ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 1653
22 Σεπτεμβρίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ
ΩΣ ΠΑΡΑΛHΠTΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ
ΑΝΝΑΣ ΣΠΑΝΟΥ,
2. ΣABBAΣ ΣΠANOY,
Eφεσείοντες,
ν.
NICANTONY TRADING CO LTD,
Eφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9370)
Aποφάσεις και Διατάγματα — Απαγορευτικό διάταγμα — Έκδοση διατάγματος που απαγόρευε στον εφεσείοντα - εναγόμενο 2 την αποξένωση δύο οχημάτων μέχρι τελικής εκδίκασης αγωγής για ακύρωση εγγραφής και μεταβίβασης των οχημάτων επ' ονόματί του — Τα οχήματα ανήκαν σε εταιρεία και μεταβιβάστηκαν στον εφεσείοντα - εναγόμενο 2 από άτομο που έπαυσε να είναι διευθυντής και γραμματέας της εταιρείας — Κρίθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά και δικαστικά τη διακριτική του ευχέρεια στην έκδοση του συντηρητικού διατάγματος.
Aποφάσεις και Διατάγματα — Απαγορευτικό διάταγμα — Υποχρέωση για έγκαιρη υποβολή της αίτησης και αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων — Το Δικαστήριο εξετάζει τη μαρτυρία με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο ή όχι να εκδοθεί το διάταγμα, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης — Ποιες οι προϋποθέσεις για έκδοση απαγορευτικού διατάγματος — Ο περί Δικαστηρίων Νόμος του 1960, Ν.14/60, Άρθρο 32.
Εταιρείες — Αρχή της ξεχωριστής οντότητας εταιρείας — Η εταιρεία δεσμεύεται μόνο από τις δικές της πράξεις ή τις πράξεις των αξιωματούχων της, υπό την ιδιότητά τους αυτή.
Η εναγόμενη 1 ήταν μέτοχος, διοικητική σύμβουλος και γραμματέας της εφεσίβλητης εταιρείας. Στις 12.10.1993 μεταβίβασε τις μετοχές της σε κάποιο Α. Γεωργίου. Σε έκτακτη γενική συνέλευση που πραγματοποιήθηκε την ίδια μέρα αποφασίστηκε η παύση της εναγόμενης 1 από τις θέσεις που κατείχε στην εταιρεία. Την επομένη, η εναγόμενη 1 μεταβίβασε δύο οχήματα που ήταν εγγεγραμμένα στο όνομα της εταιρείας, επ' ονόματι του πατέρα της, εφεσείοντα-εναγομένου 2.
Η εταιρεία καταχώρησε αγωγή στις 26.7.1994 τόσο εναντίον του Επίσημου Παραλήπτη ως παραλήπτη της περιουσίας της εναγομένης 1, που είχε εν τω μεταξύ κηρυχθεί σε πτώχευση, όσο και του πατέρα της, εφεσείοντα-εναγομένου 2, για ακύρωση της μεταβίβασης και εγγραφής επ' ονόματί του των πιο πάνω οχημάτων. Εξασφάλισε επίσης συντηρητικό διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν στον εναγόμενο 2 η αποξένωση των δύο οχημάτων και διατασσόταν η παράδοσή τους εντός 15 ημερών από την έκδοση του διατάγματος στον κοινοτάρχη Αγίου Ανδρέα Λευκωσίας, προς ασφαλή φύλαξη. Το διάταγμα παράδοσης των αυτοκινήτων θα ακυρωνόταν αν ο εναγόμενος 2 ικανοποιούσε τους όρους που επέβαλε το δικαστήριο για ασφάλιση των επιδίκων οχημάτων έναντι όλων των κινδύνων και υπέγραφε εγγύηση για σκοπούς αποζημίωσης των εναγόντων στην περίπτωση που τα αυτοκίνητα ήθελαν υποστεί ζημιά.
Η παρούσα έφεση στοχεύει στην ακύρωση του πιο πάνω συντηρητικού διατάγματος. Οι λόγοι έφεσης ήταν οι ακόλουθοι:
1. Υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων που δικαιολογούσαν την απόρριψη της αίτησης για συντηρητικό διάταγμα και επίσης καθυστέρηση στην υποβολή της μονομερούς αίτησης των εφεσιβλήτων με την οποία αξιωνόταν το εν λόγω συντηρητικό διάταγμα. Ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι μεταξύ των στοιχείων που απέκρυψαν οι αιτητές-εφεσίβλητοι ήταν ότι η μεταβίβαση των αυτοκινήτων έγινε βάσει όρων συμφωνίας και επίσης ότι η μεταβίβαση ήταν το αντικείμενο και άλλης αγωγής που αποσύρθηκε.
2. Η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ του Ν. Αντωνίου, συζύγου της εναγομένης 1, και της εναγομένης 1, με βάση την οποία τα αυτοκίνητα μεταβιβάστηκαν στον εφεσείοντα-εναγόμενο 2, ήταν γνωστή στην εφεσίβλητη εταιρεία και ως εκ τούτου το αντίθετο συμπέρασμα του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένο.
3. Το Δικαστήριο έκρινε από τη μια ότι η απόκρυψη της ύπαρξης άλλης αγωγής μεταξύ των ιδίων διαδίκων αναφορικά με το ίδιο θέμα δεν αποτελούσε ουσιώδες γεγονός, ενώ από την άλλη ζήτησε διευκρινίσεις επί του θέματος.
4. Το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/60.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο πρώτος λόγος της έφεσης δεν τεκμηριώθηκε.
2. Στο στάδιο της εκδίκασης συντηρητικού διατάγματος το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Το συμπέρασμα στην παρ. (2) ανωτέρω πρέπει να εξεταστεί μέσα σ' αυτά τα πλαίσια. Περαιτέρω εκείνο που είχε σημασία - ενόψει της αρχής της χωριστής προσωπικότητας της εταιρείας - είναι αν η εταιρεία τελικά δεσμεύεται ή όχι. Η θέση ότι οι εφεσίβλητοι ούτε γνώριζαν αλλά ούτε και δεσμεύονταν από τη συμφωνία, εξετέθη από το διευθυντή της εταιρείας Α. Γεωργίου, ο οποίος δεν αντεξετάστηκε επί του σημείου αυτού.
Ούτε και ο δεύτερος λόγος της έφεσης τεκμηριώθηκε.
3. Ο τρίτος λόγος της έφεσης στερείται παντελώς αντικειμένου και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία, ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ικανοποιούντο και οι δύο προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/60. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι (α) η ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης και (β) η ύπαρξη πιθανότητας επιτυχίας.
Η διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε δικαστικά και ορθά. Με τη διευθέτηση στην οποία κατέληξε, εξασφάλισε τα επίδικα περιουσιακά στοιχεία και ταυτόχρονα έδωσε στον εφεσείοντα την ευκαιρία να χρησιμοποιεί τα συγκεκριμένα οχήματα, με αποτέλεσμα να μειώνεται και/ή να εξαφανίζεται η ταλαιπωρία που πιθανόν να του προκαλούσε η έκδοση του διατάγματος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγομένους κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Πασχαλίδης, E.Δ.), που δόθηκε στις 29 Nοεμβρίου, 1994 (Aρ. Aγωγής 7237/94), με την οποία εκδόθηκε συντηρητικό διάταγμα που απαγόρευε στον εναγόμενο 2 την αποξένωση δύο οχημάτων μέχρι τελικής εκδίκασης της αγωγής. Διατάχθηκε επίσης η παράδοση των εν λόγω οχημάτων, εντός 15 ημερών από της έκδοσης του διατάγματος, στον κοινοτάρχη Aγίου Aνδρέου Λευκωσίας προς ασφαλή φύλαξη.
Σπ. Ευαγγέλου, για τον Eφεσείοντα.
Κ. Κούσιος, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση ασκήθηκε εναντίον συντηρητικού διατάγματος που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 29.11.1994. Η εναγόμενη 1 ήταν μέτοχος, διοικητική σύμβουλος και γραμματέας της εφεσίβλητης εταιρείας μέχρι τις 12.10.1993, ημερομηνία κατά την οποία μεταβίβασε τις μετοχές της σε κάποιο Αναστάση Γεωργίου. Σε έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας που πραγματοποιήθηκε την ίδια μέρα αποφασίστηκε η παύση της εναγόμενης 1 από τις θέσεις που κατείχε στην εταιρεία, απόφαση που της κοινοποιήθηκε αυθημερόν με επιστολή. Την επομένη 13.10.1992, η εναγόμενη 1 μεταβίβασε δύο οχήματα που ήταν εγγεγραμμένα στο όνομα της εταιρείας, επ' ονόματι του πατέρα της, εφεσείοντα-εναγόμενου 2.
Η εταιρεία καταχώρησε στις 26.7.1994 αγωγή τόσο εναντίον του Επίσημου Παραλήπτη ως παραλήπτη της περιουσίας της εναγόμενης 1 που εν τω μεταξύ είχε κηρυχθεί σε πτώχευση, όσο και του πατέρα της, με την οποία αξιώνεται διάταγμα για ακύρωση της μεταβίβασης και εγγραφής επ' ονόματι του εναγόμενου 2 των πιο πάνω οχημάτων. Αξίωνε επίσης διάταγμα για επανεγραφή και μεταβίβαση των οχημάτων επ' ονόματι της εταιρείας, καθώς και αποζημιώσεις.
Την ίδια μέρα καταχωρήθηκε επίσης μονομερής αίτηση με την οποία αξιωνόταν συντηρητικό διάταγμα που να απαγόρευε στον εναγόμενο 2 την πώληση, υποθήκευση, μεταβίβαση, διάθεση, ή αποξένωση των δύο οχημάτων και διάταγμα για την παράδοση των οχημάτων στον κοινοτάρχη Αγίου Ανδρέα Λευκωσίας, προς ασφαλή φύλαξή τους μέχρι της εκδίκασης της αγωγής.
Το Δικαστήριο ύστερα από ακρόαση της αίτησης κατέστησε απόλυτο το εκδοθέν διάταγμα με το οποίο μέχρι τελικής εκδίκασης της αγωγής απαγορευόταν στον εναγόμενο 2, η αποξένωση των δύο οχημάτων. Διατασσόταν επίσης η παράδοσή τους εντός 15 ημερών από της έκδοσης του διατάγματος στον κοινοτάρχη Αγίου Ανδρέα Λευκωσίας προς ασφαλή φύλαξη.
Το διάταγμα παράδοσης των αυτοκινήτων στον κοινοτάρχη θα ακυρωνόταν αν ο εναγόμενος 2 προέβαινε εντός 15 ημερών σε ασφάλιση των επιδίκων αυτοκινήτων έναντι όλων των κινδύνων για το συνολικό ποσό των £20.000 και παράλληλα υπέγραφε εγγύηση ύψους £15.000 για σκοπούς αποζημίωσης των εναγόντων στην περίπτωση που τα αυτοκίνητα ήθελαν υποστεί ζημιά.
Εναντίον του πιο πάνω διατάγματος ο εναγόμενος 2 καταχώρησε την παρούσα έφεση. Ισχυρίζεται ότι η αίτηση για συντηρητικό διάταγμα θα έπρεπε να απορριφθεί γιατί υπήρξε εκ μέρους των εφεσίβλητων απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων που δικαιολογούσαν την απόρριψη. Ισχυρίζεται επίσης ότι η καθυστέρηση που οι εφεσίβλητοι επέδειξαν στην υποβολή της μονομερούς αίτησής τους, είναι παράγων που έπρεπε να ληφθεί υπ' όψιν εναντίον της έκδοσης του προσωρινού διατάγματος. Σημειώνεται ότι ενώ η μεταβίβαση των αυτοκινήτων από την εναγόμενη 1 στον εφεσείοντα έγινε στις 13.10.1992, η αγωγή καταχωρήθηκε στις 26.7.1994.
Κατ' αρχή δεν έχει προβληθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ισχυρισμός για καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης και συνεπώς δεν μπορεί να εξεταστεί κατ' έφεση. Ανεξάρτητα όμως από αυτό θα πρέπει να πούμε ότι δεν θεωρούμε ότι έχει παρουσιαστεί τέτοια καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης που να αποκλείει την έκδοση διατάγματος. Ούτε νομίζουμε ότι το πνεύμα της σχετικής νομολογίας είναι ότι κάθε καθυστέρηση είναι και μοιραία. Κάθε περίπτωση κρίνεται με τα δικά της περιστατικά και στην παρούσα υπόθεση τα περιστατικά δεν είναι τέτοια που θα δικαιολογούσαν ένα τέτοιο συμπέρασμα.
Δεν μπορούμε εξ άλλου να παραγνωρίσουμε ότι προηγουμένως είχε καταχωρηθεί η αγωγή υπ' αρ. 9646/92 μεταξύ των ιδίων διαδίκων που αφορούσε περίπου στα ίδια γεγονότα και η οποία αποσύρθηκε άνευ βλάβης στις 25.7.1994, μία δηλαδή ημέρα πριν καταχωρηθεί η παρούσα αίτηση.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται επίσης ότι οι αιτητές-εφεσίβλητοι απέκρυψαν ουσιώδη στοιχεία και γεγονότα, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η απόρριψη της αίτησης χωρίς εξέταση της ουσίας της. Σαν τέτοια γεγονότα αναφέρει, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι η εταιρεία ήταν οικογενειακή εταιρεία που ανήκε εξ ημισείας στην εναγόμενη 1 και στον εν διαστάσει σύζυγό της, ότι η μεταβίβαση των αυτοκινήτων έγινε βάσει όρων συμφωνίας, ότι ο Αναστάσης Γεωργίου, ο κυριότερος μέτοχος της εταιρείας, ενεργούσε ουσιαστικά εκ μέρους του συζύγου της εναγόμενης 1 και τέλος ότι η μεταβίβαση των οχημάτων ήταν το αντικείμενο και άλλης αγωγής που αποσύρθηκε.
Το επιχείρημα αυτό προβλήθηκε ενώπιον και του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο, ύστερα από λεπτομερή αναφορά τόσο στη ξένη όσο και στην κυπριακή νομολογία, κατέληξε ότι τα γεγονότα αυτά δεν ήταν ουσιώδη, ούτως ώστε ο αιτητής να έχει υποχρέωση να τα αποκαλύψει στο Δικαστήριο.
Δεν βρίσκουμε λόγους να διαφωνήσουμε με το πιο πάνω συμπέρασμα. Δεν βλέπουμε γιατί τα γεγονότα αυτά θα έπρεπε να επηρεάσουν την απόφαση του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο επισημαίνει το γεγονός ότι τόσο η μαρτυρία του Νικόλα Αντωνίου, του συζύγου δηλαδή της εναγόμενης 1, όσο και του Αναστάση Γεωργίου, παρέμεινε στο σύνολό της αναντίλεκτη, αφού οι μάρτυρες αυτοί δεν αντεξετάστηκαν. Στην απόφαση σημειώνεται εν πάση περιπτώσει τόσο ότι η προηγούμενη αγωγή αποσύρθηκε άνευ βλάβης όσο και το γεγονός ότι η αποσυρθείσα αγωγή εδραζόταν ουσιαστικά στα ίδια επίδικα θέματα.
Ο εφεσείων παραπονείται περαιτέρω ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δέκτηκε ότι η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ του Νίκου Αντωνίου και της εναγόμενης 1 με βάση την οποία τα αυτοκίνητα μεταβιβάστηκαν στον εφεσείοντα δεν ήταν γνωστή στην εφεσίβλητη εταιρεία, ή ότι δεν μπορούσε εύλογα να γίνει γνωστή. Η απόφαση του Δικαστηρίου κρίνεται από τον εφεσείοντα ως λανθασμένη, γιατί η θέση των εφεσιβλήτων δεν ήταν ότι δεν γνώριζαν τα γεγονότα, αλλά ότι δεν δεσμεύονταν από τη συμφωνία. Η ύπαρξη της συμφωνίας ήταν γνωστή τόσο στο Νίκο Αντωνίου, όσο και στον Αναστάση Γεωργίου και συνεπώς σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι δεν γνώριζαν την ύπαρξή της είναι εσφαλμένο.
Στην πραγματικότητα η θέση των εφεσίβλητων ήταν ότι από τη μια δεν γνώριζαν για τη συμφωνία, αλλά από την άλλη ότι, εν πάση περιπτώσει, ούτε και δεσμεύονταν από αυτή. Η θέση αυτή εξετέθη από το διευθυντή της εταιρείας Αναστάση Γεωργίου, ο οποίος όπως είπαμε και πιο πάνω δεν αντεξετάστηκε επί του σημείου. Είναι γνωστή η αρχή της χωριστής προσωπικότητας της εταιρείας και συνεπώς η εταιρεία μόνο από τις δικές της πράξεις ή των αξιωματούχων της υπό την ιδιότητά τους αυτή δεσμεύεται. Συνεπώς εκείνο που έχει σημασία είναι αν η εταιρεία τελικά δεσμεύεται ή όχι.
Περαιτέρω όμως, στο στάδιο της εκδίκασης συντηρητικού διατάγματος το Δικαστήριο εξετάζει την ενώπιόν του μαρτυρία με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο ή όχι να εκδοθεί το διάταγμα, αποφεύγοντας να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης. Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια θα πρέπει να εξεταστεί και το σχετικό συμπέρασμα. Δε βρίσκουμε λόγο επέμβασης ούτε στην περίπτωση αυτή.
Εντελώς άνευ αντικειμένου είναι και ο τρίτος λόγος της έφεσης με τον οποίο ο εφεσείων παραπονείται ότι από τη μια το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόκρυψη της ύπαρξης άλλης αγωγής μεταξύ των ιδίων διαδίκων αναφορικά με το ίδιο θέμα δεν αποτελούσε ουσιώδες γεγονός, ενώ από την άλλη ζήτησε σχετικές διευκρινίσεις επί του θέματος. Το γεγονός και μόνο ότι το Δικαστήριο ζήτησε διευκρινίσεις για κάποια ενώπιόν του στοιχεία, δεν καθιστά τα στοιχεία αυτά και ουσιώδη γεγονότα. Εξ άλλου συμφωνούμε με το Δικαστήριο ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η μη αποκάλυψη της απόσυρσης άλλης παρόμοιας αγωγής δεν ήταν εν πάση περιπτώσει ουσιώδες γεγονός, οπότε το επιχείρημα καθίσταται εντελώς άνευ σημασίας.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης βασικά υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/60. Ο λόγος αυτός βασίζεται στην εισήγηση ότι οι ισχυρισμοί που περιέχονται στην ένορκο δήλωση του Αναστάση Γεωργίου ήταν γενικοί και αόριστοι και δεν έθεταν οποιανδήποτε βάση αγωγής.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα αυτοκίνητα των οποίων αξιωνόταν η απαγόρευση μεταβίβασής τους αποτελούσαν και το αντικείμενο της διαφοράς. Έλαβε υπ' όψιν ότι η μεταβίβαση στον εφεσείοντα από τη θυγατέρα του έγινε μια μέρα μετά την κοινοποίηση της παύσης της από τις θέσεις του διευθυντή και γραμματέα της εταιρείας, καθώς και το ότι η μεταβίβαση έγινε χωρίς αντάλλαγμα, και αποφάσισε ότι υπήρχαν ικανοποιητικοί λόγοι για έκδοση του αιτουμένου διατάγματος.
Η θέση που προβάλλεται ότι οι αξιώσεις των αιτητών είναι γενικής φύσης και αόριστες και συνεπώς δεν δικαιολογούν τη διαπίστωση ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, τέθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα και ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το Δικαστήριο απέρριψε τους σχετικούς ισχυρισμούς.
Το κλητήριο ένταλμα στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι γενικά οπισθογραφημένο. Σκοπός της γενικής οπισθογράφησης είναι η σκιαγράφηση σε γενικές γραμμές της φύσης της απαίτησης και των αξιώσεων του ενάγοντα. Στο στάδιο εκδίκασης αίτησης για συντηρητικό διάταγμα το Δικαστήριο θα πρέπει απλά να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση και ότι υπάρχει πιθανότητα επιτυχίας. Βρίσκουμε ότι βάση τα ενώπιόν του στοιχεία το Δικαστήριο ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι και οι δύο πιο πάνω προϋποθέσεις επληρούντο και συνεπώς δεν δικαιολογείται ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης.
Με τους επόμενους δύο λόγους έφεσης υποστηρίζεται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο θα ήταν αδύνατη και ότι εσφαλμένα ερμηνεύτηκαν οι αρχές που διέπουν κατά πόσο ήταν δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αναφέρθηκε στην ταλαιπωρία που θα προξενηθεί στην κάθε πλευρά, έστω κι' αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32.
Το Δικαστήριο δέκτηκε ότι αφού τα αυτοκίνητα χρησιμοποιούνται, διατρέχουν κίνδυνο καταστροφής ή ζημιάς. Περαιτέρω δέκτηκε ότι τα αυτοκίνητα δεν είναι ξένα προς τα επίδικα θέματα, αλλά συνιστούν το αντικείμενο της αγωγής και επομένως η οικονομική κατάσταση του εφεσείοντα, άνκαι πιθανόν να λαμβάνεται υπ΄ όψη, δεν συνιστά και το μοναδικό παράγοντα που επηρεάζει την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32.
Νομίζουμε ότι το Δικαστήριο όχι μόνο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια δικαστικά και ορθά, αλλά ότι κατέληξε σε μια σώφρονα διευθέτηση. Εξασφάλισε τα επίδικα περιουσιακά στοιχεία, αλλά συνάμα έδωσε στον εφεσείοντα την ευκαιρία να χρησιμοποιεί τα συγκεκριμένα οχήματα, με αποτέλεσμα να μειώνεται ή και να εξαφανίζεται η ταλαιπωρία που πιθανόν να του προκαλείτο.
Παρόμοιου περιεχομένου είναι και οι επόμενοι δύο λόγοι έφεσης. Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, είναι εσφαλμένη γιατί δεν προσκομίστηκε μαρτυρία εκ μέρους των εφεσιβλήτων που να υποστήριζε την ύπαρξη κινδύνου καταστροφής των αυτοκινήτων, ούτε και την πρόθεση του εφεσείοντα να αποξενώσει ή διαθέσει τα επίδικα αυτοκίνητα. Όπως είπαμε και πιο πάνω το Δικαστήριο έκρινε ότι επειδή τα επίδικα αντικείμενα ήταν αυτοκίνητα, υπόκεινται σε κινδύνους καταστροφής ή πρόκλησης ζημιάς. Ορθά κρίθηκε ότι οι πρόνοιες του άρθρου 4 του Κεφ.6, δεν προϋποθέτουν την ύπαρξη συγκεκριμένου κινδύνου. Αρκεί η διαπίστωση ότι τα αυτοκίνητα αντιμετώπιζαν κίνδυνο, ενώ από την άλλη οι όλες περιστάσεις της υπόθεσης δικαιολογούσαν την έκδοση του διατάγματος.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω η παρούσα έφεση θα πρέπει να απορριφθεί και διά ταύτα απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα στη σχετική κλίμακα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.