ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 1386
16 Iουλίου, 1998
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙO OIKOΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΥΛΙΔΗΣ,
Kαθ' ου η αίτηση - Eφεσείων,
ν.
1. ΑΝΤΩΝΗ Π. ΜΑΡΚΟΥΛΙΔΗ ΑΝΗΛΙΚΟY,
2. EΛΣAΣ Π. MAPKOYΛIΔH ANHΛIKHΣ
ΔIA THΣ MHTPOΣ KAI ΠΛHΣIEΣTEPHΣ
ΦIΛHΣ TOYΣ KPIΣTIAΣ POΔOΣΘENOYΣ,
Aιτητών - Eφεσιβλήτων.
(Έφεση Αρ. 93)
Οικογενειακό Δίκαιο — Διατροφή ανηλίκων — Αίτηση για αναθεώρηση διατάγματος για διατροφή ανηλίκων — Άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (N. 216/90) — Το Δικαστήριο πριν καταλήξει στην ετυμηγορία του ως προς το ποσό της διατροφής, υποχρεούται να εξετάσει το εύλογο των κονδυλίων που απαιτούνται για κάλυψη των αυξημένων αναγκών των παιδιών — Δεν αναμένεται να αποδεικτούν με αυστηρότητα όλα τα κονδύλια — Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ποσό της διατροφής που καθόρισε ήταν εσφαλμένη και οδήγησε σε διαταγή για επανεκδίκαση.
Η έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία αναθεωρήθηκε υφιστάμενο διάταγμα διατροφής ημερ. 3.11.87, δυνάμει του οποίου ο εφεσείων κατέβαλλε το ποσό των £100 το μήνα για τα δύο ανήλικα τέκνα του ηλικίας τότε 5 και 3 ετών αντίστοιχα. Το ποσό του αρχικού διατάγματος αυξήθηκε σε £817 το μήνα. Οι λόγοι που προβλήθηκαν για την τροποποίηση του αρχικού διατάγματος ήταν το μεγάλωμα της ηλικίας των παιδιών κατά 10 χρόνια, και οι αυξημένες ανάγκες τους σε ένδυση, εκπαίδευση και στις υπόλοιπες δαπάνες που συνιστούν τη διατροφή. Επίσης στην αίτηση αναφερόταν ότι ο εφεσείων κατέχει τώρα διευθυντική θέση σε εταιρεία και ως εκ τούτου έχει την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει το αυξημένο ποσό των £817 για τη διατροφή των παιδιών του.
Η μητέρα των ανηλίκων ανέφερε στην ένορκή της δήλωση, που υποστήριζε την αίτηση, πως το σύνολο των εξόδων διατροφής των παιδιών ανερχόταν σε £1.634 το μήνα και το ποσό που απαιτούσε από τον εφεσείοντα ήταν το ήμισυ του πιο πάνω ποσού, αφού η ίδια αναλάμβανε το άλλο μισό. Κατά την κατάθεσή της στο Δικαστήριο δεν έδωσε καμιά λεπτομέρεια με αριθμούς αναφορικά με τα επιμέρους ποσά που χρειάζονται για το κάθε είδος δαπάνης της συντήρησης των παιδιών π.χ. τα ιδιαίτερα μαθήματα, ένδυση, διατροφή, ψυχαγωγία κ.λ.π.
Ο εφεσείων δεν έδωσε μαρτυρία. Ισχυρίστηκε, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, ότι η υπό συζήτηση απόφαση είναι εσφαλμένη γιατί τα παιδιά του δεν απέδειξαν την υπόθεσή τους αναφορικά με τις ανάγκες τους για διατροφή, ούτε και τις δικές του οικονομικές δυνάμεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία της μητέρας στην ολότητά της και εξέδωσε το επίδικο διάταγμα.
Οι συνήγοροι του εφεσείοντα υποστήριξαν κατ' έφεση ότι ήταν δικαίωμά του να μη δώσει μαρτυρία στο Δικαστήριο και υποχρέωση των εφεσιβλήτων να αποδείξουν τις οικονομικές του δυνάμεις.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Αν ο υπόχρεος επιλέξει να μη βοηθήσει το Δικαστήριο στη διακρίβωση της οικονομικής του δυνατότητας, αυτό δεν σημαίνει πως μπορεί η στάση του αυτή να χρησιμοποιηθεί και ως επιχείρημα περί ελλείψεως μαρτυρίας. Το Δικαστήριο οφείλει να ενεργήσει στη βάση των στοιχείων που έχει ενώπιόν του. Στη διαδικασία εκδίκασης αιτήσεων διατροφής είναι ευθύνη του υπόχρεου να προβεί σε πλήρη και αληθή αποκάλυψη των οικονομικών του πόρων και δυνατοτήτων, ώστε να καθοριστεί η υποχρέωσή του σύμφωνα με το νόμο.
2. Τα παιδιά, στην παρούσα υπόθεση, είχαν να θεμελιώσουν αλλαγή στις περιστάσεις, ώστε να ενεργοποιείται η δικαιοδοσία για αναθεώρηση.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διαπίστωσε πως α) θεμελιώθηκε τέτοια αλλαγή αφού οι ανάγκες των παιδιών αυξήθηκαν και β) τα εισοδήματα του εφεσείοντα αυξήθηκαν μετά την έκδοση του πρώτου διατάγματος, αφού δεν αντέκρουσε τη μαρτυρία της αντίθετης πλευράς αναφορικά με την αύξηση των εισοδημάτων του λόγω της ανάληψης από αυτόν διευθυντικής θέσης.
4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε σφάλμα όταν, αφού στηρίχθηκε στη μαρτυρία της μητέρας, αποδέχθηκε ως αναπότρεπτη συνέπεια πως το κόστος της διατροφής των παιδιών ανερχόταν σε £1.634, και καθόρισε την υποχρέωση του εφεσείοντα στο ήμισυ. Και τούτο γιατί, καθώς επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είχε ενώπιόν του άλλη μαρτυρία να αντικρούσει αυτή της εφεσίβλητης. Σε τελική ανάλυση το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το εύλογο των κονδυλίων, παρόλο ότι το ίδιο δέκτηκε πως το επιδικασθέν ποσό "ίσως είναι παράλογο, υπερβολικό και αυθαίρετο".
Ενόψει των ανωτέρω η επανεκδίκαση της αίτησης είναι αναπόφευκτη.
H έφεση επιτρέπεται χωρίς έξοδα. Διατάσσεται επανεκδίκαση.
Έφεση.
Έφεση από τον καθ' ου η αίτηση κατά της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Δικαιοδοσία Διατροφής (Kαρατσή, Δ.), που δόθηκε στις 13 Φεβρουαρίου, 1998 (Aίτηση Aρ. 167/97), με την οποία τροποποιήθηκε το διάταγμα διατροφής από £100 σε £817.
Σ. Παπακυριακού με Κ. Κακουλλή, για τον Eφεσείοντα.
Π. Αναστασιάδης, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Xρ. Aρτεμίδης, Δ..
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού, που εκδόθηκε στις 3.11.87 στην αίτηση διατροφής 66/86, ο εφεσείων διατάχθηκε να πληρώνει £100 το μήνα για τη συντήρηση των δυο παιδιών του, ηλικίας τότε 5 και 3 ετών αντίστοιχα. Από την κατάρρευση της συμβίωσης και του γάμου τα παιδιά μένουν με τη μητέρα τους. Με αίτηση, που καταχωρίστηκε από τη μητέρα τους στις 7.10.97 στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, τα παιδιά ζήτησαν την αναθεώρηση του πιο πάνω διατάγματος, ώστε το ποσό της συνεισφοράς στη διατροφή τους από τον πατέρα τους να αυξηθεί από £100 σε £817 το μήνα. Οι λόγοι που προβλήθηκαν για την τροποποίηση του αρχικού διατάγματος είναι το μεγάλωμα της ηλικίας τους κατά 10 χρόνια, και οι συνακόλουθες αυξημένες ανάγκες τους σε ένδυση, εκπαίδευση και όλες τις υπόλοιπες δαπάνες που συνιστούν τη διατροφή. Επίσης, καθώς αναφερόταν στην αίτηση, ο εφεσείων έχει οικονομικές δυνατότητες εφόσον τώρα κατέχει διευθυντική θέση σε εταιρεία, ενώ, όταν εκδόθηκε το αρχικό διάταγμα είχε γίνει δεκτό πως ο ίδιος δεν διέθετε τα μέσα συντήρησης του και βασιζόταν στην οικονομική βοήθεια της μητέρας του.
Η μητέρα των ανηλίκων ανέφερε στην ένορκη της δήλωση, που υποστήριζε την αίτηση, και ενώπιον του Δικαστηρίου που τη δίκασε, πως αναλάμβανε το ήμισυ των εξόδων διατροφής των παιδιών, το σύνολο των οποίων ανέρχονταν σε £1,634. Απαιτούσε δε το υπόλοιπο ήμισυ από τον εφεσείοντα, ο οποίος, στη δική του ένορκη δήλωση, ισχυρίστηκε πως δεν ήταν σε θέση να πληρώνει περισσότερα από £100 το μήνα, μολονότι δεχόταν πως οι ανάγκες των παιδιών είχαν αυξηθεί σε "λογικό", όπως χαρακτηριστικά είπε, επίπεδο.
Η μητέρα περιέγραψε στην ένορκη της μαρτυρία το επίπεδο ζωής των παιδιών και τις ανάγκες αναφορικά με τη μόρφωση τους σε σχολεία και ιδιαίτερα μαθήματα, ένδυση, διατροφή, διαμονή, ψυχαγωγία κ.λπ. Τα παιδιά έχουν άριστη επίδοση στα μαθήματα. Απολαμβάνουν, όπως έδειξε η μαρτυρία της μητέρας, άνετης ζωής γιατί και η ίδια έχει οικονομικούς πόρους. Εργάζεται με αξιόλογο μισθό και έχει υπολογίσιμη περιουσία. Η οικογένεια μένει σε άνετο σπίτι, ιδιοκτησία της μητέρας, όπου έχουν και τη διευκόλυνση των υπηρεσιών οικιακής βοηθού.
Η μητέρα είπε επίσης στην κατάθεση της πως το σύνολο των εξόδων διατροφής και των δυο παιδιών ανέρχεται σε £1,634, το μήνα, και λόγω της μικρής διαφοράς στην ηλικία τους το επιμερίζονται εξίσου. Δεν έδωσε όμως καμιά λεπτομέρεια με αριθμούς αναφορικά με τα επιμέρους ποσά που χρειάζονται για το κάθε είδος δαπάνης της συντήρησης των παιδιών π.χ. τα ιδιαίτερα μαθήματα, ένδυση, διατροφή, ψυχαγωγία κ.λπ. Θα πρέπει βεβαίως εδώ να υποδείξουμε πως δεν αναμένεται να αποδεικτούν με αυστηρότητα όλα αυτά τα κονδύλια. Τα έξοδα διατροφής δεν είναι σταθερά. Όπως οι κοινά αποδεκτές γνώσεις και εμπειρίες σε τέτοιας φύσης θέματα δείχνουν, υφίστανται διακυμάνσεις ανάλογα με το είδος τους, όπως λόγου χάρη οι δαπάνες για ένδυση, φροντιστήρια, διακοπές κ.λπ.
Ο εφεσείων δεν έδωσε μαρτυρία. Και βασιζόμενος σ' αυτή του την επιλογή ισχυρίστηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο, και ενώπιον μας, πως η υπό συζήτηση απόφαση είναι εσφαλμένη γιατί οι εφεσίβλητοι, τα παιδιά του, δεν απέδειξαν την υπόθεση τους αναφορικά με τις ανάγκες τους για διατροφή, αλλά και τις δικές του οικονομικές δυνάμεις.
Το πρωτόδικο Διδκαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία της μητέρας στην ολότητα της, και εξέδωσε διάταγμα διατροφής καθορίζοντας την στο μηνιαίο ποσό σε £817, το ήμισυ δηλαδή του συνολικού ποσού της διατροφής που η μητέρα είπε πως χρειάζονταν τα παιδιά.
Κατά την ενώπιον μας συζήτηση οι συνήγοροι του εφεσείοντα επέμειναν κυρίως στο δεύτερο σημείο. Υποστήριξαν πως ήταν δικαίωμα του να μη δώσει μαρτυρία στο Δικαστήριο, και υποχρέωση των εφεσιβλήτων να αποδείξουν τις οικονομικές του δυνάμεις.
Ο πρωτόδικος δικαστής συζήτησε σε έκταση τη θέση που υποστήριξαν οι δικηγόροι του εφεσείοντα, με αναφορά σε πληθώρα αποφάσεων των Δικαστηρίων της Αγγλίας και δικών μας. Αποδεικνύεται, από τις απόψεις που εκφράζει, καλός γνώστης της νομολογίας. Να μας επιτραπεί, χωρίς τούτο να σημαίνει πως δεν εκτιμούμε την εργασία του δικαστή στο θέμα, να είμαστε πιο συνοπτικοί στη δική μας προσέγγιση. Η νομική θεμελίωση, θα λέγαμε ορθότερα ολόκληρο το οικοδόμημα μιας τέτοιας αίτησης, στηρίζεται στο άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, Ν.216/90 που λέει:
"Οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του."
Ο Νόμος, όπως ρητά προβλέπουν οι πιο πάνω διατάξεις του, επιβάλλει:
(α) Υποχρέωση των γονέων διατροφής των τέκνων. Τόσον ισχυρά και ακλόνητη είναι αυτή η επιταγή που στο εδάφιο 3 του ίδιου άρθρου προβλέπεται πως, και αν ακόμη το ανήλικο τέκνο έχει περιουσία, το δικαίωμα του διατροφής από τους γονείς παραμένει.
(β) Η υποχρέωση αυτή καθορίζεται ανάλογα με τις δυνάμεις του κάθε γονέα. Δεδομένης της υποχρέωσης για διατροφή εξετάζονται οι ανάγκες του παιδιού και η οικονομική δυνατότητα των γονιών.
Οι οικονομικές δυνάμεις του υπόχρεου είναι στοιχείο που στις πλείστες των περιπτώσεων ανάγεται στην ιδίαν αυτού γνώση. Αν επιλέξει να μη βοηθήσει το Δικαστήριο στη διακρίβωση της υποχρέωσης του αυτής, τούτο δεν σημαίνει πως και μπορεί να χρησιμοποιηθεί η στάση αυτή και ως επιχείρημα περί ελλείψεως μαρτυρίας. Τέτοια εισήγηση συνιστά έκδηλο παραλογισμό. Το δικαστήριο οφείλει να ενεργήσει στη βάση των στοιχείων που έχει ενώπιον του. Είναι δε η γνώμη μας πως στη διαδικασία εκδίκασης αίτησης για διατροφή είναι ευθύνη του υπόχρεου να προβεί σε πλήρη και αληθή αποκάλυψη των οικονομικών του πόρων και δυνατοτήτων, ώστε να καθοριστεί η υποχρέωση του σύμφωνα με το νόμο.
Στην ενώπιον μας υπόθεση τα παιδιά είχαν να θεμελιώσουν αλλαγή στις περιστάσεις, ώστε να ενεργοποιείται η δικαιοδοσία για αναθεώρηση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διαπίστωσε πως θεμελιώθηκε τέτοια αλλαγή αφού οι ανάγκες τους αυξήθηκαν. Εναπόκειτο πλέον στον πατέρα να αποδείξει ότι έπρεπε να απαλλαγεί από την υποχρέωση για διατροφή προς κάλυψη των αυξημένων αναγκών των παιδιών. Ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε τις αυξημένες ανάγκες των παιδιών, αλλά επικαλέστηκε στην ένσταση του οικονομική αδυναμία, χωρίς, ας σημειωθεί, να αντιστρατευθεί τη μαρτυρία πως μετά την έκδοση του πρώτου διατάγματος, τα εισοδήματα του αυξήθηκαν λόγω της ανάληψης διευθυντικής θέσης. Επέλεξε να μη δώσει μαρτυρία και ο ισχυρισμός του έμεινε αναπόδεικτος, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το θέμα όμως δεν τελειώνει εδώ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέκτηκε, ως αναπότρεπτη συνέπεια, στηριζόμενο στη μαρτυρία της μητέρας, πως το κόστος της διατροφής των παιδιών ανερχόταν σε £1,634, και καθόρισε την υποχρέωση του εφεσείοντα στο ήμισυ, δηλαδή £817. Και τούτο γιατί, καθώς επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είχε ενώπιον του άλλη μαρτυρία να αντικρούσει αυτή της εφεσίβλητης.
Η λογική που ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπόθεση, αν ήταν ορθή, θα σήμαινε πως όποιο ποσό και αν ανέφερε η μητέρα, αυτό και θα καθοριζόταν στην απόφαση, ως το ποσό της διατροφής, μιας και δεν υπήρχε αντίθετη περί αυτού μαρτυρία. Σε τελική ανάλυση το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το εύλογο των κονδυλίων, και αυτό παρά το γεγονός ότι το ίδιο δέκτηκε πως το ποσό των £1,634 "ίσως είναι παράλογο, υπερβολικό και αυθαίρετο".
Ενόψει των ανωτέρω η επανεκδίκαση της αίτησης είναι αναπόφευκτη. Ακυρώνεται η πρωτόδικη απόφαση και η εκδίκαση της αίτησης να γίνει από άλλο δικαστή. Καμιά διαταγή για έξοδα στην έφεση.
H έφεση επιτρέπεται χωρίς έξοδα. Διατάσσεται επανεκδίκαση.