ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1400/2010)
26 Απριλίου, 2012
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΟΥΤΟΥΝΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Χρ. Ρασπόπουλος, για τον Αιτητή.
Φ. Κωμοδρόμος, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής ζητά την ακύρωση της απόφασης ημερ. 30.8.2010, με την οποία οι Καθ' ων η αίτηση, κατόπιν επανεξέτασης, προήγαγαν και πάλι στη θέση Ανώτερου Αστυνόμου τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Κύπρο Μιχαηλίδη (ΕΜ1), Γιώργο Τρυφωνίδη (ΕΜ 2), Ανδρέα Γεωργίου (ΕΜ 3) και Νίκο Κερίμη (ΕΜ 4), από 24.4.2008, αντί τον Αιτητή.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Ο Αρχηγός της Αστυνομίας στις 9.10.2010 ενημέρωσε τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, για την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθ. Αρ. 244/09, με σκοπό να προχωρήσει η διαδικασία επανεξέτασης.
Η διαδικασία πλήρωσης των θέσεων Ανώτερων Αξιωματικών της Αστυνομίας, γίνεται σύμφωνα με τον περί Αστυνομίας Νόμο του 2004 (Ν. 73(Ι)/2004), όπως έχει τροποποιηθεί, στο εξής «ο Νόμος» και τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 2004 (ΚΔΠ 214/04), Μέρος ΙΙΙ, στο εξής «οι Κανονισμοί», όπως έχουν τροποποιηθεί.
Στις 30.8.1010, ο Υπουργός με το σκεπτικό ότι οι επίδικες προαγωγές ακυρώθηκαν λόγω σφάλματος στην απόφασή του (είχε κρίνει ότι επειδή ο Αιτητής κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν σε προαφυπηρετική άδεια, δεν δικαιούτο προαγωγής), προχώρησε στην επανεξέταση της απόφασής του. Έτσι με βάση τις πρόνοιες του Καν. 3 των Κανονισμών και ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 16(1) και (3) του Νόμου, αποφάσισε και πάλι την αναδρομική προαγωγή των ΕΜ στην επίδικη θέση, από 23.1.2009. Στις 30.9.2010, κατόπιν σχετικής επιστολής του Αρχηγού, ακολούθησε δημοσίευση των επίδικων προαγωγών.
Ο Αιτητής, εναντίον της απόφασης αυτής, προβάλλει 2 λόγους ακύρωσης:- (1) Παράλειψη επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου, έλλειψη αιτιολογίας και πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα και (2) παραβίαση του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης. Θα εξετάσω και τους δύο λόγους ακύρωσης.
Κατ' αρχάς θα ήθελα να αναφέρω ότι το δεδικασμένο αφορά μόνο τα ζητήματα τα οποία εξέτασε και αποφάσισε το ακυρωτικό Δικαστήριο στην απόφασή του στην Υπόθ. Αρ. 244/09, στην οποία αναφέρθηκε ότι:-
«Εφόσον οι Κανονισμοί δεν αποκλείουν έναν υποψήφιο να προαχθεί ενώ επίκειται η αφυπηρέτηση του, η επίκληση και μόνο του δημοσίου συμφέροντος που αφορά γενικά και αόριστα την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας δεν αποτελεί, κατά την άποψή μου, δέουσα αιτιολογία. Χωρίς περαιτέρω επεξηγήσεις, δεν είναι σαφείς οι λόγοι που οδήγησαν τον Υπουργό στην άποψη ότι η επικείμενη αφυπηρέτηση του Αιτητή, ο οποίος ήταν ένας «Εξαίρετος» αξιωματικός, θα επηρέαζε την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας.
Ενόψει του γεγονότος ότι ο Υπουργός στήριξε αποκλειστικά στην απόφασή του για μη προαγωγή του Αιτητή, σε λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι κρίθηκαν ανεπαρκείς και δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια να αξιολογήσει τον Αιτητή σε σχέση με τους υπόλοιπους υποψηφίους με βάση τα νομοθετικά κριτήρια αξιολόγησης, η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης.»
Κατά τη διαδικασία επανεξέτασης, ο Υπουργός στην απόφασή του, ημερ. 30.8.2010, αιτιολογεί την επιλογή των ΕΜ στην επίδικη θέση, με τον εξής τρόπο:-
«6. Η θέση του Ανώτερου Αστυνόμου, σύμφωνα με τον Περί Αστυνομίας Νόμο (Ν.73(Ι)/2004), βρίσκεται στις ανώτερες βαθμίδες της υπηρεσιακής ανέλιξης του Σώματος και ο κάτοχος της απαιτείται να διαθέτει πνευματικές και επαγγελματικές ικανότητες σε υψηλό βαθμό, εξαιρετικές ικανότητες / δυνατότητες οργάνωσης, διοίκησης, ελέγχου και συντονισμού. Περαιτέρω, πρέπει να αποτελεί μια συγκροτημένη και ισχυρή προσωπικότητα με κύρος, υπόληψη και χαρακτήρα, χαρακτηριστικά που είναι ικανά να προσδώσουν στο Αστυνομικό Σώμα αξιοπιστία, να δημιουργήσουν κλίμα εμπιστοσύνης, συνεργασίας, αλληλεγγύης και να εμπνεύσουν το σεβασμό στους υφισταμένους και στο κοινό γενικότερα.
.............................
10. Αφού μελέτησα και έλαβα υπόψη την έκθεση και τις συστάσεις του Αρχηγού Αστυνομίας για κάθε έναν από τους συνιστώμενους υποψηφίους και αφού μελέτησα και έλαβα επίσης υπόψη:
(i) Τις εκθέσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης του κανονισμού 22 των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004 (Κ.Δ.Π. 214/04), όπως έχουν τροποποιηθεί,
(ii) Τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης με έμφαση στα δύο τελευταία έτη,
(iii) Το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων όλων των υποψηφίων και
γενικά όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου διαπίστωσα ότι και οι έξι υποψήφιοι έχουν χαρακτηριστεί ως ΕΞΑΙΡΕΤΟΙ στην ΑΞΙΑ και ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΙ στα ΠΡΟΣΟΝΤΑ. Όσον αφορά το κριτήριο ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ, διαπίστωσα ότι, η διαφορά μεταξύ των έξι υποψηφίων είναι ελάχιστη και επομένως αμελητέα. Είναι φανερό ότι έχω να επιλέξω τέσσερις (4) μεταξύ έξι (6) ισάξιων υποψηφίων.»
Κατά την άποψή μου, μπορεί στην προσβαλλόμενη απόφασή του ο Υπουργός να μην επικαλείται ως αιτιολογία, για μη επιλογή του Αιτητή, το δημόσιο συμφέρον, αλλά τα όσα επικαλείται, δεν συνιστούν συμμόρφωση προς το δεδικασμένο ως προς το μέρος της ακυρωθείσας απόφασης, όπου, μεταξύ άλλων, το δικαστήριο έκρινε ότι ο Υπουργός «.. δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια να αξιολογήσει τον Αιτητή σε σχέση με τους υπόλοιπους υποψηφίους με βάση τα νομοθετικά κριτήρια αξιολόγησης..». Ενώ ο Αιτητής συστήνεται ως «Εξαίρετος», ο Υπουργός κατά την επανεξέταση, εκτός του ότι αποφεύγει και πάλιν να προβεί σε σύγκριση του Αιτητή με τα ΕΜ, τα όσα αναφέρει στην απόφασή του ως αιτιολογία, ότι ο κάτοχός της θέσης «απαιτείται να διαθέτει πνευματικές και επαγγελματικές ικανότητες σε υψηλό βαθμό, εξαιρετικές ικανότητες / δυνατότητες οργάνωσης, διοίκησης, ελέγχου και συντονισμού», ή ότι, «πρέπει να αποτελεί μια συγκροτημένη και ισχυρή προσωπικότητα ..», είναι στοιχεία στα οποία ήδη αξιολογήθηκαν οι υποψήφιοι και για τα οποία ο Αιτητής συστήθηκε από τον Αρχηγό ως εξαίρετος. Ο Υπουργός, παραλείπει και πάλιν να αναφέρει στην αιτιολογία του, για ποιους λόγους τα ΕΜ είναι καταλληλότερα από τον Αιτητή. Περιορίζεται να αναφέρει γενικά και αόριστα, ότι τα ΕΜ «..θα εξυπηρετήσουν καλύτερα την υπηρεσία....», αφήνοντας ίσως και υπονοούμενο ότι ο Αιτητής και πάλι δεν επιλέχθηκε λόγω του ότι ευρίσκεται σε προαφυπηρετική άδεια. Η μη αξιολόγηση του Αιτητή και η σύγκριση των προσόντων του με αυτά των ΕΜ, αποτελεί όχι μόνο παραβίαση του δεδικασμένου, αλλά και παράλειψη επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου. Πέραν τούτου, τα όσα γενικά και αόριστα αναφέρει στην απόφασή του, δεν μπορούν να συνιστούν επαρκή αιτιολογία, αφού δεν προσδιορίζονται οι πραγματικοί λόγοι για τους οποίους οδήγησαν τον Υπουργό να επιλέξει τα ΕΜ αντί του Αιτητή. Σύμφωνα με το άρθρο 28 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) και την αντίστοιχη αρχή του διοικητικού δικαίου, την οποία κωδικοποιεί, δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η αναφορά στην απόφαση, όπως εδώ, γενικών χαρακτηρισμών που μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε κάθε περίπτωση. Με τον γενικό και αόριστο τρόπο που ο Υπουργός αιτιολόγησε την απόφαση, στην ουσία στερεί από το Δικαστήριο τη δυνατότητα να αντιληφθεί σε ποια βάση τα ΕΜ κρίθηκαν ότι υπερτερούσαν του Αιτητή, αφού όλοι κρίθηκαν, τόσο από την Επιτροπή Αξιολόγησης, όσο και από τον Αρχηγό Αστυνομίας, ως εξαίρετοι σε αξία και πολύ καλοί στα προσόντα. Κατά την κρίση μου και οι δύο λόγοι ακύρωσης ευσταθούν.
Ενόψει των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.400 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ