ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 968
18 Μαΐου, 1998
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
JOSEPH EL ALAM,
Εφεσείων-Εναγόμενος 2,
v.
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΤΟΥΜΑΖΙΔΗ,
Eφεσιβλήτου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9023)
Συμβάσεις — Παρανομία — Σύμβαση για αγοραπωλησία ξένου συναλλάγματος κατά παράβαση του περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμου, Κεφ. 199 — Είναι εξ υπαρχής άκυρη — Το Δικαστήριο δε θα εφαρμόσει σύμβαση η οποία ρητά ή εξυπακουόμενα απαγορεύεται από το νόμο — Η πρόθεση των μερών είναι, σε τέτοια περίπτωση, αδιάφορο στοιχείο — Ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149, Άρθρο 23 — Διαφορά μεταξύ Κυπριακού και Αγγλικού Νόμου.
Έξοδα — Βασικός παράγων που διέπει την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για την επιδίκαση των εξόδων είναι το αποτέλεσμα της δίκης — Δεν είναι παραδεκτή η αποστέρηση των εξόδων του επιτυχόντα διαδίκου χωρίς αποχρώντα λόγο.
Ο εφεσίβλητος - ενάγων ήθελε να αγοράσει δολάρια Αμερικής σε επιταγές, με σκοπό να τα καταθέσει σε τράπεζα του εξωτερικού, με αντάλλαγμα την καταβολή του αντίστοιχου ποσού σε Κυπριακές λίρες. Αυτό το πέτυχε με τη μεσολάβηση του Αντώνη Ασσιώτη (του πρώτου εναγομένου στην αγωγή) ο οποίος τον έφερε σε επαφή με τον Χρ. Πισσούριο. Ο Πισσούριος του πώλησε δύο επιταγές συμποσούμενες σε 17.000 Δολλάρια Αμερικής έναντι 8.500 Λ.Κ., ποσό το οποίο του κατέβαλε. Οι επιταγές είχαν εκδοθεί από την τράπεζα "Bank of Beirut & The Arab Countries S.A.L" (εναγόμενη 3), προς όφελος του Joseph El Alam (εναγομένου 2), του εφεσείοντα, ο οποίος τις οπισθογράφησε και τις παρέδωσε στον Πισσούριο. Ο εφεσίβλητος κατάθεσε τις δύο επιταγές σε τράπεζα του εξωτερικού. Πριν εξοφληθούν, η Bank of Beirut σταμάτησε την πληρωμή τους, μετά από οδηγίες του εφεσείοντα. Έτσι, προέκυψε η διαφορά που οδήγησε στην αντιδικία, η επίλυση της οποίας αποτέλεσε το αντικείμενο της δικαστικής απόφασης που εφεσιβάλλεται.
Ο Πισσούριος δολοφονήθηκε μία ημέρα πριν από την ημέρα που έδωσε οδηγίες ο εφεσείων στην Τράπεζα να σταματήσει την πληρωμή των επιταγών.
Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο διεκδικώντας από τον Ασσιώτη, τον El Alam και την Bank of Beirut, την καταβολή του ποσού των 17,000 Δολλαρίων Αμερικής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού πήρε καθοδήγηση από τις αποφάσεις Mosfilioti v. Panayi & Another και Panayi v. Polycarpou, έκρινε την συντελεσθείσα συναλλαγή, για την απόκτηση του ξένου συναλλάγματος έγκυρη, παρά την απαγόρευσή της από τον περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμο, Κεφ. 199. Ως αποτέλεσμα εξέδωσε απόφαση εναντίον του εναγομένου 2 El Alam για το ποσό των 17,000 Δολλαρίων Αμερικής και/ή το ισόποσό τους σε Κυπριακές Λίρες, με τόκο προς 9% από 5/6/1991 (ημέρα ακύρωσης των επιταγών) μέχρις εξοφλήσεως.
Η αγωγή εναντίον των άλλων δύο εναγομένων απορρίφθηκε. Αναφορικά με το θέμα των εξόδων, το Δικαστήριο διέταξε τον κάθε διάδικο να επωμισθεί τα έξοδά του.
Με την παρούσα έφεση ο El Alam προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση, προβάλλοντας ως κύριο λόγο, το παράνομο της συναλλαγής και το άκυρο της συμφωνίας. Επίσης αμφισβητεί:
1. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες, οι επιταγές περιήλθαν στην κατοχή του Τουμαζίδη.
2. Τη διαπίστωση ότι αυτός κατέστη κάτοχος των επιταγών εν τη πορεία (holder in due course).
3. Την επιδίκαση τόκου από την ημέρα ακύρωσης των επιταγών.
Με ξεχωριστή έφεση (Π.Ε.9040), η οποία στρέφεται τόσο εναντίον του El Alam, όσο και εναντίον της Bank of Beirut, ο εφεσίβλητος (Τουμαζίδης), προσβάλλει το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορά (α) την απόρριψη της αγωγής εναντίον της τράπεζας, (β) τον καθορισμό της ισοτιμίας μεταξύ Κυπριακής λίρας και Αμερικανικού δολλαρίου και (γ) τα έξοδα.
Η τράπεζα καταχώρησε αντέφεση δυνάμει της Δ.35, θ.10, επιδιώκοντας τις θεραπείες που αναφέρονται στην έφεση 9040, ήτοι α) την απόρριψη της αγωγής εναντίον της και για τον πρόσθετο λόγο ότι η συμφωνία ήταν παράνομη και άκυρη, β) την ανατροπή της απόφασης ως προς τα έξοδα και γ) την έκδοση δηλωτικής απόφασης για συνεισφορά στην αποζημίωση που ενδεχομένως θα καλείτο να καταβάλει στον Τουμαζίδη.
Οι δύο εφέσεις ακούστηκαν διαδοχικά και εξετάστηκαν από κοινού. Η απόφαση στην έφεση 9023, θα αποτελέσει το υπόβαθρο για την έκδοση της απόφασης στην έφεση 9040.
Έφεση υπ' αρ. 9023
Αποφασίστηκε ότι:
1. Κάθε συμφωνία της οποίας είτε ο σκοπός, είτε η αντιπαροχή απαγορεύεται από το νόμο ή καταστρατηγεί τις διατάξεις ενός ή περισσοτέρων νόμων, θεωρείται παράνομη. Η αγοραπωλησία και κάθε μορφή συναλλαγής σε ξένο συνάλλαγμα, από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, απαγορεύεται από τις πρόνοιες του νόμου, εκτός εάν διενεργείται με την έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας. Η παράνομη αγορά ξένου συναλλάγματος, κατά παράβαση του νόμου, επίσης καταστρατηγεί τους ευρύτερους σκοπούς του, οι οποίοι συνίστανται στην καθιέρωση συστήματος ελέγχου αγοραπωλησίας ξένου συναλλάγματος προς διασφάλιση της νομισματικής πολιτικής και γενικότερα του άρτιου προγραμματισμού της οικονομίας.
2. Τόσο η Αγγλική όσο και η Κυπριακή νομολογία καθορίζουν, ότι συναλλαγή η οποία απαγορεύεται από το νόμο ή καταστρατηγεί τους σκοπούς του, είναι εξ υπαρχής άκυρη. Χρήματα, τα οποία καταβάλλονται, βάσει εμφανώς παράνομης συμφωνίας, δεν μπορεί να ανακτηθούν εκτός εάν, η απαίτηση μπορεί να θεμελιωθεί σε βάση ανεξάρτητη από την παρανομία.
3. Το Άρθρο 23(α) του περί Συμβάσεων Νόμου ορίζει ότι, συμφωνία η οποία απαγορεύεται από το λόγο είναι παράνομη. Το Άρθρο 23 έχει ως πρότυπο τις διατάξεις του Άρθρου 23 του Ινδικού περί Συμβάσεων Νόμου. Η απαγόρευση είναι ευρύτερη από την απαγόρευση παράνομων συμφωνιών βάσει του Αγγλικού Δικαίου. Αντίθετα προς το Αγγλικό Δίκαιο, η παρανομία δε συσχετίζεται μόνο με το παράνομο αντάλλαγμα, αλλά και το σκοπό της συμφωνίας.
4. Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, η συμφωνία συνομολογήθηκε και εκτελέστηκε κατά παράβαση του νόμου. Αυτή τούτη η συμφωνία ήταν παράνομη εν τη γενέσει της και ως εκ τούτου άκυρη.
5. Τα Άρθρα 35 και 28 του Νόμου, τα οποία επικαλέστηκε ο εφεσίβλητος, δε μεταβάλλουν το παράνομο της συμφωνίας. Είναι φανερό, στην προκείμενη περίπτωση, ότι πρόθεση των συμβαλλομένων ήταν η ανταλλαγή Κυπριακών λιρών σε Αμερικανικά δολάρια, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άδεια και παρά τις απαγορευτικές διατάξεις του Νόμου.
6. Η συμμετοχή του εφεσείοντα στην επίτευξη της παράνομης συμφωνίας, με τη διάθεση των επιταγών στον Πισσούριο, δεν αλλοιώνει τις συνέπειές της, ούτε μεταβάλλει την ακυρότητά της.
Έξοδα της δίκης:
1. Ο κανόνας είναι ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης. Ο επιτυχών διάδικος δικαιούται τα έξοδά του, εκτός αν χειρίστηκε την υπόθεσή του με τρόπο που συνέβαλε στην αύξηση των εξόδων.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποστέρησε τον επιτυχόντα διάδικο, τον εφεσίβλητο, των εξόδων της δίκης, για να δείξει την αποδοκιμασία του για τη συμμετοχή του στην παράνομη συμφωνία. Η αποδοκιμασία της διαγωγής διαδίκου δε συνιστά βάσιμο λόγο για την αποστέρηση των εξόδων του, που κατά τα άλλα θα δικαιολογούσε το αποτέλεσμα της δίκης.
3. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά, μεγάλο μέρος των εξόδων της δίκης προκλήθηκε από την προβολή των ανυπόστατων ισχυρισμών του εφεσείοντα. Ως εκ τούτου δε δικαιολογείται η έκδοση διαταγής για τα έξοδά του, παρά το αποτέλεσμα.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Υποκαθίσταται με απόφαση, βάσει της οποίας απορρίπτεται η αγωγή εναντίον του εφεσείοντα, χωρίς έξοδα.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Mosfilioti v. Panayi a.ο. (1979) 2 J.S.C. 384,
Panayi v. Polycarpou (1982) 2 J.S.C. 454,
Ιosifakis a.ο. v. Ghani (1967) 1 C.L.R. 190,
Saab a.ο. v. Holy Monastery of Ayios Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499,
Glamor Development Ltd v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444,
Frangos v. Limited Liability Partnership "Prasino Libadhi" (1978) 1 J.S.C. 48,
St. John Shipping Corpn. v. Joseph Bank Ltd. [1956] 3 All E.R. 683,
Kanaris v. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637,
Sefecon Ltd v. Elxano Ltd (1989) 1 C.L.R. 135,
Χαραλάμπους κ.ά. v. Daccache (1989) 1 Α.Α.Δ. 269,
G.M. Platritis & Co. a.o. v. Computer Patent Annuities a.o. (1988) 1 C.L.R. 135,
Δρουσιώτης v. Ιερωνυμίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026,
Χάσικος κ.ά. v. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389,
Αρέστη v. Λαδόκονου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 646.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο 2 κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Φωτίου, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 31 Αυγούστου, 1993 (Aρ. Aγωγής 7094/91) με την οποία επιδικάσθηκε εναντίον του το ποσό των 17.000 Δολαρίων Aμερικής και/ή το ισόποσό τους σε Κυπριακές Λίρες, δυνάμει δύο επιταγών που εκδόθηκαν από την εναγόμενη 3 προς όφελός του και οι οποίες πωλήθηκαν στον ενάγοντα, στο πλαίσιο αγοραπωλησίας ξένου συναλλάγματος.
Στ. Παύλου, για τον Εφεσείοντα-εναγόμενο 2.
Γ. Κορφιώτης, για τον Εφεσίβλητο-ενάγοντα.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο Χριστόφορος Τουμαζίδης, ο εφεσίβλητος, ήθελε να αγοράσει δολάρια Αμερικής σε επιταγές, πράγμα που θα του επέτρεπε να τα καταθέσει σε τράπεζα του εξωτερικού. Ως αντάλλαγμα, θα κατέβαλλε Κυπριακές λίρες.
Πέτυχε τον σκοπό του με τη μεσολάβηση του Αντώνη Ασσιώτη (του πρώτου εναγόμενου στην αγωγή). Τον έφερε σε επαφή με το Χρ. Πισσούριο, ο οποίος του πώλησε δύο επιταγές συμποσούμενες σε 17,000 δολάρια Αμερικής έναντι 8,500 Κυπριακών λιρών, ποσό το οποίο του κατέβαλε. Οι επιταγές είχαν εκδοθεί από την τράπεζα, «Bank of Beirut & The Arab Countries S.A.L.» (εναγομένη 3), προς όφελος του Joseph El Alam (εναγομένου 2), του εφεσείοντα, ο οποίος τις οπισθογράφησε και τις παρέδωσε στον Πισσούριο· οι επιταγές έφεραν επίσης τα αρχικά του. Με τον τρόπο αυτό συντελέστηκε η αγοραπωλησία συναλλάγματος. Ο εφεσίβλητος κατάθεσε τις δύο επιταγές σε τράπεζα του εξωτερικού. Πριν εξοφληθούν η «Bank of Beirut» σταμάτησε την πληρωμή τους, μετά από οδηγίες του εφεσείοντα. Έτσι, προέκυψε η διαφορά που οδήγησε στην αντιδικία, η επίλυση της οποίας αποτέλεσε το αντικείμενο της δικαστικής απόφασης που εφεσιβάλλεται.
Ο εφεσίβλητος προσέφυγε στο Επαρχιακό Δικαστήριο αξιώνοντας, την καταβολή του ποσού των 17,000 δολαρίων Αμερικής από κάθε ένα από τα πρόσωπα που είχαν ανάμειξη στην έκδοση και πώληση των δύο επιταγών, τον Αντώνη Ασσιώτη, τον Joseph El Alam και την «Bank of Beirut». Η συναλλαγή για την αγορά των δύο επιταγών ολοκληρώθηκε στις 30 Μαΐου, 1991.
Ο αιφνίδιος θάνατος του Πισσούριου, ο οποίος δολοφονήθηκε στις 5 Ιουνίου, 1991, oδήγησε, σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, τον El Alam σε πράξεις που απέβλεπαν στην ακύρωση των επιταγών και παράλληλα στην απόκρυψη των κινήτρων του για τις ενέργειες αυτές. Την επαύριο της δολοφονίας του Πισσούριου στις 6 Ιουνίου, 1991, ο El Alam έδωσε οδηγίες στην τράπεζα να σταματήσει την πληρωμή των επιταγών. Σχετική σημείωση έγινε από την τράπεζα την ίδια ημέρα. Και η τράπεζα, όπως προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου, κατέβαλε προσπάθεια να αποκρύψει το γεγονός ότι οι οδηγίες για την ακύρωση των επιταγών δόθηκαν μετά τη δολοφονία του Πισσούριου. Υποστήριξαν, όπως και ο εφεσείων, ότι δόθηκαν στις 5 Ιουνίου, 1991, σε χρόνο πριν το θάνατό του σε μια προσπάθεια να αποσυνδέσουν την ακύρωσή τους από το θάνατο του Πισσούριου. Αποκρύπτοντας την αλήθεια, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι οι επιταγές κλάπηκαν ενώ ήταν στην κατοχή του. Προφασίστηκε, την απώλειά τους και σ' αυτό το γεγονός απέδωσε την ακύρωσή τους.
Αφού συνεκτίμησε την προσαχθείσα μαρτυρία, το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι επιταγές είχαν όντως οπισθογραφηθεί και παραδοθεί από τον El Alam στον Πισσούριο, ο οποίος στη συνέχεια τις πώλησε στον Τουμαζίδη. Η ιστορία του El Alam περί του αντιθέτου συνιστούσε, όπως προκύπτει από την απόφαση, μύθευμα το οποίο επινόησε για να καρπωθεί το ποσό των 17,000 δολαρίων Αμερικής, εκμεταλλευόμενος την απουσία του Πισσούριου από τα εγκόσμια.
Αδιαμφισβήτητο είναι, όπως ορθά διαπιστώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η αγορά ξένου συναλλάγματος έγινε κατά παράβαση του περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμου του Κεφ. 199 (εφεξής ο «Νόμος»). O νόμος απαγορεύει την αγορά ξένου συναλλάγματος από μή εξουσιοδοτημένο συναλλασσόμενο εκτός εάν ο αγοραστής έχει την άδεια της Κεντρικής Τράπεζας. Στην πραγματικότητα, ο νόμος απαγορεύει κάθε συναλλαγή σε ξένο συνάλλαγμα από μή εξουσιοδοτημένο πρόσωπο χωρίς την άδεια της Κεντρικής Τράπεζας. (Βλ. άρθρ. 3, 4, 5, 6, 7, 8, και 9 του Νόμου.)
Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου κατοπτρίζει τη θέση του ως προς το παράνομο της συναλλαγής:
«Στη δική μας περίπτωση με όσα εξέθεσα πιο πάνω φαίνεται ότι τόσο ο ενάγων όσο και οι εναγόμενοι 1 και 2 σε γνώση τους ότι παράβαιναν τον περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμο προσπάθησαν ο μεν ενάγων να αγοράσει ο δε εναγόμενος 1 να φροντίσει να προμηθεύσει αυτόν με ξένο συνάλλαγμα παρά τις απαγορευτικές διατάξεις του εν λόγω Νόμου, πράγμα που τελικά κατόρθωσαν αφού πήραν τις επιταγές του εναγομένου 2 από τον προαναφερθέντα Χριστάκη Πισσούριο στον οποίο πρέπει να δόθηκαν έναντι καλού ανταλλάγματος εφόσο έτσι τεκμαίρεται από το Νόμο και το τεκμήριο αυτό δεν έχει ανατραπεί.»
Το ότι το απόσπασμα αυτό συναρτάται άμεσα με την απόφαση του Δικαστηρίου να αποστερήσει τον εφεσείοντα και τους άλλους δύο εναγομένους των εξόδων τους, δεν αμβλύνει τη σημασία των διαπιστώσεων που γίνονται.
Παρά τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η συναλλαγή έγινε κατά παράβαση του νόμου, το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή δεν ήταν άκυρη βάσει του άρθρου 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Κατέληξε σ' αυτό το συμπέρασμα καθοδογούμενο, κυρίως, από την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος-Αμμοχώστου, Mosfilioti v. Panayi & Another (1979) 2 J.S.C. 384· και την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Panayi v. Polycarpou (1982) 2 J.S.C. 454.
Στη Mosfilioti (ανωτέρω), αποφασίστηκε ότι, σύμβαση για την πώληση ακινήτου, κατά τα άλλα νόμιμη, δεν καθίσταται παράνομη λόγω συμβατικού όρου ότι μέρος του τιμήματος αγοράς θα καταβαλλόταν σε στερλίνες στην Αγγλία. Το σκεπτικό του Δικαστηρίου περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα:
«On the authority of Iosifakis (supra) the absence of the requisite consent at the time of the conclusion of an agreement does not vitiate the agreement so long as it is feasible under the law to secure such consent at a subsequent stage. And this reasoning would apply with the same force to an agreement of the kind under consideration given that the agreement is otherwise legal and the consent of the Central Bank could validate the mode of performance envisaged therein. But I need not canvass the matter any further for the reasons already given.»
(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη.)
«Βάσει της αρχής της Iosifakis (ανωτέρω) η απουσία της αναγκαίας συγκατάθεσης κατά το χρόνο της συνομολόγησης συμφωνίας δεν καθιστά άκυρη τη συμφωνία νοουμένου ότι είναι εφικτό κάτω από το νόμο να εξασφαλίσει τέτοια συγκατάθεση σε μεταγενέστερο στάδιο. Αυτό το σκεπτικό θα εφαρμοζόταν με την ίδια ισχύ και σε συμφωνία της φύσης της σύμβασης η οποία εξετάζεται δεδομένου ότι η συμφωνία είναι κατά τα άλλα νόμιμη και η συγκατάθεση της Κεντρικής Τράπεζας θα μπορούσε να προσδώσει κύρος στον τρόπο εφαρμογής της. Αλλά δεν είναι ανάγκη να επεκταθώ στο θέμα για τους λόγους οι οποίοι έχουν ήδη διατυπωθεί.»
Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Andriani A. Iosifakis and 3 Others v. Mohammed Abdul Ghani (1967) 1 C.L.R. 190, που αποτέλεσε το θεμέλιο της απόφασης στη Mosfilioti, αποφασίστηκε ότι συμφωνία για την απόκτηση γης από αλλοδαπό χωρίς την προγενέστερη άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου, όπως προβλέπει ο περί Κτήσης Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Αλλοδαποί) Κεφ. 109 νόμος, δεν την καθιστούσε άκυρη εν τη γενέσει της εφόσον, η σχετική συγκατάθεση ήταν δυνατό να εξασφαλιστεί σε μεταγενέστερο στάδιο. Ό,τι παραγνωρίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι, η διάκριση μεταξύ συμφωνίας εξ υπαρχής άκυρης και συμφωνίας εκτελεστής σε μελλοντικό χρόνο (executory), μή αποκλειομένης από το νόμο, δυνάμενης να εφαρμοστεί με την εξασφάλιση της αναγκαίας συγκατάθεσης από την αρμόδια κρατική αρχή. Το ακόλουθο απόσπασμα συνοψίζει τη θέση του Δικαστηρίου στη Mosfilioti, επί του προκειμένου:
«Ιt emerges that agreements capable of being legally performed will not be declared as void ab initio unless it appears that it was within the contemplation of the parties at the inception of the contract to violate the law in the course of its performance.»
(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη.)
«Προκύπτει ότι συμφωνίες δυνάμενες να εφαρμοστούν νόμιμα δεν θα κηρυχθούν εξ υπαρχής άκυρες εκτός εάν φαίνεται ότι ήταν πρόθεση των μερών κατά τη γένεση της συμφωνίας να παραβιάσουν το νόμο κατά την εφαρμογή της.»
Στη Saab and Another v. Holy Monastery of Ayios Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499, 515, επαναλαμβάνεται ότι εκείνο που απαγορεύει ο νόμος δεν είναι η σύναψη συμφωνίας για την πώληση γης σε αλλοδαπό, αλλά η εγγραφή του ακινήτου στο όνομά του χωρίς την προγενέστερη άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου. Αυτή τούτη η σύμβαση, για την πώληση της γης σε αλλοδαπό, είναι έγκυρη εν τη γενέσει της.
Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο έκρινε τη συντελεσθείσα συναλλαγή, για την απόκτηση του ξένου συναλλάγματος, έγκυρη παρά την απαγόρευσή της από το Νόμο. Ως αποτέλεσμα, εξέδωσε την ακόλουθη απόφαση υπέρ του Χρ. Τουμαζίδη και εναντίον του Joseph El Alam:
«Η αγωγή εναντίον του εναγομένου 2 επιτυγχάνει και γι' αυτό εκδίδεται απόφαση υπέρ του ενάγοντα κι' εναντίον του εναγομένου 2 για το ποσό των 17,000 δολλαρίων Αμερικής και/ή το ισόποσό τους σε Κυπριακές Λίρες κατά την 29.5.1991 με βάση τη συμφωνηθείσα μεταξύ των διαδίκων ισοτιμία των 2.113 δολλαρίων προς μία Κυπριακή Λίρα, με τόκο 9% το χρόνο από 5.6.1991 μέχρι εξόφλησης.»
Απέρριψε την αγωγή εναντίον του εναγομένου 1 Αντώνη Ασσιώτη, λόγω του καθαρά διαμεσολαβητικού ρόλου του στην επίτευξη της συμφωνίας και την απουσία οποιασδήποτε συμβατικής δέσμευσης εκ μέρους του. Επίσης, απέρριψε την αγωγή εναντίον της τράπεζας αποδεχόμενο ότι ήταν νομικά παραδεχτό εκ μέρους της να αρνηθεί την πληρωμή των επιταγών ενόψει, των οδηγιών του εφεσείοντα. Έκρινε, ότι η ενέργεια αυτή δεν συνεπαγόταν την παραβίαση οποιουδήποτε καθήκοντος προς τον εφεσίβλητο.
Παρά το αποτέλεσμα, το Δικαστήριο δεν εξέδωσε οποιαδήποτε διαταγή για τη δικαστική δαπάνη αφήνοντας, τον κάθε διάδικο, να επωμισθεί τα δικά του έξοδα. Άχθηκε στην απόφαση αυτή λόγω της ανάμειξης του Ασσιώτη και του El Alam στην παράνομη συναλλαγή. Η τράπεζα δεν αναφέρεται ως εμπλεκόμενη στην παρανομία. Επικρίνεται όμως, έστω έμμεσα, σε άλλο μέρος της απόφασης για τη συνεργία της στην προσπάθεια του El Alam να αποκρύψει την ακριβή ημερομηνία, κατά την οποία δόθηκαν οδηγίες για την ακύρωση των επιταγών, ενισχύοντας έτσι την επινόηση του εφεσείοντα για την απώλειά τους.
Με την παρούσα έφεση ο Joseph El Alam, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση προβάλλοντας, ως κύριο λόγο, το παράνομο της συναλλαγής και συνακόλουθα το άκυρο της συμφωνίας αντίθετα προς τις διαπιστώσεις του πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Αμφισβητούνται επίσης τα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες, οι επιταγές περιήλθαν στην κατοχή του Χρ. Τουμαζίδη, καθώς και η διαπίστωση ότι αυτός κατέστη κάτοχος των επιταγών, εν τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (holder in due course). Εφεσιβάλλει επίσης το μέρος της απόφασης που αφορά την επιδίκαση τόκου από την ημέρα ακύρωσης των επιταγών.
Με ξεχωριστή έφεση, (Πολιτική Έφεση αρ. 9040), η οποία στρέφεται τόσον εναντίον του El Alam, όσο και της «Bank of Beirut», ο εφεσίβλητος (Χρ. Τουμαζίδης), προσβάλλει το μέρος της απόφασης του πρωτοδίκου Δικαστηρίου που αφορά, (α) την απόρριψη της αγωγής εναντίον της τράπεζας, (β) τον καθορισμό της ισοτιμίας μεταξύ Κυπριακής λίρας και Αμερικανικού δολαρίου και (γ) τα έξοδα.
Με αντέφεση δυνάμει της Δ.35, θ.10, η τράπεζα επιζητεί:
(α) Την απόρριψη της αγωγής εναντίον της, και για τον πρόσθετο λόγο ότι η συμφωνία ήταν παράνομη και άκυρη.
(β) Την ανατροπή της απόφασης ως προς τα έξοδα, και
(γ) Διακήρυξη, με δηλωτική απόφαση, ότι ο εφεσίβλητος El Alam, είναι υπόλογος να την αποζημιώσει, για οποιοδήποτε ποσό ήθελαν κληθεί να καταβάλουν στο Χρ. Τουμαζίδη. Σημειωτέον, ότι ο El Alam ανέλαβε τέτοια δέσμευση με δήλωσή του στο πρωτόδικο Δικαστήριο, την οποία επαναβεβαίωσε ενώπιόν μας.
Οι δύο εφέσεις ακούστηκαν διαδοχικά και εξετάστηκαν από κοινού. Η Π.Ε. 9023, στρέφεται κατά της ουσίας της απόφασης, ενώ η Π.Ε. 9040, λαμβάνει ως δεδομένο τον κορμό της και αμφισβητεί τις προεκτάσεις της. Με την αντέφεση, θίγονται θέματα επάλληλα προς εκείνα της παρούσας. Εάν, η Π.Ε. 9023 επιτύχει, τότε θα ανατραπεί το βάθρο της Π.Ε. 9040 και θα αποστερηθεί του ουσιαστικού της αντικειμένου. Θεωρήσαμε επιβεβλημένη την εξέταση των δύο εφέσεων ταυτοχρόνως. Θα προχωρήσουμε με την έκδοση της απόφασής μας στην πρώτη έφεση 9023, η οποία θα αποτελέσει το υπόβαθρο για την έκδοση της δεύτερης, στην 9040.
Το πρώτο που θα εξετάσουμε είναι η εγκυρότητα της συμφωνίας, υπό το πρίσμα του άρθρου 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, το οποίο καθιστά άκυρη κάθε συμφωνία της οποίας ο σκοπός ή αντιπαροχή είναι παράνομη. Θεωρείται παράνομη κάθε συμφωνία της οποίας είτε ο σκοπός είτε η αντιπαροχή απαγορεύεται από το νόμο, ή είναι τέτοιας φύσης ώστε θα καταστρατηγεί τις διατάξεις ενός ή περισσοτέρων νόμων. Η αγοραπωλησία και κάθε μορφή συναλλαγής σε ξένο συνάλλαγμα, από μή εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, απαγορεύεται από τις πρόνοιες του Νόμου, εκτός εάν, διενεργείται με την έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας. Η παράνομη αγορά ξένου συναλλάγματος, κατά παράβαση του Νόμου, επίσης καταστρατηγεί τους ευρύτερους σκοπούς του, οι οποίοι συνίστανται στην καθιέρωση συστήματος ελέγχου της αγοραπωλησίας ξένου συναλλάγματος, προς διασφάλιση της νομισματικής πολιτικής, και γενικότερα του άρτιου προγραμματισμού της οικονομίας.
Η Αγγλική όσο και η Κυπριακή νομολογία καθορίζουν ότι, συναλλαγή η οποία απαγορεύται από το Νόμο ή καταστρατηγεί τους σκοπούς του, είναι εξ υπαρχής άκυρη. Χρήματα, τα οποία καταβάλλονται βάσει εμφανώς παράνομης συμφωνίας, δεν μπορεί να ανακτηθούν εκτός εάν, η απαίτηση μπορεί να θεμελιωθεί σε βάση ανεξάρτητη από την παρανομία. (Βλ. Halsbury's Laws of England 4th Edition Vol. 9 σελ. 305 παρ. 436. Chitty on Contracts, Twenty-Sixth Edition, Vol. I, σελ. 780, παρα. 1259.)
Οι επιπτώσεις της παρανομίας, και ιδιαίτερα η υπόσταση συμφωνίας, το αντικείμενο της οποίας απαγορεύεται από το νόμο, εξετάστηκαν διεξοδικά στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Glamor Development v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444. (Η απόφαση δόθηκε από το Στυλιανίδη, Δ.) Αποφασίστηκε ότι, συμφωνία η οποία συνομολογείται κατά παράβαση του νόμου, είναι παράνομη και άκυρη, ανεξάρτητα από την έκταση της συμμετοχής εκατέρου των συμβαλλομένων στην επίτευξή της. Με αυτό το δικαιολογητικό η συμφωνία, σ' εκείνη την υπόθεση για την παροχή υπηρεσιών από δημόσιο υπάλληλο σε ιδιώτη κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 64 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1967, κρίθηκε παράνομη και, εξ υπαρχής άκυρη, ως αντικείμενη προς τις διατάξεις του άρθρου 23 του περί Συμβάσεων Νόμου. (Βλ. επίσης απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου στη Frangos v. Prasino Libadhi (1978) 1 J.S.C. 48.) Στην Glamor το Δικαστήριο υιοθέτησε την απόφαση του Devlin J., όπως ήταν τότε, στη St. John Shipping Corpn. v. Joseph Rank Ltd. [1956] 3 All E.R. 683, 687 ως ορθή έκφραση του δικαίου, αναφορικά με τις συνέπειες συμφωνίας η οποία εν τη γενέσει της αντίκειται προς το νόμο. Το ακόλουθο απόσπασμα περικλείει την ισχύουσα αρχή:
«The second principle is that the court will not enforce a contract which is expressly or impliedly prohibited by statute. If the contract is of this class it does not matter what the intent of the parties is; if the statute prohibits the contract, it is unenforceable whether the parties meant to break the law or not.»
(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη.)
«Η δεύτερη αρχή είναι ότι το Δικαστήριο δεν θα εφαρμόσει σύμβαση η οποία ρητά ή εξυπακουόμενα απαγορεύεται από το νόμο. Εάν η σύμβαση ανήκει σ' αυτή την κατηγορία η πρόθεση των συμβαλλομένων είναι αδιάφορο στοιχείο· εάν ο Νόμος απαγορεύει τη σύμβαση, η σύμβαση δεν είναι εφαρμοστέα άσχετα από το εάν ήταν πρόθεση των συμβαλλομένων να παραβούν το Νόμο ή όχι.»
Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη θεώρηση συμφωνίας, η οποία απαγορεύεται άμεσα ή έμμεσα από το νόμο, στην Κanaris v. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637. (Βλ. επίσης Sefecon Ltd v. Elxano Ltd (1989) 1 C.L.R. 135. Χαραλάμπους ν. Daccache (1989) 1 A.A.Δ. 269.) Η ευρύτητα των προνοιών του άρθρου 23 και η καθολικότητα της εφαρμογής του σε συμφωνίες οι οποίες απαγορεύονται από το νόμο, προσδιορίζονται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφασή μας στην Platritis & Co. v. Computer Patent (1988) 1 C.L.R. 135:
«Section 23(a) of the Contract Law lays down that an agreement forbidden by law is unlawful. Furthermore, "every agreement of which the object of consideration is unlawful, is void". Section 23 originates from and is modelled upon the provisions of s.23 of the Indian Contract Act. It is broader in ambit than the prohibition of illegal agreements under English law. In contrast to English law, illegality is not solely associated with tainted consideration but also extends to the objectives of an agreement; though the notions of consideration and objects of an agreement overlap in many respects. The subject is discussed in detail by Pollock & Mulla 10th ed., p. 227 et seq. Whenever the consideration for agreement or its objects are prohibited by law the agreement is illegal and as such void.»
(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη.)
«Το άρθρο 23(α) του περί Συμβάσεων Νόμου ορίζει ότι συμφωνία η οποία απαγορεύεται από το νόμο είναι παράνομη. Περαιτέρω, "κάθε συμφωνία της οποίας ο σκοπός ή το αντάλλαγμα είναι παράνομο, είναι άκυρη." Το άρθρο 23 έχει ως πρότυπο τις διατάξεις του άρθρου 23 του Ινδικού περί Συμβάσεων Νόμου. Η απαγόρευση είναι ευρύτερη από την απαγόρευση παράνομων συμφωνιών βάσει του Αγγλικού Δικαίου. Σε αντίθεση προς το Αγγλικό Δίκαιο, η παρανομία δεν συσχετίζεται μόνο με το παράνομο αντάλλαγμα, αλλά και τον σκοπό της συμφωνίας· παρόλο που οι έννοιες του ανταλλάγματος και του σκοπού της συμφωνίας εφάπτονται σε πολλά σημεία. Το θέμα συζητείται σε έκταση στο σύγγραμμα Pollock & Mulla 10η έκδοση, σελ. 227 και επέκ. Οποτεδήποτε το αντάλλαγμα της συμφωνίας για τον καταρτισμό της ή οι σκοποί της απαγορεύονται από το νόμο, η συμφωνία είναι παράνομη και ως εκ τούτου άκυρη.»
Με την ίδια οριστικότητα χαρακτηρίζονταν τα αποτελέσματα παράνομης συμφωνίας στην απόφασή μας στη Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026, στις σελ. 1035-1036:
«Συμφωνία η οποία απαγορεύεται από το νόμο ή οδηγεί στην καταστρατήγησή του συνιστά παράνομη και επομένως άκυρη σύμβαση βάσει των παραγράφων (α) και (β) του άρθρου 23 του Περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149.»
Οι αποφάσεις στην Iosifakis και στη Mosfilioti (ανωτέρω), δεν αφίστανται της αρχής που θέτει το άρθρο 23, για τις συνέπειες συμφωνίας η οποία απαγορεύεται από το νόμο ή καταστρατηγεί τους σκοπούς του, ούτε μετριάζουν τα αποτελέσματα της παρανομίας. Ο λόγος της Iosifakis μπορεί να προσδιοριστεί ως εξής: συμφωνία νόμιμη εν τη γενέσει της, δεν αναιρείται, από όρους αναγόμενους στην εκτέλεσή της, νοουμένου ότι αυτοί μπορεί να εφαρμοστούν νόμιμα με την εξασφάλιση της προβλεπόμενης από το Νόμο άδειας.
Στην παρούσα υπόθεση τα γεγονότα που περιβάλλουν τη συνομολόγηση της συμφωνίας είναι σε μεγάλο βαθμό αδιαμφισβήτητα. Το ποσό, το οποίο επεδίωξε με την αγωγή του να ανακτήσει ο εφεσίβλητος 17,000 δολάρια Αμερικής, ήταν το ισάξιο των δύο επιταγών σε ξένο συνάλλαγμα που του δόθηκαν, ως αντάλλαγμα, για το ποσό των 8,500 Κυπριακών λιρών που κατέβαλε στον αντισυμβαλλόμενο. Η συμφωνία συνομολογήθηκε και εκτελέστηκε κατά παράβαση του νόμου. Αυτή τούτη η συμφωνία ήταν παράνομη εν τη γενέσει της και συνεπώς άκυρη.
Τα άρθρα 35 και 28 του Νόμου τα οποία επικαλέστηκε ο εφεσίβλητος δεν μεταβάλλουν το παράνομο της συμφωνίας. Η επιφύλαξη του άρθρου 35, ρητά προβλέπει ότι οι πρόνοιές του δεν τυγχάνουν εφαρμογής οποτεδήποτε καταδεικνύεται ότι τα μέρη δεν επιθυμούσαν την ενσωμάτωση, στη συμφωνία, του σιωπηρού όρου που προβλέπει το άρθρο αυτό. Στην προκείμενη περίπτωση, πρόθεση των συμβαλλομένων ήταν η ανταλλαγή Κυπριακών λιρών με δολάρια Αμερικής ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άδεια, και παρά τις απαγορευτικές διατάξεις του νόμου. Ούτε οι πρόνοιες του άρθρου 28 αλλοιώνουν, με οποιοδήποτε τρόπο, το χαρακτήρα ή τις συνέπειες παράνομης συναλλαγής για την απόκτηση ξένου συναλλάγματος.
Αφού εξετάσαμε τους λόγους έφεσης που σχετίζονται με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι επιταγές περιήλθαν στην κατοχή του Χρ. Πισσούριου και μετέπειτα στην κατοχή του εφεσίβλητου, κρίνουμε τα ευρήματα του Δικαστηρίου εύλογα, υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας, και τα συμπεράσματά του αναπόφευκτα. Η οπισθογράφηση των επιταγών, εκ μέρους του El Alam, ήταν δηλωτική πρόθεσης αποξένωσής τους, ενώ οι μετέπειτα ενέργειές του, σε συνδυασμό με τη χρονική τους σύμπτωση με το θάνατο του Πισσούριου, ευχερώς μπορούσαν να ερμηνευθούν ως προσπάθεια, εκ μέρους του, απόκρυψης των συνθηκών κάτω από τις οποίες αποξενώθηκε τις επιταγές. Επρόκειτο, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, για επινόηση που μηχανεύθηκε ο εφεσείων για να εκμεταλλευθεί, προς ίδιο όφελος, το θάνατο του Πισσούριου.
Η συμμετοχή του εφεσείοντα στην επίτευξη της παράνομης συμφωνίας, με τη διάθεση των επιταγών στον Πισσούριο, δεν αλλοιώνει τις συνέπειες της ούτε μεταβάλλει την ακυρότητά της.
Έξοδα της δίκης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποστέρησε τον επιτυχόντα διάδικο, τον εφεσίβλητο, των εξόδων της δίκης - έκφραση αποδοκιμασίας της συμμετοχής του στην παράνομη συμφωνία. Εάν ο λόγος αυτός κριθεί βάσιμος, για τον ίδιο λόγο πρέπει να αποστερηθεί των εξόδων της δίκης και ο εφεσείων, ο οποίος με την οπισθογράφηση και παράδοση της επιταγής στον Χρ. Πισσούριο, προλείανε το έδαφος για την παράνομη συναλλαγή. Δεν συμφωνούμε ότι η αποδοκιμασία της διαγωγής διαδίκου, σε σχέση με τη συναλλαγή που αποτελεί το επίδικο θέμα της αγωγής, αποτελεί βάσιμο λόγο για την αποστέρηση των εξόδων του, που κατά τα άλλα θα εδικαιολογούσε το αποτέλεσμα της δίκης.
Όπως έχει κατ' επανάλειψη τονιστεί, τα έξοδα ακολουθούν, με ορισμένες εξαιρέσεις στις οποίες δεν είναι ανάγκη να αναφερθούμε, το αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα της δίκης συναρτάται με τα δικαιώματα των διαδίκων και όχι με το άμεμπτο της συμπεριφοράς τους. Μόνο όπου διαπιστώνεται αποχρών λόγος, ο οποίος σχετίζεται με την πρόκληση των εξόδων της δίκης, δικαιολογείται απόκλιση από τον κανόνα. Όπως τονίστηκε στη Χάσικος κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389, 393, «Η δικαίωση δεν συνεπάγεται δαπάνη». Δικαιολογείται απόκλιση από τον κανόνα οποτεδήποτε καταφαίνεται ότι διάδικος συνέβαλε αδικαιολόγητα στη διόγκωση των εξόδων της δίκης για λόγους που δε σχετίζονται με το αποτέλεσμα. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τη Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12, 15:
«Κλασσικό παράδειγμα εξαίρεσης από τον κανόνα αποτελεί η περίπτωση επιτυχόντα διαδίκου ο οποίος συμβάλλει με το χειρισμό της υπόθεσής του στην αύξηση των εξόδων της δίκης· σ' εκείνη την περίπτωση δικαιολογείται ο μετριασμός της εφαρμογής του κανόνα (τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα) και η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ώστε να αντανακλάται η συμβολή του επιτυχόντα διαδίκου στη διόγκωση των εξόδων.»
Η ίδια αρχή επαναλαμβάνεται στην Αρέστη ν. Λαδόκονου, (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 646, ότι δικαιολογείται απόκλιση από τον κανόνα εφόσο, συντρέχουν ικανοί λόγοι που ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης των εξόδων της δίκης ή μέρους των.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά μεγάλο μέρος των εξόδων της δίκης προκλήθηκε από την προβολή των ανυπόστατων ισχυρισμών του εφεσείοντα, για την απώλεια των επιταγών και την απόκρυψη της παράδοσής τους στον Πισσούριο. Στην προσπάθεια αυτή ενισχύθηκε και από την τράπεζα, σε ό,τι αφορά την ημερομηνία που δόθηκαν οδηγίες για τη μή πληρωμή των επιταγών.
Η υπεράσπιση του εφεσείοντα διόγκωσε τα έξοδα, σε βαθμό που να δικαιολογείται, παρά το αποτέλεσμα, η μή έκδοση διαταγής ως προς τα έξοδα.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Υποκαθίσταται με απόφαση, βάσει της οποίας, απορρίπτεται η αγωγή εναντίον του εφεσείοντα, χωρίς έξοδα.
H έφεση επιτρέπεται με έξοδα.