ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.1674 /2008)
24 Nοεμβρίου, 2011
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 28 και 146 του Συντάγματος
ΣΟΛΩΝΑ Ι. ΧΑΤΖΗΣΟΛΩΜΟΥ
Αιτητής,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Α.Σ.Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ρ.Παπαέτη - Χ΄Κώστα, (κα.) - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση
Ι.Τυπογράφος, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος
-----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) ημερ. 26 Σεπτεμβρίου 1998, με την οποία επαναπροήγαγαν τον Ευάγγελο Προδρόμου (Ενδιαφερόμενο πρόσωπο) στη θέση του Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης αναδρομικά από την 1η Σεπτεμβρίου, 1998.
Η παρούσα υπόθεση αποτελεί μέρος μιας σειράς επανεξετάσεων κατόπιν διαδοχικών ακυρωτικών αποφάσεων, η πορεία των οποίων έχει ως ακολούθως:
Η ΕΕΥ σε συνεδρία της ημερ. 21 Αυγούστου 1998, προήγαγε, στη θέση Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, το ενδιαφερόμενο μέρος. Ο αιτητής είχε ασκήσει προσφυγή και το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση, λόγω έλλειψης αιτιολογίας, για την αύξηση των μονάδων που παραχωρήθηήκαν στους υποψηφίους (Υποθ. Αρ.924/98 Χ΄Σολωμού ν. Δημοκρατίας), ημερ. 17 Ιανουαρίου 2000).
Η ΕΕΥ προχώρησε σε επανεξέταση και στις 13 Απριλίου 2000, αποφάσισε να προάξει εκ νέου το ενδιαφερόμενο μέρος. Ο αιτητής άσκησε και πάλι προσφυγή εναντίον της εν λόγω προαγωγής. Το Ανώτατο Δικαστήριο, παρόλο που απέρριψε την προσφυγή, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος του αιτητή, ανέφερε ότι η διενέργεια νέων συνεντεύξεων ήταν αντίθετη προς τις αρχές της νομολογίας (Υπόθεση αρ. 1111/00 Χ΄Σολωμού ν. Δημοκρατίας, 18 Ιουνίου 2002).
Ο αιτητής καταχώρησε έφεση και η Ολομέλεια ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, αναφέροντας ότι η ΕΕΥ με τη διενέργεια νέων συνεντεύξεων, στηριχτήκαν σε νέα δεδομένα που δεν ανάγοντο στον ουσιώδη χρόνο (Αναθεωρητική Έφεση αρ 3468 Χ΄Σολωμού ν. Δημοκρατίας ημερ. 2 Μαρτίου 2005).
Στη συνέχεια, η ΕΕΥ προέβη σε νέα επανεξέταση της υπόθεσης και στις 2 Φεβρουαρίου 2006 προήγαγε στην επίδικη θέση, εκ νέου το ενδιαφερόμενο μέρος. Ο αιτητής, προσέφυγε και πάλι στο Δικαστήριο. Η ΕΕΥ αποφάσισε στις 22 Φεβρουαρίου 2007 όπως ανακαλέσει την εν λόγω απόφαση της και προβεί σε επανεξέταση της απόφασης της.
Στη συνεδρία ημερ. 23 Σεπτεμβρίου 2008, η ΕΕΥ προχώρησε σε επανεξέταση και αποφάσισε όπως επαναπροάξει, και πάλι, το ενδιαφερόμενο μέρος, αναδρομικά από 1 Σεπτεμβρίου 1998. Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Ο αιτητής προβάλλει ως λόγο ακυρώσεως την παραβίαση του δικαστικού δεδικασμένου, ως προς την αιτιολογία, για αύξηση των παραχωρηθεισών μονάδων, καθώς και την έλλειψη αιτιολογίας για τη μη παραχώρηση μονάδων βασιζομένων στο περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων.
Το άρθρο 35 Β(10) του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, προνοούσε.
"35 Β(10) Μετά το τέλος των προσωπικών συνεντεύξεων η Επιτροπή προβαίνει στην επιλογή των καλύτερων υποψηφίων από τους υποψηφίους οι οποίοι περιέχονται στους τελικούς καταλόγους, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:
(α)... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
(β) στις περιπτώσεις υποψηφίων οι οποίοι περιέχονται στον κατάλογο ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (4) τις μονάδες που έχει κάθε υποψήφιος στον κατάλογο τις οποίες η Επιτροπή μπορεί να αυξήσει μέχρι 5, με αιτιολογημένη απόφαση της η οποία θα στηρίζεται στην εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και στο περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων.
Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής ημερ.23 Σεπτεμβρίου 1998, έχει ως ακολούθως:
«(η) Ακολούθως η Ε.Ε.Υ υιοθέτει και θεώρει ως μέρος του πραγματικού καθεστώτος την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψήφιων κατά τις συνεντεύξεις που έκαμε κατά το ουσιώδη χρόνο, δηλαδή στις 21.8.1998,με βάση τα πιο κάτω κριτήρια που είχε καθορίσει η ίδια στη συνεδρία της ημερ. 4.9.1998, τα οποία επίσης υιοθετεί:
(ι) Βάθος ενημέρωσης σε θέματα της εκπαίδευσης και σε θέματα διοίκησης των σχολείων. Διατύπωση συγκεκριμένων θέσεων για την αντιμετώπιση προβλημάτων οργάνωσης και διοίκησης του σχολείου για την προώθηση των στόχων του με βάση τις σημερινές αναγκαιότητες και τις σύγχρονες παιδαγωγικές προσεγγίσεις.
(ιι) Βαθμός αντίληψης του ρόλου και των ευθυνών του Διευθυντή.
(ιιι)Γλωσσική επάρκεια, άνεση και σαφήνεια στη διατύπωση απόψεων
(ιν) μεθοδική τεκμηρίωση των απόψεων
(ν) Εμφάνιση και προσωπικότητα
...............................
(ι) Περαιτέρω, η Ε.Ε.Υ αποφασίζει να παραχωρήσει μονάδες για την απόδοση των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις ως ακολούθως:
Εξαίρετα 4 Μονάδες
Παρά πολύ καλά + 3.5 μονάδες
Παρά πολύ καλά 3.0 μονάδες
Πολύ καλά+ 2.5 μονάδες
Πολύ καλά 2.0 μονάδες
Πολύ καλά- 1.5 μονάδες
Καλά+ 1.5 μονάδες
Καλά 1.0 μονάδα»
Στο σημείο αυτό, θεωρώ ότι η αιτιολογία, η οποία έχει δοθεί από ΕΕΥ ως προς την παροχή μονάδων αναφορικά με την απόδοση στην προφορική συνέντευξη, είναι ικανοποιητική και σύμφωνη με το άρθρο 35 Β(10).
Σε συνάρτηση όμως προς την αιτιολογία που απαιτείται για τη μη παροχή μονάδων για το περιεχόμενο των φακέλων και των εμπιστευτικών εκθέσεων, βρίσκω ότι η απόφαση πάσχει. Η ΕΕΥ είχε, σύμφωνα με το νομοθετικό πλαίσιο, δυνατότητα αύξησης μέχρι και 5 τις μονάδες που κατείχε ο κάθε υποψήφιος. Καθόρισαν, ως μέγιστο αριθμό μονάδων, τις 4, για την αποκομισθείσα εντύπωση από την προφορική συνέντευξη.
Ως προς την παροχή περαιτέρω μονάδων για το περιεχόμενο των φακέλων είχε αποφασιστεί, όπως κρίθηκε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ότι δεν
«δικαιολογείτο να παραχωρηθούν μονάδες για το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και το ανώτατο δικαστήριο στην αναθεωρητική έφεση αρ. 3468, αποφάσισε ότι δεν έπρεπε να δοθούν πρόσθετες μονάδες για το περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων, η Ε.Ε.Υ αποφασίζει να υιοθετήσει την απόφαση της Ε.Ε.Υ ημερομηνίας 21.8.1998, ως είχε σε σχέση με τις μονάδες για το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και να μην παραχωρήσει σ΄αυτούς μονάδες για τον εν λόγω σκοπό»
Η ΕΕΥ πρόβαλε ότι αποτελούσε δεδικασμένο από το λεκτικό της ΑΕ3458 η μη παροχή μονάδων για το περιεχόμενο των φακέλων.
Με γνώμονα τα πιο πάνω είμαι της γνώμης ότι η ΕΕΥ, τελούσε υπό πλάνη σε συνάρτηση με το συγκεκριμένο θέμα. Στο πλαίσιο της προσφυγής 924/08, με την οποία ακυρώθηκε η αρχική απόφαση της ΕΕΥ, ημερ. 21 Σεπτεμβρίου 1998, το Δικαστήριο έκρινε την έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την αύξηση των μονάδων, τη γενεσιουργό αιτία της ακύρωσης. Κατά το στάδιο της επανεξέτασης η ΕΕΥ, προχώρησε στη διενέργεια νέων συνεντεύξεων και παραχώρηση και 1 μονάδας για το περιεχόμενο των φακέλων. Η συγκεκριμένη απόφαση της ΕΕΥ, ημερ. 13 Απριλίου 2000, ακυρώθηκε, όχι λόγω της παραχώρησης της μιας μονάδος, αλλά λόγω της διενέργειας των νέων συνεντεύξεων. (Προσφυγή 1110/2000 ημερ. 18 Ιουνίου 2002). Με το ίδιο αιτιολογικό ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση στο πλαίσιο της εκδίκασης της έφεσης, (ΑΕ3468 ημερ. 2 Μαρτίου 2005). Πουθενά δεν προκύπτει ότι η ακύρωση οφειλόταν στην παραχωρηθείσα μονάδα. Αντιθέτως, η ΕΕΥ είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόφαση της για αύξηση των μονάδων.
Η αναφορά εκ μέρους της Επιτροπής ότι δεν δικαιολογείτο η παραχώρηση μονάδων, προσκρούσει, στο δικαστικό δεδικασμένο της προσφυγής 924/08. Η μη προσθήκη μονάδων, με την εξήγηση πως δεν υπήρχαν στοιχεία, που να τη δικαιολογούσαν είναι αναιτιολόγητη.
Ανάλογο θέμα απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην Υποθ. αρ. 733/97 Αντωνιάδου ν. Δημοκρατία, ημερ. 14 Ιουνίου 1999, όπου ο Δικαστής Αρτέμης, (όπως ήταν τότε), ανέφερε:
«Στην παρούσα υπόθεση η ΕΕΥ ασκώντας το δικαίωμα που της δίδει το άρθρο 35Β(10)(β) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 του Νόμου 65/87, αποφάσισε να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων ως αποτέλεσμα της εκτίμησης της απόδοσης τους στην προσωπική συνέντευξη. Συγκεκριμένα αποφάσισε να δώσει μέχρι 3/5 των μονάδων που εδικαιούτο στην εντύπωση που οι υποψήφιοι έκαναν κατά την προσωπική συνέντευξη και καθόλου μονάδες στα άλλα 2 κριτήρια του άρθρου αυτού, δηλαδή στο περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων, γιατί έκρινε ότι το περιεχόμενο τους δεν δικαιολογούσε την αύξηση των μονάδων των υποψηφίων.
Αυτό που απαιτείται ρητά από το πιο πάνω άρθρο που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, (μεταγενέστερα τροποποιήθηκε από το Νόμο 44(1)/99) είναι αιτιολογημένη απόφαση της Επιτροπής για παροχή πρόσθετων μονάδων. Το καθήκον αυτό της Επιτροπής καθορίστηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Πιπερίδης ν. Δημοκρατία, (1995) 3 Α.Α.Δ. 134.
Κατά την κρίση μου η επίδικη απόφαση της ΕΕΥ πάσχει για τους πιο κάτω λόγους.
Δεν δικαιολογείται γιατί αποφασίστηκε να μην δοθούν μονάδες με βάση τα άλλα 2 κριτήρια που καθορίζει το σχετικό άρθρο και να δοθούν μέχρι 3 μονάδες μόνο για την απόδοση τους στη συνέντευξη. Σχετικές είναι και οι υποθέσεις Αντωνιάδου ν. Κυπριακή Δημοκρατία, 920/97, ημερομηνίας 19.2.99 και Νικολαϊδης ν. Κυπριακή Δημοκρατία, 859/96, ημερομηνίας 27.2.98, στην οποία λέχθηκε ότι η Επιτροπή έχει διακριτική ευχέρεια να αυξήσει τις μονάδες που έχει κάθε υποψήφιος στον κατάλογο μέχρι 5, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 35Β(10)(β). Συγκεκριμένα λέχθηκε ότι απαιτείτο "να αιτιολογήσει τόσο τον καταμερισμό που δίδεται στους συγκεκριμένους υποψηφίους αλλά και το συλλογισμό με τον οποίο κατέληξε στον καταμερισμό των συγκεκριμένων μονάδων στα διάφορα κριτήρια. Δεν είναι δηλαδή αρκετή η αιτιολόγηση των μονάδων που δόθηκαν στους υποψηφίους για τα συγκεκριμένα κριτήρια. Θα πρέπει να αιτιολογείται και ο καταμερισμός". (Νικολαϊδης, Δ., σελ.7. Η απόφαση αυτή εφεσιβλήθηκε με την Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2618, η οποία έφεση απορρίφθηκε στις 6.4.99).»
Ταυτοχρόνως, με σαφήνεια η Ολομέλεια αποφάσισε την αναγκαιότητα σωρευτικής αιτιολόγησης για την παροχή μονάδων από την ΕΕΥ, όπου στη Δημοκρατία ν. Λοΐζου ( 2000)3 ΑΑΔ 283 αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Έχουμε την άποψη ότι η ερμηνεία που δόθηκε στο άρθρο 35Β(10)(β) από τον πρωτόδικο Δικαστή είναι και η ορθότερη. Όπως εύστοχα παρατήρησε, η εξουσία της Επιτροπής είναι διακριτική. Μπορεί να αποφασίσει να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων ή να μην τις αυξήσει. Από τη στιγμή που αποφασίζει να τις αυξήσει, η αύξηση πρέπει να στηρίζεται στην εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και στο περιεχόμενο των φακέλων. Το λεκτικό του άρθρου 35Β(10)(β) είναι, πράγματι, σαφές. Αύξηση των μονάδων από την Επιτροπή επιτρέπεται μόνο όταν αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί, σωρευτικά, από την προσωπική συνέντευξη σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των φακέλων.»
Η απόφαση για τη μη προσθήκη μονάδων για τους φακέλους με τη γενική και αόριστη δήλωση πως δεν δικαιολογείται από το περιεχόμενο τους δεν αρκεί.
Ελλείπει η εξήγηση, γιατί η ΕΕΥ αποφάσισε, κατ΄αντίθεση με τις πρόνοιες του άρθρου 35Β (10)(β) του Νόμου, να δώσει 4 από τις 5 μονάδες σ΄ένα κριτήριο, αυτό της εντύπωσης από την προφορική συνέντευξη και καμιά μονάδα για τα άλλα δυο θεσμοθετημένα κριτήρια. Είμαι, συναφώς, της γνώμης ότι η απόφαση της ΕΕΥ είναι αναιτιολόγητη. Το δικαστήριο στερείται της δυνατότητας να ακολουθήσει το συλλογισμό της επιτροπής, με συνέπεια ο δικαστικός έλεγχος να καθίσταται ανέφικτος.
Ο λόγος ακυρώσεως κρίνεται βάσιμος. Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ του αιτητή, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Κ.Παμπαλλής,
Δ.