ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 1779/2009)

 

2 Δεκεμβρίου, 2011

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΝΙΚΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ/Η ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.

Ζ. Κυριακίδου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:   Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αρχικά ζητούσε τέσσερις θεραπείες, αλλά στο στάδιο των διευκρινίσεων απέσυρε τις τρεις πρώτες με αποτέλεσμα να παραμείνει μόνο η τρίτη, με την οποία ζητά ακύρωση της απόφασης για διακοπή της σύνταξης ανικανότητάς του, χωρίς οποιαδήποτε ενημέρωση στον ίδιο καθότι αυτή είναι παράνομη.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης

Στις 9.7.2008 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας δηλώνοντας ως διεύθυνση του Τ.Θ. 22880, 1524 Λευκωσία.  Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, λαμβάνοντας υπόψη τις Ιατρικές Εκθέσεις που προσκόμισε ο Αιτητής από θεράποντες ιατρούς του, ενέκριναν την αίτηση του για σύνταξη σε ποσοστό 100% ανικανότητας.  Ο Αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή ημερ. 10.9.2008.

 

Στις 31.10.2008 το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στο εξής «το Υπουργείο», παρέλαβε επιστολή από τον Αιτητή ημερ. 3.10.2008, με την οποία ζητούσε όπως η σύνταξη ανικανότητας που του έχει εγκριθεί, του καταβληθεί αναδρομικά, με βάση προηγούμενη αίτησή του το 2005, η οποία είχε απορριφθεί από τις Υπηρεσίες.  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Αιτητής είχε προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο (προσφυγή 804/06), εναντίον της απορριπτικής απόφασης των Υπηρεσιών και η προσφυγή του απορρίφθηκε στις 30.5.2008.

 

Ενώ εξεταζόταν το πιο πάνω αίτημα, οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων δέχθηκαν πολλαπλές καταγγελίες, ότι οι Ιατρικές Εκθέσεις που προσκόμισε ο Αιτητής στην αρχική του αίτηση, ήταν πλαστές.  Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων με αναφορά στην αρχική αίτηση του Αιτητή ημερ. 9.7.2008, με επιστολή τους ημερ. 23.10.2008 ζήτησαν από τον Αιτητή να προσκομίσει Ιατρικές Εκθέσεις «από Οφθαλμίατρο καθώς και από Ογκολόγο ή Χειρούργο για τον CA προστάτη», με σκοπό την παραπομπή του Αιτητή σε Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών.

 

 

Ο Αιτητής με επιστολή του ημερ. 29.10.2008, συνδέοντας το αίτημα των Υπηρεσιών με την αίτηση του ημερ. 30.10.2008, για παραχώρηση αναδρομικού επιδόματος (αντί με την αρχική του αίτηση ημερ. 9.7.2008, στην οποία έκαμναν αναφορά οι Καθ' ων η αίτηση), ζήτησε να πληροφορηθεί τους λόγους για τον οποίους ήταν αναγκαίο να σταλούν νέα ιατρικά πιστοποιητικά, αφού η κατάσταση της υγείας του είχε διαπιστωθεί με την επιστολή των Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 23.10.2008.

 

Σημειώνεται επίσης, ότι η Πρεσβεία της Κύπρου στο Τελ Αβίβ, με επιστολή της ημερ. 19.12.2008 προς τους Γενικούς Διευθυντές των Υπουργείων Εξωτερικών, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Υγείας, κατήγγειλε τον Αιτητή ότι με απειλές προσπάθησε να εξαναγκάσει υπαλλήλους της Πρεσβείας, να πιστοποιήσουν Ιατρικά Πιστοποιητικά που εκδόθηκαν από Ισραηλίτη ιατρό.  Επίσης, κατάγγειλε τον εν λόγω ιατρό, ο οποίος έναντι αμοιβής πιστοποιεί οτιδήποτε του ζητηθεί.  Στην περίπτωση του Αιτητή, ο εν λόγω Ιατρός πιστοποίησε τόσο το 2005 όσο και το 2008, ότι ο ασθενής βρισκόταν στο τελικό στάδιο καρκίνου.

 

Η Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με επιστολή της ημερ. 28.1.2009, απάντησε στις δύο προαναφερθείσες επιστολές του Αιτητή με ημερ. 3.10.2008 και 29.10.2008, αναφορικά με την αναδρομική πληρωμή Σύνταξης Ανικανότητας, εξηγώντας τους λόγους που αυτό δεν έγινε κατορθωτό να ικανοποιηθεί.  Περαιτέρω, τον πληροφορούσε για τις καταγγελίες που είχε το Υπουργείο, ότι ο ίδιος πλαστογράφησε τα ιατρικά πιστοποιητικά που παρουσίασε στο Ιατροσυμβούλιο το 2008.  Εξηγήθηκε στον Αιτητή ότι ήταν προς το συμφέρον του να προσκομίσει τα ιατρικά πιστοποιητικά που του ζητήθηκαν, διαφορετικά θα αναστελλόταν η περαιτέρω πληρωμή σύνταξης ανικανότητας.  Ο Αιτητής, ενώ με την επιστολή του ημερ. 5.2.2009 απάντησε στον Υπουργό, όχι μόνο δεν προσκόμισε τις Ιατρικές Εκθέσεις που του ζητήθηκαν, αλλά ζήτησε να του παραχωρηθεί αντίγραφο των Ιατρικών Εκθέσεων, τις οποίες ο ίδιος είχε προσκομίσει στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων και για τις οποίες οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων είχαν λάβει καταγγελίες αναφορικά με την γνησιότητά τους.

 

Ακολούθως, οι Υπηρεσίες μετά τις διατυπωθείσες καταγγελίες και με σκοπό την άμεση διερεύνηση της γνησιότητας της περίπτωσης του Αιτητή, τον κάλεσαν για εξέταση από Νευρολόγο Ιατρό στις 24.4.2009. Η συγκεκριμένη ειδικότητα επιλέχθηκε κατόπιν σχετικής συμβουλής της Ιατρικής Συμβούλου των Υπηρεσιών και σύμφωνα με τα Ιατρικά πιστοποιητικά που είχε προσκομίσει ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησης του για σύνταξη ανικανότητας.  

 

Στις 24.4.2009 ο Αιτητής εξετάστηκε από Νευρολόγο Ιατρό στην παρουσία Βοηθού Ασφαλιστικού Λειτουργού των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων.  Ο Νευρολόγος Ιατρός που εξέτασε τον Aιτητή ανέφερε στην Έκθεσή του ότι:-

«Ο ασθενής αρνείτο επίμονα να απαντήσει οποιαδήποτε ερώτηση μου σχετικά με την υγεία του.  Στην προσπάθεια μου να τον εξετάσω παρουσίαζε πλήρη αδυναμία όλων των άκρων και κρατούσε τα μάτια του κλειστά.  Όταν έγινε προσπάθεια νευροφυσιολογικού ελέγχου για να διαπιστωθεί αν πράγματι είχε τετραπληγία, προτού καν αρχίσω ξαφνικά έβγαλε όλα τα ηλεκτρόδια, παρουσίασε πλήρη κίνηση με φυσιολογική δύναμη των άκρων και άρχισε να φωνάζει άναρθρες κραυγές.  Βγαίνοντας από το δωμάτιο έβγαλε το κινητό του τηλέφωνο και κοίταζε την οθόνη.

 

Από την εξέταση αυτή, παρά την έλλειψη οποιασδήποτε συνεργασίας, διαπίστωσα ότι η δύναμη των άκρων του ήταν φυσιολογική όταν αντέδρασε βίαια στην προσπάθεια για νευροφυσιολογικό έλεγχο.»

 

Διάγνωση:  Δεν διαπίστωσα νευρολογικό πρόβλημα.  Πλήρης έλειψη συνεργασίας.»

 

Με βάση την πιο πάνω γνωμάτευση του Νευρολόγου Ιατρού, τα στοιχεία και καταγγελίες από την Πρεσβεία της Κύπρου στο Ισραήλ που αμφισβητούσαν την γνησιότητα της περίπτωσης του Αιτητή, της έλλειψης συνεργασίας από τον ίδιο, ο οποίος αρνείτο να προσκομίσει νέες Ιατρικές Εκθέσεις που να αποδεικνύουν ότι θα παρέμενε μόνιμα ανίκανος για εργασία, όπως προϋποθέτει το άρθρο 38(1)(β), οι Υπηρεσίες προχώρησαν στον τερματισμό της σύνταξης του Αιτητή από 1.5.2009.  Ο Αιτητής ενημερώθηκε για την απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων με επιστολή ημερ. 28.5.2009

 

Στο μεταξύ ο Αιτητής προέβη σε καταγγελίες για τον τρόπο που ο Νευρολόγος Ιατρός τον εξέτασε, για τις οποίες διεξήχθη έρευνα και εξεδόθη σχετικό πόρισμα.  Το Υπουργείο, με επιστολή του ημερ. 12.8.2009 ενημέρωσε τον Αιτητή για το πόρισμα και του διευκρίνισε για άρση οποιασδήποτε αμφιβολίας, ότι η κλήση σε νέο Ιατροσυμβούλιο γίνεται στα πλαίσια περιοδικών ελέγχων που διενεργούνται, για λήπτες σύνταξης ανικανότητας, στα πλαίσια επανεξέτασης, σύμφωνα με το άρθρο 38(3) του Νόμου και ότι σ' αυτή την προσπάθεια εντάσσεται η συστημένη επιστολή που του στάληκε από 20.7.2009 με την οποία ο Αιτητής καλείτο να προσέλθει εκ νέου σε εξέταση από Ιατροσυμβούλιο.  Η σχετική επιστολή, αποστάληκε διπλοσυστημένη στη διεύθυνση την οποία ο Αιτητής είχε δηλώσει στην αίτησή του, ενώ ενημερώθηκε και τηλεφωνικώς.  Σημειώνεται ότι η επιστολή επιστράφηκε στις Υπηρεσίες, καθώς ο Αιτητής δεν ανταποκρίθηκε στην σχετική ειδοποίηση και δεν ζήτησε τη διπλοσυστημένη επιστολή που του είχε σταλεί.  Τελικά ο Αιτητής δεν προσήλθε κατά την ορισθείσα ημερομηνία και ούτε προσκόμισε τις ιατρικές εκθέσεις και άλλα στοιχεία που του ζητήθηκαν.

 

Ο Αιτητής ο οποίος χειρίζεται προσωπικά της υπόθεσή του, προβάλλει γενικά και αόριστα διάφορους λόγους ακύρωσης, όπως αυτόν της μη δέουσας έρευνας, αιτιολογίας, πλάνης περί τα πράγμα και το νόμο, κατάχρησης εξουσίας και παραβίασης της χρηστής διοίκησης.  Παράλληλα, πρόβαλε διάφορα γεγονότα τα οποία, κατά την άποψή μου, δεν σχετίζονται με την ουσία της υπόθεσης.

 

Η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση, ζητώντας την απόρριψη της προσφυγής, πρόβαλε αρχικά 5 προδικαστικές εντάσεις.  Μετά την απόσυρση των θεραπειών Α, Β1 και Β2, οι δύο από αυτές κατέστησαν άνευ σημασίας.  Με τις τρεις προδικαστικές ενστάσεις που παρέμειναν, οι Καθ' ων η αίτηση προβάλλουν ότι:-

1.     Ο Αιτητής με την εναπομείνασα θεραπεία «Γ», δεν προσβάλλει εκτελεστή διοικητική απόφαση με την έννοια του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

2.     Η θεραπεία «Γ» είναι ασαφής, εφόσον από αυτή δεν προκύπτει με βεβαιότητα η διοικητική πράξη που προσβάλλεται.  Συγκεκριμένα με τη θεραπεία «Γ» ο Αιτητής αναφέρεται σε απόφαση για διακοπή και/ή αναστολή της σύνταξης ανικανότητάς του, χωρίς να εξειδικεύει και/ή να προσδιορίζει την προσβαλλόμενη απόφαση, και

3.     Σε περίπτωση κατά την οποία κριθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 28.5.2009, την οποία ο Αιτητής δέχεται ότι έλαβε στις 20.11.2009, οι καθ' ων η αίτηση εγείρουν και πρόσθετη προδικαστική ένσταση, ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.

 

 

Οι δύο πρώτες προδικαστικές ενστάσεις δεν ευσταθούν.  Είναι προφανές ότι με τη θεραπεία «Γ» ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 28.5.2009, με την οποία τερματίστηκε η παραχώρηση σύνταξης ανικανότητας. 

 

Ούτε η τρίτη προδικαστική ένσταση ευσταθεί, αφού η προσφυγή του Αιτητή η οποία καταχωρήθηκε την 31.12.2009 δεν είναι εκπρόθεσμη.  Σύμφωνα με το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος, μια προσφυγή πρέπει να ασκείται μέσα σε 75 ημέρες από την ημέρα της δημοσίευσής της ή από την ημερομηνία που ο Αιτητής λαμβάνει γνώση της πράξης, ενώ η ανατρεπτική αυτή διάταξη, σύμφωνα με τη νομολογία, πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά.

 

Στην προκειμένη περίπτωση ο Αιτητής, όπως ο ίδιος αναφέρει στην παράγραφο 1 της γραπτής αγόρευσής του, έλαβε γνώση της επίδικης πράξης στις 30.11.2009, οπότε δικαιούτο, αν οι υπολογισμοί μου είναι ορθοί, να καταχωρήσει την προσφυγή του μέχρι τις 5.2.2010.  Οι Καθ' ων η αίτηση δεν έχουν υποδείξει οποιοδήποτε στοιχείο που να δείχνει ότι ο Αιτητής έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης πράξης νωρίτερα της 31.12.2009.  Κατά την κρίση μου, η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη.

 

Όπως έχω ήδη αναφέρει, τόσο το δικόγραφο της προσφυγής, όσο και η γραπτή αγόρευση του Αιτητή, είναι συνταγμένα με τρόπο γενικό και αόριστο, χωρίς να προσδιορίζουν τα νομικά σημεία με επάρκεια.  Ενώ αναμενόταν ότι στη γραπτή αγόρευση, ο Αιτητής θα έριχνε φως στους λόγους ακύρωσης που επικαλείτο, δεν το έπραξε.  Αντίθετα, συγκέντρωσε την προσοχή του σε διάφορα γεγονότα άσχετα με τα νομικά σημεία που ήγειρε.  Για παράδειγμα, στην αίτησή του προβάλλει ότι η διαδικασία που προηγήθηκε της λήψης απόφασης είναι αντισυνταγματική, χωρίς να δίδει περισσότερες λεπτομέρειες.  Επίσης, εγείρει γενικά και αόριστα θέμα έλλειψης έρευνας, πλάνης, μη δέουσας αιτιολογίας, χωρίς την αναγκαία επεξήγηση στην αγόρευσή του.

 

Κατ' αρχάς θα πρέπει να προσδιοριστεί ότι με τη θεραπεία «Γ», εκείνο που προβάλλεται είναι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 28.5.2009 με την οποία τερμάτισαν την παραχώρηση σύνταξης ανικανότητας του Αιτητή.  Στην ουσία πρόκειται για ανάκληση διοικητικής πράξης.  Το άρθρο 38(3) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν. 41/80), προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο στο οποίο χορηγήθηκε σύνταξη ανικανότητας, οφείλει να συμμορφώνεται σε κάθε οδηγία του Διευθυντή.  Μεταξύ των οδηγιών στις οποίες οφείλει να συμμορφωθεί είναι και η υποχρέωση να υποβάλει τον εαυτό του σε ιατρικές εξετάσεις ή επανεξέταση.  Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, εκπίπτει του δικαιώματος να λαμβάνει σύνταξη ανικανότητας.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, οι Καθ' ων η αίτηση είχαν δικαίωμα να καλέσουν τον Αιτητή να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση.  Αυτό έγινε επανειλημμένως με τις επιστολές τους ημερ. 23.10.2008, 28.1.2009 και 9.4.2009.  Παράλληλα, του ζήτησαν να προσκομίσει και νέα ιατρικά πιστοποιητικά επειδή υπήρχαν υποψίες ότι τα ιατρικά πιστοποιητικά που παρουσίασε προηγουμένως ήταν πλαστά.  Ο Αιτητής προσήλθε σε εξέταση, αλλά δεν συνεργάστηκε για να ολοκληρωθεί η εξέταση, ενώ παρέλειψε να προσκομίσει οποιοδήποτε νέο στοιχείο.  Υπό τις περιστάσεις, οι Καθ' ων η αίτηση είχαν δικαίωμα να θεωρήσουν ότι ο Αιτητής εξέπεσε των δικαιωμάτων του προς λήψη σύνταξης ανικανότητας.  Το άρθρο 38(3) του Νόμου 41/80, προβλέπει για χρονικό περιορισμό στη μη λήψη του βοηθήματος.  Όμως δεν προσβάλλεται οτιδήποτε που σχετίζεται με αυτό το θέμα.

 

Στην επιστολή τους ημερ. 28.5.2009 οι Καθ' ων η αίτηση αναφέρουν τα εξής:-

«Αναφέρομαι στη σύνταξη ανικανότητας που σας καταβάλλεται από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και επιθυμώ να σας πληροφορήσω τα ακόλουθα:

 

Σύμφωνα με το άρθρο 38 του εν λόγω Νόμου, ασφαλισμένος δικαιούται σύνταξη ανικανότητας εάν:

 

(1)  ήταν ανίκανος για εργασία για 156 ημέρες εντός οποιασδήποτε περιόδου διακοπής της απασχόλησης

(2)  εντός αυτής της περιόδου διακοπής της απασχόλησης αποδείξει ότι προβλέπεται να παραμείνει μόνιμα ανίκανος για εργασία

(3)  δεν συμπλήρωσε την ηλικία των 63 χρόνων και

(4)  πληρεί τις σχετικές προϋποθέσεις εισφοράς

 

Μόνιμα ανίκανοι για εργασία, θεωρούνται ασφαλισμένοι που έχουν απολέσει την ικανότητα τους να κερδίζουν από εργασία που εύλογα αναμένεται να εκτελούν σύμφωνα με τις δυνάμεις, δεξιότητες και μόρφωση τους, πέραν του 1/3 του ποσού το οποίο κερδίζει συνήθως υγιές άτομο στην ίδια επαγγελματική κατηγορία και μόρφωση.

 

Στη δική σας περίπτωση ο Νευρολόγος Ιατρός που σας εξέτασε στις 24/04/2009 γνωμάτευσε ότι από την κλινική εξέταση δεν στοιχειοθετείται πάθηση που να σας καθιστά ανίκανο για το επάγγελμα σας.

 

Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου προχώρησαν στον τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας σας από 01/05/2009 γιατί με βάση τις πρόνοιες της Νομοθεσίας Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είστε δικαιούχος σύνταξης ανικανότητας σας από 01/05/2009 γιατί με βάση τις πρόνοιες της νομοθεσίας Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν μπορεί αν θεωρηθεί ότι είστε δικαιούχος Σύνταξης Ανικανότητας.

 

Για την περίοδο από 1/01/2009 μέχρι 30/4/2009 δικαιούστε αναλογία της 13ης Σύνταξης που ανέρχεται σε €104.73, η οποία σας έχει ήδη αποσταλεί.

 

Παρακαλώ όπως μας επιστρέψετε την ταυτότητα δικαιούχου δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης την οποία κατέχετε.

 

Σε περίπτωση που δεν σας ικανοποιεί η απόφαση του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχετε δικαίωμα, σύμφωνα με τις πρόνοιες της νομοθεσίας όπως εντός δεκαπέντε ημερών από την ημέρα κοινοποίησης της απόφασης, να αποταθείτε γραπτώς στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με Ιεραρχική Προσφυγή ή να προσφύγετε στο Ανώτατο Δικαστήριο εντός εβδομήντα πέντε ημερών

 

Βέβαια οι Καθ' ων η αίτηση στην επιστολή τους ημερ. 28.5.2009 δεν χρησιμοποίησαν την ορολογία του νόμου, αλλά αναφέρονται σε «τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας».  Όμως από τη συγκεκριμένη ορολογία δεν προκύπτει οτιδήποτε.

 

Η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση θα ήταν νόμιμη αν δεν περιλαμβάνονταν σ' αυτήν αντιφατικές δηλώσεις που καθιστούν την απόφαση πεπλανημένη και μη δεόντως αιτιολογημένη.  Ενώ στην τέταρτη παράγραφο της πιο πάνω επιστολής αναφέρονται σε γνωμάτευση από ειδικό νευρολόγο, στην επόμενη παράγραφο αναφέρονται και σε δεύτερη γνωμάτευση «Ιατρικού Συμβουλίου» η οποία μάλιστα φαίνεται να ήταν και η κύρια αιτία που ώθησε τους Καθ' ων η αίτηση να προχωρήσουν στον τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας.  Όμως στο διοικητικό φάκελο δεν υπάρχει οτιδήποτε που να υποδεικνύει ότι ο Αιτητής εξετάστηκε από «Ιατρικό Συμβούλιο» και ότι αυτό εξέδωσε Ιατρική Έκθεση αναφορικά με τον Αιτητή.

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω, ότι υπήρξε ελλιπής έρευνα, με αποτέλεσμα να υπάρχει ενδεχόμενο η διοίκηση να πλανήθηκε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.  Πέραν τούτου, η αιτιολογία φαίνεται να είναι ελλιπής και παραπλανητική.

 

Βέβαια οι Καθ' ων η αίτηση σε κάποιο στάδιο φαίνεται να αντιλήφθηκαν ότι η διαδικασία που ακολούθησαν δεν ήταν απόλυτα σύμφωνη με το Νόμο, γι' αυτό και με την επιστολή τους ημερ. 12.8.2009 προσπάθησαν να επαναφέρουν τη διαδικασία στον ορθό δρόμο.  Αναφέρθηκαν στην επιστολή ημερ. 20.7.2009 που είχαν ήδη αποστείλει στον Αιτητή, με την οποία τον καλούσαν εκ νέου σε εξετάσεις από Ιατρικό Συμβούλιο.  Όμως όλα αυτά δεν αλλοιώνουν τις επιπτώσεις από την απόφαση που λήφθηκε από 28.5.2009, η οποία είχε ληφθεί στη βάση ανύπαρκτου Ιατρικού Συμβουλίου.  Η συγκεκριμένη απόφαση παραμένει χωρίς νομικό υπόβαθρο για τη λήψη της και για τους λόγους που εξήγησα θα πρέπει να ακυρωθεί.

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.  Δεν επιδικάζονται οποιαδήποτε έξοδα, εφόσον ο Αιτητής ενέργησε χωρίς δικηγόρο.

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο