ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1213/2009)
26 Ιανουαρίου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
BACCHUS HOLDINGS LIMITED,
Αιτήτρια,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ΄ων η Aίτηση.
- - - - - -
Χρ. Χριστοφίδης με Γ. Βαλιαντή, για την Αιτήτρια.
Γ. Χατζηχάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η αίτηση την οποία είχε υποβάλει η αιτήτρια εταιρεία στις 25.10.2006 για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση κατοικίας στο Παραλίμνι, απορρίφθηκε από την αρμόδια Πολεοδομική Αρχή (Επαρχιακός Λειτουργός Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου).
Βασικός λόγος για την απόρριψη παρουσιαζόταν να ήταν ότι το υπό ανάπτυξη ακίνητο δε διέθετε ικανοποιητική προσπέλαση. Συγκεκριμένα, στη σχετική Γνωστοποίηση της Αρχής αναφέρονταν τα ακόλουθα:
"(500) Το τεμάχιο δεν διαθέτει προσπέλαση που να ικανοποιεί τις πρόνοιες της Εντολής 1/1994 του Υπουργού Εσωτερικών και κατ΄ επέκταση της υποπαραγράφου 1(γ) της Πολιτικής 3(Α) της Δήλωσης Πολιτικής. Συγκεκριμένα το δικαίωμα διάβασης που διαθέτει προς όφελος του το υπό ανάπτυξη τεμάχιο, εξυπηρετεί πέραν των δύο κατοικιών. Το εγγεγραμμένο του πλάτος (3,66 μέτρα) δεν παρέχει τη δυνατότητα ικανοποίησης των αυξημένων αναγκών σε ότι αφορά την άνετη και ασφαλή διακίνηση οχημάτων, πρόβλημα που επιτείνεται και λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους στην περιοχή (παράγραφοι 2.5 και 3.0 της Εντολής 1/1994).
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
-------------
Λόγω του πιο πάνω σοβαρού λόγου άρνησης, η αίτηση δεν μελετήθηκε λεπτομερώς και έτσι δεν είναι γνωστό αν τηρούνται οι υπόλοιπες πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής όπως π.χ. τα μέγιστα επιτρεπόμενα ποσοστά κάλυψης και συντελεστής δόμησης, τα πρότυπα που αφορούν την παροχή χώρων στάθμευσης, κ.λ.π."
Εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής, η αιτήτρια υπέβαλε στις 8.11.2007 Ιεραρχική Προσφυγή.
Το Υπουργείο Εσωτερικών, αφού έλαβε υπόψη εκθέσεις τόσο από την Πολεοδομική Αρχή όσο και από το Διευθυντή Πολεοδομίας και Οικήσεως και το Δήμο Παραλιμνίου, ετοίμασε σχετικό σημείωμα το οποίο και υπέβαλε στην αρμόδια Υπουργική Επιτροπή.
Η αρμόδια Υπουργική Επιτροπή επιλήφθηκε της προσφυγής σε συνεδρία ημερομηνίας 27.4.2009 και, αφού έλαβε υπόψη της τα προαναφερθέντα στοιχεία και τους λόγους τους οποίους επικαλέστηκε η αιτήτρια προς υποστήριξη της προσφυγής της, αποφάσισε να απορρίψει την προσφυγή, κρίνοντας ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής ήταν ορθή και σύμφωνη με τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής και την Εντολή 1/1994 του Υπουργού Εσωτερικών.
Ενημερωθείσα για την απόφαση απόρριψης της ιεραρχικής της προσφυγής, η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή, επιδιώκοντας την ακύρωσή της και προβάλλοντας προς τούτο διάφορους λόγους ακύρωσης, τους οποίους θα εξετάσω στη συνέχεια.
Η κατ΄ ισχυρισμό πλάνη περί τα πράγματα και/ή το Νόμο και η υπέρβαση/κατάχρηση εξουσίας από τους καθ΄ων η αίτηση.
Κάτω από τον ευρέως διατυπωμένο τούτο λόγο ακύρωσης, η αιτήτρια εγείρει ποικίλα τρωτά σημεία τα οποία καταλογίζει στους καθ΄ων η αίτηση, όπως είναι η μη διεξαγωγή δέουσας ή επαρκούς έρευνας, η παραγνώριση των νομικών και πραγματικών χαρακτηριστικών που ίσχυαν κατά το χρόνο που υποβλήθηκε η αίτηση, το ότι άλλα ακίνητα στην ίδια περιοχή είχαν εξασφαλίσει δικαίωμα ανάπτυξης με το υπάρχον ή υπό διαμόρφωση οδικό δίκτυο και ότι οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν με αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
Την τελευταία αυτή πτυχή της καθυστέρησης θα την εξετάσω κατά προτεραιότητα.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η αίτηση της αιτήτριας για χορήγηση πολεοδομικής άδειας υποβλήθηκε στις 25.10.2006 και η απόρριψή της έγινε στις 11.10.2007, μετά δηλαδή από ένα σχεδόν έτος. Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η καθυστέρηση στην εξέταση της αίτησής της και η παρέλευση του χρόνου επέφερε στην ίδια ζημιά και της προκάλεσε δυσμενείς έως απαγορευτικές επιπτώσεις. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την αιτήτρια, όταν αυτή υπέβαλε την αίτησή της, ίσχυε για σκοπούς ανάπτυξης γης στην περιοχή, η Δήλωση Πολιτικής για το Παραλίμνι που δημοσιεύτηκε με τη Γνωστοποίηση αρ. 349 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 3709 ημερομηνίας 2.5.2003. Όμως, το καθεστώς αυτό υποκαταστάθηκε με το Τοπικό Σχέδιο Παραλιμνίου, το οποίο δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας κατά την 5.4.2007 αρ. 4156, με το οποίο επήλθαν δυσμενείς συνέπειες για την ανάπτυξη του ακινήτου της αιτήτριας.
Επικαλείται προς τούτο η αιτήτρια νομολογία σύμφωνα με την οποία διαπιστώνεται πλάνη περί το χειρισμό αιτήσεως διοικουμένου, σε περιπτώσεις όπου, ενώ διαπιστώνεται αδικαιολόγητη αργοπορία από πλευράς διοίκησης κατά την εξέταση αίτησης, η αίτησή του δεν κρίνεται με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης.
Η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση αντιτείνει κατ΄ αρχάς ότι οι αιτιάσεις της αιτήτριας δεν μπορούν να εγερθούν και εξετασθούν από το Δικαστήριο στο στάδιο της παρούσας προσφυγής, καθότι η αιτήτρια δεν προσέβαλε την καθυστέρηση απάντησης σύμφωνα με το Άρθρο 29 του Συντάγματος ή την παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση να απαντήσουν και, συνακόλουθα, αποδέχτηκε τη δημιουργηθείσα κατάσταση. Άνευ βλάβης του ισχυρισμού τούτου, οι καθ΄ων η αίτηση προς απάντηση υποβάλλουν ότι η θέση της Πολεοδομικής Αρχής, όπως εκφράστηκε σε Σημείωμά της προς την Υπουργική Επιτροπή, ήταν ότι η πάροδος των 12 μηνών οφειλόταν αποκλειστικά στον αυξημένο φόρτο εργασίας που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. Και ότι, έστω και αν η λήψη απόφασης λαμβανόταν μέσα στο εύλογο χρονικό διάστημα των τριών μηνών, και πάλι η απόφαση θα ήταν αρνητική και δεν θα προέκυπτε οτιδήποτε προς όφελος της αιτήτριας και, επομένως, δεν ευσταθούσε ο ισχυρισμός της ότι η καθυστέρηση προκάλεσε τεράστια ζημιά στις αναπτυξιακές δυνατότητες του τεμαχίου της. Όπως δε προσθέτει η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση στην αγόρευσή της, στην παρούσα περίπτωση δεν έχει αλλάξει το νομικό καθεστώς από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μέχρι την εξέτασή της και η αίτηση εξετάστηκε με το ίδιο καθεστώς που ίσχυε κατά την υποβολή της αίτησης.
Με παρόμοιο νομικό θέμα είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ στην απόφασή μου στην Υπόθεση αρ. 834/2007, Νίκος Νικολάου κ.ά. ν. Δήμου Λεμεσού, ημερομηνίας 17.12.2009, στην οποία είχα αναφέρει και τα ακόλουθα σε σχέση με το εφαρμοζόμενο νομικό καθεστώς σε περιπτώσεις υπέρμετρης καθυστέρησης στην εξέταση αυτής της φύσης αιτήσεων:
"Το θέμα του νομικού καθεστώτος υπό το οποίο θα πρέπει να εξετάζεται μια αίτηση υπ΄ αυτές τις συνθήκες, είχε απασχολήσει το Ανώτατο Δικαστήριο σε αριθμό αποφάσεών του. Το απαύγασμα των αποφάσεων είχε συνοψισθεί με σαφήνεια στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1991) 3 ΑΑΔ 434 ως εξής:
"Είναι καλά εμπεδωμένο στο Διοικητικό Δίκαιο ότι το κρίσιμο νομικό καθεστώς για τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων είναι αυτό που ίσχυε κατά το χρόνο της έκδοσης τους. Εάν όμως η διοίκηση δεν ενήργησε μέσα σε εύλογο χρόνο, τότε το ισχύον δίκαιο είναι εκείνο το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο που έπρεπε να ληφθεί η προσβαλλόμενη απόφαση."
Σε κάποιες περιπτώσεις επομένως διαπιστώνεται καθυστέρηση για την οποία την ευθύνη φέρει η Διοίκηση, σε βαθμό που να επιβάλλεται η λήψη απόφασης με βάση το προϊσχύον δίκαιο. (Lemi and others n. District Administration Nicosia (1986) 3 CLR 2226, Kolakkides v. Municipality of Aglandjia (1988) 3 CLR 1193, Δήμος Στροβόλου ν. Βορκά κ.ά. (1994) 3 ΑΑΔ 514).
Η πιο πάνω αρχή, η οποία εκπηγάζει από τη νομολογία, έχει ενσωματωθεί και στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο αρ. 158(Ι)/1999, άρθρο 9, το οποίο προβλέπει τα εξής:
"9. Όταν το διοικητικό όργανο πρόκειται να εκδώσει μια πράξη, ύστερα από αίτηση, θα βασιστεί στο νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης, ανεξάρτητα αν αυτό ήταν διαφορετικό κατά το χρόνο της υποβολής της σχετικής αίτησης. Όταν η διοίκηση, έπειτα από πάροδο ευλόγου χρόνου, παραλείπει να προβεί στην εξέταση της αίτησης, λαμβάνεται υπόψη το καθεστώς που ίσχυε κατά το τέλος της εκπνοής του ευλόγου χρόνου."
Όσον αφορά το τι συνιστά "εύλογο χρόνο" το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα υπόθεση Χριστοφόρου έκρινε ότι δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο χρόνος εντός του οποίου θα πρέπει να εκδίδεται μια διοικητική πράξη ή απόφαση σε αίτηση διοικουμένου, τότε μόνο είναι εύλογος όταν δεν έχει παρέλθει η προθεσμία των 30 ημερών την οποία θέτει το Άρθρο 29 του Συντάγματος εντός της οποίας η διοίκηση οφείλει να απαντά σε αιτήσεις ή παράπονα πολιτών."
Στην υπό εξέταση περίπτωση είναι αποδεκτό και από τις δύο πλευρές ότι ο εύλογος χρόνος για εξέταση και λήψη απόφασης επί της αίτησης της αιτήτριας είναι η τρίμηνη προθεσμία που τίθεται από τους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Κανονισμούς για την εξέταση πολεοδομικών αιτήσεων.
Επανερχόμενος στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης δεν μπορώ κατ΄ αρχάς παρά να διαφωνήσω με τη θέση των καθ΄ων η αίτηση ότι η αιτήτρια δε δικαιούται να εγείρει θέμα καθυστέρησης στη διεκπεραίωση της αίτησής της, επειδή δεν προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 29 του Συντάγματος. Αν και η αιτήτρια είχε ασφαλώς δικαίωμα να προσφύγει προσβάλλουσα την παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση να είχαν απαντήσει ενωρίτερα, κατ΄ ουδένα τρόπο η ανοχή της μέχρι και την καθυστερημένη ημερομηνία έκδοσης της απορριπτικής απόφασης μπορεί να συνιστά εμπόδιο έγερσης του θέματος τούτου στην παρούσα διαδικασία, θεωρουμένης της αιτήτριας ως επιδοκιμάσασας την καθυστέρηση. Σημειώνεται δε εν προκειμένω, ότι η αιτήτρια ήγειρε και προώθησε το ίδιο θέμα και ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής στο πλαίσιο της ιεραρχικής προσφυγής της.
Ως προς την ουσία του εγειρόμενου θέματος, δεν μπορεί κατ΄ αρχάς παρά να παρατηρηθεί ότι, παρά τις οποιεσδήποτε φιλότιμες προσπάθειες του προσωπικού ενός Τμήματος της διοίκησης, και, παρά το αναντίλεκτο του γεγονότος ύπαρξης φόρτου εργασίας, η διεκπεραίωση αιτημάτων των διοικουμένων σε χρονικά πλαίσια που υπερβαίνουν κατά πολύ την υπό του Νόμου ή την εύλογη χρονική προθεσμία, δεν μπορεί παρά να έχει νομικές επιπτώσεις εκεί όπου άλλαξε το καθεστώς κρίσης της αίτησης στο διαρρεύσαν διάστημα.
Στην υπό εξέταση περίπτωση εκλαμβάνεται ως δεδομένη η υπέρμετρη καθυστέρηση, αφού η διεκπεραίωση της αίτησης της αιτήτριας συμπληρώθηκε σε χρονικό διάστημα 12 σχεδόν μηνών αντί 3 που ήταν το εύλογα αναμενόμενο. Οι καθ΄ων η αίτηση υποβάλλουν όμως ότι καμιά ζημιά ή επιβάρυνση υπέστηκε η αιτήτρια λόγω της καθυστέρησης αυτής.
Η αιτήτρια όμως επιμένει ότι επειδή η αίτησή της δεν έτυχε έγκαιρου χειρισμού από την Πολεοδομική Αρχή, της αποστερήθηκε το δικαίωμα που είχε να ρυθμίσει το πρόβλημα της μη ικανοποιητικής προσπέλασης, πριν από τη δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου, όπως άλλωστε έγινε σε περιπτώσεις άλλων αιτητών, ιδιοκτητών παρακείμενων τεμαχίων, στους οποίους τελικά παραχωρήθηκαν άδειες κατόπιν ιεραρχικών προσφυγών. Σε σχέση με αυτό το τελευταίο, οι καθ΄ων η αίτηση υποβάλλουν ότι ο ισχυρισμός τούτος της αιτήτριας δεν στοιχειοθετείται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, η δε παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται από τις άλλες περιπτώσεις στις οποίες έγιναν δεκτές ιεραρχικές προσφυγές.
Εξετάζοντας το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, δεν μπορώ παρά να συμπεράνω ότι οι θέσεις των καθ΄ων η αίτηση δεν υποστηρίζονται από αυτό.
Σχετικό προς το υπό εξέταση θέμα είναι το περιεχόμενο της επιστολής-έκθεσης ημερομηνίας 13.6.2008 του εκπροσώπου της Πολεοδομικής Αρχής προς το Υπουργείο Εσωτερικών, ως μέρος της διαδικασίας εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής της αιτήτριας.
Στην έκθεση εκείνη αναφέρονταν και τα εξής:
"(γ) Έστω και αν η λήψη απόφασης ελαμβάνετο μέσα στο εύλογο χρονικό διάστημα των τριών μηνών και πάλιν η απόφαση θα ήταν αρνητική και δεν θα προέκυπτε οτιδήποτε προς όφελος της αίτησης. Επομένως ο ισχυρισμός ότι η καθυστέρηση αυτή προξένησε τεράστια ζημιά στις αναπτυξιακές δυνατότητες του τεμαχίου επίσης δεν ευσταθεί.
(δ) Η ύπαρξη κατάλληλης, ικανοποιητικής, άνετης και ασφαλούς δημόσιας προσπέλασης (όπως ερμηνεύεται από τη σχετική Εντολή του Υπουργού Εσωτερικών με αριθμό 1/1994) αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για ανάπτυξη, του τεμαχίου [Πολιτική 3(Α) 1(γ) της Δήλωσης Πολιτικής]. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως εξάλλου αναφέρεται και στο σχετικό λόγο άρνησης με τον αριθμό (500) το εγγεγραμμένο δικαίωμα διάβασης προς όφελος του τεμαχίου με δεδομένο ότι εξυπηρετεί και άλλες κατοικίες (τουλάχιστον τέσσερεις) πέραν της προτεινόμενης, είναι μικρού πλάτους (μόνον 3,66 μέτρα), τα γεωμετρικά του χαρακτηριστικά και οι ακτίνες στροφής που διαθέτει δεν ανταποκρίνονται στα πρότυπα που καθορίζονται στο Παράρτημα Β της Δήλωσης Πολιτικής και η μεγάλη κλίση του εδάφους στην περιοχή δεν παρέχει τη δυνατότητα άνετης και απρόσκοπτης χρήσης του από οχήματα (παράγραφος 2, 5 και 3.0 της Εντολής 1/1994)."
(Βλ. Ερυθρό 18 στο Διοικητικό Φάκελο).
Περαιτέρω όμως, σε επιστολή ημερομηνίας 22.8.2008 από την Ε. Αγρότου για Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως προς το Υπουργείο Εσωτερικών και πάλι σε σχέση με την ιεραρχική προσφυγή της αιτήτριας, αναφέρονταν και τα ακόλουθα:
"2. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, οι αιτήσεις με αρ. ΑΜΧ/0676/2005 και ΑΜΧ/0080/2006 για ανέγερση κατοικιών σε τεμάχια που εξυπηρετούνται από το ίδιο δικαίωμα διάβασης, οι οποίες απορρίφθηκαν από την Πολεοδομική Αρχή και για τις οποίες οι σχετικές Ιεραρχικές Προσφυγές έγιναν αποδεκτές από την αρμόδια Υπουργική Επιτροπή σε ότι αφορά την επανεξέτασή τους, διαφέρουν από την παρούσα περίπτωση. Συγκεκρικένα, οι αναφερόμενες αιτήσεις υποβλήθηκαν αρκετά πριν τη δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου (16 και 14 μήνες αντίστοιχα, σε αντίθεση με την παρούσα περίπτωση που υποβλήθηκε 5 περίπο μήνες πριν), με συνεπακόλουθο αν αυτές ετύγχαναν έγκαιρου χειρισμού ενδεχομένως να μπορούσαν να επιλύσουν το θέμα της προσπέλασης πριν τη δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου, στην περίπτωση δε της η αίτησης με αρ. ΑΜΧ/0676/2005 είχε υποβληθεί και αίτηση για διαπλάτυνση του δικαιώματος διόδου, κ.ά. ".
(Βλ. Ερυθρό 29 στο Διοικητικό Φάκελο.)
Η πιο πάνω άποψη της Πολεοδομίας μεταφέρθηκε αυτούσια σε Σημείωμα ημερομηνίας 16.4.2009, το οποίο υπέβαλε το Υπουργείο Εσωτερικών προς την Υπουργική Επιτροπή που εξέτασε την Ιεραρχική Προσφυγή.
Τελικά, η Υπουργική Επιτροπή υιοθέτησε τα πιο πάνω και απέρριψε την Ιεραρχική Προσφυγή, κρίνοντας ότι "η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής είναι ορθή και σύμφωνη με τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής και της Εντολής 1/1992 του Υπουργού Εσωτερικών".
Υπό το φως των ανωτέρω διαπιστώσεων, κρίνω ότι η αιτήτρια δικαίως παραπονείται ως προς τον τρόπο με τον οποίο έτυχε μεταχείρισης η αίτησή της.
Όπως διαπιστώνεται, σε δύο περιπτώσεις παρακείμενων τεμαχίων (τεμάχιο 260 και τεμάχιο 530) είχαν γίνει αποδεκτές ιεραρχικές προσφυγές εναντίον αποφάσεων της Πολεοδομικής Αρχής και χορηγήθηκαν οι σχετικές άδειες. Η προσπάθεια της αρμόδιας Πολεοδομικής Αρχής, την οποία ασπάστηκαν και οι καθ΄ων η αίτηση, όπως διαφοροποιήσει την παρούσα περίπτωση από εκείνες τις δύο περιπτώσεις, παραβιάζει αρχές του διοικητικού δικαίου, συνιστώσα πλάνη και μη χρηστή διοίκηση.
Προσεκτική εξέταση της διαδικασίας που ακολουθήθηκε στην περίπτωση του τεμαχίου 260 που τελικά αδειοδοτήθηκε, αποκαλύπτει ότι στην αρνητική σύσταση ημερομηνίας 14.2.2008, την οποία είχε υποβάλει ο ίδιος λειτουργός εκ μέρους της Πολεοδομικής Αρχής, ανέφερε και τα ακόλουθα:
"(δ) Στις 5 Απριλίου 2007, εφαρμόστηκε στην περιοχή το Τοπικό Σχέδιο Παραλιμνίου σύμφωνα με τις πρόνοιες του οποίου, το τεμάχιο του αιτητή βρίσκεται στη ζώνη Π.Κ. (παραθεριστικής κατοικίας) και υπόκειται σε πιο αυστηρές / περιοριστικές πρόνοιες όσον αφορά τις δυνατότητες οικοδομικής ανάπτυξης του.
(ε) Τυχόν υιοθέτηση της θέσης των αιτητών θα αποτελέσει κακό προηγούμενο που θα έχει σαν αποτέλεσμα την καταστρατήγηση των βασικών αρχών που διέπουν την ανάπτυξη και τον στόχο σε σχέση με την ανάπτυξη στην Ύπαιθρο, ως καθορίζονται στο εν ισχύ Σχέδιο Ανάπτυξης."
Η πιο πάνω επισήμανση της αρμόδιας Αρχής καταδεικνύει εναργώς ότι η υποκατάσταση της Δήλωσης Πολιτικής από το Τοπικό Σχέδιο Παραλιμνίου επέφερε δυσμενείς επιπτώσεις στα προς ανάπτυξη ακίνητα εκείνης της περιοχής, περιλαμβανομένου και εκείνου της αιτήτριας αφού, κατά παραδοχή της ίδιας της Πολεοδομικής Αρχής, υπόκειντο τώρα "σε πιο αυστηρές/περιοριστικές πρόνοιες όσον αφορά τις δυνατότητες οικοδομικής ανάπτυξης". Αυτή και μόνο η παραδοχή καταρρίπτει τη θέση των καθ΄ων η αίτηση ότι ο χρόνος και η αλλαγή που μεσολάβησαν μέχρι τη διεκπεραίωση της αίτησης, δεν επέδρασαν δυσμενώς στα δικαιώματα της αιτήτριας.
Περαιτέρω, από την πιο πάνω περικοπή, είναι επίσης αποκαλυπτικό το ότι, ενώ η αίτηση τόσο εκείνων των αιτητών όσο και της εδώ αιτήτριας θα έπρεπε να εξετασθεί και όπως ισχυρίζονται οι καθ΄ων η αίτηση εξετάστηκε, υπό το φως του ίδιου καθεστώτος που ίσχυε κατά την υποβολή της αίτησης, κάτι τέτοιο δεν έγινε στην πράξη. Τα κριτήρια που εφαρμόστηκαν στόχευαν στην αποφυγή καταστρατήγησης των αρχών και των στόχων ανάπτυξης "ως καθορίζονται στο εν ισχύ Σχέδιο Ανάπτυξης". Δηλαδή στο Τοπικό Σχέδιο και όχι στη Δήλωση Πολιτικής που ίσχυε προηγουμένως.
Περαιτέρω, όπως έχει προαναφερθεί σε επιστολή ημερομηνίας 22.8.2008 της κας Αγρότου για Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας, γινόταν προσπάθεια διαφοροποίησης της προαναφερθείσας και άλλων αιτήσεων που είχαν εγκριθεί, από την περίπτωση της αιτήτριας. Όπως διαπιστώνεται από την περικοπή που έχω παραθέσει από την επιστολή εκείνη, η διαφοροποίηση έγκειται στο ότι οι τελικά εγκριθείσες αιτήσεις για άλλα τεμάχια στην περιοχή, ". υποβλήθηκαν αρκετά πριν τη δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου (16 και 14 μήνες αντίστοιχα, σε αντίθεση με την παρούσα περίπτωση που υποβλήθηκε 5 περίπου μήνες πριν), με συνεπακόλουθο αν αυτές ετύγχαναν έγκαιρου χειρισμού, ενδεχομένως να μπορούσαν να επιλύσουν το θέμα της προσπέλασης πριν τη δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου, στην περίπτωση δε της αίτησης με αρ. ΑΜΧ/0676/2005 είχε υποβληθεί και αίτηση για διαπλάτυνση του δικαιώματος διόδου κ.ά.". Αυτή η θέση, η οποία υιοθετήθηκε και στο Σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών προς την Υπουργική Επιτροπή, η οποία προφανώς την υιοθέτησε, είναι έκδηλα εσφαλμένη. Κατ΄ αρχάς, με αυτή τη θέση γίνεται και πάλι παραδοχή ότι λόγω της μεσολαβήσασας δημοσίευσης του Τοπικού Σχεδίου ενώ καθυστερούσε η εξέταση της αίτησης της αιτήτριας, δεν μπορούσε πλέον να επιλυθεί το θέμα της προσπέλασης που αντιμετώπιζε η αιτήτρια. Εξάγονται εκ τούτου δύο συμπεράσματα:
α. Ότι ασφαλώς και η δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου επέδρασε αρνητικά στην αίτηση της αιτήτριας, και,
β. Ότι προτού δημοσιευθεί το Τοπικό Σχέδιο, η αιτήτρια διατηρούσε τη δυνατότητα να επιλύσει το πρόβλημα ικανοποιητικής προσπέλασης δυνάμει του ισχύοντος καθεστώτος.
Έρχεται δε η διοίκηση να αναφέρει ότι, παρά το γεγονός ότι η αιτήτρια είχε τη δυνατότητα να επέλυε το πρόβλημα προσπέλασης και συνακόλουθα να εξασφάλιζε την αιτούμενη άδεια, εν τούτοις επειδή, μεταξύ της ημερομηνίας καταχώρησης της αίτησης της αιτήτριας και της ημερομηνίας δημοσίευσης του Τοπικού Σχεδίου, μεσολάβησε διάστημα 5 μόνο μηνών, χρονικά δεν της παρείχοντο περιθώρια, έστω και αν η αίτησή της τύγχανε έγκαιρου χειρισμού από την αρμόδια Αρχή.
Σε σχέση με τούτο, δεν μπορώ να παρατηρήσω ότι πρόκειται για ανεπίτρεπτους συνειρμούς εκ μέρους της διοίκησης, οι οποίοι εδράζονται και εκλαμβάνουν ως δεδομένες χρόνιες καθυστερήσεις στη διεκπεραίωση αιτήσεων από πλευράς διοίκησης, αντί να εκλαμβάνουν ως δεδομένα δικαιώματα τα οποία είχε ο διοικούμενος όταν απετείνετο στην αρμόδια Αρχή με αίτημα δυνάμει του νομικού καθεστώτος που ίσχυε κατά τη στιγμή της υποβολής του αιτήματός του.
Αυτό το οποίο ουσιαστικά λέγει το πιο πάνω απόσπασμα, είναι ότι ακόμα και αν η αρμόδια Πολεοδομική Αρχή αποφάσιζε έγκαιρα, δηλαδή π.χ. σε τρεις μήνες από την υποβολή της αίτησης, και αν η αιτήτρια γνωρίζουσα το πρόβλημα προσπέλασης, απετείνετο να το επιλύσει (προφανώς με αίτηση διαπλάτυνσης όπως έγινε στις άλλες περιπτώσεις), και πάλι δεν θα επετύγχανε να το επιλύσει και να εξασφαλίσει Πολεοδομική Άδεια, επειδή είναι δεδομένο ότι και η διεκπεραίωση της αίτησης για διαπλάτυνση θα καθυστερούσε και εκείνη για μήνες, οπότε και θα δημοσιευόταν το Τοπικό Σχέδιο, ένα γεγονός ασφαλώς που ήταν εκτός της γνώσης της αιτήτριας.
Πρόκειται για μια απαράδεκτη διαφοροποίηση η οποία έγινε στην περίπτωση της αιτήτριας και μια πεπλανημένη αντίληψη ως προς το καθεστώς των δεδομένων που έπρεπε να εφαρμοσθούν. Αυτή δε, οδήγησε σε αποστέρηση δικαιωμάτων, τα οποία είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο η αιτήτρια για την επίλυση οποιωνδήποτε θεμάτων προέκυπταν για την έγκριση της αίτησής της.
Με αυτή την κατάληξη σφραγίζεται και η επιτυχής έκβαση της προσφυγής και δεν είναι αναγκαία η εξέταση και άλλων λόγων ακύρωσης οι οποίοι ουσιαστικά πραγματεύονται τα ίδια θέματα κάτω από άλλες αρχές του Διοικητικού Δικαίου.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται.
Επιδικάζονται τα έξοδα της προσφυγής υπέρ της αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ