ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 205/2009)

 

30 Σεπτεμβρίου, 2011

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΝΤΑΝΙΕΛΛΑ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΟΥ,

 

Αιτήτρια,

 

-ν-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ,

 

Καθ΄ου η Aίτηση.

 

- - - - - -

 

Μ. Καλλιγέρου, για την Αιτήτρια.

 

Α. Ζερβού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Καθ΄ου η Αίτηση.

 

- - - - - -                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια, κατά τον Ιούλιο του 2007, υπέβαλε αίτηση προς το καθ΄ου η αίτηση ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. για αναγνώριση του τίτλου σπουδών της "Δίπλωμα Μεταπτυχιακής Εκπαίδευσης στην Κοινωνική Ψυχιατρική", ο οποίος είχε απονεμηθεί από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, ως τίτλος ισότιμος προς Μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master.

 

Το Συμβούλιο, αφού εξέτασε όλα τα έγγραφα που προσκόμισε η αιτήτρια, έκρινε ότι η αίτησή της πληρούσε τα κριτήρια προς έγκριση και, με απόφασή του που λήφθηκε σε συνεδρία ημερομηνίας 15-16.10.2007, αποφάσισε να αναγνωρίσει τον τίτλο σπουδών "Δίπλωμα Μεταπτυχιακής Εκπαίδευσης / Κοινωνικής Ψυχιατρικής" του Πανεπιστημίου Θράκης, σε συνεργασία με την Εταιρεία Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας της Ελλάδας, ως τίτλο ισότιμο προς μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master. Ένα περίπου χρόνο αργότερα, δικηγόρος, ο οποίος εκπροσωπούσε άλλο εκπαιδευτικό, υπέβαλε προς το καθ΄ου η αίτηση παραστάσεις και έγγραφα με τα οποία αμφισβητείτο η ύπαρξη εγκεκριμένου προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Θράκης, όπως εκείνου που οδήγησε στην αναγνώριση του τίτλου σπουδών της αιτήτριας, κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ενόψει τούτου, το καθ΄ου η αίτηση Συμβούλιο προέβηκε σε έρευνα του θέματος, ζητώντας από την αιτήτρια όπως προσκομίσει τα πρωτότυπα έγγραφα που αφορούσαν τις σπουδές της και από το Πανεπιστήμιο Θράκης και όπως το πληροφορήσει κατά πόσο κατά τον ουσιώδη χρόνο πρόσφερε το συγκεκριμένο μεταπτυχιακό πρόγραμμα, το οποίο είχε επικαλεσθεί η αιτήτρια.

 

 

Σε απάντηση της επιστολής του καθ΄ου η αίτηση, το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 18.11.2008, με την οποία ανέφερε ότι στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν λειτουργούσε πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών στην "Κοινωνική Ψυχιατρική" και, επιπλέον, ότι το δίπλωμα της αιτήτριας δεν είχε εκδοθεί από τη Γραμματεία του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου και δεν έφερε τη σφραγίδα του Τμήματος, ούτε και του Προέδρου της. Ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών, μεταξύ της δικηγόρου της αιτήτριας και του καθ΄ου η αίτηση, και αργότερα, το Συμβούλιο του καθ΄ου η αίτηση επανεξέτασε την αρχική αίτηση που είχε υποβάλει η αιτήτρια για αναγνώριση του πτυχίου της, αποφασίζοντας όπως την καλέσει ενώπιόν του σε προσωπική συνάντηση, σε καθορισθείσα μέρα και ώρα, και όπως προσκομίσει για εξέταση και τα πρωτότυπα έγγραφα των προσόντων της. Όμως, η δικηγόρος της αιτήτριας με επιστολή της, πληροφόρησε το καθ΄ου η αίτηση ότι η αιτήτρια είχε γεννήσει λίγες μέρες προηγουμένως και, συνεπώς, δεν θα παρίστατο στη συνάντηση, αλλά θα παρευρίσκετο ο σύζυγός της, ο οποίος θα προσκόμιζε τα πρωτότυπα έγγραφα των διπλωμάτων της.

 

Κατόπιν τούτου, το Συμβούλιο επανεξέτασε την αίτηση της αιτήτριας, με βάση το σύνολο των στοιχείων που συνέλεξε, παλαιότερων και νέων, και κατέληξε στο συμπέρασμα και σε απόφαση ότι η αρχική απόφαση αναγνώρισης που έλαβε για αναγνώριση του τίτλου σπουδών της αιτήτριας ήταν λανθασμένη και έπρεπε να ανακληθεί.

 

Την απόφαση του καθ΄ου η αίτηση που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 15.1.2009 περί της ανάκλησης της απόφασής του για αναγνώριση του τίτλου σπουδών της, προσβάλλει η αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή, θεωρώντας ότι αυτή είναι παράνομη για διάφορους λόγους, τους οποίους θα εξετάσω στη συνέχεια.

 

1ος Λόγος ακύρωσης. Παράνομη η ανάκληση της απόφασης, χωρίς την εμπλοκή του συμβουλευτικού οργάνου - Επιτροπής Κρίσεως του συγκεκριμένου Κλάδου.

 

Προς υποστήριξη αυτού του λόγου ακύρωσης, η αιτήτρια παραπέμπει στις πρόνοιες του άρθρου 13 του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου αρ. 68(Ι)/1996.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 13(1)(i), το Συμβούλιο αποφασίζει για την ισοτιμία τίτλου σπουδών, αφού μελετήσει παρόμοια προηγούμενη περίπτωση, ή αν δεν υπάρχει τέτοια, τη γνώμη της οικείας Επιτροπής Κρίσεως. Ας σημειωθεί ότι η νομοθετική αυτή πρόνοια τροποποιήθηκε με τις πρόνοιες του Νόμου αρ. 107(Ι)/2011 και το Συμβούλιο τώρα λαμβάνει υπόψη τη γνώμη της σχετικής Επιτροπής Κρίσεως μόνο "στις περιπτώσεις που η αίτηση έχει παραπεμφθεί σε Επιτροπή". Βεβαίως, η τροποποίηση αυτή, από την οποία φαίνεται να είναι προαιρετική η παραπομπή σε Επιτροπή Κρίσεως προς γνωμοδότηση, δεν ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο της λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, οπότε δεν τυγχάνει εδώ εφαρμογής. Ερμηνεία της πρόνοιας στο άρθρο 13(1)(i), όπως ίσχυε τότε, από δικαστικές αποφάσεις, δεικνύει ότι η παραπομπή θέματος αναγνώρισης τίτλου σπουδών σε Επιτροπή Κρίσεως κρινόταν επιβαλλόμενη από το Νόμο, η δε παράλειψη συμμόρφωσης προς αυτήν συνεπαγόταν ακύρωση της ληφθείσας απόφασης. Όπως είχε κριθεί, μεταξύ άλλων, και στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση ΚΥΣΑΤΣ ν. Ιζαμπέλ Ιωαννίδου (2006) 3 ΑΑΔ 32, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 13(1) του Νόμου, η εμπλοκή της οικείας Επιτροπής Κρίσεως καθιερώνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη απόφασης σχετικά με εκκρεμούσα αίτηση.

 

Κατά την άποψή μου, όμως, στην υπό εξέταση περίπτωση, δεν ήταν επιτακτική ή αναγκαία η παραπομπή του ανακύψαντος θέματος σε Επιτροπή Κρίσεως, για τους ακόλουθους λόγους:

 

Κατ΄ αρχάς, δεν εξεταζόταν από το Συμβούλιο νέα ή εκκρεμούσα αίτηση, παρά μόνο εξεταζόταν θέμα ορθότητας των στοιχείων τα οποία είχαν προηγουμένως οδηγήσει προς άσκηση κρίσης από το ίδιο το Συμβούλιο και, συνακόλουθα, θέμα ορθότητας ή μη της ίδιας της απόφασης του Συμβουλίου, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, είχε ληφθεί προηγουμένως θετικά για την αιτήτρια, χωρίς την εμπλοκή Συμβουλίου Κρίσεως.

 

Τα νέα στοιχεία τα οποία είχε εξασφαλίσει το καθ΄ου η αίτηση Συμβούλιο δεν έθεταν ουσιαστικό θέμα ισοτιμίας ή αναγνώρισης τίτλου σπουδών, αλλά εκθεμελίωναν την ίδια την ύπαρξη του τίτλου σπουδών που είχε υποβάλει προς αξιολόγηση η αιτήτρια. Επομένως, αφαιρουμένης της προκείμενης στην οποία είχε βασισθεί η απόφαση του ίδιου του Συμβουλίου, ετίθετο άμεσα θέμα ανάκλησης της απόφασης η οποία είχε στηριχθεί στην προκείμενη εκείνη, χωρίς την αναγκαιότητα για εμπλοκή άλλου οργάνου. Συνακόλουθα, αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

2ος Λόγος ακύρωσης - Παραβίαση αρχών φυσική δικαιοσύνης.

 

Σύμφωνα με την αιτήτρια, η άρνηση του καθ΄ου η αίτηση όπως ενημερώσει την αιτήτρια για τις καταγγελίες και πληροφορίες που είχε και θα εξέταζε, συνιστούσε στέρηση του δικαιώματος ακρόασης. Το επιχείρημα αυτό της αιτήτριας εδράζεται στο γεγονός ότι πράγματι η ίδια, μέσω της δικηγόρου της, είχε ζητήσει από το καθ΄ου η αίτηση όπως ενημερωθεί ως προς το είδος των καταγγελιών που είχαν γίνει αναφορικά με τον τίτλο σπουδών της, ποιος τις είχε υποβάλει, τι στοιχεία έθεσε ενώπιον του Συμβουλίου και τι επιδίωκε να αποδείξει.

 

Σε απάντηση του πιο πάνω αιτήματος, το καθ΄ου η αίτηση Συμβούλιο απάντησε με επιστολή του ημερομηνίας 27.11.2008 ότι:

 

". σας πληροφορώ ότι ενώπιον του ΚΥΣΑΤΣ τέθηκαν στοιχεία και πληροφορίες που αμφισβητούν την αναγνωρισιμότητα των μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών της και ειδικότερα του τίτλου "Δίπλωμα Μεταπτυχιακής Εκπαίδευσης στη Κοινωνική Ψυχιατρική" με ημερομηνία έκδοσης 1 Ιουλίου 1994.

 

Όπως αντιλαμβάνεσθε το ΚΥΣΑΤΣ είναι υποχρεωμένο να εξετάσει τους ισχυρισμούς και τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του και ως εκ τούτου, στα πλαίσια διερεύνησης των ισχυρισμών αυτών, θεωρεί δίκαιο, σκόπιμο και χρήσιμο να έχει και τις απόψεις της πελάτισσάς σας πάνω στο θέμα αυτό, γι΄ αυτό και ζήτησε όπως τεθούν, υπόψη του ΚΥΣΑΤΣ τα ζητηθέντα πρωτότυπα με την επιστολή ημερομηνίας 7.11.2008 του Εκτελεστικού Διευθυντή του ΚΥΣΑΤΣ.

 

Με την ευκαιρία αυτή σας πληροφορώ ότι το ΚΥΣΑΤΣ ενεργεί δυνάμει των προνοιών του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Πληροφοριών Νόμου του 1996, όπως τροποποιήθηκε, και όχι ως Πειθαρχικό Όργανο, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να παράσχει στη πελάτισσά σας τα ζητούμενα με την επιστολή σας στοιχεία και/ή πληροφορίες. "

 

(Παράρτημα ΧΙΙ στην Ένσταση).

 

Όπως εισηγείται η αιτήτρια, αυτή είχε κάθε δικαίωμα, λόγω της πιθανότητας έκδοσης δυσμενούς πράξης εναντίον της, να γνωρίζει τις εναντίον της καταγγελίες και τα δεδομένα στα οποία αυτές βασίστηκαν, ώστε να ακουσθεί επί της ουσίας του ζητήματος. Παρέπεμψε η αιτήτρια προς ενίσχυση αυτής της της θέσης στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση αρ. 818/2005, Ιουλία Μιχαήλ ν. Κεντρικού  Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών, ημερομηνίας 14.7.2006.

 

Όμως, θα πρέπει να παρατηρήσω ότι τα γεγονότα της προαναφερθείσας υπόθεσης Ιουλία Μιχαήλ διαφοροποιούνται ουσιωδώς από αυτά της παρούσας υπόθεσης. Αρκεί μόνο να εντοπισθεί το γεγονός ότι στην περίπτωση της υπόθεσης Ιουλία Μιχαήλ εξεταζόταν θέμα τερματισμού της έκτακτης υπηρεσίας της αιτήτριας και το δικαίωμα ακρόασης εξετάστηκε ως προς το θέμα εκείνο, απόφανση επί του οποίου είχε ως αποτέλεσμα τον τερματισμό των υπηρεσιών της αιτήτριας. Στην υπό εξέταση όμως περίπτωση, το καθ΄ου η αίτηση Συμβούλιο δεν εξέταζε θέμα καταγγελιών εναντίον της αιτήτριας, όπως αναφέρθηκε στην αγόρευσή της, παρά μόνο διερευνούσε θέμα τάξης και γνησιότητας του πτυχίου και των βεβαιώσεων που είχε προσκομίσει η αιτήτρια, στη βάση των οποίων είχε αποφασισθεί η ισοτιμία του πτυχίου της. Το ποιός είχε ανακινήσει ένα τέτοιο θέμα και το γιατί το ανακίνησε, δεν είχε καμιά σημασία και ορθά διαφυλάχθηκε αυτή η πληροφόρηση για σκοπούς εχεμύθειας. Η όλη διερεύνηση εστιάστηκε και περιοριζόταν στη διακρίβωση της γνησιότητας και στην αμφισβήτηση της υπόστασης του πτυχίου της αιτήτριας και ορθά της ζητήθηκε όπως προσκομίσει τα πρωτότυπα έγγραφα που κατείχε και συνάμα της δόθηκε το δικαίωμα να παραστεί και να ακουσθεί, υποβάλλοντας οποιεσδήποτε σχετικές προς το θέμα παραστάσεις επιθυμούσε. Επομένως, δεν παρουσιάζεται οτιδήποτε το μεμπτό στη διαδικασία που ακολούθησε το καθ΄ου η αίτηση και ο λόγος τούτος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

3ος Λόγος ακύρωσης - Παρανομία στην απόφαση ανάκλησης λόγω της παραγνώρισης υλικού που προσκόμισε η αιτήτρια.

 

Κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι το καθ΄ου η αίτηση Συμβούλιο παρέλειψε να διενεργήσει τη δέουσα έρευνα σε έγγραφα τα οποία είχε προσκομίσει στο καθ΄ου η αίτηση η ίδια μέσω του συζύγου της. Πρόκειται για αντίγραφο της διπλωματικής εργασίας της "Το Διαζύγιο και οι επιπτώσεις του στη ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού και του εφήβου", αλληλογραφία με τον καθηγητή Σακελλαρόπουλο που αποδείκνυε πραγματοποίηση διδασκαλίας, Προγράμματα Εντατικών Σεμιναρίων κλπ. Παρόλον ότι το καθ΄ου η αίτηση στην απόφασή της για ανάκληση της ισοτιμίας του επίμαχου πτυχίου ανέφερε ότι έλαβε υπόψη και τα νέα στοιχεία που είχε προσκομίσει η αιτήτρια, η ίδια διερωτάται γιατί δεν ζήτησε και δεν συνέλεξε περισσότερες πληροφορίες από την ίδια ή από τον καθηγητή Σακελλαρόπουλο, ή από τους επόπτες ψυχιάτρους που επόπτευαν τους μεταπτυχιακούς φοιτητές.

 

Ούτε και αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει. Το καθ΄ου η αίτηση διενήργησε την έρευνά της μέσω των επισήμων αρχών των εμπλεκομένων πανεπιστημίων και ήταν υποχρεωμένη να δεχθεί τις δικές τους βεβαιώσεις, ενώ θα ήταν ανεπίτρεπτο να κινηθεί πίσω από αυτές, αμφισβητώντας τις ή εμπλεκόμενη σε εσωτερικά θέματα πανεπιστημίου, ζητώντας περαιτέρω ή άλλες πληροφορίες ατομικά από καθηγητές των ιδρυμάτων εκείνων.

 

4ος Λόγος ακύρωσης - Παράνομη ανάκληση της διοικητικής πράξης - παραβίαση του άρθρου 54(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999.

 

Το άρθρο 54(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999 προνοεί ότι θεωρείται παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης η ανάκληση από τη διοίκηση πράξης, έστω και παράνομης, μετά πάροδο ευλόγου χρόνου, η οποία πράξη δημιούργησε, εν τω μεταξύ, δικαιώματα και ευνοϊκές για τον διοικούμενο ειδικές περιστάσεις. Σύμφωνα δε με το ίδιο άρθρο, το τι συνιστά "εύλογο χρόνο" κρίνεται από τις ειδικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η πάροδος ενός έτους και τριών μηνών από τη λήψη της απόφασης καθιστούσε την ανάκλησή της ανεπίτρεπτη.

 

Σε σχέση με τη θέση αυτή της αιτήτριας θα πρέπει να εντοπισθούν τα ακόλουθα:

 

Κατ΄ αρχάς, η αιτήτρια δεν φαίνεται να αμφισβητεί το γεγονός ότι με βάση τα επίσημα στοιχεία που εξασφάλισε το καθ΄ου η αίτηση Συμβούλιο, δεν εδικαιολογείτο η ανάκληση.

 

Περαιτέρω, στην υπό εξέταση περίπτωση, ο χρόνος μέχρι την ημερομηνία ανάκλησης και ιδιαίτερα το εύλογο του χρόνου, δεν μπορεί παρά να συναρτηθεί με το χρονικό σημείο κατά το οποίο το καθ΄ου η αίτηση κατέστη γνώστης του προβλήματος του πτυχίου της αιτήτριας. Πριν τη χρονική εκείνη στιγμή, ήταν ασφαλώς εκ των πραγμάτων αδύνατο να διερευνήσει οτιδήποτε και να τροχιοδρομήσει την ανάκληση, αφού κανένα στοιχείο ή λόγο περί τούτου είχε. Αυτός δε ο χρόνος, μεταξύ λήψης καταγγελίας και απόφασης ανάκλησης, δεν φαίνεται να υπερβαίνει τις 45 ημέρες, χρονικό διάστημα εύλογο για διενέργεια έρευνας στο εξωτερικό, αξιολόγηση στοιχείων, καθορισμό συνάντησης με την αιτήτρια κλπ.

 

Και αν ακόμα θα έπρεπε να προσμετρήσει ο διαρρεύσας χρόνος μεταξύ της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης και της ανάκλησης, και πάλι, κατά την άποψή μου, στην παρούσα περίπτωση η έκταση του χρόνου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μη εύλογη. Στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο", Τρίτη έκδοση, παρα. 704, 705, αναφέρονται και τα εξής:

 

"704. Στην μεγάλη πλειοψηφία των αποφάσεών του όμως το Συμβούλιο της Επικρατείας στηρίζει την απόφασή του για το επιτρεπτό ή ανεπίτρεπτο της ανακλήσεως κατά κύριο λόγο στην διάρκεια του χρόνου μεταξύ εκδόσεως και ανακλήσεως της πράξεως. Μόνο αν ο χρόνος είναι 'εύλογος', δηλαδή εν όψει των περιστάσεων όχι πολύ μακρός, επιτρέπεται η ανάκληση. Το σύνθετο λοιπόν ζήτημα της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απλοποιείται σε ζήτημα χρονικής διάρκειας, συνήθως πάντως συνδυασμένο με τις συγκεκριμένες περιστάσεις.

 

705. Η σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας υπήρξε άκρως ασταθής. Ως εύλογο χρόνο μεταξύ εκδόσεως και ανακλήσεως της πράξεως δεν εθεώρησε το δικαστήριο σε μια περίπτωση ούτε δέκα χρόνια, ενώ σε άλλη περίπτωση αρκέσθηκε σε εικοσιτρείς μήνες. Η διακύμανση του απαιτούμενου για το αμετάκλητο της πράξεως χρόνου καθοριζόταν εν όψει των ειδικών συνθηκών κάθε περίπτωσης, ιδίως της βαρύτητας της παρανομίας ή της συνεχούς αμφισβητήσεως της νομιμότητας, αλλά συχνά χωρίς ιδιαίτερη αιτιολογία. Τελικά, ο α.ν. 261/68 'περί χρόνου ανακλήσεως παρανόμων διοικητικών πράξεων' όρισε ότι ο εύλογος χρόνος μεταξύ εκδόσεως και ανακλήσεως της πράξεως δεν είναι βραχύτερος της πενταετίας. ........................................................................"

 

Στην απόφαση στην Υπόθεση αρ. 1199/2002, Π. Πιερή κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 31.3.2004, το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά στο πιο πάνω απόσπασμα, έκρινε ότι διαρρεύσας χρόνος 4 ετών και 8 μηνών μεταξύ της λήψης απόφασης για συμπερίληψη των αιτητών στην Επετηρίδα Μηχανικών Αξιωματικών Αεροπορίας και της ανάκλησής της λόγω του ότι εξέβαινε των προνοιών του Νόμου, ήταν εύλογος.

 

Κρίνω ότι δεν ευσταθεί ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης.

 

5ος Λόγος ακύρωσης - Παραβίαση των άρθρων 50 και 51(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999.

 

Σύμφωνα πάντα με την αιτήτρια, η προσβαλλόμενη απόφαση του καθ΄ου η αίτηση παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη. Συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζει, με την απόφαση του καθ΄ου η αίτηση για ανάκληση της ισοτιμίας του μεταπτυχιακού διπλώματος της αιτήτριας, επηρεάστηκαν κεκτημένα δικαιώματα και συμφέροντά της. Η διοίκηση δεν επιτρέπεται να ενεργεί με τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο και κατά παράβαση του άρθρου 51(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999 να ταλαιπωρεί και αδικεί το διοικούμενο.

 

Απάντηση στο πιο πάνω επιχείρημα δίδεται στην παρα. 678 του συγγράμματος του Π.Δ. Δαγτόγλου (ανωτέρω), όπου αναφέρεται ότι ένας κλασσικός λόγος για τον οποίο δικαιολογείται η ανάκληση μιας διοικητικής πράξης, είναι η διαπίστωση της παρανομίας της. Εφαρμόζεται έτσι η αρχή της νομιμότητας που επιβάλλει στη διοίκηση την ανάκληση κάθε παράνομης πράξης. Όπως είχε τονισθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων και στην απόφασή του στην Υπόθεση αρ. 939/2005, Ροδούλα Παπαλαμπριανού-Καραβέλλα ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 16.1.2008, στην οποία ορθά παρέπεμψε η δικηγόρος του καθ΄ου η αίτηση, με δεδομένο ότι η λήψη της αρχικής απόφασης δεν ήταν νόμιμα επιτρεπτή, η ανάκλησή της είναι επιβεβλημένη για σκοπούς δημόσιου συμφέροντος και η απόφαση δεν μπορεί στον ενδιάμεσο χρόνο να αποδώσει στον ευνοηθέντα διοικούμενο οποιασδήποτε κεκτημένα δικαιώματα.

 

Εδώ, το καθ΄ου η αίτηση Συμβούλιο είχε ενεργήσει καλή τη πίστη και αναγνώρισε το πτυχίο της αιτήτριας, βασιζόμενο στην αλήθεια των λεγομένων στα έγγραφα τα οποία είχε στην κατοχή της και παρουσίασε η αιτήτρια. Με την πλήρη όμως ανατροπή αυτών των δεδομένων από τα στοιχεία τα οποία επισήμως εξασφαλίστηκαν από την αρμόδια Αρχή του Πανεπιστημίου, αφαιρέθηκε η όλη βάση και το υπόβαθρο της αναγνώρισης, έτσι ώστε κατά Νόμο να μην εδικαιολογείτο η αναγνώριση. Η ανάκλησή της κατέστη έτσι επιβεβλημένη.

 

6ος Λόγος ακύρωσης - Παράνομη η λειτουργία του Διοικητικού Συμβουλίου του καθ΄ου η αίτηση στη συνεδρία του ημερομηνίας 4.11.2008.

 

Με τον τελευταίο αυτό λόγο ακύρωσης, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με το πρακτικό της συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου του καθ΄ου η αίτηση, ημερομηνίας 4.11.2008, δεν παρευρέθηκαν όλα τα μέλη του, αλλ΄ απουσίαζαν τρία. Ούτε και φαίνεται τα μέλη να είχαν προσκληθεί σε συνεδρίαση στην οποία θέμα θα ήταν και αυτό του πτυχίου της αιτήτριας. Αυτό, σύμφωνα με την αιτήτρια, συνιστά παρανομία, εφόσον η φυσική παρουσία των μελών συλλογικού οργάνου αποτελεί νόμιμη προϋπόθεση για τη λειτουργία του, ενώ για τη νόμιμη σύνθεσή του, απαιτείται έγκαιρη πρόσκληση με ημερήσια διάταξη.

 

Όπως ορθά υποδεικνύει η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση, τα γεγονότα, όπως αυτά εξάγονται από το διοικητικό φάκελο, είναι διαφορετικά από αυτά που εγείρει η αιτήτρια.

 

Στις 4.11.2008 δεν είχε καθορισθεί, ούτε έλαβε χώρα συνεδρίαση του καθ΄ου η αίτηση Συμβουλίου προς το σκοπό εξέτασης της ουσίας του θέματος του πτυχίου της αιτήτριας. Όπως διαφαίνεται, μετά την εξέταση άλλου, κύριου θέματος της "συνάντησης", διότι περί συνάντησης επρόκειτο, και όχι συνεδρίας, τα παρόντα μέλη, αφού επικοινώνησαν τηλεφωνικά και με τα απόντα μέλη, συμφώνησαν όπως διερευνηθεί το θέμα των καταγγελιών για το πτυχίο της αιτήτριας. Συγκεκριμένα, αποφασίστηκε ότι, το Συμβούλιο ". θα προχωρήσει σε εξέταση των καταγγελιών στα πλαίσια της επόμενης του Συνεδρίας, η οποία θα πραγματοποιηθεί στις 15-16 Δεκεμβρίου 2008.". Κατά τη συνεδρία δε του Συμβουλίου στις 16.12.2008 παρουσιάζονται να ήσαν παρόντα όλα τα μέλη και να τηρήθηκαν "Πρακτικά Συνεδρίας", οπότε και άρχισε η διερεύνηση της ουσίας του όλου θέματος.

 

Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει.

 

Η προσφυγή αναπόφευκτα απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

   K. Κληρίδης,

                                                                          Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο