ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 949/2009)
4 Οκτωβρίου, 2011
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΨΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Α. Μαππουρίδης, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Εξωτερικών από το 1981 και μέλος της εξωτερικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας. Κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχε οργανική θέση Πληρεξούσιου Υπουργού και υπηρετούσε ως αρχηγός διπλωματικής αποστολής στο Ιράν.
Υστερα από καταγγελίες που έγιναν εναντίον του αιτητή, η αρμόδια αρχή διόρισε ερευνώντα λειτουργό ο οποίος συνέταξε έκθεση. Η έκθεση διαβιβάστηκε στη Νομική Υπηρεσία η οποία ετοίμασε κατηγορητήριο. Στη συνέχεια ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών με επιστολή του ημερ. 10.4.2008 υπέβαλε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας («η Επιτροπή») την έκθεση του ερευνώντα λειτουργού μαζί με το κατηγορητήριο, υπογραμμένο από την αρμόδια αρχή, για τη λήψη πειθαρχικών μέτρων εναντίον του αιτητή με βάση τις διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 και Τροποποιήσεων.
Η Επιτροπή, σε συνεδρία της που πραγματοποιήθηκε στις 14.5.2008, αποφάσισε να προχωρήσει στην πειθαρχική δίωξη του αιτητή. Υστερα από αναβολές και τροποποίηση του κατηγορητηρίου, κάποιες από τις κατηγορίες του τροποποιημένου κατηγορητηρίου αποσύρθηκαν λόγω αδυναμίας προσαγωγής επαρκούς μαρτυρίας. Ο αιτητής αρνήθηκε ενοχή στις υπόλοιπες κατηγορίες. ο δε δικηγόρος του ήγειρε ενστάσεις αναφορικά με το κατηγορητήριο κλπ. Η Επιτροπή όρισε όπως οι εν λόγω ενστάσεις υποβληθούν ενώπιον του εισηγητή. Εισηγητής της υπόθεσης διορίστηκε με βάση τις πρόνοιες του κανονισμού 11 των περί της Διαδικασίας Εκδίκασης Πειθαρχικών Υποθέσεων Ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας Κανονισμών του 2008 της ΚΔΠ 289/2008 (οι κανονισμοί) ο εκ των μελών της Επιτροπής κ. Χατζηγιάννης. Στις 3.2.2009 ο εισηγητής κατέθεσε ενώπιον της Επιτροπής την έκθεση που ετοίμασε για την υπόθεση. Στις 25.5.2009 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφασή της με την οποία ο αιτητής κρίθηκε ένοχος διάπραξης των πειθαρχικών αδικημάτων για τα οποία είχε κατηγορηθεί. Στις 9.6.2009 η Επιτροπή επέβαλε στον αιτητή ποινή επίπληξης στις κατηγορίες που κρίθηκε ένοχος.
Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης της Επιτροπής ημερ. 25.5.2009 με την οποία ο αιτητής κρίθηκε ένοχος πειθαρχικών αδικημάτων και της απόφασης της Επιτροπής ημερ. 9.6.2009 που αφορούσε στην ποινή της επίπληξης.
Ο αιτητής προώθησε ως κύριο θέμα ότι δεν τηρήθηκαν τα εχέγγυα και οι προϋποθέσεις διεξαγωγής δίκαιης πειθαρχικής δίκης. Υποβάλλει συναφώς ότι οι κανονισμοί, στη βάση των οποίων έγινε η πειθαρχική υπόθεση με πρωτοβουλία της Επιτροπής, έχουν καταργηθεί αφού διαπιστώθηκε σύγκρουση των προνοιών τους με βασικές αρχές του δικαίου που διέπει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Διαζευκτικά, ο αιτητής εισηγείται ότι οι προαναφερόμενοι κανονισμοί οι οποίοι προβλέπουν τη συμμετοχή εισηγητή στην πειθαρχική διαδικασία είναι ultra vires του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου ο οποίος ορίζει (άρθρο 83(5)) ότι η ακρόαση της πειθαρχικής δίκης γίνεται ενώπιον της Επιτροπής. Ο αιτητής υποβάλλει επί τούτου ότι οι κανονισμοί οι οποίοι προβλέπουν περί του διορισμού εισηγητή και της διαδικασίας ενώπιόν του βρίσκονται εκτός του νομοθετικού πλαισίου που καθορίζεται από τις πρόνοιες του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου και συνεπώς στερούνται νομοθετικής κάλυψης και νομικού ερείσματος. Ενόψει τούτου, υποβάλλει ότι η εν προκειμένω διαδικασία, στην οποία συμμετείχε ενεργά ο διορισθείς από την Επιτροπή εισηγητής, πάσχει νομικά συμπαρασύροντας σε ακυρότητα την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο αιτητής υποβάλλει επίσης ότι οι σχετικές πρόνοιες των κανονισμών περί διορισμού εισηγητή και της διαδικασίας ενώπιόν του, αντίκεινται στις πρόνοιες του άρθρου 125 του Συντάγματος το οποίο, ως ερμηνεύεται από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του, ορίζει ότι αρμόδιο πειθαρχικό όργανο είναι η Επιτροπή ενώπιον της οποίας επιβάλλεται να διεξάγεται και συμπληρώνεται η διαδικασία της ακρόασης της υπόθεσης συμπεριλαμβανομένων και των προφορικών καταθέσεων των μαρτύρων. Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα πάντοτε με την εισήγηση, η διαδικασία ενώπιον του εισηγητή συνιστούσε ανεπίτρεπτη παρέκκλιση από τη συνταγματική διάταξη και ως γενόμενη στη βάση κανονισμών οι οποίοι είναι ultra vires του νόμου.
Αντίθετη επί του προκειμένου είναι η θέση των καθ΄ ων η αίτηση. Αυτοί λέγουν ότι η πειθαρχική διαδικασία διεξήχθη από την αρχή μέχρι τέλους στα πλαίσια της νομιμότητας. Η διαδικασία ενώπιον του εισηγητή συνιστά κατά την εισήγησή τους, προπαρασκευαστική διαδικασία αποσκοπούσα στην ετοιμασία της πειθαρχικής δίκης ενώπιον της Επιτροπής. Οι καθ΄ ων η αίτηση υποβάλλουν ότι δεν εξειδικεύεται από πλευράς αιτητή σε ποια άρθρα του Συντάγματος προσκρούουν οι συγκεκριμένες πρόνοιες των κανονισμών. Είναι η θέση τους πως με βάση τους εν λόγω κανονισμούς της ΚΔΠ 289/08, προβλέπονται δύο στάδια διαδικασίας εκδίκασης πειθαρχικών υποθέσεων ενώπιον της ΕΔΥ ήτοι,
«(α) Το προπαρασκευαστικό στάδιο αρχικά, όπου στην περίπτωση που ο υπάλληλος δεν παραδεχθεί την κατηγορία, η επιτροπή ορίζει ένα εκ των μελών της ως Εισηγητή για να προετοιμάσει την ακρόαση της υπόθεσης και καθορίζει την ημερομηνία κατά την οποία τα μέρη θα εμφανιστούν ενώπιον του. Κατά την ημερομηνία που ορίζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με τον κανονισμό 5, τα μέρη εμφανίζονται ενώπιον του Εισηγητή και ακολουθείται συγκεκριμένη διαδικασία. Κατά το τέλος της οποίας ο Εισηγητής συντάσσει και υποβάλλει προς την Επιτροπή Εκθεση η οποία περιλαμβάνει τη μαρτυρία που προσήχθη, την επιχειρηματολογία που προβλήθηκε και τα επίδικα θέματα που χρειάζεται να αποφασιστούν, χωρίς όμως να διατυπώνονται οποιεσδήποτε θέσεις ή απόψεις του ίδιου.
(β) Το στάδιο ακρόασης που σύμφωνα με τον κανονισμό 7 ορίζεται από την Επιτροπή ημερομηνία ακρόασης της υπόθεσης ενώπιον της και αποστέλλεται σχετική ειδοποίηση στο Νομικό Λειτουργό και στον υπάλληλο μαζί με αντίγραφο της έκθεσης του εισηγητή. Η εκτέλεση της διαδικασίας ενώπιον της επιτροπής εξαρτάται από την υποβολή ή όχι ένστασης επί του περιεχομένου της ΄Εκθεσης του Εισηγητή, είτε από τον Νομικό Λειτουργό είτε από τον υπάλληλο. Μετά τη συμπλήρωση της ακρόασης της υπόθεσης ενώπιον της η Επιτροπή εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση με την οποία καταδικάζει τον υπάλληλο για το πειθαρχικό αδίκημα για το οποίο κατηγορείται είτε τον απαλλάσσει.»
Το άρθρο 83 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου ρυθμίζει την πειθαρχική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής:
«83.-(1) Όταν η έρευνα με βάση την παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 81 συμπληρωθεί και αποκαλυφθεί η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, η αρμόδια αρχή παραπέμπει αμέσως το ζήτημα στην Επιτροπή και αποστέλλει σ΄ αυτή:
(α) Την έκθεση πάνω στην έρευνα.
(β) την κατηγορία που θα προσαφθεί υπογραμμένη από την αρμόδια αρχή. και
(γ) τα προς υποστήριξή της αποδεικτικά στοιχεία.
(2) Πειθαρχική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής αρχίζει με τη διατύπωση της κατηγορίας που στάληκε από την αρμόδια αρχή, όπως προνοείται στο εδάφιο (1). Μέσα σε προθεσμία που είναι δυνατόν να καθοριστεί και μέχρις ότου η προθεσμία αυτή καθοριστεί μέσα σε δυο εβδομάδες από την ημερομηνία της λήψης από αυτή της κατηγορίας, η Επιτροπή φροντίζει να εκδοθεί και επιδοθεί κλήση στον πειθαρχικά διωκόμενο υπάλληλο, σύμφωνα με τον καθορισμένο τύπο και τον καθορισμένο τρόπο:
Νοείται ότι, μέχρις ότου ο τύπος και ο τρόπος επίδοσης της κλήσης καθοριστούν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο τύπος κλήσης που παρατίθεται στο Μέρος ΙΙ του Δεύτερου Πίνακα και ο τρόπος επίδοσης που προνοείται σ΄ αυτό μπορεί να ακολουθηθεί.
(3) Ο υπάλληλος που διώκεται πειθαρχικά δικαιούται να γνωρίζει την εναντίον του υπόθεση.
(4) Στον υπάλληλο που διώκεται πειθαρχικά παρέχονται αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων και οποιωνδήποτε άλλων σχετικών εγγράφων.
(5) Η ακρόαση της υπόθεσης μπροστά στην Επιτροπή διεξάγεται και συμπληρώνεται σύμφωνα με τον καθορισμένο τρόπο:
Νοείται ότι, μέχρις ότου εκδοθούν Κανονισμοί αναφορικά με αυτό, εφαρμόζονται οι στο Μέρος ΙΙΙ του Δεύτερου Πίνακα Κανονισμοί.
(6) Στον υπάλληλο που διώκεται πειθαρχικά παρέχεται η ευκαιρία να ακουστεί τόσο από τη διαπίστωση της ενοχής όσο και πριν από την επιβολή της ποινής.
(7) Σε κάθε διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, σύμφωνα με το Μέρος αυτό, ο υπάλληλος μπορεί να αντιπροσωπευτεί με δικηγόρο της εκλογής του.»
Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι η πειθαρχική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής άρχισε, συμφώνως των προνοιών του άρθρου 83(2) (ανωτέρω), τον Απρίλιο του 2008. Ηταν τότε που είχαν διατυπωθεί οι κατηγορίες εναντίον του αιτητή. Εκκρεμούσης της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής θεσπίστηκαν οι Κανονισμοί (25.7.2008). Στις 3.9.2008 η Επιτροπή αποφάσισε ότι η υπόθεση θα εκδικαστεί με βάση τους Κανονισμούς (ΚΔΠ 289/08) και ότι «στη σημερινή διαδικασία εφαρμόζεται ο Κανονισμός 3(2) ο οποίος αναφέρει ότι .. δε χωρεί οποιαδήποτε ένσταση σε σχέση με τη διατύπωση της κατηγορίας». Στην ίδια συνεδρία της Επιτροπής κατηγορήθηκε ο αιτητής ο οποίος αρνήθηκε ενοχή στις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν. Η Επιτροπή όρισε επίσης ως Εισηγητή των εκ των μελών της κ. Σ. Χατζηγιάννη.
Η διαδικασία συνεχίστηκε ενώπιον του Εισηγητή. Κατ΄ αυτή ο αιτητής εμφανιζόταν χωρίς δικηγόρο, γεγονός όχι άσχετο με τις δυσχέρειες που προκλήθηκαν στη διαδικασία κυρίως, λόγω της αδυναμίας του αιτητή να χειριστεί με τη στοιχειώδη έστω επάρκεια την υπόθεσή του. Ο αιτητής ήγειρε ενστάσεις αναφορικά με το κατηγορητήριο οι οποίες είχαν εγερθεί, καθώς ανέφερε και προηγουμένως ενώπιον της Επιτροπής από τον τότε δικηγόρο του.
Ο εισηγητής αρχικά αρνήθηκε να επιληφθεί των ενστάσεων αποφαινόμενος ότι «οποιεσδήποτε ενστάσεις επί του κατηγορητηρίου θα αποφασιστούν από την Επιτροπή μετά το πέρας της διαδικασίας ενώπιον του Εισηγητή». Στη συνέχεια όμως, ύστερα από αρκετή διαλογική συζήτηση μεταξύ αιτητή και εισηγητή, ο τελευταίος επέτρεψε την κατάθεση εγγράφων αναφορικά με τις ενστάσεις του αιτητή και ακολούθως ο αιτητής και ο δικηγόρος της αρμόδιας αρχής ανέπτυξαν προφορικά τις θέσεις τους. Προκύπτει από το σχετικό πρακτικό ότι ο κ. Μαππουρίδης εισηγήθηκε όπως τα θέματα της ελαττωματικότητας του κατηγορητηρίου «..εξεταστούν μετά το πέρας της κατάθεσης της μαρτυρίας ενώπιον του Εισηγητή ..». Η διαδικασία συνεχίστηκε κατά διάφορες ημερομηνίες ενώπιον του Εισηγητή ενώπιον του οποίου τέθηκε η μαρτυρία. Ο αιτητής και ο δικηγόρος της αρμόδιας αρχής υπέβαλαν γραπτές αγορεύσεις. Ο Εισηγητής ετοίμασε την έκθεσή του «σύμφωνα με το άρθρο 7 των Κανονισμών».
Στην έκθεσή του ο Εισηγητής διευκρινίζει ότι οι προδικαστικές ενστάσεις που αφορούσαν τις κατηγορίες 1, 2 και 5 που είχαν αποσυρθεί έχασαν το αντικείμενό τους. Οι κατηγορίες 3 και 4 αφορούσαν αντιστοίχως τα αδικήματα της παράβασης καθήκοντος και υποχρεώσεων, άρθρα 60(2)(ε) και 73(1)(β) αντίστοιχα του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου. Ο Εισηγητής παραθέτει στην έκθεσή του όλα τα διαμειφθέντα ενώπιόν του σχετικά με τις προδικαστικές ενστάσεις του αιτητή αναφορικά με τις κατηγορίες 3 και 4 και τις αγορεύσεις επί του ιδίου θέματος. Σχετικά με την ουσία της υπόθεσης, ο Εισηγητής αναφέρεται στη μαρτυρία, γραπτή και προφορική, που τέθηκε ενώπιόν του την οποία με πολλή συντομία συνοψίζει χωρίς να διατυπώνει σχόλια ή παρατηρήσεις και χωρίς να υπεισέρχεται σε θέματα αξιολόγησης και αξιοπιστίας. Στην έκθεση επισυνάπτονται αντίγραφα όλων των εγγράφων (μαρτυρικού υλικού) που κατατέθηκαν ενώπιον του Εισηγητή καθώς και οι γραπτές αγορεύσεις του αιτητή και του κ. Μαππουρίδη. Στο τέλος της έκθεσής του ο Εισηγητής προσδιορίζει τα επίδικα θέματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Εισηγητής δεν αποφάσισε για κανένα από τα επίδικα ζητήματα ούτε και επί προδικαστικών θεμάτων. Συνεπώς απορρίπτω ως παντελώς αβάσιμα τα όσα περί του αντιθέτου ο αιτητής υποβάλλει.
Η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι η διαδικασία ενώπιον του Εισηγητή υπήρξε προπαρασκευαστική της δίκης ενώπιον της Επιτροπής είναι κατά τη γνώμη μου ανεδαφική. Η εν λόγω διαδικασία χαρακτηρίζεται από τον Κανονισμό 11(1) ως διαδικασία διοικητικής φύσεως γεγονός το οποίο υποδηλώνει από μόνο του πράξεις ή ενέργειες οι οποίες προσομοιάζουν με μορφή δίκης εφόσον ο Εισηγητής ακούει μάρτυρες, δέχεται μαρτυρικό υλικό, υποβάλλει ερωτήσεις κλπ. Στο τέλος ο Εισηγητής εισάγει όλο αυτό το υλικό στην Επιτροπή με την έκθεση που ετοιμάζει και η Επιτροπή στη βάση της έκθεσης ενεργεί αναλόγως. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και το νομικά επιλήψιμο της διαδικασίας. Ενδεχομένως η μαρτυρία και το εν γένει μαρτυρικό υλικό που τίθεται ενώπιον του Εισηγητή να μη είναι αποδεκτό με βάση τους ισχύοντες κανόνες αποδείξεως πλην όμως αυτό ανεπίτρεπτα τίθεται ενώπιον της Επιτροπής. Με βάση το νόμο, η Επιτροπή έχει την αποκλειστική ευθύνη να αποφασίζει επί του παραδεκτού της μαρτυρίας η οποία σκοπείται να τεθεί ενώπιόν της, κατά την ώρα που επιχειρείται ένα τέτοιο διάβημα, και όχι εκ των υστέρων. Στην προκείμενη περίπτωση η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής ήταν συνοπτική και η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε με βάση τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του Εισηγητή και στη βάση της έκθεσης που ο τελευταίος ετοίμασε. Η Επιτροπή δεν άκουσε μάρτυρες ούτε είχε ενεργό συμμετοχή στην ακρόαση της υπόθεσης. (αντεξέταση μαρτύρων, δεκτότητα μαρτυρίας, κλπ). Κατά την κρίση μου η διαδικασία ενώπιον του Εισηγητή εξέτρεψε την υπόθεση από την πορεία που ο νόμος προδιαγράφει ήτοι τη διεξαγωγή της ακρόασης ενώπιον της Επιτροπής (άρθρο 83(2) του νόμου). Η πειθαρχική δίκη κατατεμαχίστηκε μεταξύ δύο οργάνων, του Εισηγητή και της Επιτροπής, του πρώτου να ενεργεί με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού 11 και κατ΄ αντίθεση των προνοιών του νόμου δυνάμει των οποίων η Επιτροπή είναι το μόνο αρμόδιο όργανο για την εκδίκαση των πειθαρχικών υποθέσεων των δημοσίων υπαλλήλων. Εχω την γνώμη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει και εκ του γεγονότος ότι ο Εισηγητής ανεπίτρεπτα συμμετείχε στη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, ενεργώντας στη βάση της έκθεσης που ο ίδιος ετοίμασε.
Ενόψει των πιο πάνω καταληκτικά αποφαίνομαι ότι οι πρόνοιες του Κανονισμού 11 των Κανονισμών είναι ultra vires των άρθρων 83 και 87 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις (καταδίκης και ποινής) ακυρώνονται. Τα έξοδα της προσφυγής επιδικάζονται υπέρ του αιτητή.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.