ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.813 /2008)
17 Φεβρουαρίου, 2012
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Α/ΦΟΙ ΠΑΝΤΖΙΑΡΟΥ ΛΤΔ
Αιτητές,
-και -
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ
Καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Α.Ευσταθίου, (κα.), για τους Αιτητές.
Ν.Χ΄Ιωάννου, (κα.), για τους Καθ΄ων η αίτηση
-----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι αιτητές διατηρούν επιχείρηση, ασχολούμενοι με την αγελαδοτροφία, και την επεξεργασία γάλακτος.
Μετά την ένταξη της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δημιουργήθηκαν δύο ειδών ποσοστώσεις, ήτοι, μια κατηγορία που αφορά τις «απευθείας πωλήσεις», σχετιζόμενες με την ποσότητα γάλακτος την οποία οι ίδιοι οι παραγωγοί επεξεργάζονται και προσφέρουν απευθείας στον καταναλωτή, και μια δεύτερη κατηγορία, η οποία αφορά τις «ποσοστώσεις παράδοσης», ήτοι, των ποσοτήτων που παράγονται μεν από τους παραγωγούς, προσφέρονται όμως στη βιομηχανία για περαιτέρω επεξεργασία.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 2007, με διάταγμα του Υπουργού Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (ο «Υπουργός») (Κ.Δ.Π. 367/2007) έγινε κατανομή του εθνικού αποθέματος γάλακτος.
Με βάση το πιο πάνω διάταγμα, έγινε η πρώτη κατανομή των διαθεσίμων ποσοστώσεων απευθείας πωλήσεων στους παραγωγούς και το υπόλοιπο του εθνικού αποθέματος, θα διανέμετο, με τη δεύτερη κατανομή, κατά ισομερή τρόπο στους παραγωγούς οι οποίοι θα εκδήλωναν ενδιαφέρον. Ο Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας - καθ΄ων η αίτηση, («ο Οργανισμός»), με επιστολή του ημερομηνίας 4 Δεκεμβρίου 2007, πληροφόρησε τους αιτητές ότι θα προχωρούσαν στην κατανομή ποσοστώσεων απευθείας πωλήσεων. Οι αιτητές υπέβαλαν σχετική αίτηση και στις 21 Δεκεμβρίου 2007, τους παραχωρήθηκε η ποσότητα των 2.700 λίτρων γάλακτος.
Οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή αμφισβητούν την νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης.
Οι καθ' ων η αίτηση πρόβαλαν προδικαστικώς, ότι η προσφυγή στρέφεται κατά μη εκτελεστής πράξης, από τη στιγμή που δεν αμφισβητείται η απόφαση του Υπουργού, με την έγκριση του οποίου δόθηκε εκτελεστότητα στην απόφαση του Οργανισμού. Περαιτέρω, ήταν η εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση ότι με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται πράξη εκτέλεσης και κατά τρίτο, ότι οι αιτητές αποδέχθηκαν την απόφαση, συνεπώς δεν νομιμοποιούνται να αμφισβητούν τη νομιμότητά της.
Ως προς την αρχικώς προβληθείσα προδικαστική ένσταση για την εκτελεστότητα της εν λόγω απόφασης, θεωρώ ότι δεν ευσταθεί και πρέπει να απορριφθεί. Η ενέργεια του Υπουργού ήταν μια απλή έγκριση επί της ουσιαστικής απόφασης που είχαν λάβει οι καθ΄ων η αίτηση, ήταν, δηλαδή, μια απλή εγκριτική πράξη, κατά την οποία ο Υπουργός δεν άσκησε ουσιαστική αρμοδιότητα, αλλά περιορίστηκε σε μια τυπικότητα. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γεωργίου v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας, 2002 3 ΑΑΔ 475, όταν κατά τη λήψη μιας απόφασης υπάρχει σύμπραξη δύο διοικητικών οργάνων και το ένα εγκρίνει την απόφαση του άλλου, δεν μετατίθεται η αποφασιστική αρμοδιότητα στο όργανο που εγκρίνει την απόφαση. (Βλ. επίσης Υποθ. αρ. 913/2008 και 914/2008, Avianpartener Cyprus Ltd v Δημοκρατίας, ημερ. 28 Ιανουαρίου 2011.
Με την δεύτερη προδικαστική ένσταση προβλήθηκε ότι η αμφισβητηθείσα απόφαση ήταν πράξη εκτέλεσης του αρχικού διατάγματος του Υπουργού και εκτελεστή πράξη ήταν η απόφαση του Υπουργού, δεν με βρίσκει σύμφωνο.
Η ειδοποιός διαφορά μιας διοικητικής πράξης από άλλες ενέργειες της διοίκησης εξετάστηκε στην υπόθεση Κanika Hotels v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 169, όταν λέχθηκαν τα εξής:
«Το κριτήριο για το αν μια πράξη είναι διοικητική ή όχι, δεν είναι μόνο τυπικό, δεν εξαρτάται δηλαδή μόνο από τη φύση του οργάνου που λαμβάνει την εν λόγω απόφαση ή προβαίνει στην συγκεκριμένη πράξη, αλλά είναι κυρίως θέμα ουσιαστικό, έχοντας άμεση σχέση με το περιεχόμενό της, που πρέπει να είναι διοικητικής φύσεως. Με τον τρόπο αυτό καταδεικνύεται ότι κανονιστικές πράξεις της διοίκησης δεν μπορούν να αμφισβητηθούν με προσφυγή, αφού έχουν νομοθετικό περιεχόμενο. Κανονιστική είναι η πράξη που θέτει κανόνες που ως επί το πλείστον είναι κανόνες δικαίου και δημιουργεί, λόγω της φύσης της, καταστάσεις απρόσωπες και αντικειμενικές. Τούτο σε αντίθεση με την ατομική διοικητική πράξη, η οποία δημιουργεί υποκειμενικές καταστάσεις, εξατομικεύοντας τον κανόνα δικαίου που εφαρμόζεται στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της κανονιστικής διοικητικής πράξης που τη διακρίνει από την ατομική, είναι η γενικότητα, μια εννοιολογική γενικότητα, και όχι αριθμητική που προσφέρει στην πράξη τη δυνατότητα εφαρμογής της σε περιπτώσεις αόριστες που είτε ήδη υπάρχουν, είτε θα υπάρξουν στο μέλλον. Το νομικό περιεχόμενο της κανονιστικής διοικητικής πράξης δεν εξαντλείται με μια εφαρμογή, αλλά διατηρεί τη δυνατότητα νέων εφαρμογών σε αόριστες και μέλλουσες περιπτώσεις βάση των οποίων αποτελεί η συγκέντρωση των προϋποθέσεων που εκ προοιμίου θέτει η εν λόγω πράξη.»
Η εν λόγω κανονιστική πράξη, στην οποία έγινε αναφορά πιο πάνω, δεν απευθυνόταν μόνο στους παραγωγούς, αλλά έθετε ένα γενικό κανόνα, χωρίς να έχει άμεσα αποτελέσματα. Για την παραχώρηση ποσότητας γάλακτος ήταν απαραίτητη η υποβολή αίτησης από τους αιτητές και οι καθ΄ων η αίτηση είχαν τη δυνατότητα ικανοποίησης, εφόσον θα πληρούντο τα κριτήρια τα οποία τέθηκαν. Ανάλογο θέμα είχε εξεταστεί πρόσφατα στην Υπόθ. αρ. 812/2008, Γεώργιος Κάππας v Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοβιομηχανίας κ.ά., ημερ. 12 Απριλίου 2011, όπου ο αδελφός δικαστής κ. Ναθαναήλ, απορρίπτοντας την ένσταση, ανέφερε τα εξής, με τα οποία συμφωνώ.
«Εδώ, η δημοσίευση και μόνο της Κ.Δ.Π. 367/07, έθετε ένα γενικό κανόνα και δεν επηρέαζε συγκεκριμένα τους παραγωγούς ατομικά, ούτε ήταν άμεσα δεκτική εκτέλεσης.»
Σ΄άλλο σημείο της ίδιας απόφασης αναφέρεται:
«Εδώ, δεν ήταν άμεσα δεσμευτική η πράξη με μόνη τη δημοσίευσή της. Το ότι δεν παράγονταν νόμιμα αποτελέσματα από τον αιτητή, είναι άλλωστε φανερό και από το γεγονός ότι ο Οργανισμός απηύθυνε επιστολή ημερομηνίας 4.12.2007 προς τον αιτητή, γνωστοποιώντας σ΄αυτόν την έκδοση διατάγματος από τον Υπουργό, πληροφορώντας τον ως προς τα βασικά του Διατάγματος. Καλούσε δε τον αιτητή, αν ενδιαφερόταν, να υπόβαλλε αίτηση σε συγκεκριμένο έντυπο που θα μπορούσε να λάβει από τα γραφεία του Οργανισμού, και υπό την προϋπόθεση ότι τηρούσε τα αναγκαία κριτήρια. Ήταν επομένως αναγκαία η συνδρομή του ιδίου του αιτητή με την υποβολή αίτησης για να εκδοθεί συγκεκριμένη, ατομική, διοικητική πράξη, που να τον επηρέαζε. Η ισομερής κατανομή, η οποία αναφέρεται στην Κ.Δ.Π. 367/07 δεν οδηγούσε αυτόματα σε μια απλή μαθηματική πράξη διότι: (i) ο Οργανισμός θα έπρεπε να ελέγξει κατά πόσο ο αιτητής (ή ο οποιοσδήποτε αιτητής), πληρούσε τα κριτήρια, (ii) αν ήταν κατά τα άλλα δικαιούχος, και (iii) η ακριβής ποσόστωση θα εξαγόταν από την ολική διαθέσιμη ποσότητα σε συνδυασμό με τον αριθμό των παραγωγών δικαιούχων που θα υπέβαλλαν αίτηση.»
Σε συνάρτηση με την τελευταία προδικαστική ένσταση, και την προβολή της έλλειψης νομιμότητας εκ μέρους των αιτητών να αμφισβητήσουν την απόφαση του Οργανισμού, αφού την έχουν αποδεχθεί, πρέπει να σημειωθεί ότι όντως οι αιτητές υπέβαλαν αίτηση, που αν δεν υποβαλλόταν, δεν θα είχαν οποιαδήποτε δυνατότητα παραχώρησης ποσότητας γάλακτος. Με την υποβολή της εν λόγω αιτήσεως, ουσιαστικώς είχαν αποδεχθεί ότι η παραχώρηση προς αυτούς ατομικής ποσότητας, με αναφορά στην ποσόστωση η οποία θα γινόταν με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζονταν στο διάταγμα. Ταυτοχρόνως, με την επιστολή του Οργανισμού, ημερομηνίας 4 Δεκεμβρίου 2007, με την οποία οι αιτητές κλήθηκαν να υποβάλουν αίτηση, έγινε αναφορά ότι από τη διαθέσιμη ποσότητα γάλακτος, η ποσόστωση θα είναι ισομερής και ότι η παραχώρηση θα γινόταν πάνω σε χαριστική βάση. Καταδεικνύεται, συναφώς, ότι η παραχώρηση προς τους αιτητές ήταν, όπως σημείωσα, σε χαριστική βάση και δεν μπορούν ταυτοχρόνως να παραπονούνται για την κατανομή της εν λόγω ποσόστωσης. Ως εκ τούτου, η προδικαστική ένσταση είναι βάσιμη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.