ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1085/2009)
30 Σεπτεμβρίου, 2011
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 24, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ,
Αιτητής,
-ν-
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ (ΕΤΕΚ)
Καθ΄ου η Aίτηση.
- - - - - -
Α. Μαρκίδης, για τον Αιτητή.
Στ. Μαξούτη για Τ. Παπαδόπουλο και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για το Καθ΄ου
η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η προσπάθεια του αιτητή όπως εγγραφεί ως μέλος του καθ΄ου η αίτηση Ε.Τ.Ε.Κ., υπήρξε επίμονη, έχοντας διέλθει μέσα από διαδοχικές δικαστικές και γραφειοκρατικές διαδικασίες, ενώ ακόμα συνεχίζεται.
Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, ο αιτητής κατέχει τον τίτλο του Professional Member του Royal Institute of Chartered Surveyors (R.I.C.S.). Κατά τα έτη 1998-2001 είχε φοιτήσει στο College of Estate Management στην Αγγλία, επιτυγχάνοντας σε τρία θέματα, ήτοι Statutory Valuation, Development Policy Practice και Applied Valuation, τα οποία θεωρήθηκαν ικανή πείρα ώστε να καταστεί μέλος του R.I.C.S. κατά το 2003.
Το καθ΄ου η αίτηση Επιμελητήριο αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που εγκαθιδρύθηκε και λειτουργεί με βάση τον περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Νόμο αρ. 224/1990 και μεταξύ των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του Επιμελητηρίου συγκαταλέγεται και η εγγραφή προσοντούχων προσώπων στο Μητρώο Μελών του και η έκδοση σχετικών πιστοποιητικών και αδειών ασκήσεως επαγγέλματος σε διάφορους επιστημονικούς κλάδους.
Ο αιτητής είχε υποβάλει στις 4.2.2004 αίτηση για εγγραφή στο Μητρώο Μελών του Ε.Τ.Ε.Κ. στον κλάδο της Επιμέτρησης και Εκτίμησης Γης, στον τομέα Εκτίμησης Γης. Το καθ΄ου η αίτηση Επιμελητήριο με απόφασή του απέρριψε την αίτηση του αιτητή για εγγραφή, οπότε ο αιτητής καταχώρησε την Υπόθεση αρ. 948/2004. Το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφασή του ημερομηνίας 10.8.2006, αποδέχτηκε την προσφυγή και ακύρωσε την απόφαση του καθ΄ου η αίτηση η οποία, όπως έκρινε, έπασχε λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης του καθ΄ου η αίτηση, η περίπτωσή του επανεξετάσθηκε από το Επιμελητήριο, πλην όμως, κατά την 3.5.2007 αποφασίστηκε εκ νέου η απόρριψή της.
Εναντίον της νέας απορριπτικής απόφασης του καθ΄ου η αίτηση, ο αιτητής καταχώρησε την Υπόθεση αρ. 850/2007. Κατόπιν εκδίκασής της, το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφασή του ημερομηνίας 20.10.2008, έκανε δεκτή την προσφυγή, κρίνοντας ότι το καθ΄ου η αίτηση παραβίασε το δεδικασμένο που είχε δημιουργηθεί με την απόφαση στην προηγηθείσα προσφυγή, κυρίως επειδή κατά την επανεξέταση δεν διερευνήθηκε το κατά πόσο ο αιτητής μπορούσε να ήταν προσοντούχος για εγγραφή με βάση τις κανονιστικές διατάξεις της ΚΔΠ 17/2004 και της 302/2002.
Ακολούθησε νέα επανεξέταση της αίτησης του αιτητή, αρχικά από την Υπεπιτροπή Εκτίμησης Γης, αργότερα από την Επιτροπή Εγγραφής Μελών του Επιμελητηρίου, και τελικά από τη Διοικούσα Επιτροπή. Η άποψη και των τριών σωμάτων ήταν αρνητική για την έκβαση της αίτησης, η οποία και απορρίφθηκε ακόμα μια φορά, με απόφαση του καθ΄ου η αίτηση ημερομηνίας 3.6.2009.
Τη νομιμότητα της τελευταίας αυτής απορριπτικής απόφασης του καθ΄ου η αίτηση προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή του ο αιτητής, ζητώντας την ακύρωσή της.
1ος Λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση του δεδικασμένου που δημιουργήθηκε με τις αποφάσεις στις Υποθέσεις αρ. 948/2004 και 850/2007.
Όπως ισχυρίζεται ο αιτητής, με την προσβαλλόμενη απόφαση η οποία ελήφθη κατόπιν επανεξέτασης, παραβιάστηκε για δεύτερη φορά από το καθ΄ου η αίτηση το δεδικασμένο που είχε δημιουργηθεί με την απόφαση στην Υπόθεση αρ. 948/2004 και επίσης παραβιάστηκε, για πρώτη φορά, το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε με την απόφαση στην Υπόθεση αρ. 850/2007, λόγω της επαναλαμβανόμενης παράλειψής του όπως ερευνήσει ή ερευνήσει δεόντως κατά πόσο το προσόν του αιτητή αποτελούσε ή όχι ισοδύναμο προσόν και όπως αιτιολογήσει επαρκώς τη νέα απόφασή του. Περαιτέρω, σημειώθηκε παραβίαση του δεδικασμένου, όπως υποστηρίζει ο αιτητής, λόγω της αναντίρρητης διάστασης μεταξύ της δικαστικής απόφασης και της προσβαλλόμενης πράξης.
Ως προς το πρώτο από τα πιο πάνω σημεία, ο αιτητής βασίζει τον ισχυρισμό του περί παραβίασης του δεδικασμένου στο ίδιο το λεκτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με το οποίο το καθ΄ου η αίτηση Επιμελητήριο απευθύνθηκε προς τον αιτητή, αναφέροντάς του ότι:
". δεν δικαιούστε να εγγραφείτε στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου στον πιο πάνω κλάδο γιατί δεν κατέχετε τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα." (Σημ. η έμφαση είναι από τον αιτητή).
Σύμφωνα λοιπόν με τον αιτητή, από το πιο πάνω λεκτικό αποδεικνύεται ότι το καθ΄ου η αίτηση περιορίστηκε μόνο στο να εξετάσει κατά πόσο ο αιτητής κατείχε ή όχι τα απαιτούμενα προσόντα και παρέλειψε για ακόμα μια φορά να ερευνήσει κατά πόσο ο αιτητής, μέσω του προσόντος που κατείχε, ήταν κάτοχος ισοδύναμου προσόντος.
Δεν θα συμφωνήσω με αυτή τη θέση του αιτητή. Η πιο πάνω περικοπή από την επιστολή προς τον αιτητή, συμπερασματικά είναι που αναφέρει ότι αυτός δεν κατέχει τα υπό του Νόμου απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα, όρος στον οποίο περιλαμβάνεται και οποιοδήποτε ισοδύναμο προσόν. Αυτό είναι φανερό, τόσο από το κείμενο της επιστολής ως συνόλου, αλλά και από άλλο απόσπασμα που ακολουθεί, σύμφωνα με το οποίο το καθ΄ου η αίτηση ρητά αναφέρει προς τον αιτητή ότι:
"Ενόψει των πιο πάνω, το προσόν που κατέχετε δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του Ε.Τ.Ε.Κ. για σκοπούς αναγνώρισης ως πτυχίο ή δίπλωμα πανεπιστημίου ή ισοδύναμο προσόν." (Σημ. η έμφαση είναι του Δικαστηρίου).
Ως προς το δεύτερο από τα πιο πάνω σημεία που προβάλλει ο αιτητής για στοιχειοθέτηση της θέσης του περί παραβίασης του δεδικασμένου με την έκδηλη διαφοροποίηση του καθ΄ου η αίτηση από την προηγούμενη δικαστική απόφαση, ο αιτητής έχει απόλυτο δίκαιο. Πρόκειται για καθαρή περίπτωση κατά την οποία το διοικητικό όργανο κατά την επανεξέταση, αντί να εφαρμόσει, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με ουσιαστικό μέρος της προηγηθείσας δικαστικής απόφασης, απόφασης την οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε εφεσιβάλει. Αυτή η διαπίστωση στοιχειοθετείται από τα ακόλουθα:
Με την απόφασή του στην προαναφερθείσα Υπόθεση αρ. 850/2007, ο Δικαστής Φωτίου, πέραν της διακρίβωσης του ότι σημειώθηκε παράλειψη για δεύτερη φορά διεξαγωγής της δέουσας έρευνας, προχώρησε και εξέτασε από απόψεως νομικής ερμηνείας τη θέση του αιτητή ότι η περίπτωσή του θα έπρεπε να εξετασθεί με βάση την Κ.Δ.Π. 17/1994 και όχι όπως τροποποιήθηκε ο Νόμος 224/1990 με το Νόμο 221(Ι)/2002. Ασχοληθέν δε το Δικαστήριο με την εφαρμογή του νομικού καθεστώτος που ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του αιτητή, και δίδοντας πλήρη αιτιολογία, κατέληξε στη σελίδα 17 της απόφασής του ότι, "εφόσον η Κ.Δ.Π. 17/94 εκδόθηκε δυνάμει του Νόμου που ίσχυε τότε και εφόσον δεν καταργήθηκε, το προσόν του αιτητή καλύπτετο από το άρθρο 7(1)(α) του Νόμου." Περαιτέρω, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, με βάση τη δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 7(1)(α) για την εγγραφή πολιτών κρατών μελών στα μητρώα του Επιμελητηρίου σε οποιοδήποτε κλάδο της Μηχανικής επιστήμης, και για τους λόγους που το Δικαστήριο εξήγησε παραπέμποντας στο Κυπριακό και Κοινοτικό Δίκαιο, κατέληξε στη σελίδα 18 της απόφασής του λέγοντας ότι, ". επομένως ο αιτητής καλύπτετο από το Άρθρο 7(1)(α) του Νόμου με βάση και αυτή την πρόνοια. Έτσι, η περί του αντιθέτου απόφαση των καθ΄ων η αίτηση είναι παράνομη και ακυρώνεται και γι΄ αυτό το λόγο.".
Φαίνεται, όμως, ότι το καθ΄ου η αίτηση είχε διαφορετική γνώμη και αγνόησε πλήρως την περί του αντιθέτου διάγνωση του Δικαστηρίου, η οποία απετέλεσε και λόγο ακύρωσης. Έτσι, ενώ το Δικαστήριο ρητά είχε αποφασίσει ότι το προσόν του αιτητή εκαλύπτετο από το άρθρο 7(1)(α) του Νόμου με βάση δύο από τις πρόνοιες του, κατά την επανεξέταση, τόσο η υπεπιτροπή, όσο και το ίδιο το Συμβούλιο του καθ΄ου η αίτηση Επιμελητηρίου με την εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη, προχώρησαν και πάλι στην απόρριψη του αιτήματος του αιτητή.
Μια τέτοια ενέργεια, όπως η ανωτέρω, ισοδυναμεί όχι με απλή παραβίαση του δεδικασμένου, αλλά με έκδηλη καταφρόνηση της δικαστικής απόφασης. Τα όργανα της διοίκησης έχουν συνταγματική υποχρέωση όπως συμμορφώνονται πλήρως και ενεργά με τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Υπενθυμίζεται μόνο η ρητή πρόνοια στο Άρθρο 146.5 του Συντάγματος σύμφωνα με την οποία, απόφαση η οποία εκδίδεται από το Ανώτατο Δικαστήριο που ασκεί τη δικαιοδοσία του δυνάμει του Άρθρου 146.4, "δεσμεύει παν δικαστήριον, όργανον ή αρχήν εν τη Δημοκρατία και τα περί ων πρόκειται όργανα, αρχάς ή πρόσωπα υποχρεούνται εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην."
Εάν το καθ΄ου η αίτηση Επιμελητήριο διαφωνούσε προς το επίμαχο μέρος της δικαστικής απόφασης ή με ολόκληρη ακόμα την απόφαση, είχε κάθε δικαίωμα να την εφεσιβάλει, πράγμα που δεν έπραξε, και περιορίστηκε, αντί να συμμορφωθεί προς την απόφαση, να την παραγνωρίσει. Μια τέτοια συμπεριφορά είναι άκρως απαράδεκτη και, πέραν των άλλων, συνιστά έκδηλο λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να εξετασθεί οποιοσδήποτε άλλος λόγος.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται δυνάμει του Άρθρου 146.4 του Συντάγματος.
Επιδικάζονται τα έξοδα της προσφυγής υπέρ του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ