ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1088/2010)
29 Νοεμβρίου, 2011
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
KHADOUR AHMAD,
Αιτητής,
ν.
1. KYΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Δ. Κακουλλής, για τον Αιτητή.
Β. Καρλεττίδου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής, με την προσφυγή του ζητά την ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 19.5.2010, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική προσφυγή που καταχώρησε κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Ο Αιτητής, ο οποίος είναι Σύρος υπήκοος, εισήλθε νόμιμα στην Κύπρο στις 21.9.2003, με άδεια εισόδου για εργασία. Στις 29.1.2008, δηλαδή μετά από 4.5 χρόνια, υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία, δυνάμει του άρθρου 11 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) (στο εξής «ο Νόμος»). Στην αίτηση του ανέφερε ότι οι λόγοι που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ήταν γιατί κινδύνευε από τις απειλές για εκδίκηση οικογένειας θύματος δολοφονίας, η οποία διαπράχθηκε από κάποιο φίλο του και κατά την οποία ο ίδιος ήταν αυτόπτης μάρτυρας.
Στις 28.11.2008 κλήθηκε σε συνέντευξη από Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Αναφορικά με το επεισόδιο που τον οδήγησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής αφενός μεν προσκόμισε έγγραφο των αστυνομικών αρχών της Συρίας ότι σημειώθηκε το περιστατικό, πλην όμως από αυτό δεν διαπιστώνεται ότι ο ίδιος ενεπλάκη στο επεισόδιο, παρά μόνο ότι ήταν παρών σ' αυτό. Περαιτέρω σημειώνεται ότι: (α) το επίδικο συμβάν έγινε το 1998, ενώ μέχρι την αναχώρησή του από τη Συρία το 2003, η οικογένεια του θύματος δεν προέβη σε οποιαδήποτε εκδικητική πράξη εναντίον του ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου και (β) ότι κατά τη συνέντευξη ο Αιτητής ανέφερε ότι οι λόγοι που τον ώθησαν να έρθει στην Κύπρο ήταν γιατί στην χώρα του δεν είχε αδέλφια παρά μόνο τους γονείς του. Ο Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού μελέτησε τα ενώπιον της στοιχεία, εισηγήθηκε στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, την απόρριψη της αίτησης. Στην εισήγησή του επισήμανε ότι οι λόγοι τους οποίους επικαλείται ο Αιτητής, δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες των άρθρων 3-3Δ και 19(1), (2) του Νόμου, αφού ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή εξευτελιστική συμπεριφορά, σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του. Εισηγήθηκε επίσης ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι παραχώρησης του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας ή άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.
Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, στις 29.11.2009 αποδεχόμενος την εισήγηση του Λειτουργού, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής του, για το λόγο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Νόμου, καθώς και του άρθρου 1 της Συνθήκης της Γενεύης για αναγνώριση του καθεστώτος του Πρόσφυγα, ώστε ο Αιτητής να θεωρηθεί ότι είναι πρόσωπο που έχει ανάγκη διεθνούς προστασίας. Ο Αιτητής ενημερώθηκε με σχετική επιστολή ημερ. 12.2.2009.
Στις 17.2.2009, ο Αιτητής μέσω δικηγόρου, καταχώρησε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, στο εξής «η Αρχή». Μετά από μελέτη της σχετικής Έκθεσης που είχε ετοιμαστεί από Λειτουργό της, η Αρχή στις 19.4.2010, απέρριψε τη διοικητική προσφυγή, με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί η παρούσα προσφυγή.
Ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι οι Καθ' ων η αίτηση δεν εκτίμησαν σωστά τα στοιχεία που τους προσκόμισε ο Αιτητής και συγκεκριμένα ότι λανθασμένα δεν αποδέχθηκαν την κατάθεση που έδωσε στις αστυνομικές αρχές της χώρας του, σε σχέση με το επίδικο περιστατικό, με την αιτιολογία ότι αυτή δεν ήταν ευανάγνωστη. Επίσης, παραπονείται ότι οι αντιφάσεις οι οποίες οδήγησαν στο να κριθεί ο Αιτητής αναξιόπιστος, είναι ασήμαντες και εν πάση περιπτώσει, δεν είναι ουσιώδεις, ώστε να αφεθούν να κρίνουν την τύχη της αίτησης. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο δικηγόρος του Αιτητή εισηγήθηκε ότι υπήρξε έλλειψη έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα. Περαιτέρω εισηγήθηκε ότι οι Καθ' ων η αίτηση δεν εφάρμοσαν ορθά το άρθρο 3 της Κοινής Θέσης 96/1996/ΔΕΥ και το άρθρο 14(2) του Νόμου που αναφέρονται στο ευεργέτημα της αμφιβολίας, το οποίο λανθασμένα δεν έδωσαν στον Αιτητή.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Όπως προκύπτει από προσεκτική μελέτη του διοικητικού φακέλου, ο Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, μέσα από τις ερωτήσεις του, ορθά διαπίστωσε ότι ο Αιτητής δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του Νόμου για παροχή της αιτούμενης θεραπείας. Είναι ορθή η διαπίστωση τόσο της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και της Αναθεωρητικής Αρχής, ότι, μετά που συνέβη το επίδικο περιστατικό, στο οποίο ο Αιτητής ήταν παρών, ουδεμία δίωξη ή απειλή υπέστη είτε ο ίδιος είτε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο του στενού του περιβάλλοντος από την οικογένεια του θύματος και αυτό, παρά το γεγονός ότι παρέμεινε στη χώρα για άλλα 5 χρόνια μετά το επεισόδιο. Αυτό προκύπτει όχι μόνο από τα όσα δήλωσε ο ίδιος ο Αιτητής, αλλά και από το περιεχόμενο της αστυνομικής κατάθεσης των Συριακών Αρχών, την οποία προσκόμισε. Επομένως, εύλογα, κατά την κρίση μου, διαπιστώθηκε ότι ο Αιτητής δεν αντιμετωπίζει οποιονδήποτε κίνδυνο σύλληψης ή δίωξης σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του. Με βάση τα άρθρα 3 και 19(2) του Νόμου σε συνάρτηση με τους λόγους που προέβαλε ο Αιτητής, οι Καθ' ων η αίτηση ορθά κατέληξαν ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για παροχή πολιτικής προστασίας. Εφόσον δεν υφίστατο κίνδυνος πολιτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής δίωξης του Αιτητή, τότε δεν τίθετο καν ζήτημα αναγνώρισης στον Αιτητή του «ευεργετήματος της αμφιβολίας». Στην παρούσα περίπτωση, το βάρος της απόδειξης το είχε ο Αιτητής, ο οποίος όμως απέτυχε να το αποσείσει.
Ο Αιτητής προβάλλει επίσης ότι οι Καθ' ων η αίτηση δεν ερεύνησαν δεόντως τις συνθήκες του καθεστώτος που ισχύει στη Συρία. Συγκεκριμένα, ο συνήγορος του ισχυρίστηκε ότι ο Λειτουργός της Υπηρεσίας «έντεχνα απέφυγε να υποβάλει διευκρινιστικές ερωτήσεις στον Αιτητή», ώστε να μη διασαφηνιστούν, οι συνθήκες στη χώρα καταγωγής του Αιτητή και οι όποιες αντιφάσεις είχαν δημιουργηθεί αναφορικά με τους ισχυρισμούς του Αιτητή. Αυτό, σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου του Αιτητή, παραβιάζει την παράγραφο 196 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια που εναποθέτουν και στον ίδιο το Λειτουργό καθήκον επιβεβαίωσης και αξιολόγησης των στοιχείων. Δεν συμφωνώ με την εισήγηση. Από τα πρακτικά της διαδικασίας φαίνεται ότι ο Λειτουργός διερεύνησε επαρκώς τα διάφορα ζητήματα που εγείρονταν. Από τη στιγμή που ο Αιτητής δεν κρίθηκε αξιόπιστος, δεν ετίθετο θέμα παραχώρησης του ευεργετήματος της αμφιβολίας. Όπως αναφέρεται στο ίδιο το Εγχειρίδιο, το ευεργέτημα παραχωρείται μόνο όπου οι ισχυρισμοί του Αιτητή διακρίνονται από συνοχή και ειλικρίνεια, αλλά απλώς δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν. Τότε μόνο εγείρεται θέμα παραχώρησης του ευεργετήματος της αμφιβολίας. Όχι όμως σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου ο Αιτητής εύλογα κρίνεται μη αξιόπιστος.
Τόσο η Υπηρεσία Ασύλου όσο και η Αναθεωρητική Αρχή, εξέτασαν επαρκώς όλους τους ισχυρισμούς του Αιτητή. Η Αναθεωρητική Αρχή, κατά την κρίση μου, ορθά απέρριψε τη διοικητική προσφυγή, κρίνοντας ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν ορθή, αφού ο Αιτητής όχι μόνο εύλογα κρίθηκε αναξιόπιστος, αλλά δεν κατάφερε να πείσει ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις για να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του Νόμου ή της παραχώρησης προσωρινής παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, δυνάμει του άρθρου 19(Α) του Νόμου.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €700 έξοδα, υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ