ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 556/2009]
3 Οκτωβρίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΜΟΔΕΣΤΟΥ
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης για τον αιτητή.
Ζωή Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας που του γνωστοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 11.3.09, με την οποία απορρίφθηκε γραπτό αίτημα του, ημερομηνίας 24.10.2008, για την καταβολή αποζημίωσης για υπερω-ριακή εργασία για την περίοδο 1.1.00 μέχρι 30.6.01.
Ο αιτητής, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπηρετούσε στην Ειδική Υπηρεσία Προστασίας Προσωπικοτήτων και ήταν τοποθετημένος στη συνοδεία του κ. Γ. Ομήρου, Προέδρου της ΕΔΕΚ. Μετά την παραλαβή του αιτήματός του αναλήφθηκε διερεύνηση και ο αιτητής ενημερώθηκε γι' αυτό. Όπως καταγράφεται στην ένσταση, μετά από σχετική τηλεφωνική επικοινωνία, ο αιτητής προσκόμισε, όπως του ζητήθηκε, 21 έντυπα υπερωριών και τα ημερολόγια καθηκόντων του για την πιο πάνω περίοδο. Στις 9.12.08 ο Αστυνομικός Διευθυντής της Επαρχίας Λευκωσίας, με επιστολή του, πληροφόρησε τον Αρχηγό της Αστυνομίας πως δεν είχαν ανευρεθεί οποιαδήποτε αρχεία που να σχετίζονταν με το αίτημα. Στις 21.1.09 ο Αρχηγός της Αστυνομίας εγγράφως ζήτησε από τον αιτητή να προσκομίσει τα Σημειωματάρια του, ή οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία «για καλύτερο έλεγχο». Στις 26.1.09 ο αιτητής προσκόμισε αντίγραφα των Σημειωματαρίων του. Με την επιστολή ημερομηνίας 23.2.09, ο Αρχηγός της Αστυνομίας πληροφόρησε τον αιτητή για το στάδιο στο οποίο βρισκόταν η μελέτη του αιτήματός του. Συγκεκριμένα ότι, μετά τη λήψη των προσωπικών του Σημειωματαρίων «γίνεται εκ νέου έλεγχος και σύγκριση τόσο με τα έντυπα Αστ. 198 όσο και με τα Ημερολόγια Καθηκόντων.».
Στις 23.2.09 υποβλήθηκε το αποτέλεσμα της έρευνας που διεξάχθηκε από το Λογιστήριο του Αρχηγείου της Αστυνομίας. Καταγράφεται στο σχετικό έγγραφο το ιστορικό και γίνονται ορισμένες αρνητικές παρατηρήσεις, με την εισήγηση να αφαιρεθούν από το έντυπο Αστ. 198, 355,25 ώρες. Επίσης καταγράφεται πως όλες οι καταχωρίσεις των εντύπων Αστ. 198 είναι ανυπόγραφες από τους προϊσταμένους του αιτητή, φαίνονταν να είχαν γίνει πρόσφατα με το ίδιο μελάνι, έληγαν συμπτωματικά σε σωστές ώρες και σε ορισμένες περιπτώσεις σημειωνόταν η «επιστροφή από το ειδικό καθήκον η ώρα 23.30 ενώ η λήξη καθήκοντος γινόταν η ώρα 24.00». Αναφέρεται το έγγραφο σε Σημειωματάρια που προσκομίστηκαν και σημειώνεται «οι καταχωρήσεις στα σημειωματάρια συμφωνούν στις καταχωρήσεις στα Ημερολόγια Καθηκόντων». Το έγγραφο καταλήγει ως ακολούθως:
«Συνοψίζοντας σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισε ο αιτητής και τα στοιχεία του προσωπικού του φακέλου, φαίνεται να έχει εργαστεί υπερωριακά συνολικά 5.581,25 και για τις οποίες αιτείται πληρωμή. Το συνολικό κόστος σε περίπτωση που θα αποφασιστεί η πληρωμή των ωρών, αναμένεται να ανέλθει στα €53,000 περίπου».
Ακολούθησε η επιστολή, ημερομηνίας 11.3.09, που γνωστοποίησε την προσβαλλόμενη απόφαση. Tην παραθέτω αυτούσια.
«Αίτημα για αποζημίωση υπερωριακής απασχόλησης για την περίοδο 01/01/2000 - 30/6/2001
Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερ. 24/10/08 και σε συνέχεια των ταυτάριθμων επιστολών μου, ημερ. 03/11/08, 21/01/09 και 23/02/09, σχετικά με το πιο πάνω θέμα, σας πληροφορώ ότι το αίτημα σας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί για τους πιο κάτω λόγους:
1) Κατά τη συμπλήρωση από μέρους σας των δελτίων υπερωριών (έvτυπα Αστ. 198) δεν τηρήθηκαν βασικές οδηγίες και προϋποθέσεις που καθορίστηκαν και ισχύουν με σχετικές εγκυκλίους του Αρχηγού Αστυνομίας.
2) Εξάλλου, στις 04/07/2003, με επιστολή μας ζητήθηκε από όλα τα μέλη της Αστυνομίας να υποβάλουν στο Αρχηγείο Αστυνομίας όλα τα δελτία υπερωριών, όχι πιο αργά από τις 13/07/03. Μεταξύ άλλων, στην επιστολή αυτή τονίσθηκαν τα ακόλουθα:
"Με την παρέλευση της πιο πάνω ημερομηνίας θα θεωρηθεί ότι έχουν συγκεντρωθεί όλα τα δελτία υπερωριών και ότι δεν υπάρχουν άλλα. Σε περίπτωση που μελλοντικά θα παρουσιαστούν άλλα δελτία δεν θα γίνουν αποδεκτά".
3) Στη συνέχεια, εσείς υποβάλατε δελτία υπερωριών για την περίοδο 1996 - 1998 και μάλιστα πληρωθήκατε, χωρίς ωστόσο να υποβάλετε τις υπερωρίες τις οποίες τώρα διεκδικείτε και αφορούν την περίοδο 01/01/2000 μέχρι 30/06/2001, παρακαλώ.
Μιχαήλ Παπαγεωργίου
Αναπλ. Αρχηγός Αστυνομίας»
Με την επιστολή του, που λήφθηκε στις 13.5.09, ο αιτητής αντικρούει τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση και προβάλλει δικούς τους ισχυρισμούς.
Είναι σαφές, όπως ακριβώς εισηγείται ο αιτητής, πως ό,τι καταγράφεται ως η αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αφορά στην ουσία του πράγματος. Αν δηλαδή τεκμηριώθηκε υπερωριακή εργασία και πόση. Κατά το πρώτο σκέλος της αιτιολογίας «δεν τηρήθηκαν βασικές οδηγίες και προϋποθέσεις που καθορίστηκαν και ισχύουν με σχετικές εγκυκλίους του Αρχηγού της Αστυνομίας». Ασφαλώς, όμως, έχουμε εν προκειμένω, όπως είναι η θέση του αιτητή, γενική και αόριστη αιτιολογία. Δεν αναφέρεται ποιες ήταν οι σχετικές εγκύκλιοι και σημειώνω τον ισχυρισμό του αιτητή πως μεταγενέστερες εγκύκλιοι δεν είναι σχετικές. Περαιτέρω, δεν αναφέρεται ποιες βασικές οδηγίες και προϋποθέσεις δεν τηρήθηκαν. Οι καθ' ων η αίτηση εισηγήθηκαν πως η αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί από το φάκελο. Δεν συμφωνώ όμως πως είναι έργο του Δικαστηρίου να ανατρέξει στο φάκελο, να βρει εγκυκλίους σχετικές και αφού ερευνήσει το ίδιο τα στοιχεία να καταλήξει πως δικαιολογείται να διαπιστώσει ότι δεν τηρήθηκε η μια ή η άλλη οδηγία ή προϋπόθεση. Θεωρώ πως η αιτιολογία που περιλαμβάνεται στην πρώτη παράγραφο της επιστολής ημερομηνίας 11.3.09 είναι ανεπαρκής ώστε να μην καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.
Με την αιτιολογία που παρέχεται στη δεύτερη παράγραφο της επιστολής ημερομηνίας 11.3.09, ο αιτητής παραπέμπεται στην Εγκύκλιο της 4.7.03. Όποια στοιχεία υπερωριών θα έπρεπε να είχαν υποβληθεί όχι πιο αργά από τις 13.7.03. Στη συνέχεια, δεν θα γίνονταν αποδεκτά και ο αιτητής ακολούθως υπέβαλε δελτία μόνο για την περίοδο 1996 - 1998, για τα οποία πληρώθηκε. Υποδεικνύει, όμως, ο αιτητής, πως αυτά δεν δικαιολογούνται από τη στιγμή που δεν είχε απορριφθεί το αίτημά του, για τέτοιο λόγο, με αναφορά σε ήδη υπάρχοντα στοιχεία στο φάκελό του, εξ αρχής. Και παραπέμπει στο γεγονός ότι αναλήφθηκε έρευνα επί της ουσίας, μάλιστα με την κατάληξη του Λογιστηρίου, πως με βάση το αίτημά του και τα στοιχεία του προσωπικού του φακέλου, πως φαινόταν να είχε εργαστεί υπερωριακά για τις ώρες που εκεί καταγράφονται. Περαιτέρω, επισημαίνει ο αιτητής πως η εγκύκλιος στις 4.7.03 απευθυνόταν προς τους Αστυνομικούς Διευθυντές, όχι προς τα Μέλη της Δύναμης. Και, τελικά, πως αφού ο Αρχηγός της Αστυνομίας είχε πρόθεση να δει το ζήτημα από τέτοια σκοπιά, εντελώς διαφορετική από ό,τι είχε προηγουμένως καθοριστεί και που παρέπεμπε σε κατ' ουσίαν έλεγχο, θα έπρεπε στο πλαίσιο της δέουσας έρευνας που οφειλόταν, να είχε ακούσει τον αιτητή. Θα ενημέρωνε τότε ο αιτητής, πράγμα που αναγκάστηκε να κάμει εκ των υστέρων, πως στην πραγματικότητα, εν πάση περιπτώσει, είχε υποβάλει από πριν τα δελτία υπερωριών, με αναφορά στις περιστάσεις και παραπέμπει συναφώς στον υπεύθυνο του Τμήματος του.
Οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται πως είχε δοθεί στον αιτητή η ευκαιρία να ακουστεί στην αρχή και πως δεν οφειλόταν άλλη έρευνα που θα τον ενέπλεκε εκ νέου. Όμως αυτό παραγνωρίζει το ουσιώδες πως όσα στην αρχή υπέβαλε ο αιτητής, με το αίτημά του και τις επιστολές που του στάληκαν, δεν αφορούσαν σε ό,τι εν τέλει προσδιορίστηκε ως η δεύτερη αιτία απόρριψης. Θεωρώ πως τα επιχειρήματα του αιτητή είναι βάσιμα και πως έχουμε εν προκειμένω, ελλιπή έρευνα. Ο αιτητής προβάλλει και τον ισχυρισμό πως ο Αρχηγός της Αστυνομίας δεν είχε δικαίωμα να επιβάλει είδος παραγραφής ενός δημόσιου δικαιώματος από το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν χωρεί παραίτηση. Οι καθ' ων η αίτηση προβάλλουν τις δικές τους εισηγήσεις, αλλά, ασφαλώς, η επίλυση νομικού ζητήματος προϋποθέτει συγκεκριμένα γεγονότα που να το αναδεικνύουν ως σχετικό. Είναι, επομένως, έργο της διοίκησης, να διαπιστώσει μετά από δέουσα έρευνα τα γεγονότα οπότε και η όποια συνακόλουθη κρίση της, αναλόγως, θα μπορεί να αναθεωρηθεί πάνω σε υπαρκτή πραγματική βάση και όχι ακαδημαϊκά.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά