ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1990) 1 ΑΑΔ 159
28 Φεβρουαρίου, 1990
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΑΠΟ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΝΟΥΣΑΣ ΑΡΧΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΑΡ. 124/87, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛ-ΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI,
και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΜΕ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ 8 ΙΟΥΛΙΟΥ, 1989 ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΜΕ ΑΡ. ΑΙΤ. 779/88 (Αρ.2).
(Αίτηση Αρ. 160/89).
Προνομιακά Διατάγματα — Certiorari — Νομική πλάνη εμφανής από τα πρακτικά — Τι είναι "νομική πλάνη" — Τι είναι "πρακτικά".
Απαλλοτρίωση — Ο περί Απαλλοτριώσεως Νόμος, 1962 (Ν. 15/62), όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 25/83 — Άρθρο 8(1) και (2) τον Ν. 15/62, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 25/83 και άρθρο 8(1) του Ν. 25/83 — Η προθεσμία προσφυγής στο Δικαστήριο εντός 75 ημερών από της εισπράξεως τον ποσού της αποζημιώσεως την οποία ο ιδιοκτήτης της γης απεδέχθη με επιφύλαξη δικαιωμάτων — Είναι φύσεως επιτακτικής — Δεν αναστέλλει την παραγραφή αξιώσεως — Είναι αποσβεστική προθεσμία τον δικαιώματος τον ιδιοκτήτη να εισπράξει μεγαλύτερο ποσό από ότι έχει ήδη εισπράξει — Ούτε οι περί τον Ειδικού διά τον Καθορισμό Αποζημιώσεων Δικαστηρίου Κανονισμοί (29.2256), που εφαρμόζονται και διέπουν ακόμη την δικονομία των Παραπομπών ούτε οι Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί, Θ.57, Καν. 2, ο οποίος εν πάση περιπτώσει δεν εφαρμόζεται, γιατί το θέμα διέπουν ρητά οι Ειδικοί εν λόγω Κανονισμοί τον 1956, ούτε οιαδήποτε άλλη νομική διάταξη παρέχει στο Δικαστήριο εξουσίαν παρατάσεως της προθεσμίας.
Απαλλοτρίωση — Η προθεσμία της προσφυγής στο Δικαστήριο εντός 75 ημερών από της εισπράξεως τον ποσού της αποζημίωσης, την οποία ο ιδιοκτήτης γης απεδέχθη με επιφύλαξη δικαιωμάτων — Κατά πόσον αναστέλλεται από τον Περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμο, 1964 (Ν. 57/64) — Αρνητική η απάντηση στο ερώτημα — Η προθεσμία ετέθη από τον Νόμο 25/83, ενώ ο Ν. 57/64 αφορά μόνον προϊσχύοντος αυτού νόμους.
Παραγραφή — Ο περί αναστολής της παραγραφής Νόμος, 1964 (Ν. 57/64) — Πεδίον εφαρμογής — Αφορά νομοθετικές διατάξεις, που ίσχυαν πριν από την έναρξη της ισχύος του εν λόγω νόμου.
Απαλλοτρίωση — Συντέλεσή της — Διάταγμα απαλλοτριώσεως προ του Ν. 25/83 — Διαπραγματεύσεις και προσφορά αποζημιώσεων μετά την θέσπισή του — Αποδοχή προσφοράς αποζημιώσεως με επιφύλαξη δικαιωμάτων και συγκατάθεση μεταβιβάσεως της ιδιοκτησίας στην απαλλοτριούσα αρχή — Το νομικό καθεστώς διέπεται από τον Ν. 25/83.
Στην υπόθεση αυτή έγιναν διαπραγματεύσεις μεταξύ ιδιοκτήτη απαλλοτριωθείσης γης και απαλλοτριούσης αρχής μετά την θέσπιση του Ν. 25/83 σχετικά με το θέμα της καταβλητέας αποζημιώσεως. Το διάταγμα απαλλοτριώσεως είχε δημοσιευθεί πριν από τον Ν. 25/83.
Οι διαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν σε συμφωνία. Όμως, ο ιδιοκτήτης δέχθηκε με επιφύλαξη δικαιωμάτων την προσφερθείσα αποζημίωση, παρέχοντας και την συγκατάθεσή του για εγγραφή της απαλλοτριωθείσας περιουσίας.
Στη συνέχεια ο ιδιοκτήτης προσέφυγε στο Δικαστήριο, καταχωρώντας σχετική Παραπομπή προς καθορισμό αποζημιώσεων. Η παραπομπή, όμως, καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα, δηλαδή μετά την παρέλευση 75 ημερών από της εισπράξεως της αποζημιώσεως.
Προς θεραπεία του σφάλματος ο απαιτητής-ιδιοκτήτης υπέβαλε αίτηση παρατάσεως της εν λόγω προθεσμίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την αίτηση και παρέτεινε την προθεσμία κατά 25 ημέρες, τόσες όσες ήταν αρκετές για να θεωρηθεί η καταχώρηση της Παραπομπής εκπρόθεσμη.
Οι νομικές αρχές, που ανέλυσε και εφάρμοσε το Δικαστήριο, αποδεχόμενο την Αίτηση για έκδοση διατάγματος Certiorari, και ακυρώνοντας έτσι την πιο πάνω απόφαση για παράταση της προθεσμίας, διαφαίνονται στα πιο πάνω περιληπτικά σημειώματα.
Έκδοση διατάγματος Certiorari. Ουδεμία διαταγή για έξοδα.
Αναφερόμενες αποφάσεις:
R. v. Northumberland Concervation, Appeal Tribunal, ex parte Shaw [1952] 1KB. 338·
Attorney-General v. Christou ,1962 C.L.R. 1229·
R. v. Preston Supplementary Benefits Appeal Tribunal ex p. Moore [1975] 2 All E.R. 807·
Re HadjiSoteriou (1986) 1 C.L.R. 429·
Christofi and Others v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236·
Howard v. Bodington [1987] 2 P.D. 203·
Chapman v. Earl [1969] 2 All E.R. 1214·
R. v. KM. Inspector of Taxes [1972] 1 All E.R. 545·
Howard v. Sec. of State [1972] 3 All E.R. 310·
Re T. (a minor) [1986] 1 All E.R. 817·
Howard v. Secretary of State [1974] 1 All E.R. 644.
Αίτηση.
Αίτηση από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για έκδοση διατάγματος της φύσεως certiorari για προσαγωγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και ακύρωση του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 8.7.89 στην Παραπομπή Αρ. 124/87 με το οποίο παρατάθηκε για 25 μέρες ο χρόνος καταχωρήσεως της Παραπομπής που είχε ήδη καταχωρηθεί στις 3.9.87.
Γλ. Χ"Πέτρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για τον αιτητή.
Αρ. Γεωργίου, για την καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ. ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Μετά από άδεια που δόθηκε από το Δικαστήριο, καταχωρήθηκε από μέρους του Γενικού Εισαγγελέα αίτηση με την οποία ζητά την έκδοση εντάλματος της φύσεως Σερτιοράρι για προσαγωγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και ακύρωση του Διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 8.7.89, στην Παραπομπή αρ. 124/87.
Το Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 155.4 του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου 1964 (αρ, 33/64), έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδίδει τα εντάλματα της φύσεως Σερτιοράρι που απευθύνονται στα κατώτερα Δικαστήρια, για το σκοπό εποπτικού ελέγχου και στην αναγκαία περίπτωση της ακύρωσης των αποφάσεων τους. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, όπως και όλα τα Επαρχιακά Δικαστήρια, με βάση το άρθρο 152.1 του Συντάγματος, είναι κατώτερα Δικαστήρια που ιδρύθηκαν με τον Περί Δικαστηρίων Νόμο 1960 (αρ. 14/60).
Στην Αγγλία, απ' όπου έχει την προέλευσή του το ένταλμα της φύσεως Σερτιοράρι, αρχικά πιστεύετο πως περιορίζετο σε περιπτώσεις υπέρβασης ή έλλειψης δικαιοδοσίας και παράβασης κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, αλλά το 1952 το Αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση R. ν. Northumberland Concervation, Appeal Tribunal, ex p. Shaw [1952] 1 K.B. 338, αποφάσισε ότι το ένταλμα αυτό εκδίδεται και στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται από τα πρακτικά του κατώτερου Δικαστηρίου νομική πλάνη (error on the face of the record).
Η υπόθεση R. v. Northumberland (ανωτέρω), υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρίστου (1962) Α.Α.Δ. 129.
Ως προς το τι αποτελεί πρακτικό του Δικαστηρίου και τι είναι νομική πλάνη, σχετική είναι η υπόθεση R. ν. Preston Supplementary Benefits Appeal Tribunal ex. p. Moore [1975] 2 All E.R. 807, όπου στη σελ. 810 ο Λόρδος Denning M.R. αναφέρει:
"The two cases before us arise out of applications for an order of certiorari. They are brought under the established power of the High Court to supervise inferior tribunals. The High Court can quash any decision of an inferior tribunal for error of law which appears on the face of the record. The 'record' is generously interpreted so as to cover all the documents in the case. An 'error of law' is also interpreted generously so as to include a wrong interpretation of an act or a wrong application of it to the facts of the case."
To πιο πάνω απόσπασμα υιοθετήθηκε στην υπόθεση Re Hadjisoteriou (1986) 1 C.L.R. 429, 442.
Επίσης στην υπόθεση Christofi and Others v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236, αναφέρονται τα ακόλουθα στη σελ. 246:
"The primary purpose of judicial review by means of prerogative orders is to ensure that the inferior tribunals operate within the limits of their jurisdiction and exercise their powers within the limits set by law."
Τα γεγονότα πάνω στα οποία βασίζεται η παρούσα αίτηση προκύπτουν από την ένορκη δήλωση της Κρήνης Πα-παχριστοδούλου ημερομ. 30.11.1989 και τα έγγραφα που τη συνοδεύουν και είναι τα ακόλουθα:
Η Κυπριακή Δημοκρατία με τις διοικητικές πράξεις 233/24.3.1977,198/3.3.1978, 936/11.9.1981,1441/18.12.1981, 422/6.4.1985 και 623/17.5.1985, απαλλοτρίωσε μέρος των τεμαχίων 133 και 134 του φύλλου Σχεδίου ΧΧΧΙΧ/24, εδάφους Αλάμπρας, τα οποία είναι εγγεγραμμένα με τίτλους αρ. εγγραφής 8403 και 8188 στο όνομα της Αθηνάς Ευγενίου Μιχαήλ, που είναι η Αιτήτρια στην Παραπομπή 124/87.
Στις 25.11.86 ταχυδρομήθηκε στην ιδιοκτήτρια συστημένη επιστολή, με την οποία της προσφέρθηκε το ποσό της αποζημίωσης που υπολογίστηκε από την Απαλλοτριούσα Αρχή.
Στις 30.12.86 η ιδιοκτήτρια αποδέκτηκε την προσφορά με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της και συγκατατέθηκε στην άμεση εγγραφή της απαλλοτριωθείσας περιουσίας της επ' ονόματι της Απαλλοτριούσας Αρχής.
Στις 28.5.87 η ιδιοκτήτρια παράλαβε μέσω του συζύγου της τη σχετική επιταγή για το ποσό των £5,857.98, που είναι η αποζημίωση που υπολογίστηκε από την Απαλλοτριούσα Αρχή και την 1.6.87, είσπραξε το ποσό αυτό.
Στις 3.9.87 καταχωρήθηκε από μέρους της ιδιοκτήτριας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η Παραπομπή αρ. 124/87, με την οποία διεκδικεί επιπρόσθετη αποζημίωση.
Κατόπιν αιτήσεως του δικηγόρου της ιδιοκτήτριας, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδοσε στις 8.7.89 διάταγμα, με το οποίο παρατείνεται για 25 μέρες ο χρόνος καταχώρησης της Παραπομπής που είχε ήδη καταχωρηθεί στις 3.9.87. Το διάταγμα έχει ως ακολούθως:
"... ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως ο χρόνος καταχωρήσεως της παρούσης Παραπομπής παραταθεί για 25 μέρες ούτως ώστε να καλύπτεται η καταχώρηση της παρούσης Παραπομπής που έγινε στις 3.9.87."
Η παρούσα αίτηση στηρίζεται στο νομικό σημείο ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ενέργησε παράνομα και αντίθετα με τις πρόνοιες του Άρθρου 8(1) και (2) των περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμων του 1962 και 1983 (Νόμος 15/62 όπως τροποποιήθηκε) και του Άρθρου 8(1) του Περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 1983 (Νόμος 25/83).
Είναι εισήγηση του δικηγόρου της Δημοκρατίας πως η Παραπομπή καταχωρήθηκε μετά την εκπνοή των 75 ημερών από την ημερομηνία που η ιδιοκτήτρια πληρώθηκε την αποζημίωση που υπολογίστηκε από την Απαλλοτριούσα Αρχή και είναι εκπρόθεσμη. Ακόμα εισηγήθηκε πως στους πιο πάνω αναφερόμενους νόμους δεν υπάρχει πρόνοια που να επιτρέπει την παράταση χρόνου για την καταχώρηση της Παραπομπής, επομένως ο Δικαστής εκδίδοντας το διάταγμα της 8.7.89, ενέργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας. Ακόμα αναφέρει πως σύμφωνα με το νόμο 15/ 62, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 25/83, μετά την εκπνοή της προθεσμίας των 75 ημερών θεωρείται ότι επήλθε συμφωνία μεταξύ των μερών και επομένως δεν υπάρχει οποιαδήποτε εκκρεμότητα.
Το άρθρο 8 του Νόμου 15/62, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 του Νόμου 25/83, αναφέρει τα ακόλουθα:
"8(1) Η απαλλοτριούσα αρχή οφείλει εντός δέκα μηνών από της δημοσιεύσεως της γνωστοποιήσεως απαλλοτριώσεως να έλθη εις διαπραγματεύσεις διά την απόκτησιν της ιδιοκτησίας εις ην αφορά η τοιαύτη γνωστοποίησις δι' ιδιωτικής συμβάσεως και τον διά συμφωνίας καθορισμόν της αποζημιώσεως, ως και τον καταμερισμόν αυτής μεταξύ απάντων των εις ταύτην ενδιαφερομένων προσώπων. Εάν δεν επέλθη συμφωνία εντός της προαναφερθείσης χρονικής περιόδου η απαλλοτριούσα αρχή υποχρεούται εις άμεσον προσφοράν της υπ' αυτής υπολογισθείσης αποζημιώσεως.
(2) Ο ιδιοκτήτης δεν κωλύεται όπως, υπό την επιφύλαξιν του καθορισμού του ποσού της αποζημιώσεως υπό αρμοδίου δικαστηρίου, αποδεχθή την προσφερομένην αποζημίωσιν υπό τον όρον ότι η αποδοχή του θα συνοδεύηται υπό εγγράφου συγκαταθέσεώς του όπως η απαλλοτριούμενη ιδιοκτησία εγγραφεί αμέσως επ' ονόματι της απαλλοτριούσης αρχής. Εν τοιαύτη περιπτώσει ο ιδιοκτήτης αποτείνεται εις το Δικαστήριον εντός εβδομήκοντα πέντε ημερών από της ημερομηνίας εισπράξεως της προσφερομένης αποζημιώσεως το αργότερον διά τον καθορισμόν του ποσού της αποζημιώσεως, μετά δε την παρέλευσιν της προθεσμίας αυτής θα θεωρήται ότι επήλθε συμφωνία συμφώνως προς τας διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου."
Από την ημερομηνία εκδόσεως ορισμένων από τις πιο πάνω αναφερόμενες διοικητικές πράξεις, που αφορούν τις απαλλοτριώσεις της περιουσίας της ιδιοκτήτριας γίνεται φανερό πως για ορισμένη περιουσία της, η διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης άρχισε και δεν συμπληρώθηκε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου 25/83. Συνεπώς, είναι σχετικές και οι πρόνοιες του Άρθρου 8(1) του Νόμου 25/83, που έχουν ως ακολούθως:
"8(1) Εάν η διαδικασία αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου ιδιοκτησίας ήρξατο αλλά δεν συνεπληρώθη προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται αι ακόλουθοι διατάξεις.
(α) Η απαλλοτριούσα αρχή οφείλει εντός δέκα μηνών από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου να έλθη εις διαπραγματεύσεις δια την απόκτησιν της υπό αναγκαστικήν απαλλοτρίωσιν ιδιοκτησίας και, εάν δεν επέλθη συμφωνία εντός της προαναρφερθείσης χρονικής περιόδου, η απαλλοτριούσα αρχή υποχρεούται εις άμεσον προσφοράν της υπ' αυτής υπολογισθείσης αποζημιώσεως.
(β) Ο ιδιοκτήτης δεν κωλύεται όπως, υπό την επιφύλαξιν του καθορισμού του ποσού της αποζημιώσεως υπό αρμοδίου Δικαστηρίου, αποδεχθή την προσφερομένην αποζημίωσιν υπό τον όρον ότι η αποδοχή του θα συνοδεύηται υπό εγγράφου συγκαταθέσεώς του όπως η απαλλοτριούμενη ιδιοκτησία εγγραφεί αμέσως επ' ονόματι της απαλλοτριούσης αρχής. Εν τοιαύτη περιπτώσει ο ιδιοκτήτης αποτείνεται εις το Δικαστήριον εντός εβδομήκοντα πέντε ημερών το αργότερον διά τον καθορισμόν του ποσού της αποζημιώσεως, μετά δε την πα-ρέλευσιν της προθεσμίας αυτής θα θεωρήται ότι επήλθε συμφωνία μεταξύ αυτού και της απαλλοτριούσης
αρχής.
.............."
Από τις πιο πάνω αναφερόμενες πρόνοιες, καθίσταται πρόδηλο πως η αίτηση Παραπομπής, είτε η διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτου ιδιοκτησίας, άρχισε αλλά δεν συμπληρώθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του Νόμου 25/83, είτε άρχισε μετά, η προθεσμία που δίδεται για την καταχώρηση της αίτησης Παραπομπής είναι περίοδος 75 ημερών και δεν υπάρχει πρόνοια για παράταση της προθεσμίας αυτής.
Είναι εισήγηση του δικηγόρου της ιδιοκτήτριας πως πέραν από την αρμοδιότητα των Επαρχιακών Δικαστηρίων να εκδικάζουν Παραπομπές σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 15/62 όπως τροποποιήθηκε, τα Επαρχιακά Δικαστήρια έχουν δικαίωμα να εφαρμόζουν το Διαδικαστικό Κανονισμό Πολιτικής Δικονομίας και σύμφωνα με το Δ.57, Θ.2, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είχε τη διακριτική ευχέρεια να παρατείνει ή όχι, την προθεσμία που προβλέπεται σαφώς από το Νόμο 25/83. Ακόμα ανάφερε πως το δικαίωμα παρατάσεως των οιωνδήποτε προθεσμιών που προβλέπονται από το Νόμο τούτο, δίνει στα Επαρχιακά Δικαστήρια ο Κανονισμός 33 των Κανονισμών Περί του Ειδικού διά τον Καθορισμό Αποζημιώσεων Δικαστηρίου, Δ.Π. 1151/56.
Μια άλλη εισήγηση του δικηγόρου της ιδιοκτήτριας είναι πως ο Περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμος του 1964 (Νόμος 57/64), καλύπτει την παρούσα περίπτωση γιατί η Παραπομπή εμπίπτει στον ορισμό της λέξης "αγωγή" που αναφέρεται στο άρθρο 2 του Νόμου 57/64 και συνεπώς η "περίοδος αναστολής" που θεσπίστηκε από το Νόμο τούτο δεν υπολογίζεται στο "χρόνο παραγραφής".
Τέλος ισχυρίστηκε, αν έχω αντιληφθεί ορθά, πως η περίπτωση της πελάτιδάς του πρέπει να κριθεί με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 9 του Νόμου 15/62 πριν από την τροποποίησή του από το Νόμο 25/83, δεδομένου ότι οι απαλλοτριώσεις συμπληρώθηκαν πριν από τον τροποποιητικό Νόμο 25/83 και συνεπώς το άρθρο 9 του Νόμου 15/62 πριν από την τροποποίησή του δεν θέτει περιορισμό όσον αφορά το χρόνο καταχώρησης της Παραπομπής και κατάληξε πως το Δικαστήριο ορθά ενέργησε εκδίδοντας το υπό κρίση διάταγμα.
Εξέτασα με προσοχή τις εισηγήσεις του δικηγόρου της ιδιοκτήτριας και τις βρίσκω όλες ανεδαφικές.
Οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί είναι σύνολο κανόνων ή διαταγμάτων που εκδίδονται για να ρυθμίσουν την πρακτική και τη δικονομία των διαφόρων Δικαστηρίων (Βλ. Περί Ερμηνείας Νόμο, Κεφ. 1, άρθρο 2 - ορισμός των "Rules of Court").
Για τον καθορισμό των αποζημιώσεων σαν αποτέλεσμα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης γης, ο Περί Ειδικού για τον Καθορισμό Αποζημιώσεων Δικαστηρίου Νόμος, Κεφ. 216, δημιούργησε τα Ειδικά για τον Καθορισμό Αποζημιώσεων Δικαστήρια τα οποία είχαν δικούς τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς, που θεσπίστηκαν δυνάμει του νόμου τούτου, τους Κανονισμούς Περί του Ειδικού διά τον Καθορισμό Αποζημιώσεων Δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυβέρνησης, της 29.11.56, Παράρτημα 3, Δ.Π. 1151.
Με τη θέσπιση του Νόμου 15/62, ο Περί Απαλλοτριώσεως Γαιών Νόμος Κεφ. 226 και ο Περί Ειδικού διά τον Καθορισμό Αποζημιώσεων Δικαστηρίου Νόμος, Κεφ. 216, καταργήθηκαν και ο καθορισμός της καταβλητέας για την απαλλοτρίωση αποζημίωσης γίνεται έκτοτε από Επαρχιακά Δικαστήρια. Κατά την εκδίκαση όμως των Παραπομπών τα Επαρχιακά Δικαστήρια εφαρμόζουν τους Κανονισμούς περί του Ειδικού διά τον Καθορισμό Αποζημιώσεων Δικαστηρίου, τηρουμένων των Διατάξεων του Συντάγματος και του Νόμου 15/62 (όπως τροποποιήθηκε), μέχρις ότου εκδοθούν άλλοι Κανονισμοί από το Ανώτατο Δικαστήριο και μόνο εάν ουδέν προβλέπεται στους Κανονισμούς αυτούς, τότε ανατρέχουμε στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας, εφόσον είναι δυνατή η εφαρμογή τους.
Το άρθρο 20 του Νόμου 15/62 αναφέρει σχετικά τα ακόλουθα:
"20. (1) Το Ανώτατο Δικαστήριον θα εκδίδη διαδικαστικόν κανονισμόν ρυθμίζοντα την πρακτικήν και δικονομίαν των δικαστηρίων δυνάμει του παρόντος Νόμου και επί τούτω, η ενώπιον τούτων ακολουθητέα διαδικασία εις οιανδήποτε υπόθεσιν δυνάμει του παρόντος Νόμου, ως και τα επιβλητέα τέλη, καθορίζονται συμφώνως τω τοιούτω διαδικαστικώ κανονισμώ:
Νοείται ότι μέχρις ου εκδοθή ο τοιούτος διαδικαστικός κανονισμός άπαντα τα ζητήματα, η δικονομία και η καταβολή των τελών διέπονται, τηρουμένων των αναλογιών, υπό των Κανονισμών περί του Ειδικού διά τον Καθορισμόν Αποζημιώσεων Δικαστηρίου του 1956, ή εάν ουδέν προβλέπεται περί τούτων εν τοις ως είρηται Κανονισμοίς, τα τοιαύτα ζητήματα, η δικονομία και τα τέλη διέπονται, τηρουμένων των αναλογιών, υπό του Διαδικαστικού Κανονισμού Πολιτικής Δικονομίας και του διατάγματος περί Δικαστικών Τελών, εφ' όσον είναι δυνατή η εφαρμογή αυτών.
(2) ............"
Επίσης σχετικό είναι το άρθρο 24 που έχει ως ακολούθως:
"24. (1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 23, ο περί Απαλλοτριώσεως Γαιών Νόμος και ο περί Ειδικού διά τον Καθορισμόν Αποζημιώσεων Δικαστηρίου Νόμος διά του παρόντος καταργούνται:
Νοείται ότι η κατάργησις αύτη ουδόλως επηρεάζει το έγκυρον των Κανονισμών περί του Ειδικού διά τον Καθορισμόν Αποζημιώσεων Δικαστηρίου, των θεσπισθέντων δυνάμει του περί του Ειδικού διά τον Καθορισμόν Αποζημιώσεων Δικαστηρίου Νόμου, καταργηθέντος διά του παρόντος Νόμου, και τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και του παρόντος Νόμου, αι διατάξεις των τοιούτων κανονισμών εξακολουθώσιν ούσαι εν ισχύϊ μέχρις ου το Ανώτατον Δικαστήριον εκδώση διαδικαστικόν κανονισμόν ως προβλέπεται εν τω άρθρω 20. Επί τούτω οι Κανονισμοί περί του Ειδικού διά τον Καθορισμόν Αποζημιώσεων Δικαστηρίου θα λογίζωνται ανακληθέντες.
(2)............"
Ο Κανονισμός 33 των Κανονισμών Περί του Ειδικού δια τον Καθορισμό Αποζημιώσεων Δικαστηρίου, στον οποίο έχει αναφερθεί ο δικηγόρος της ιδιοκτήτριας, αφορά παράταση χρόνου που προσδιορίζεται στους θεσμούς αυτούς και όχι σε παράταση χρόνου που προνοείται στη νομοθεσία. Συνεπώς, αφού γι' αυτά τα θέματα υπάρχει πρόνοια στους Κανονισμούς αυτούς, το Διάταγμα 57, Θεσμός 2, των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, δεν εφαρμόζεται αν και μπορεί να ειπωθεί πως και στην περίπτωση αυτή η παράταση χρόνου αφορά και πάλι τον χρόνο που προσδιορίζεται στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας και δεν έχει να κάμει τίποτε με οποιοδήποτε χρόνο που προσδιορίζεται ή καθορίζεται από το Νόμο.
Όσον αφορά το επιχείρημα του δικηγόρου της ιδιοκτήτριας πως στην προκειμένη περίπτωση εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμου του 1964 (Νόμος 57/64), θα περιοριστώ μόνο να αναφέρω πως παρόλο που η Παραπομπή εμπίπτει στον ορισμό της λέξης "αγωγή" που αναφέρεται στο άρθρο 2 του Νόμου, εντούτοις η αναστολή οιασδήποτε χρονικής περιόδου που καθορίζεται σε οιανδήποτε διάταξη νομοθετικής φύσεως διά της οποίας απαιτείται η έναρξη οιασδήποτε "αγωγής", περιορίζεται σε οιασδήποτε διατάξεις νομοθετικής φύσεως που ίσχυαν κατά την έναρξη της ισχύος του Νόμου 57/ 64. Ο Νόμος 25/83 είναι μεταγενέστερος του Νόμου 57/64 και δεν επέφερε κωδικοποίηση υφισταμένων νόμων, αλλά τροποποιήσεις στο Νόμο 15/62. Επομένως η προθεσμία των 75 ημερών που θεσπίστηκε με το Νόμο 25/83, δεν επηρεάζεται από τις πρόνοιες του Νόμου 57/64.
Επίσης μπορεί να αναφερθεί σ' αυτό το στάδιο πως οι απαλλοτριώσεις των κτημάτων της καθ' ης η αίτηση δεν συμπληρώθηκαν πριν από τη θέσπιση του Νόμου 25/83, δεδομένου ότι η συγκατάθεση της ιδιοκτήτριας για μεταβίβαση των επηρεαζομένων κτημάτων δόθηκε στις 30.12.86 και η αποζημίωση πληρώθηκε στις 28.5.87. Συνεπώς το νομικό καθεστώς που διέπει την υπό κρίση υπόθεση δεν είναι ο Νόμος 15/62 πριν από την τροποποίησή του, αλλά ο Νόμος αυτός όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 25/83. Γι' αυτούς τους λόγους ούτε και το τελευταίο επιχείρημα του δικηγόρου της καθ' ης η αίτηση δεν μπορεί να ευσταθήσει.
Είναι επιπλέον σαφές πως η διαδικασία απαλλοτριώσεως των κτημάτων της καθ' ης η αίτηση άρχισε κατά διάφορες περιόδους όπως λεπτομερειακά αναφέρεται ανωτέρω, το 1977, το 1981 και το 1985. Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν στις 25.11.86 (Βλ. Τεκμήρια Α6 και Β7) και είναι κατάδηλο πως η διαδικασία που ακολουθήθηκε είναι η προνοούμενη από τα άρθρα 4 και 8 του Νόμου 25/83, σαν επακόλουθο της οποίας η αιτήτρια αποδέχθηκε την προ-σφερθείσα αποζημίωση και συγκατατέθηκε όπως η απαλλοτριωθείσα περιουσία της εγγραφεί αμέσως επ' ονόματι της Απαλλοτριούσας Αρχής. Το ποσό της αποζημίωσης εισπράχθηκε την 1.6.88, ενώ στις 30.12.86, παρά τη δήλωση της ιδιοκτήτριας ότι απεδέχθη την προσφερόμενη αποζημίωση για πλήρη διευθέτηση των απαιτήσεών της για την απαλλοτρίωση της ακίνητης ιδιοκτησίας της, εντούτοις την ίδια μέρα υπογράφτηκε και άλλη έγγραφη συγκατάθεσή της με την οποία ζήτησε να πληρωθεί το ποσό που της προσφέρθηκε και επιφύλαξε το δικαίωμά της να αποταθεί στο αρμόδιο Δικαστήριο για καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης, σύμφωνα με το σχετικό Νόμο. Συνεπώς, η ιδιοκτήτρια, αν επιθυμούσε, σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 4 και 8 του Νόμου 25/83, όφειλε εντός 75 ημερών από την ημέρα που είσπραξε την αποζημίωση, να αποταθεί στο Δικαστήριο για τον καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης, πράγμα που δεν έπραξε.
Το υπό κρίση Διάταγμα του Δικαστηρίου είχε σκοπό να θεραπεύσει το εκπρόθεσμο της καταχώρησης της Παραπομπής, που έγινε στις 3.9.87. Το διάταγμα εκδόθηκε μεταγενέστερα, στις 8.7.89 και δόθηκε παράταση 25 ημερών για να καλύπτεται η καταχώρηση της Παραπομπής.
Το τελευταίο ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο οι πρόνοιες του Νόμου 25/83, που περιορίζουν το χρόνο εντός του οποίου θα πρέπει ο ιδιοκτήτης απαλλοτριωθείσας περιουσίας να αποταθεί στο Δικαστήριο για τον καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης, είναι επιτακτικές ή απλώς ενδεικτικές ή καθοδηγητικές (directory).
Αυτή η διάκριση προθεσμιών ή χρονικών περιορισμών που αναφέρονται σε νομοθετικές διατάξεις έχει νομολογηθεί. Στην υπόθεση Howard v. Bodington [1987] 2 PD 203 ο Λόρδος Δικαστής Penzance ασχολήθηκε με την διάκριση αυτή και στη σελ. 210 αναφέρει:
"Now the distinction between matters that are directory and matters that are imperative is well known to us all in the common language of the courts at Westminster... A thing has been ordered by the legislature to be done. What is the consequence if it is not done? In the case of statutes that are said to be imperative, the Court have decided that if it is not done the whole thing fails, and the proceedings that follow upon it are all void. On the other hand, when the Courts hold a provision to be mandatory or directory, they say that, although such provision may not have been complied with, the subsequent proceedings do not fail." Στη σελ. 211 ο Λόρδος Penzance αναφέρθηκε στην υπόθεση Liverpool Borough Bank v. Turner, όπου ο Λόρδος Campbell ανάφερε:
"No universal rule can be laid down for the construction of statutes, as to whether mandatory enactments shall be considered directory only or obligatory, with an implied nullification for disobedience. It is the duty of courts of justice to try to get at the real intention of the legislature by carefully attending to the whole scope of the statute to be construed."
Και ακολούθως κατάληξε ως εξής:
"I believe, as far as any rule is concerned, you cannot safely go further than that in each case you must look to the subject-matter, consider the importance of the provision that has been disregarded, and the relation of that provision to the general object intended to be secured by the Act; and upon a review of the case in that aspect decide whether the matter is what is called imperative or only directory."
Τα αναφερθέντα από το Λόρδο Δικαστή Penzance στην υπόθεση Howard (ανωτέρω) σελ. 210, 211, ακολουθήθηκαν στις υποθέσεις Chapman v. Ean [1969] 2 All E.R. 1214, R. v. H.M. Inspector of Taxes [1971] 3 All E.R. 394, R. v. H.M. Inspector of Taxes [1972] 1 All E.R. 545, Howard v. Sec. of State [1972] 3 All E.R. 310, Re Τ (a minor) [1986] 1 All E.R. 817, Howard v. Secretary of State [1974] 1 All E.R. 644.
Με βάση την πιο πάνω νομολογία, που υιοθετώ, εξέτασα με προσοχή τόσο τον Νόμο 15/62 όσο και τον Νόμο 25/ 83 και ιδιαίτερα τις πρόνοιες των άρθρων 4 και 8 που εισάγουν την προθεσμία των 75 ημερών.
Έχω τη γνώμη πως οι τροποποιήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 4 και 8 του Νόμου 25/83 σκοπό έχουν να ρυθμίσουν κατά ένα πιο συγκεκριμένο και σαφή τρόπο, προσδιορίζοντας και χρονικά πλαίσια, τα ζητήματα και τη διαδικασία που αφορούν τις διαπραγματεύσεις για κατάληξη σε συμφωνία, το ύψος των αποζημιώσεων, την καταβολή της υπολογισθείσας από την Απαλλοτριούσα Αρχή αποζημιώσεως, την αποδοχή της από μέρους του ιδιοκτήτη και τη μεταβίβαση της απαλλοτριωθείσης περιουσίας του επ' ονόματι της Απαλλοτριούσας Αρχής, ή την αποδοχή της υπό την επιφύλαξη του καθορισμού του ποσού της αποζημιώσεως από το Δικαστήριο. Σε τέτοια περίπτωση τέθηκε η προθεσμία των 75 ημερών.
Η πρόθεση του νομοθέτη στην προκειμένη περίπτωση είναι επιτακτική και όχι ενδεικτική ή καθοδηγητική. Η προθεσμία αυτή δεν αναστέλλει την παραγραφή της αξιώσεως λόγω μη δικαστικής άσκησης της αξιώσεως εντός του υπό του Νόμου προβλεπομένου χρόνου, αλλά αφορά αποσβεστική προθεσμία του δικαιώματος του ιδιοκτήτη να αποζημιωθεί με ψηλότερο ποσό από το ποσό που εισπράχθηκε από την Απαλλοτριούσα Αρχή, γιατί σε περίπτωση παράλειψης του να προσφύγει στο Δικαστήριο εντός της προθεσμίας των 75 ημερών το αργότερο, θεωρείται ότι επήλθε συμφωνία μεταξύ του ιδιοκτήτη και της Απαλλοτριούσας Αρχής ως προς το ποσό της αποζημιώσεως που καταβλήθηκε και τοιουτοτρόπως δημιουργούνται μεταξύ της Απαλλοτριούσας Αρχής και του ιδιοκτήτη έννομα αποτελέσματα του ιδιοκτήτη στερουμένου οιουδήποτε δικαιώματος αξιώσεως μεγαλύτερου ποσού αποζημιώσεως από το ποσό που ήδη του καταβλήθηκε. Με άλλα λόγια, με την παρέλευση της προθεσμίας επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος του ιδιοκτήτη να αξιώσει μεγαλύτερες ή ψηλότερες αποζημιώσεις. Επομένως η προθεσμία αυτή είναι επιτακτική, ουσιαστική και καθοριστική των δικαιωμάτων των δυο μερών και το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία από το Νόμο να παρατείνει την προθεσμία αυτή.
Για τους πιο πάνω λόγους ευρίσκω ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εκδίδοντας το διάταγμα ημερομ. 8.7.89 στην Παραπομπή αρ. 124/87, ενέργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας και παρά το Νόμο. Η νομική πλάνη είναι έκδηλη και διαπιστώνεται από τα πρακτικά της υπόθεσης και ως εκ τούτου διατάσσω την ακύρωση του διατάγματος τούτου.
Δεν επιδικάζονται έξοδα.