ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 90/2011 και 91/2011)
23 Απριλίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 90/2011)
ΑΘΗΝΟΔΩΡΟΣ ΚΟΡΝΙΩΤΗΣ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
3. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
(Υπόθεση Αρ. 91/2011)
ΑΘΗΝΟΔΩΡΟΣ ΚΟΡΝΙΩΤΗΣ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
3. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Θ. Ανδρέου, για τον Αιτητή.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα.), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή 90/11 ο αιτητής ζητά δήλωση και/ή απόφαση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση που περιέχεται στην επιστολή της Εφόρου Ασφαλίσεων, ημερ. 25.11.10, με την οποίαν η Έφορος Ασφαλίσεων αρνήθηκε να προωθήσει την αίτηση του αιτητή ημερ. 7.9.10, για εγγραφή του στο Μητρώο Ασφαλιστικών Συμβούλων, επιβάλλοντας του παράλληλα συγκεκριμένες υποχρεώσεις, και με την οποίαν, ουσιαστικά, αρνήθηκε και/ή δεν ενέκρινε την αίτησή του, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται εννόμου αποτελέσματος.
Με την προσφυγή 91/11, η οποία αφορά στην ίδια απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση όπως και η προσφυγή 90/11 (γι΄ αυτό και εκδόθηκε διάταγμα συνεκδίκασης τους), ζητείται δήλωση και/ή απόφαση του δικαστηρίου ότι οι καθ΄ ων η αίτηση παρέλειψαν οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια, κατά παράβαση του άρθρου 178(2) του περί Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου του 2002 (Ν 35(Ι)/2002) όπως τροποποιήθηκε, και συγκεκριμένα ότι παρέλειψαν να εκδώσουν απόφαση, μέσα στην προθεσμία των 3 μηνών, επί της αιτήσεως του αιτητή ημερ. 7.9.10, για εγγραφή του στο Μητρώο Ασφαλιστικών Συμβούλων.
Ο αιτητής, επομένως, με την προσφυγή 90/11 προσβάλλει το περιεχόμενο της επιστολής της Εφόρου ημερ. 25.11.10, ισχυριζόμενος ότι αυτό περιέχει, παράνομη, εκτελεστή διοικητική πράξη. Προσβάλλει παράλληλα, με την προσφυγή 91/11, και τη μη έκδοση απόφασης στην προαναφερόμενη αίτηση του ημερ. 7.9.10, μέσα στην προθεσμία των 3 μηνών όπως προνοείται στο άρθρο 178(2) του Ν 35(Ι)/2002, ως παράλειψη εκτέλεσης νόμιμα οφειλόμενης ενέργειας.
Ο αιτητής είναι ασφαλιστικός σύμβουλος και αντιπροσωπεύει ασφαλιστικές εταιρείες. Στις 23.7.10 ο αιτητής τερμάτισε τη συνεργασία του με την Εθνική Ασφαλιστική (Κύπρου) Λτδ και την Εθνική Γενικών Ασφαλειών (Κύπρου) Λτδ, η οποία διάρκεσε κάποια χρόνια. Η εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία απέστειλε στην Έφορο Ασφαλίσεων επιστολή με ισχυρισμό ότι ο αιτητής της οφείλει ποσό που υπερβαίνει τις €50.000.-. Η Έφορος Ασφαλίσεων ζήτησε εξηγήσεις από τον αιτητή τις οποίες ο αιτητής έδωσε.
Η Εθνική Γενικών Ασφαλειών (Κύπρου) Λτδ και η Εθνική Ασφαλιστική (Κύπρου) Λτδ καταχώρησαν την αγωγή 8448/10 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον του αιτήτη και ο αιτητής καταχώρησε την αγωγή 8676/10 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον της Εθνικής Γενικών Ασφαλειών (Κύπρου) Λτδ και των διευθυντών της.
Ο αιτητής, παράλληλα, στις 7.9.10 υπέβαλε αίτηση για εγγραφή του ως ασφαλιστικός σύμβουλος για να ενεργεί για θέματα ασφαλιστικής διαμεσολάβησης για λογαριασμό άλλης εταιρείας, της Laiki Cyprialife Ltd.
Η Έφορος Ασφαλίσεων, με επιστολή της ημερ. 25.11.10, έθεσε τη θέση της, στον αιτητή, αναφορικά με την προαναφερόμενη αίτησή του.
Έχει σημασία να παραθέσω το περιεχόμενο της επιστολής της Εφόρου ημερ. 25.11.10. Στην επιστολή εκείνη η Έφορος Ασφαλίσεων γράφει στον αιτητή ότι, αναφορικά με την αίτηση του ημερ. 7.9.10 για εγγραφή του στο Μητρώο Ασφαλιστικών Συμβούλων, «Πληροφορήστε ότι η εν λόγω αίτησή σας δεν μπορεί να τύχει περαιτέρω προώθησης στο παρόν στάδιο αφού είναι ελλιπής. Σύμφωνα με το άρθρο 175(2) των προαναφερθέντων Νόμων, έχετε υποχρέωση να υποβάλετε βεβαίωση από τις εταιρείες Εθνική Γενικών Ασφαλειών (Κύπρου) Λτδ και Εθνική Ασφαλιστική (Κύπρου) Λτδ για τις οποίες ασκούσατε εργασίες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης μέχρι πρόσφατα, ότι δεν οφείλετε σ΄ αυτές οποιαδήποτε ποσά κατά παράβαση του Άρθρου 185 και του Κανονισμού 49 των περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Κανονισμών του 2002-2009. Διαφορετικά, η Υπηρεσία μας είναι υποχρεωμένη να αναμένει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για την υπ΄ αρ. 8448/10 αγωγή που η εταιρεία Εθνική Ασφαλιστική (Κύπρου) Λτδ έχει εγείρει εναντίον σας.»
Μελέτησα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία. Απ΄ αυτά είναι προφανές ότι η Έφορος Ασφαλίσεων, αφού έλαβε την αίτηση του αιτητή ημερ. 7.9.10 για να εγγραφεί στο Μητρώο Ασφαλιστικών Συμβούλων και να ενεργεί εκ μέρους της ασφαλιστικής εταιρείας Laiki Cyprialife Ltd και αφού, στη συνέχεια, πληροφορήθηκε από την Εθνική Ασφαλιστική (Κύπρου ) Λτδ, στις 10.11.10, ότι αυτή είχε απαιτήσεις και ήγειρε αγωγή, την υπ΄ αρ. 8448/10 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, εναντίον του αιτητή, και δεδομένου ότι στην προαναφερόμενη αγωγή η ενάγουσα εταιρεία ισχυρίζεται ότι ο αιτητής (πρώτος εναγόμενος), ως αποτέλεσμα της μεταξύ τους συνεργασίας την οποία η ενάγουσα τερμάτισε, έχει χρεωστικό υπόλοιπο (μαζί της) ανερχόμενο σε ποσό πέραν των €35.000.-, θεώρησε ορθό, προφανώς με βάση το άρθρο 175 του προαναφερόμενου νόμου, να απαιτήσει από τον αιτητή να προσκομίσει πρόσθετα στοιχεία που αυτή (η Έφορος) έκρινε ότι ήταν αναγκαία για την περαιτέρω εξέταση της αίτησής του. Τα στοιχεία που ζητήθηκαν αφορούσαν στην, κατ΄ ισχυρισμό, παράνομη κατακράτηση χρημάτων της Ασφαλιστικής Εταιρείας, από τον αιτητή.
Είναι προφανές επίσης, ότι ο αιτητής δεν συμμορφώθηκε με τα όσα ζήτησε η Έφορος να της προσκομιστούν, με την επιστολή της ημερ. 25.11.10. Δεν φαίνεται να προσκομίστηκε ποτέ, από τον αιτητή, βεβαίωση από τις εταιρείες Εθνική Γενικών Ασφαλειών (Κύπρου) Λτδ και Εθνική Ασφαλιστική (Κύπρου ) Λτδ, (για τις οποίες ο αιτητής ασκούσε εργασίες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης), ότι δεν τους οφείλει οποιαδήποτε ποσά, κατά παράβαση του προαναφερόμενου άρθρου 185 και Κανονισμού 49. Επομένως η Έφορος όπως, διαζευκτικά, αναφέρει στην επιστολή της ημερ. 25.11.10 είναι υποχρεωμένη να αναμένει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή 8448/10. Δεν έχει αναφερθεί οτιδήποτε για το αποτέλεσμα αυτής της αγωγής.
Τίθενται, επομένως, άμεσα, δύο ερωτήματα που είναι απαραίτητο να αποφασιστούν για τους σκοπούς των δύο αυτών προσφυγών:
(α) Το περιεχόμενο της επιστολής της Εφόρου προς τον αιτητή ημερ. 25.11.10 περιέχει εκτελεστή διοικητική πράξη όπως ισχυρίζεται ο αιτητής ή περιλαμβάνει απλά μια προκαταρκτική ή πληροφοριακή απόφαση που δεν δημιουργεί έννομα αποτελέσματα και επομένως δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη;
(β) Όταν η Έφορος ανέφερε στον αιτητή ότι θα έπρεπε να της προσκομίσει τα προαναφερόμενα στοιχεία και ότι αν δεν της τα προσκόμιζε θα έπρεπε (η Έφορος) να αναμένει το αποτέλεσμα της προαναφερόμενης αγωγής, ενεργούσε εντός των πλαισίων του νόμου και συγκεκριμένα του άρθρου 178 του Ν 35(Ι)/2002 ή κατά παράβαση του;
Αναφορικά με το πρώτο ερώτημα, η απάντηση μου είναι πως η επιστολή ημερ. 25.11.10 δεν περιλαμβάνει εκτελεστή διοικητική πράξη. Δεν περιλαμβάνει δηλαδή απόφαση που δημιουργεί έννομα δικαιώματα και υποχρεώσεις, στον αιτητή. Είναι προφανές ότι πρόκειται για προκαταρκτική πληροφοριακή πράξη της Εφόρου. Αυτό είναι εμφανές από τη φρασεολογία: «Πληροφορήστε ότι η εν λόγω αίτηση σας δεν μπορεί να τύχει περαιτέρω προώθησης στο παρόν στάδιο αφού είναι ελλιπής.» Άρα για να εξεταστεί η αίτηση θα έπρεπε ο αιτητής να προσκομίσει τα στοιχεία που του ζητήθηκαν. Δεν επρόκειτο για απόρριψη της αίτησης αλλά για αίτημα να προσκομίσει ο αιτητής κι΄ άλλα στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά, η Έφορος είχε δικαίωμα να τα ζητήσει δυνάμει του άρθρου 175 του προαναφερόμενου νόμου, σύμφωνα με το οποίο η Έφορος μπορεί, οποτεδήποτε μετά την υποβολή αιτήσεως, να απαιτήσει την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων που κρίνει αναγκαία για την εξέταση της αιτήσεως. Στην προκείμενη περίπτωση η Έφορος έκρινε τα στοιχεία που ζήτησε, ως αναγκαία, διότι πληροφορήθηκε για την απαίτηση της Εθνικής Γενικών Ασφαλειών (Κύπρου) Λτδ και της Εθνικής Ασφαλιστικής (Κύπρου) Λτδ, εναντίον του αιτητή. Εν πάση περιπτώσει αυτό ήταν θέμα που ενέπιπτε στη διακριτική ευχέρεια της Εφόρου και δεν μου υποδείχθηκε οτιδήποτε που να δείχνει ότι η διακριτική ευχέρεια της Εφόρου ασκήθηκε λανθασμένα.
Αναφορικά με το δεύτερο ζήτημα, του κατά πόσον η ΄Εφορος ενήργησε κατά παράβαση των νομικών της υποχρεώσεων σύμφωνα με το νόμο και ειδικά το άρθρου 178 του Ν 35(Ι)/2002, παρατηρώ ότι το εδάφιο 2 του άρθρου 178 ορίζει προθεσμία 3 μηνών, από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, εντός της οποίας η Έφορος οφείλει να εκδώσει την απόφαση της. Κρίνω όμως ότι, ενόψει του άρθρου 175 του ιδίου νόμου, η προθεσμία των 3 μηνών (η οποία προφανώς είναι ενδεικτική) πρέπει να αρχίζει από την ημερομηνία που θα προσκομιστούν, στην Έφορο, όλα τα στοιχεία που αυτή κρίνει αναγκαία για την εξέταση ή περαιτέρω εξέταση της αίτησης. Δεν νοείται, δηλαδή, η Έφορος να έχει δικαίωμα να ζητά πρόσθετα στοιχεία, αναγκαία για την εξέταση της αίτησης, να μην της προσκομίζονται και η προθεσμία των 3 μηνών να τρέχει. Διαζευκτικά, παρατηρώ, ότι εάν η Έφορος ήταν υποχρεωμένη να εκδώσει, ανυπερθέτως, απόφαση εντός 3 μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, έστω και χωρίς τα στοιχεία που ζήτησε να της προσκομιστούν, και δεν της προσκομίστηκαν, θα ήταν απόλυτα δικαιολογημένη να απορρίψει την αίτηση, λόγω του ότι δεν της προσκομίστηκαν όλα τα απαραίτητα στοιχεία. Επομένως και σ΄ αυτή την περίπτωση, δεν τίθεται ζήτημα ουσιαστικής παράλειψης, νομικά οφειλόμενης ενέργειας.
Εν πάση περιπτώσει το αίτημα της Εφόρου να της προσκομίσει ο αιτητής πρόσθετα αναγκαία στοιχεία, δεν αμφισβητήθηκε ή προσβλήθηκε, με οποιονδήποτε τρόπο, επομένως είναι έγκυρο.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, απορρίπτω την προσφυγή 90/11 για το λόγο ότι, με αυτή, δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη, και απορρίπτω την προσφυγή 91/11 για το λόγο ότι δεν πείστηκα ότι οι καθ΄ ων η αίτηση παρέλειψαν να προβούν σε, νομικά, οφειλόμενη ενέργεια, κατά παράβαση του άρθρου 178(2) του προαναφερόμενου νόμου.
΄Εξοδα υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση και στις δύο προσφυγές, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.