ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 950/2009)
17 Ιανουαρίου 2012
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΙΚΟΥ ΒΑΛΑΝΙΔΗ
Αιτητή
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ΄Ου η Αίτηση.
_________
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Καθ΄Ου η Αίτηση.
_________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Τα γεγονότα της προσφυγής περιέχονται στην ενδιάμεση απόφασή μου της 7.4.2011 από την οποία και τα παραθέτω:
«Ο Αιτητής, ενώ υπηρετούσε στη θέση του Προϊσταμένου Επιμόρφωσης στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου, ζήτησε άδεια απουσίας άνευ απολαβών από 1.3.1992 για να εργασθεί στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Του χορηγήθηκε η άδεια, όπως και περαιτέρω άδεια μέχρι 28.2.1995. Την 14.5.1997 ο Αιτητής αφυπηρέτησε πρόωρα, λαμβάνοντας τα συνταξιοδοτικά ωφελήματά του. Κατά τον υπολογισμό τους, εκρίθη ότι η εν λόγω περίοδος της απουσίας του δεν μπορούσε να λογισθεί ως συντάξιμη υπηρεσία επειδή ήταν άδεια χωρίς απολαβές. Τούτο βεβαίως επηρέαζε το ύψος των ωφελημάτων του. Ο Αιτητής προσέφυγε με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και δικαιώθηκε κατ΄έφεση στη βάση ότι, εφ΄όσον η άδεια απουσίας χωρίς απολαβές του είχε χορηγηθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος από το Υπουργικό Συμβούλιο, λογίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία. Ως εκ τούτου, το Γενικό Λογιστήριο, αναθεωρώντας την προσέγγισή του, επαναϋπολόγισε τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα του Αιτητή. Στα πλαίσια εκείνα, προέβηκε στην αποκοπή ποσοστού 15% για την περίοδο 1.3.1992 μέχρι 28.2.1995 που αφορούσε τη συνεισφορά του Αιτητή επί των συντάξιμων απολαβών του, ανερχόμενο σε €12.050,75, και ποσοστού 1,75% για την ίδια περίοδο που αφορούσε τη συνεισφορά του στο Ταμείο Χηρών και Ορφανών, πληροφορώντας σχετικά τον Αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 28.5.2008. Ο Αιτητής διαμαρτυρήθηκε για την αποκοπή του ποσού των €12.050,75, οπότε, κατόπιν συμβουλής της Νομικής Υπηρεσίας, το Λογιστήριο αναθεώρησε την απόφασή του και κατέβαλε στον Αιτητή το εν λόγω ποσό, καθώς και ποσό €4.746,06 που αντιπροσώπευε τους τόκους στα αναθεωρηθέντα συνταξιοδοτικά ωφελήματά του.
Ο Αιτητής και πάλι δεν έμεινε ευχαριστημένος, διαμαρτυρόμενος την 7.4.2009 ποικιλοτρόπως - ότι δεν υπήρξε διευθέτηση των εξόδων της προηγούμενης δικαστικής διαδικασίας, ότι δεν του κατεβλήθησαν οι νόμιμοι τόκοι, ότι δεν ήταν σαφές αν η περίοδος 1.3.1992 μέχρι 28.2.1995 υπολογίσθηκε ως συντάξιμη υπηρεσία και ότι η σύνταξη του υπολογίσθηκε με βάση τις απολαβές του την 1.3.1992 αντί την 28.2.1995. Το Γενικό Λογιστήριο του απέστειλε την 4.5.2009 αναλυτική κατάσταση των υπολογισμών του, αναφέροντας ότι δεν υπήρξε αναθεώρηση των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων αφού αυτά είχαν ορθώς υπολογισθεί με βάση το μισθό του πριν την αποχώρησή του την 1.3.1992, ότι του είχαν παραχωρηθεί οι νομίμως προνοούμενοι τόκοι και ότι η διευθέτηση των δικαστικών εξόδων δεν αφορούσε το Γενικό Λογιστήριο σε σχέση με τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα. Ο Αιτητής επανήλθε την 10.5.2009 διαμαρτυρόμενος ότι, εφ΄όσον η περίοδος 1.3.1992 μέχρι 28.2.1995 ήταν συντάξιμη υπηρεσία, τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα του θα έπρεπε να υπολογίζοντο με αναφορά το μισθό που είχε την 28.2.1995 και όχι την 1.3.1992. Το Γενικό Λογιστήριο, με επιστολή ημερομηνίας 19.5.2009, επέμενε στην απόψη του, σε περαιτέρω δε επιστολή του δικηγόρου του Αιτητή, απάντησε με επιστολή ημερομηνίας 9.7.2009 παραπέμποντας στον Καν. 22(2)(α) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Απολαβές, Επιδόματα και άλλα Οικονομικά Ωφελήματα των Δημοσίων Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1995 (Κ.Δ.Π. 175/95) ως τη βάση για την απόφασή του. Ο Κανονισμός 22(2)(α) προνοεί:
«Βασική προϋπόθεση για χορήγηση προσαύξησης είναι η επαγγελματική επάρκεια, επιμέλεια και αφοσίωση του υπαλλήλου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, καθώς και η ικανοποίηση των σχετικών με το διορισμό ή προαγωγή του προϋποθέσεων και όρων. Ο οικείος προϊστάμενος, στην Υπηρεσία του οποίου υπηρετεί ο υπάλληλος, πρέπει επομένως, προτού εξουσιοδοτήσει τη χορήγηση προσαύξησης, να βεβαιώνει ότι ο υπάλληλος υπηρέτησε κατά τους προηγούμενους δώδεκα μήνες και εκτέλεσε τα καθήκοντά του με επαγγελματική επάρκεια, επιμέλεια και αφοσίωση.»
Ο Αιτητής, λέγει η Δημοκρατία, δεν μπορούσε να επωφεληθεί οποιωνδήποτε προσαυξήσεων την περίοδο 1.3.1992 μέχρι 28.2.1995 αφού δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Κανονισμού 22(2)(α) λόγω του ότι δεν υπηρετούσε καν.
Την απόφαση του Γενικού Λογιστηρίου όπως περιέχεται στην επιστολή της 4.5.2009 είναι που προσβάλλει ο Αιτητής με την προσφυγή.»
Να σημειωθεί ότι με την εν λόγω ενδιάμεση απόφαση απερρίφθησαν οι προδικαστικές ενστάσεις της Δημοκρατίας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και ότι είναι πληροφοριακού χαρακτήρα όπως και η θέση του Αιτητή ότι η απαίτησή του ισχύει λόγω δεδικασμένου.
Ο Αιτητής εισηγείται ότι, εφ΄όσον η υπηρεσία του στο Πανεπιστήμιο ανεγνωρίσθη ως συντάξιμη, αυτό ήταν για κάθε σκοπό, περιλαμβανομένων των προσαυξήσεων, παραπέμπει δε και στο ότι κατά τη διάρκεια της άδειας του προήχθη σε Προϊστάμενο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ώστε η υπηρεσία του εκεί να εθεωρείτο ως συνεχιζόμενης διάρκειας παρά την άδεια απουσίας του. Ο Αιτητής υποδεικνύει μάλιστα και τις πρόνοιες του κανονισμού 21(1) για να καταδείξει ότι η άδεια απουσίας του θεωρείται ως υπηρεσία:
«Εκτός αν διαφορετικά προνοείται στους Κανονισμούς αυτούς, για να δικαιούται υπάλληλος σε χορήγηση της ετήσιας προσαύξησής του θα πρέπει να συμπληρώσει δωδεκάμηνη υπηρεσία με πλήρεις απολαβές. Ο όρος «υπηρεσία» στην περίπτωση αυτή περιλαμβάνει και άδεια ανάπαυσης, άδεια μητρότητας, άδεια απουσίας για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά.»
Οι εισηγήσεις του Αιτητή έχουν, όπως υπηστηρίζει, περαιτέρω επέκταση και στην αρχή της καλής πίστης και συνέπειας της διοίκησης. Ο Αιτητής εισηγείται επίσης ότι, εν πάση περιπτώσει, ο κανονισμός 22(2)(α) δεν μπορεί να ισχύει αφού η ΚΔΠ 175/1995 ετέθη σε ισχύ την 23.6.1995, δηλαδή μετά από την αφυπηρέτηση του. Αυτή η εισήγηση είναι προφανώς λανθασμένη αφού ο Αιτητής αφυπηρέτησε την 14.5.1997, αν δε η αναφορά του Αιτητή είναι στην 28.2.1995 που έληξε η άδεια απουσίας του και επανήλθε στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, σαφώς δεν επρόκειτο για αφυπηρέτηση.
Η θέση της Δημοκρατίας είναι ότι, εφ΄όσον ο Αιτητής δεν εργάσθηκε την εν λόγω περίοδο 1.3.1992 μέχρι 28.2.1995, δεν μπορούσε να εδικαιούτο προσαυξήσεων οι οποίες συναρτώνται από τον κανονισμό 22(2)(α) προς την απόδοση στην εκτέλεση των καθηκόντων που μάλιστα πιστοποιείται από τον προϊστάμενο. Ο κανονισμός 21(1), εισηγείται η Δημοκρατία, δεν επηρεάζει τις πρόνοιες του κανονισμού 22(2)(α) αφού πρέπει να εξετασθούν μαζί και όχι χωριστά. Έτσι θεωρούμενος, ο κανονισμός 21(1) ισχύει μόνο εφ΄όσον η άδεια απουσίας για λόγους δημοσίου συμφέροντος είναι με πλήρεις απολαβές και όχι άνευ απολαβών όπως ήταν η περίπτωση του Αιτητή.
Κρίσιμη καταλήγει να είναι η ερμηνεία του κανονισμού 22(2)(α) όσο και του κανονισμού 21(1). Ο κανονισμός 22(2)(α) καθορίζει τις προϋποθέσεις για χορήγηση προσαύξησης την οποία όντως συναρτά προς πραγματική υπηρεσία και πιστοποίηση επάρκειας. Αυτό σαφώς υποστηρίζει τη θέση της Δημοκρατίας, αφού μάλιστα ο Αιτητής ουδέποτε έλαβε προσαυξήσεις. Ο κανονισμός 21(1), περιλαμβάνοντας στον όρο «υπηρεσία» και την άδεια απουσίας για λόγους δημοσίου συμφέροντος, θα μπορούσε να εθεωρείτο ότι δίδει το δικαίωμα σε προσαυξήσεις κατά τη διάρκεια της άδειας απουσίας για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Όμως ο κανονισμός 21(1) δεν σταματά εκεί. Η πρόνοια του ότι η προσαύξηση συναρτάται προς τη συμπλήρωση δωδεκάμηνης υπηρεσίας «με πλήρεις απολαβές» καθιστά σαφές ότι τότε μόνο μπορεί η άδεια απουσίας για λόγους δημοσίου συμφέροντος να θεωρείται ως «υπηρεσία» εφ΄όσον η άδεια απουσίας είναι με πλήρεις απολαβές. Αυτή δεν ήταν η περίπτωση του Αιτητή αφού η άδεια απουσίας του ήταν άνευ απολαβών όπως την είχε ζητήσει. Δεν είναι λοιπόν δυνατό να θεωρηθεί ότι μπορούσε να εδικαιούτο προσαυξήσεων δυνάμει του κανονισμού 21(1).
Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο Αιτητής θα καταβάλει €1000 έξοδα στη Δημοκρατία.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
/ΚΧ"Π