ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 8/2011)

 

26 Ιανουαρίου, 2012

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΔΡΟΥΛΑ ΒΟΥΤΟΥΡΗ,

 

Αιτήτρια,

 

-ν-

 

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

 

Καθ΄ου η Aίτηση.

- - - - - -

 

Η Αιτήτρια παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

 

Ε. Παπαγεωργίου-Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Καθ΄ου η Αίτηση.

- - - - - -                           

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                     

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια, η οποία παρουσιάστηκε χωρίς δικηγόρο και χειρίστηκε την υπόθεσή της αυτοπροσώπως, με την παρούσα προσφυγή της προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης της Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερομηνίας 15.12.2010, με την οποία η Υπουργός απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή την οποία η αιτήτρια είχε υποβάλει εναντίον της απόφασης του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Δ.Υ.Κ.Α.) για τη μη καταβολή προς αυτήν σύνταξης ανικανότητας.

 

Τα γεγονότα τα οποία παρατίθενται στη συνέχεια είναι αδιαμφισβήτητα και έχουν ως πηγή τους την Ένσταση του καθ΄ου η αίτηση Υπουργείου και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Η αιτήτρια, ράπτρια 46 ετών, υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας στις 6.9.2004, η οποία συνοδευόταν από ιατρική έκθεση από θεράποντα Δερματολόγο Ιατρό της.

 

Στις 9.12.2004 η αιτήτρια εξετάστηκε από Παθολογικό Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανή για εργασία που απαιτεί περιορισμένες δυνάμεις και συνέστησε επανεξέτασή της μετά την πάροδο δύο ετών.

 

Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου, ενέκριναν την αίτηση της αιτήτριας για σύνταξη ανικανότητας από 27.12.2004 σε ποσοστό ανικανότητας 75%. Η αιτήτρια ενημερώθηκε για την απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων με επιστολή ημερομηνίας 14.1.2005.

 

Στις 8.11.2007 η αιτήτρια εξετάστηκε από Παθολογικό Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανή για εργασία που απαιτεί περιορισμένες δυνάμεις και συνέστησε επανεξέτασή της μετά την πάροδο δύο ετών.

 

Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου, συνέχισαν την καταβολή σύνταξης ανικανότητας στην αιτήτρια στο ίδιο ποσοστό.

 

Μετά από προσκόμιση Ιατρικής Έκθεσης από Οφθαλμίατρο θεράποντα ιατρό, στις 8.2.2010 η αιτήτρια εξετάστηκε από Οφθαλμολογικό  Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο γνωμάτευσε ότι η αιτήτρια ήταν ικανή για άσκηση του επαγγέλματός της, ενώ σημείωσε ότι σε περίπτωση εξέλιξης του καταρράκτη και ελάττωση της όρασής της, δύναται να χειρουργηθεί.

 

Καθώς σε παλαιότερη Ιατρική της Έκθεση είχαν αναφερθεί προβλήματα ορθοπεδικής φύσης, η αιτήτρια εξετάστηκε από Ορθοπεδικό - Χειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο στις 8.4.2010, το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανή για άσκηση του επαγγέλματός της από Ορθοπεδικής πλευράς και συνέστησε παραπομπή της σε Δερματολογικό - Παθολογικό Ιατρικό Συμβούλιο.

 

Στις 9.6.2010 η αιτήτρια εξετάστηκε από Παθολογικό Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανή για άσκηση του επαγγέλματός της.

 

Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου, τερμάτισαν τη σύνταξη ανικανότητας της αιτήτριας από 1.3.2010. Η αιτήτρια ενημερώθηκε για την απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων με επιστολή ημερομηνίας 6.7.2010.

 

Με επιστολή της ημερομηνίας 9.7.2010 η αιτήτρια προσέφυγε στην Υπουργό κατά της απόφασης των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τερματισμό της σύνταξης ανικανότητάς της και ζήτησε επανεξέταση.

 

Η αιτήτρια κλήθηκε στις 11.10.2010 για εξέταση από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο γνωμάτευσε ότι, με βάση την κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα, η αιτήτρια είναι ικανή για άσκηση του επαγγέλματός της.

 

Η Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, βάσει της εξουσίας που της παρέχει το άρθρο 83 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, αφού μελέτησε όλα τα δεδομένα της υπόθεσης της αιτήτριας, υιοθέτησε τη γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, βάσει της οποίας η αιτήτρια κρίθηκε ικανή για άσκηση του επαγγέλματός της. Η αιτήτρια ενημερώθηκε με επιστολή της Υπουργού, ημερομηνίας 15.12.2010.

 

Ο βασικός λόγος τον οποίο προβάλλει η αιτήτρια στην Αίτησή της, προς το σκοπό ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι ότι, ενώ από το 2004 λάμβανε σύνταξη ανικανότητας κατόπιν γνωμάτευσης από διάφορα Ιατροσυμβούλια, μετέπειτα, χωρίς να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας της, αλλ΄ αντίθετα ενώ έχει μάλλον χειροτερεύσει, σύμφωνα και με ιατρική έκθεση του ιατρού της, η σύνταξη διακόπηκε. Περαιτέρω, σε γραπτή χειρόγραφη αγόρευσή της, η αιτήτρια παραπονείται ότι το τελευταίο συσταθέν Ιατροσυμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του την έκθεση του ιατρού της, ο οποίος την είχε εξετάσει πρόσφατα, δηλαδή κατά την 3.3.2011. Όπως προσθέτει, αφού το 2004 είχε διαγνωσθεί με 75% ανικανότητα, μόνο με θαύμα θα μπορούσε να αποθεραπευθεί 7 χρόνια μετά.

 

Στην αγόρευσή της, η αιτήτρια επισυνάπτει δύο ιατρικές βεβαιώσεις. Η πρώτη φέρει ημερομηνία 13.5.2011 και υπογράφεται από τη Δρα Γ. Βάκη, Δερματολόγο στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας. Με αυτή, πιστοποιείται ότι η αιτήτρια παρακολουθείται στα εξωτερικά ιατρεία από το 2000, πάσχουσα από πέμφιγα. Η θεραπευτική αγωγή που της χορηγείται με ψηλές δόσεις κορτιζόνης και Imuran είναι αποτελεσματικές, αλλά η ασθενής βιώνει τις παρενέργειες των φαρμάκων με οστεοπόρωση, καταρράκτη και ψυχικές διαταραχές. Η συντηρητική αυτή θεραπεία θα συνεχισθεί για όλη της τη ζωή.

 

Η δεύτερη ιατρική βεβαίωση την οποία επισυνάπτει η αιτήτρια στην αγόρευσή της, φέρει ημερομηνία 12.5.2011 και υπογράφεται από το Δρα Κυριάκο Βερεσιέ, Νευρολόγο-Ψυχίατρο. Όπως αναφέρεται σ΄ αυτή τη βεβαίωση, η αιτήτρια πάσχει από σπάνια ασθένεια του ανοσοποιητικού συστήματος (κακοήθη πέμφιγα). Λόγω των προστριβών που είχε με ιατροσυμβούλια εξαιτίας της σύνταξης ανικανότητας, η αιτήτρια ανέπτυξε αγχώδη κατάθλιψη, για την οποία χορηγούνται αντιμελαγχολικά και αγχολυτικά φάρμακα. Θα εξακολουθήσει όμως να βρίσκεται υπό ψυχιατρική παρακολούθηση και θεραπεία.

 

Από την πλευρά του καθ΄ου η αίτηση, η συνήγορός του αναφέρει ότι εφόσον, κατ΄ εφαρμογή του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, η αιτήτρια κρίθηκε από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο ικανή για εκτέλεση της εργασίας της ως ράπτρια, τυχόν διαφορετική απόφαση της Υπουργού στην ιεραρχική προσφυγή, θα ήταν αδικαιολόγητη και παράνομη. Στο πλαίσιο της εξ΄υπαρχής έρευνας την οποία διεξήγαγε το Δευτεροβάθμιο Ιατροσυμβούλιο, η αιτήτρια υποβλήθηκε σε σειρά εξειδικευμένων εξετάσεων, ως αποτέλεσμα των οποίων δόθηκε η γνωμάτευση ότι είναι ικανή για την εργασία της. Αναφορικά με τις βεβαιώσεις τις οποίες παρουσίασε η αιτήτρια, η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση αναφέρει ότι αυτές δεν επηρεάζουν την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού φέρουν ημερομηνία μεταγενέστερη της απόφασης. Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι αυτές αναφέρονται σε διαφορετικές παθήσεις της αιτήτριας, που δεν είχε αναφέρει στην αίτησή της, αυτή θα μπορούσε να υποβάλει νέα αίτηση ανικανότητας, με βάση αυτά τα στοιχεία.

 

Σε απαντητική της αγόρευση, η αιτήτρια, αφού αρνείται ότι είχε υποστεί εξειδικευμένες εξετάσεις κατ΄ εντολή του Ιατροσυμβουλίου, στη σύνθεση του οποίου δεν υπήρχε καν δερματολόγος, εκτός από το Δευτεροβάθμιο όπου υπήρχε, οι δύο γιατροί που ήσαν παρόντες, ένας οφθαλμίατρος και ένας γιατρός χωρίς ειδικότητα, δεν γνώριζαν καν την αρρώστια της.

 

Τα όσα έχει αναφέρει στην αγόρευσή της η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση, είναι βάσιμα. Οι σχετικές ιατρικές βεβαιώσεις τις οποίες παρουσίασε στο Δικαστήριο η αιτήτρια, φέρουν ημερομηνία ετοιμασίας τους, αλλά και αναφέρονται σε εξέταση που έλαβε χώρα αρκετά μεταγενέστερα από την εξέταση της αιτήτριας από το  Δευτεροβάθμιο Ιατροσυμβούλιο και μεταγενέστερα και από την προσβαλλόμενη απόφαση της Υπουργού στην Ιεραρχική Προσφυγή.

 

Βέβαια, και αν ακόμα είχαν προγενέστερη ημερομηνία και πάλι δεν θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, εφόσον δεν ήσαν μέρος των στοιχείων τα οποία είχε λάβει υπόψη του το Ιατροσυμβούλιο για να ασκήσει πρωτογενή κρίση. Εν πάση όμως περιπτώσει, το Δευτεροβάθμιο Ιατροσυμβούλιο φαίνεται να ήταν ενήμερο της ουσιαστικής πάθησης της αιτήτριας και την έλαβε υπόψη. Σε όλες τις εκθέσεις των Ιατροσυμβουλίων που επισυνάπτονται στην Ένσταση, ειδικά αναφέρεται ότι η αιτήτρια πάσχει από κακοήθη πέμφιγα, και στην έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατροσυμβουλίου, επίσης αναφέρεται ότι πάσχει από πέμφιγα από το 2001 και από αμφοτερόπλευρο καταρράκτη λόγω της χρήσης κορτιζόνης. Εν τούτοις, οφθαλμολογικά διαπιστώθηκε οξύτητα όρασης 10/10 σε κάθε οφθαλμό, ενώ ο ελαφριάς φύσεως καταρράκτης μπορούσε να θεραπευθεί με επέμβαση. Όπως δε κρίθηκε, δερματολογικά δεν παρουσίαζε η αιτήτρια καμιά βλάβη και όπως προστίθετο στην έκθεση, η νόσος αυτή δεν είναι λόγος σύνταξης, αφού με πολύ μικρή δόση συντήρησης διατηρείται σε καλή κατάσταση.

 

Με αυτά ως δεδομένα, δε φαίνεται να τελούσε το Δευτεροβάθμιο Ιατροσυμβούλιο κάτω από οποιαδήποτε πλάνη ή να μη διεξήγαγε επαρκή διερεύνηση της πραγματικής κατάστασης της υγείας της αιτήτριας. Εν πάση δε περιπτώσει, δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε το οποίο να καταδείκνυε έλλειψη δέουσας έρευνας, παραγνώριση ουσιωδών στοιχείων, έλλειψη αιτιολογίας κλπ.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 83(3) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 2010, δεδομένου ότι οι λόγοι της Ιεραρχικής Προσφυγής αφορούσαν σε γνωμάτευση ή απόφαση Ιατρικού Συμβουλίου, η Υπουργός καθηκόντως παρέπεμψε την υπόθεση για επανεξέταση από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο. Το δε Συμβούλιο δε φαίνεται να ενήργησε ή να παρέλειψε να ενεργήσει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο ο οποίος θα μπορούσε να θεωρηθεί επιλήψιμος κατά τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

 

Τα στοιχεία τα οποία παρουσιάζεται να έλαβε υπόψη του η Υπουργός απορρίπτοντας την ιεραρχική προσφυγή, δεν δικαιολογούσαν τη λήψη απόφασης διαφορετικής από την προσβαλλόμενη.

 

Για τούτο, αναπόφευκτα η προσφυγή απορρίπτεται.

 

Αφού έλαβα όμως υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, δεν θα εκδώσω οποιαδήποτε διαταγή εξόδων.

 

   K. Κληρίδης,

                                                                          Δ.

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο