκλήθη, το θέμα ουσιαστικά τελειώνει εδώ, αφού δεν υπάρχει οποιαδήποτε συμβατική σχέση.  Όμως επειδή η εναγομένη αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι της ελέχθη από την ενάγουσα ότι νομίζει ότι βρήκε αγοραστή και επειδή είναι δυνατόν κατ' έφεση το ανωτέρω εύρημά μου να ανατραπεί, θα εξετάσω εάν η ενάγουσα δικαιούται μεσιτείας."

Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέλυσε τη νομική πτυχή της υπόθεσης με αναφορά σε διάφορες αυθεντίες (Βλ. Orphanides v. Michaelides (1967) 1 C.L.R. 309, Burchell v. Gowrie and Blockhouse Collieries Ltd [1910] A.C 614, J.F. Aho et Fils and Another v. Photos Photiades & Co. (1968) 1 C.L.R. 477, Χριστοφίδης ν. Σαββίδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 733 και Χ" Κυριάκος ν. Σιδέρη (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 92) από τις οποίες προκύπτει ότι για να θεμελιωθεί αξίωση για προμήθεια θα πρέπει να αποδειχθεί από τον κτηματομεσίτη ότι η πράξη για την οποία αξιώνεται η προμήθεια ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της μεσολάβησης του.  Έκαμε αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Πική, Δ. (όπως ήταν τότε) στην Χ" Κυριάκος, πιο πάνω: 

"Για να τεκμηριώσει απαίτηση για την πληρωμή μεσολαβητικής προμήθειας, πρέπει να αποδειχθεί άμεση αιτιώδης σχέση μεταξύ της μεσολάβησης και της πώλησης. Για να θεμελιωθεί η απαίτηση πρέπει η μεσολάβηση να είναι αποφασιστικός παράγοντας (efficient cause) για τη διενέργεια της πώλησης.  Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της μεσολάβησης και της πώλησης πρέπει να είναι άμεσος και καθοριστικός."

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.  Ήταν η τελική κατάληξη του ότι η πρώτη γνώση για το επίδικο διαμέρισμα "ήταν η δημοσίευση στην εφημερίδα από το Λοϊζίδη, η περιγραφή και η διεύθυνση αυτού προς τη Γεωργίου".  Το γεγονός ότι η Γεωργίου είδε αργότερα το εσωτερικό του διαμερίσματος με την εφεσείουσα δεν ήταν αποφασιστικός παράγοντας αγοράς του, αφού εξάλλου δεν είχε υποδείξει η εφεσείουσα ούτε ονόματα ιδιοκτητών ούτε τιμή.

Η έφεση.

Οι λόγοι έφεσης χωρίζονται σε τέσσερις ενότητες:

Η πρώτη ενότητα των λόγων της έφεσης (λόγοι 1, 2, 3, 4 και 6) στρέφεται κατά των πιο πάνω διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Υποστηρίχθηκε ότι ήταν εσφαλμένες και/ή αντίθετες με τη δοθείσα μαρτυρία.

Η δεύτερη ενότητα (λόγος 5) στρέφεται κατά του μέρους της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο έγινε αποδεκτή η μαρτυρία της αγοράστριας του επίδικου διαμερίσματος.  Υποστηρίχθηκε ότι το σχετικό μέρος της απόφασης είναι εσφαλμένο και/ή αντίθετο με τη δοθείσα μαρτυρία "αφού η  μαρτυρία αυτή σε πολλά σημεία έρχεται σε αντίφαση με την μαρτυρία τόσο των εναγομένων όσο και  των άλλων μαρτύρων υπεράσπισης".

Θα εξετάσουμε και τις δύο ενότητες μαζί γιατί διέπονται από τις ίδιες αρχές.   Έχουμε κληθεί να ανατρέψουμε διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων (λόγος 5 της έφεσης) και επακόλουθες διαπιστώσεις ως προς τα πραγματικά γεγονότα (λόγοι 1, 2, 3, 4 και 6 της έφεσης).  Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και οι επακόλουθες διαπιστώσεις ως προς τα πραγματικά γεγονότα είναι κατ' εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.  Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη (1997) 1 A.A.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 A.A.Δ. 396). Αναφορικα με διαπιστώσεις ως προς τα πραγματικά γεγονότα το Εφετείο επεμβαίνει μόνο στις ακραίες περιπτώσεις όταν η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου εμφανίζεται αυθαίρετη, ή έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας δεν είναι εύλογα επιτρεπτή ή είναι έκδηλα λανθασμένη ή δεν δικαιολογείται από τη μαρτυρία (Βλ. Ayia Napa Nissi Development Ltd v. Παπαμιχαήλ (1992) 1 Α.Α.Δ. 549, Evangelou and Another v. Ambizas and Another (1982) 1 C.L.R. 41 και Vassiliades v. Constantinou (1971) 1 C.L.R. 351).

Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αμφισβητεί  τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων και τις επακόλουθες διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα να πείσει το Εφετείο ότι αυτές είναι εσφαλμένες (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. PapaSavva and Another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208).

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας σε συνάρτηση με τους λόγους τους οποίους έχει επικαλεσθεί η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα για ανατροπή των σχετικών διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Δεν έχουμε πεισθεί ότι δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση μας.  Ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να προβεί στις επίδικες διαπιστώσεις σε σχέση με την αξιοπιστία της μαρτυρίας. Έχει δώσει επαρκείς και ικανοποιητικούς λόγους για την προτίμηση της μαρτυρίας της αγοράστριας του διαμερίσματος.  Οι δε επακόλουθες διαπιστώσεις του ως προς τα πραγματικά γεγονότα δικαιολογούνται πλήρως από την ενώπιον του μαρτυρία την οποία θεώρησε αξιόπιστη. Ακολουθεί πως οι λόγοι έφεσης 1-6 πρέπει να απορριφθούν.

Η πρωτόδικη κατάληξη με την οποία κρίθηκε ότι ο αποφασιστικός παράγοντας για την αγορά του επίδικου διαμερίσματος ήταν η μεσολάβηση του Κύπρου Λοϊζίδη (Μ.Υ.2) προβάλλεται με την τρίτη ενότητα των λόγων της έφεσης (λόγοι έφεσης 7 και 8).  Υποστηρίχθηκε ότι αυτή ήταν εσφαλμένη και αντίθετη με τη δοθείσα μαρτυρία. Υποστηρίχθηκε ακόμη ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έδωσε καθόλου και/ή την πρέπουσα σημασία στη σχετική νομολογία.  Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας υπέβαλε ότι σύμφωνα με την απόφαση Σχίζας ν. Πάμπουλος (1979) 1 C.L.R. 373 η μεσολάβηση του κτηματομεσίτη και συγκεκριμένα το κατά πόσο ο κτηματομεσίτης έφερε τον πωλητή σε επαφή με τον αγοραστή και σαν αποτέλεσμα έλαβε χώραν και/ή αυτή η μεσολάβηση ήταν η αιτία για την επακόλουθη πώληση, είναι και στην παρούσα  υπόθεση καθοριστικός παράγοντας της επίδικης πώλησης. Υπέβαλε περαιτέρω ότι ο κτηματομεσίτης δικαιούται αμοιβή όταν η μεσολάβηση ήταν η κύρια και άμεση αιτία της συναλλαγής, και είναι φανερό ότι στην παρούσα υπόθεση καθοριστική ήταν η μεσολάβηση της εφεσείουσας για την πώληση του επίδικου διαμερίσματος.

Σε σχέση με την πρωτόδικη διαπίστωση η οποία σχετίζεται με το ρόλο του Κύπρου Λοϊζίδη (λόγος έφεσης 8) ισχύουν τα όσα έχουν λεχθεί πιο πάνω αναφορικά  με τους λόγους  έφεσης 1-6.  Η επίδικη διαπίστωση δικαιολογείται πλήρως από τη μαρτυρία η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο.  Οι υπόλοιπες εισηγήσεις της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσείουσας σχετίζονται με τις αρχές που διέπουν την πληρωμή μεσολαβητικής προμήθειας.  Έχουμε παραθέσει πιο πάνω τη σχετική προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου (βλ. σελ. 3).  Αυτή η προσέγγιση αντανακλά επακριβώς τη θέση της νομολογίας. Η προμήθεια καθίσταται πληρωτέα όταν η μεσολάβηση του κτηματομεσίτη ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας της πράξης (Βλ. και G. Roussos Leisure Industries Ltd κ.α. ν. Χ" Σωτηρίου (1998) 1 A.A.Δ. 379).   

Έχουμε, επομένως, την άποψη πως η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ορθή και δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση μας. Το συμπέρασμα στο οποίο έχει αχθεί το πρωτόδικο δικαστήριο δικαιολογείται πλήρως από τη μαρτυρία η οποία έγινε αποδεκτή. Ο σχετικός λόγος της έφεσης (αρ. 7)  απορρίπτεται.

Υπάρχει και τέταρτη ενότητα λόγων έφεσης.  Αυτή στρέφεται κατά της ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία είχε απορριφθεί αίτηση της εφεσείουσας για προσαγωγή μαρτυρίας που να αντικρούει τη μαρτυρία που έδωσαν ενώπιον του Δικαστηρίου η εφεσίβλητη 1 και ο Κύπρος Λοϊζίδης.

Παρίσταται ανάγκη να γίνει αναφορά στο υπόβαθρο της ενδιάμεσης αίτησης, όπως αυτό έχει παρατεθεί στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση για αντικρουστική μαρτυρία.

Οι πιο πάνω δύο μάρτυρες κατέθεσαν ότι είχε καταβληθεί προμήθεια της τάξεως των £1500.  Μάλιστα ο μάρτυρας Λοϊζίδης ανέφερε ότι το ποσό της προμήθειας είχε δηλωθεί και στο κτηματολόγιο.  Ωστόσο στη δήλωση μεταβίβασης του επίδικου διαμερίσματος φαίνεται ότι "έγινε δήλωση προμήθειας για μόνο £500".  Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση ήταν αναγκαίο να προσκομισθεί η σχετική μαρτυρία η οποία ήταν "ουσιώδης για τη δίκαιη εκδίκαση της υπόθεσης για να φανεί η αλήθεια" εφόσον επρόκειτο για εξέλιξη η οποία όχι μόνο δεν μπορούσε να προβλεφθεί αλλά και προκάλεσε έκπληξη στους δικηγόρους της εφεσείουσας οι οποίοι γνώριζαν ότι είχε καταβληθεί προμήθεια £500 και δεν πίστευαν ότι οι μάρτυρες υπεράσπισης θα έλεγαν ψέματα στο δικαστήριο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.  Μετά από επισκόπηση της σχετικής νομολογίας έκρινε ότι "το θέμα δεν είναι ουσιώδες και επίδικο, δεν έχει εγερθεί στην έκθεση υπεράσπισης και δεν βαρύνεται ο εναγόμενος με το βάρος απόδειξης αυτού".

Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας υπέβαλε ότι η επίδικη μαρτυρία ήταν ουσιώδης όχι μόνο για την δίκαιη εκδίκαση της υπόθεσης αλλά κυρίως για την αξιοπιστία των πιο πάνω δύο μαρτύρων.  Η προσκόμιση της αντικρουστικής μαρτυρίας θα έπρεπε να είχε επιτραπεί "όχι μόνο επειδή δεν μπορούσε να προβλεφθεί ότι οι δύο μάρτυρες θα έλεγαν ψέματα στο δικαστήριο" αλλά επίσης "λόγω του ότι το γεγονός αυτό ανακαλύφθηκε μετά τη δοθείσα μαρτυρία και την έμμονη επιμονή τους ότι πληρώθηκε προμήθεια £1500".

Η προσκόμιση απαντητικής μαρτυρίας (evidence in reply) διέπεται από την Δ.33 θ.7 (ii) (β) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Στην Tsiartas and Another v. Taliotis (1989) 1 C.L.R. 216, μετά από εκτεταμένη επισκόπηση και ανάλυση της σχετικής νομολογίας, έχει υιοθετηθεί η πιο κάτω σύνοψη των σχετικών αρχών από τον Phipson on Evidence, 13η έκδοση, παραγ. 33-92:

"33-92  Evidence in reply, whether oral or by affidavit, must as a general rule, be strictly confined to rebutting the defendant's case, and must not merely confirm that of the plaintiff.

...............................................................................................................

With the judge's leave, rebutting evidence may be called by the plaintiff in answer to evidence of the defendant in support of an issue, the proof of which lay upon him. The discretion may still be exercised in the plaintiff's favour where the nature of the defence became apparent during cross-examination of his own witnesses.  The judge, however, has a discretion to admit further evidence either for his own satisfaction or where the interests of justice require it, and confirmatory evidence in rebuttal will generally be allowed when the party tendering it has been misled or taken by surprise."

Σε μετάφραση:

"33-93  Απαντητική μαρτυρία, είτε αυτή είναι προφορική ή με ένορκη δήλωση, πρέπει κατά γενικό κανόνα να περιορίζεται αυστηρά στο να αντικρούει την υπόθεση το εναγομένου και δεν πρέπει απλώς να επιβεβαιώνει την υπόθεση του ενάγοντα ............................................................................................................

Με την άδεια του δικαστηρίου μπορεί να δοθεί αντικρουστική μαρτυρία από τον ενάγοντα σε απάντηση της μαρτυρίας του εναγομένου προς υποστήριξη επίδικου θέματος η απόδειξη του οποίου εβάρυνε τον ίδιο. Η διακριτική ευχέρεια μπορεί ακόμη να ασκηθεί υπέρ του ενάγοντα όπου η φύση της υπεράσπισης έχει αποκαλυφθεί κατά την αντεξέταση των δικών του μαρτύρων.  Ο Δικαστής έχει διακριτική ευχέρεια να δεχθεί περαιτέρω μαρτυρία είτε για την δική του ικανοποίηση ή όπου αυτό απαιτείται από το συμφέρον της δικαιοσύνης και επιβεβαιωτική αντικρουστική μαρτυρία γενικώς θα γίνεται επιτρεπτή όπου ο διάδικος που την προσφέρει έχει παραπλανηθεί ή έχει καταληφθεί εξ απροόπτου."

Έχουμε εξετάσει το σχετικό λόγο της έφεσης σε συνάρτηση με τις πιο πάνω αρχές και τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν το υπό εξέταση θέμα.  Έχουμε λάβει ιδιαίτερα υπόψη ότι η επίδικη μαρτυρία δεν συνδέεται με τα επίδικα θέματα της αγωγής. Έχουμε την άποψη πως το πρωτόδικο δικαστήριο έχει ασκήσει ορθά τη σχετική διακριτική του ευχέρεια και δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση μας.  Η παρούσα περίπτωση δεν εμπίπτει εντός της κατηγορίας των περιπτώσεων στις οποίες είναι δυνατή η προσκόμιση αντικρουστικής μαρτυρίας. Δεν είναι εφικτή η προσαγωγή μαρτυρίας απλώς και μόνο για να πληγεί η αξιοπιστία του εναγομένου και των μαρτύρων του σε σχέση μάλιστα με θέμα το οποίο δεν αποτελεί επίδικο θέμα ή μέρος της υπεράσπισης των εναγομένων.  Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν μπορεί να πετύχει.

Υπό το φως των πιο πάνω  καταλήξεων μας η έφεση πρέπει να απορριφθεί με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο