ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.1469 /2008)
20 Ιανουαρίου, 2012
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΝΙΚΟΣ ΙΩΝΑ,
Αιτητής,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
1. Υπουργού ΄Αμυνας
2. Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών
Καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Ι.Nικολάου, για τον Αιτητή.
Κ.Σταυρινός για τους Καθ΄ων η αίτηση
Ι.Τυπογράφος, για τα ενδιαφερόμενα μέρη
-----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η νομιμότητα της απόφασης του Υπουργού ΄Αμυνας η οποία λήφθηκε την 1η Ιουλίου 2008, με την οποία προήγαγε στη θέση του ταγματάρχη τους Αλέξη Χ΄Προκόπη και Μωυσή Μωυσέως, (ενδιαφερόμενα μέρη) αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Ο αιτητής υπηρετεί στο σώμα Πληροφορικής-Μηχανογράφησης του Στρατού Ξηράς και από τις 31 Δεκεμβρίου 2001 κατέχει το βαθμό του Λοχαγού.
Τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι μόνιμοι αξιωματικοί του Σώματος Πληροφορικής-Μηχανογράφησης του Στρατού Ξηράς και από τις 31 Δεκεμβρίου 2001 και 22 Δεκεμβρίου 2001 αντίστοιχα κατείχαν επίσης το βαθμό του λοχαγού. Τα εν λόγω ενδιαφερόμενα πρόσωπα είχαν, αρχικώς, εγγραφεί στην επετηρίδα των αξιωματικών ΄Οπλων του Στρατού Ξηράς. Μετά την απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου στον τομέα της Πληροφορικής, μετατάχτηκαν, με απόφαση του Υπουργού ΄Αμυνας ημερ. 8 Μαρτίου 2005, από το ´Oπλο του Πεζικού στο Σώμα Πληροφορικής-Μηχανογράφησης και ενεγράφησαν αναλόγως στη σχετική επετηρίδα.
Κατά τη διαδικασία των ετησίων κρίσεων των αξιωματικών για τη χρονική περίοδο του 2007, τόσο ο αιτητής, όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη, είχαν κριθεί από το Συμβούλιο Κρίσεων ως προακτέοι κατά εκλογή. Ενεγράφησαν δε στον αντίστοιχο πίνακα.
Με την οριστικοποίηση των Πινάκων ο Υπουργός ΄Αμυνας, μετά από πρόταση του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, προχώρησε στην κατανομή των θέσεων και 46 από τις 62 κενές θέσεις κατανεμήθηκαν στο Στρατό Ξηράς, εκ των οποίων 24 κατανεμήθηκαν για τους αξιωματικούς των ´Oπλων και 22 για τους αξιωματικούς των Σωμάτων. Από τις εν λόγω 22 θέσεις, 2 κατανεμήθηκαν στο Σώμα Πληροφορικής-Μηχανογράφησης. Κατ΄ακολουθίαν των πιο πάνω ο Υπουργός ΄Αμυνας είχε προβεί στην προαγωγή Αξιωματικών, στον επόμενο βαθμό, με βάση τη σειρά που είχαν οι υποψήφιοι για προαγωγή στους οριστικούς πίνακες των κριθέντων ως προακτέων. Με γνώμονα αυτό τον Πίνακα προήχθησαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Ταγματάρχη έχοντας αρχαιότητα έναντι του αιτητή.
Προβάλλεται ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν προέβηκαν σε δέουσα έρευνα κατά πόσο τα ενδιαφερόμενα μέρη πληρούσαν τις προϋποθέσεις για προαγωγή καθώς επίσης ότι παρερμήνευσαν τον Κανονισμό 27(4)(ε) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών (ΚΔΠ 90/90). Ισχυρίζεται ο αιτητής ότι οι καθ΄ων η αίτηση εσφαλμένα έλαβαν υπόψη τους την περίοδο κατά την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη φοιτούσαν στο Πανεπιστήμιο Κύπρου για την απόκτηση μεταπτυχιακού διπλώματος και επομένως τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν είχαν συμπληρώσει πέντε χρόνια πραγματικής υπηρεσίας στη θέση του Λοχαγού και δεν έπρεπε να κριθούν ως προακτέοι στη θέση του Ταγματάρχη.
Ο Κανονισμός 27(1) προβλέπει ότι για να δικαιούται αξιωματικός κρίσης από το Συμβούλιο Κρίσεως για τη θέση ταγματάρχη πρέπει να έχει συμπληρώσει 5 χρόνια παραμονής στο βαθμό του λοχαγού.
Ο κανονισμός 27(4) προβλέπει ότι δε λογίζεται ως χρόνος παραμονής ο χρόνος κατά τον οποίο ο Αξιωματικός διετέλεσε σε εκπαιδευτική άδεια ή άλλη άδεια που του χορηγήθηκε κατόπιν αίτησης του.
Όπως προκύπτει από τους προσωπικούς φακέλους που έχουν κατατεθεί και αποτελεί αποδεκτό γεγονός, τα ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ της περιόδου 2002-2005, έλαβαν εκπαιδευτική άδεια για απόκτηση μεταπτυχιακού διπλώματος στην Πληροφορική. Αναφύεται προς εξέταση το ζήτημα κατά πόσο η εν λόγω εκπαιδευτική άδεια χορηγήθηκε κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων μερών ή εάν η εκπαίδευση τους είχε αποφασιστεί από τους καθ΄ων η αίτηση.
Αποτελεί αναγκαιότητα η παράθεση των γεγονότων που συνθέτουν αυτή την πτυχή της υπόθεσης. Η απόκτηση εξειδικευμένου μηχανογραφικού εξοπλισμού από το Υπουργείο ΄Αμυνας κατέστησε αναγκαία την εκπαίδευση δύο αξιωματικών στο Τμήμα Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Κύπρου με στόχο την απόκτηση μεταπτυχιακού διπλώματος στην Πληροφορική. Το Υπουργείο ΄Αμυνας, με επιστολή του ημερ. 31 Ιανουαρίου 2002, προς το ΓΕΕΦ, ζήτησε από το τελευταίο να προβεί σε επιλογή των αξιωματικών που θα φοιτήσουν στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Με άλλη επιστολή, ημερ. 7 Φεβρουαρίου 2002, προς το Πανεπιστήμιο Κύπρου, το Υπουργείο ΄Αμυνας εξέφρασε την πρόθεση του να αποστείλει δύο αξιωματικούς για παρακολούθηση του μεταπτυχιακού προγράμματος του Τμήματος Πληροφορικής για την απόκτηση μεταπτυχιακού διπλώματος στην Πληροφορική.
Ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν αναφορά, προσκομίζοντας πλήρες βιογραφικό σημείωμα περιλαμβανομένων και πτυχίων από Σχολές Πληροφορικής στην οποία έχουν φοιτήσει. Στη συνέχεια, οι καθ΄ων η αίτηση απέστειλαν στο Πανεπιστήμιο Κύπρου τις αιτήσεις που έχουν υποβληθεί για την επιλογή δύο υποψηφίων που διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα. Το Πανεπιστήμιο Κύπρου, με επιστολή του ημερ. 11 Ιουνίου 2002, πληροφόρησε τους καθ΄ων η αίτηση ότι είχαν επιλεγεί, για σκοπούς παρακολούθησης του σχετικού προγράμματος, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρώ ότι η πρωτοβουλία για την εκπαίδευση των ενδιαφερομένων μερών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου είχε ξεκινήσει από το Υπουργείο ΄Αμυνας και όχι από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους. Συνακόλουθα, ορθά λήφθηκε υπόψη ο χρόνος κατά τον οποίο τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη φοιτούσαν στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Ο Κανονισμός 27(4) (ε) δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση γιατί ελλείπει το στοιχείο της υποβολής αιτήσεως από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος για εκπαίδευση, με βάση την οποία θα απουσίαζαν εξ ολοκλήρου από την εργασία τους.
Κατά το στάδιο της επιλογής των ενδιαφερομένων μερών για παρακολούθηση του εν λόγω μεταπτυχιακού προγράμματος, οι τελευταίοι είχαν υπογράψει σχετική συμφωνία η οποία περιλάμβανε μεταξύ άλλων τους εξής όρους:
«(5) ότι ο εκπαιδευόμενος κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης του δε θα διαγραφεί από την οργανική του μονάδα και θα παρακολουθείται από αυτή, τις οδηγίες της οποίας οφείλει να ακολουθεί αναφορικά με την ενημέρωση του επί υπηρεσιακών θεμάτων.
(6) ο χρόνος εκπαίδευσης θα θεωρείται για όλους τους σκοπούς ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας
87) κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης του ο εκπαιδευόμενος θα λαμβάνει τις απολαβές που προβλέπεται από το κατεχόμενο βαθμό του
...
(9) κατά την περάτωση της εκπαίδευσης, ο εκπαιδευόμενος υποχρεούται να επανέλθει αμέσως στην Υπηρεσία του και να εργαστεί με επιμέλεια στη θέση που κατείχε πριν από την εκπαίδευση ή σε οποιαδήποτε άλλη θέση ήθελε αποφασίσει η Κυβέρνηση και σύμφωνα με τα προσόντα του για επιπλέον περίοδο ίση με το διπλάσιο του χρόνου εκπαίδευσης του, από την ισχύουσα από το Νόμο για τους αξιωματικούς ελάχιστη υποχρέωση για υπηρεσία, όταν η παραίτηση επιτρέπεται.»
Είναι συνεπώς σαφές και έτσι είχε προσδιοριστεί κατά το στάδιο της υπογραφής της Συμφωνίας, ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη θα ελάμβαναν μεν εκπαιδευτική άδεια αλλά η περίοδος της εκπαίδευσης θα λογιζόταν ως χρόνος υπηρεσίας και δεν θα επηρεαζόταν η μελλοντική τους σταδιοδρομία. Ανάλογο θέμα συζητήθηκε και στην υπόθεση Κουρουζίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3895, όπου λέχθησαν τα εξής:
«Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι ο χρόνος που διανύεται από δημόσιο υπάλληλο για εκπαιδευτικούς σκοπούς δυνατόν να αναγνωριστεί κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις ως πείρα ή υπηρεσία είναι ορθός. Όμως, θα πρέπει να γίνει διαφοροποίηση μεταξύ της εκπαιδευτικής άδειας που παραχωρείται σε ένα υπάλληλο κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του για σκοπούς συγκεκριμένων σπουδών στο εξωτερικό (Βλ. Εγκύκλιος αρ. 300, 614, Υπουργείου Οικονομικών), σύμφωνα με την οποία ο χρόνος που διανύεται για την απόκτηση του προσόντος ρητά αναγνωρίζεται ως πείρα ή υπηρεσία, και της άδειας απουσίας άνευ απολαβών που δυνατόν να παραχωρηθεί σε δημόσιο υπάλληλο για προσωπικούς σκοπούς μεταξύ των οποίων και για σκοπούς συμμετοχής σε εξετάσεις πανεπιστημιακών ή άλλων σπουδών (Βλ. Εγκύκλιο αρ. 485, Υπουργείου Οικονομικών). Η δεύτερη, την οποία επικαλείται και ο αιτητής, δεν περιέχει οποιεσδήποτε πρόνοιες περί αναγνωρίσεως της ως υπηρεσία όταν λαμβάνεται για σκοπούς σπουδών, σε αντίθεση με την πρώτη.»
Συνακόλουθα ο προταθείς λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται.
Είχε επίσης προβληθεί από πλευράς αιτητή ότι η κατάταξη του ενδιαφερομένου μέρους 1 σε ψηλότερη, από αυτόν, θέση κατά το στάδιο της μετάταξης του από το ΄Οπλο του Στρατού Ξηράς στο Σώμα Πληροφορικής-Μηχανογράφησης, ήταν λανθασμένη. Το θέμα επιλύεται με τον Καν.14(ε) ο οποίος προβλέπει:
«Σε περίπτωση μετάταξης αξιωματικού από Όπλο σε Σώμα ή από Σώμα σε Σώμα, ο αξιωματικός εγγράφεται στην Επετηρίδα του σώματος στο οποίο μετατάσσεται και αποκτά νέα σειρά αρχαιότητας:
Νοείται ότι ο Αξιωματικός που μετατάσσεται τοποθετείται τελευταίος από τους ομοιόβαθμους του που διορίστηκαν ως Αξιωματικοί από την ίδια ημερομηνία και κατέχουν το βαθμό τους από την ίδια ημερομηνία με αυτόν»
Όπως φαίνεται από τους προσωπικούς φακέλους που κατατέθηκαν ενώπιον μου, για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος, είχαν, μεν προαχθεί στο βαθμό του Λοχαγού την ίδια ημέρα, ήτοι 31 Δεκεμβρίου 2001, αλλά το ενδιαφερόμενο μέρος είχε διοριστεί στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού σε προγενέστερη ημερομηνία. Ο αιτητής διορίστηκε στις 17 Οκτωβρίου 1994 ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος στις 25 Ιουνίου 1994. Προηγείτο συνεπώς σε αρχαιότητα και ορθά είχε τοποθετηθεί σε ψηλότερη θέση από τον αιτητή.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η προσφυγή δεν έχει έρεισμα και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.