ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 78/2009
26 Σεπτεμβρίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
PETROLINA (HOLDINGS) PUBLIC LTD
Aιτητές
ν.
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ
Καθ' ων η αίτηση
Γιολάντα Ζαχαρίου για τους αιτητές.
Μαριλένα Θεοκλήτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές, που ασχολούνται με την εμπορία πετρελαιοειδών τα οποία εισάγονται στην Κύπρο, προσβάλλουν την εκ των υστέρων «βεβαίωση Τελωνειακής και άλλης Τελωνειακής Οφειλής», ημερομηνίας 11.12.08, για €870 πλέον χρηματική επιβάρυνση €87 και τόκο προς 8%, από την ημέρα που το ποσό κατέστη οφειλόμενο.
Τα δεδομένα, όπως καταγράφονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και προκύπτουν από το φάκελο, δεν αμφισβητούνται. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την προσβαλλόμενη απόφαση με την προσθήκη πως οι ποσότητες που καταγράφονται στο δηλωτικό φορτίου καταγράφονται, οι ίδιες, και στο δηλωτικό εισαγωγής, στη σχετική φορτωτική, στο πιστοποιητικό ποσότητας, στο πιστοποιητικό καταγωγής, στο πιστοποιητικό κίνησης και στο σχετικό τιμολόγιο:
«Η οφειλή σας πηγάζει από τα γεγονότα και την νομοθεσία όπως εκτίθενται πιο κάτω.
Την 24η Νοεμβρίου 2008 κατέπλευσε στο Λιμάνι της Λάρνακας προερχόμενο από την Χάιφα του Ισραήλ το πετρελαιοφόρο πλοίο «Petrolina».
Στο δηλωτικό φορτίου που υπεβλήθη σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 του Περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου 94(Ι) του 2004 και σύμφωνα με το πιστοποιητικό EURO 1 αρ. ILC2 / 6390028 ημερομηνίας 22 Νοεμβρίου 2008, έχει δηλωθεί ότι το ανωτέρω πλοίο μετέφερε στο Λιμάνι Λάρνακας 4185.929 μετρικούς τόνους (in air) ακάθαρτο πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (Gasoil LS) σε υγρή χύμα μορφή που αντιστοιχούν σύμφωνα με την εκδοθείσα φορτωτική σε 5013,694 λίτρα σε θερμοκρασία 15° Κελσίου (standard Ltrs).
Από τις καταμετρήσεις που έγιναν από εσάς ή τον αντιπρόσωπο σας στις δεξαμενές στεριάς υπ. αρ. Ρ8, Ρ11 και Ρ14 της Φορολογικής Αποθήκης T403400CY, αφού λήφθηκε υπόψη και η γραμμή θαλάσσης διαπιστώθηκε ότι το παραληφθέν φορτίο ακάθαρτου πετρελαίου εσωτερικής καύσης (Gasoil LS) ανήλθε στα 5006,621 λίτρα σε θερμοκρασία 15° Κελσίου (standard Ltrs).
Παρουσιασθέν έλλειμμα 7073 λίτρα (ποσοστό 0,14%).
Στις 9 Δεκεμβρίου 2008 το Τελωνείο Λάρνακας σας απέστειλε έκθεση παραλαβής και ελλειμμάτων (Form C168) και σας καλούσε να δώσετε εξηγήσεις για το παρουσιασθέν έλλειμμα.».
Οι αιτητές είχαν απαντήσει στην έκθεση παραλαβής και ελλειμμάτων (Ship´s Outturn Report and Discrepancies) με την επιστολή τους ημερομηνίας 10.12.08. Επικαλούνται την επιστολή διαμαρτυρίας του πλοιάρχου, ημερομηνίας 22.11.08, για διαφορά μεταξύ της φορτωτικής και της ποσότητας που φορτώθηκε στο πλοίο, που ήταν μικρότερη, και σε βεβαίωση πως, κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε, ολόκληρο το φορτίο εκφορτώθηκε και οι αποθήκες τους ήταν πλέον κενές.
Δεν έγινε δεκτό πως αυτά συνιστούσαν επαρκείς εξηγήσεις. Παραθέτω το σχετικό δεύτερο μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης.
«Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και δεδομένου ότι το ανωτέρω έλλειμμα δεν οφείλεται σε ανωτέρα βία ή τυχαίο περιστατικό ούτε έχετε παρουσιάσει μέχρι στιγμής στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο προμηθευτής σας και το Τελωνείο αποστολής έχουν αποδεχθεί οποιαδήποτε υφιστάμενη διαφορά η οποία να οφείλεται σε λανθασμένη φόρτωση, θα πρέπει να καταβάλετε τους αναλογούντες φόρους επί του παρουσιασθέντος μη αποδεκτού ελλείμματος, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 4,5,13,36 και 37 του Περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου 91(Ι) του 2004.
Μη αποδεκτό έλλειμμα αποτελεί η διαφορά που προκύπτει από την σύγκριση των αποτελεσμάτων των καταμετρήσεων που διενεργούνται στα υποστατικά του παραλήπτη με τη δηλωθείσα ποσότητα αφού ληφθεί υπόψη και αφαιρεθεί αποδεκτή απώλεια 0,09% που εφαρμόζει από την 1η Οκτωβρίου 2008 το Τμήμα Τελωνείων για παραλαβές ακάθαρτου πετρελαίου εσωτερικής καύσης, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου 91(Ι)/2004 και την ΚΔΠ 351/2008.»
Οι αιτητές προτείνουν, με την αγόρευσή τους, σειρά λόγων ακυρότητας. Κατ' αρχάς ότι ο περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμος του 2004 (Ν. 91(Ι)/2004) και η Γνωστοποίηση που εκδόθηκε δυνάμει του, ως προς το θέμα παραβιάζουν τα ´Aρθρα 23.1 και 24 του Συντάγματος. Στα νομικά σημεία της προσφυγής απλώς αναφέρθηκαν σε «προφανή παραβίαση του Συντάγματος» χωρίς καμιά συγκεκριμενοποίηση και αυτό όχι είτε του Νόμου ή της Γνωστοποίησης αλλά της προσβαλλόμενης απόφασης ή/και ενεργειών ενδιάμεσων ή/και προπαρασκευαστικών. Μάλιστα με τον περαιτέρω ισχυρισμό πως αυτές εκδόθηκαν και κατά παράβαση «της σχετικής νομοθεσίας» αλλά και «των Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των δυνάμει τούτων εκδοθέντων Κανονισμών.». Ενώ, ας σημειωθεί, μαζί με τα άλλα, οι καθ' ων η αίτηση ακριβώς επικαλούνται την Οδηγία 92/12/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, προς την οποία ο Νόμος ήταν εναρμονιστικός. Όπως και σχετική νομολογία του ΔΕΚ. Συναφώς δε τον περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2006, (Ν. 127(Ι)/2006) για την υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου.
Ως προς την ουσία, η θέση των αιτητών συνοψίζεται ως ακολούθως: Ουδέποτε παρέλαβαν το υπόλοιπο για το οποίο φορολογήθηκαν, αυτό δεν τέθηκε σε κατανάλωση και δεν μπορούσε να τίθεται ζήτημα τέτοιας τελωνειακής οφειλής. Η Γνωστοποίηση, στη βάση της οποίας δεν φορολογήθηκαν για όλο το έλλειμμα αλλά για μέρος του, αφού αναγνωρίστηκε το ανώτατο όριο «φύρας» που εκείνη αναγνωρίζει, για το οποίο δεν φορολογήθηκαν, επέτρεπε την πλήρη απαλλαγή. Η όποια διαφορά οφειλόταν σε τυχαίο περιστατικό ή ανωτέρα βία, που κατά το άρθρο 13(1) του Νόμου συνιστούσε αιτία για απαλλαγή τους. Η έρευνα που διεξάχθηκε ήταν ελλιπής γενικά αλλά και γιατί δεν αφορούσε στο ποιος ακριβώς είχε την ευθύνη για το έλλειμμα που δεν ήταν οι ίδιοι ώστε κατά το σχετικό άρθρο του Νόμου να καταστεί εκείνος υπόλογος. Το άρθρο αναφέρει ποιοί μπορεί να είναι υπόλογοι «κατά περίπτωση» και ήταν αναγκαίο η έρευνα και οι διαπιστώσεις να καλύψουν αυτή την πτυχή. Σε κάθε περίπτωση δεν προσδόθηκε η οφειλόμενη σημασία στη διαμαρτυρία του πλοιάρχου, την οποία επικαλέστηκαν. Ως «επί μέρους θέματα», εγείρουν τα ακόλουθα: Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει όλα τα σχετικά άρθρα της νομοθεσίας στην οποία βασίστηκε και ο τόκος δεν θα έπρεπε να αρχίζει από την ημέρα τις διαπίστωσης του ελλείμματος αλλά από την ημέρα της βεβαίωσης.
Οι καθ' ων η αίτηση διαπίστωσαν λάθη στις αναφορές των άρθρων του Νόμου που επικαλούνται οι αιτητές. Επίσης ότι λανθασμένα αναφέρονταν στη Γνωστοποίηση του 2006 (ΚΔΠ 181/06) ενώ αυτή καταργήθηκε και, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ίσχυε η ΚΔΠ 351/08. Υποβλήθηκε αίτηση για τροποποίηση προς διόρθωση η οποία όμως, στη συνέχεια, αποσύρθηκε. Υποβλήθηκε όμως νέα, που εγκρίθηκε, σε σχέση με θέμα, από τα πιο πάνω που δεν καλυπτόταν από τα νομικά σημεία της προσφυγής.
Δεν θα χρειαστεί να επιβαρύνω την απόφασή μου με τις σχετικές λεπτομέρειες. Ούτως ή άλλως, όπως ορθά εισηγούνται οι καθ' ων η αίτηση, οι ισχυρισμοί των αιτητών είναι αναποτελεσματικοί και εντελώς αβάσιμοι. Παρόμοιας φύσης ισχυρισμοί προβλήθηκαν σε σειρά προσφυγών των αιτητών, για ακριβώς όμοιο θέμα και στη μια ή στην άλλη ή και σε περισσότερες για το κάθε θέμα, απορρίφθηκαν. Πρόκειται για τις προσφυγές Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κα με αριθμούς 793/2007 ημερομηνίας 5.12.2008, 634/2008 ημερομηνίας 7.10.2009, 994/2008 ημερομηνίας 21.10.2009, 441/2008 ημερομηνίας 24.11.2009, 1613/2008 ημερομηνίας 6.9.2010, 609/2009 ημερομηνίας 16.12.2010, 1380/2009 ημερομηνίας 25.2.2011. [Βλ. επίσης την ΒP Eastern Mediterranean Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 520/2008, ημερομηνίας 25.9.2009].
Οι αιτητές δεν αναφέρθηκαν σ' αυτές τις προσφυγές ούτε και τις σχολίασαν με οποιονδήποτε τρόπο αφού οι καθ' ων η αίτηση τις επικαλέστηκαν. Συμφωνώ πλήρως με τις πιο πάνω αποφάσεις σε σχέση με όσα αφορούν στα εδώ συζητηθέντα και οι δικές μου επισημάνσεις θα είναι σύντομες.
Στις πιο πάνω υποθέσεις διαπιστώθηκε πως ήταν εντελώς γενική και αόριστη η αναφορά στο Σύνταγμα στα νομικά σημεία αλλά και στην αγόρευση, όπου αναφέρθηκαν τα Άρθρα 23.1 και 24 του Συντάγματος, για να εθεωρείτο ότι πληρούνταν τα παγίως νομολογημένα αναφορικά με το συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο πρέπει να εγείρονται τέτοια συνταγματικά θέματα, ώστε να είναι δυνατό να εξεταστούν. Ισχύουν και εδώ τα ίδια με την πρόσθετη παραπομπή και στις προηγούμενες επισημάνσεις μου. Επίσης, στις πιο πάνω υποθέσεις σταθερά διαπιστώθηκε πως η ανωτέρα βία ή το τυχαίο περιστατικό θα έπρεπε να αποδειχτούν από τους αιτητές, που τα επικαλούνται. Αυτό και με αναφορά στο περιεχόμενο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων. Οι αιτητές δεν διατύπωσαν άποψη ως προς το βάρος της απόδειξης όπως αυτό θεωρήθηκε, στις πιο πάνω υποθέσεις, ότι τους βάρυνε αλλά επέμειναν στα δικά τους. Πως ο διευθυντής έπρεπε να αναζητήσει την αιτία του ελλείμματος και, μάλιστα, αναλόγως, να καταλογίσει ευθύνη, «κατά περίπτωση». Σε αυτό το πλαίσιο, όπως είδαμε, αναφέρθηκαν στη διαμαρτυρία του πλοιάρχου την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θεωρούσε ως επαρκή εξήγηση, για το λόγο που προσδιορίστηκε: «Το ανωτέρω έλλειμμα δεν αναφέρεται σε ανωτέρα βία ή τυχαίο περιστατικό ούτε έχετε παρουσιάσει μέχρι στιγμής στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο προμηθευτής και το Τελωνείο αποστολής έχουν αποδεχτεί οποιαδήποτε υφιστάμενη διαφορά η οποία να οφείλεται σε λανθασμένη φόρτωση».
Ακριβώς όμοιος ισχυρισμός των αιτητών, με παραπομπή σε ίδια εισήγηση απορρίφθηκε, μάλιστα και με την επισήμανση πως οι αιτητές είχαν καταβάλει το τίμημα για όλη την ποσότητα που στα επίσημα έγγραφα που αναφέρθηκαν καταγραφόταν ως φορτωθείσα. Περαιτέρω, ο πρόσθετος ισχυρισμός σε σχέση με τη δυνατότητα για απαλλαγή όλου του ελλείμματος ως φύρα, όπως ορθά σημειώνουν οι καθ' ων η αίτηση, πάλιν με αναφορά σε προηγούμενες αποφάσεις, παραγνωρίζει τη Γνωστοποίηση ΚΔΠ 351/08 που καθόριζε τη μέθοδο υπολογισμού της διαφοράς και, ως προς αυτό το εξόχως τεχνητό θέμα, το μέγιστο ποσοστό, το οποίο και αναφέρθηκε.
Δεν νομίζω πως δικαιολογείται να επεκταθώ περισσότερο. Σημειώνω μόνο τα πιο κάτω σε σχέση με τα «επί μέρους θέματα» ως προς τα οποία και πάλιν έχω το ευεργέτημα προηγούμενης απόφασης των συναδέλφων μου. Ο ισχυρισμός για άρθρα που λείπουν είναι γενικός και αόριστος. Πάντως η όποια έλλειψη δεν θα ήταν δυνατό να στοιχειοθετήσει λόγο ακυρότητας. Σημειώνω και την επισήμανση από τους καθ' ων η αίτηση του άρθρου 3 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) που κωδικοποιεί τις σχετικές νομολογιακές αρχές. Τελικά η άποψή τους για το πότε θα έπρεπε να αρχίζει ο τόκος παραγνωρίζει τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 5 και 23 του Νόμου που επικαλέστηκαν οι καθ' ων η αίτηση και που ουσιαστικά παραπέμπουν στο χρόνο της διαπίστωσης των ελλειμμάτων. Για σκοπούς πληρότητας σημειώνω και την αναφορά των καθ' ων η αίτηση στο ότι οι αιτητές καταχώρησαν την προσφυγή τους χωρίς προηγουμένως να υποβάλουν αίτηση για αναθεώρηση, όπως μπορούσαν να κάμουν ενόψει του άρθρου 139 του Νόμου. Στο βαθμό που αυτή η αναφορά σημαίνει εισήγησή τους για απόρριψη της προσφυγής για τέτοιο λόγο, αυτή η εισήγηση θα ήταν ατεκμηρίωτη στο πλαίσιο της λειτουργίας του Νόμου.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά