ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 97(I)/1997 - Ο περί Συντάξεων Νόμοι του 1997
Ν. 97(I)/1999 - Ο περί Διορισμού Έκτακτων Υπαλλήλων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου Νόμος του 1999
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 328/2009)
20 Ιουλίου 2011
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡΑ 146, 1, 23, 28, 35, 172 KAI 179 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΥ ΙΩΣΗΦΙΔΗ,
Αιτητή,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Καθ΄Ου η Αίτηση.
_________
Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά
Λ. Ουστά (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
_________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ενεργώντας στη βάση απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 5.10.1994, η ΕΔΥ, με επιστολή ημερομηνίας 9.1.1996, πρόσφερε στον Αιτητή αναδρομικό διορισμό στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας από 1.7.1990, ημερομηνία που επανακαθορίσθηκε αργότερα σε 1.7.1989. Στην επιστολή αναφέρετο ότι ο Αιτητής θα εδικαιούτο να λάβει ως αποζημίωση, για την περίοδο από την έναρξη του αναδρομικού διορισμού του μέχρι την ημερομηνία που θα αναλάμβανε τα καθήκοντά του, τη διαφορά, αν υπήρχε, μεταξύ των απολαβών του από άλλη απασχόληση και του μισθού της εν λόγω θέσης. Ο Αιτητής απεδέχθη και ο διορισμός έγινε, ο δε Αιτητής ανέλαβε καθήκοντα την 16.1.1996, αποσπαζόμενος στη Νομική Υπηρεσία για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων. Απευθύνθη τότε προς την ΕΔΥ αναφέροντας ότι δεν ζητούσε αποζημίωση για την περίοδο μέχρι 31.10.1991 αλλά ζητούσε για την περίοδο 1.11.1991 μέχρι 15.1.1996 όπως του καταβληθεί το σύνολο των απολαβών του στην εν λόγω θέση.
«. καθότι οι «απολαβές» από την επαγγελματική μου απασχόληση κατά την ίδια περίοδο είναι χαμηλότερες από τα επαγγελματικά μου έξοδα τα οποία αναγκάστηκα να καταβάλω (οδοιπορικά, δημιουργία, εξοπλισμός και λειτουργία δικηγορικού γραφείου, δικαστικά έξοδα κ.λ.π.) για την εξασφάλιση των «απολαβών» της πιο πάνω περιόδου.»
Ως εκ του ότι ο Γενικός Λογιστής καθυστερούσε να διεκπεραιώσει το αίτημα, ο Αιτητής κατεχώρησε και αγωγή κατά της Δημοκρατίας. Ο Γενικός Εισαγγελέας εισηγήθηκε όπως καταβληθεί στον Αιτητή το 60% των συνολικών απολαβών του, εφ΄όσον ο Αιτητής εδεσμεύετο να μην προχωρήσει δικαστικώς για το υπόλοιπο μέχρι την τελική έκβαση προσφυγών που είχαν καταχωρηθεί κατά του διορισμού του, εισήγηση την οποία ο Αιτητής απεδέχθη και του κατεβλήθη το συμφωνηθέν ποσόν.
Ο διορισμός του Αιτητή στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας ακυρώθηκε τελικώς από το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση ημερομηνίας 31.1.2001, ο Αιτητής όμως συνέχισε να εκτελεί τα ίδια καθήκοντα εφ΄όσον διορίσθηκε ως Έκτακτος Πρώτος Λειτουργός Πολεοδομίας με σύμβαση από 1.2.2001 μέχρι 21.1.2004 που αφυπηρέτησε. Διεκδίκησε τότε τόσο συνταξιοδοτικά δικαιώματα αναφορικά με την υπηρεσία του από 1.7.1989 μέχρι 21.1.2004, όπως επίσης και την καταβολή του υπολοίπου 40% της εκκρεμούσης απαίτησης του για απώλεια απολαβών από 1.11.1991 μέχρι 15.1.1996. Το θέμα μακρηγόρησε, με τη διοίκηση να τοποθετείται τελικά αρνητικά. Η θέση της ήταν ότι, εφ΄όσον ο διορισμός του Αιτητή ακυρώθηκε, αυτός δεν ήταν «Συντάξιμος Υπάλληλος», δηλαδή υπάλληλος που να κατέχει συντάξιμη θέση στην κρατική υπηρεσία, σύμφωνα με τον περί Συντάξεων Νόμο του 1997 (Ν. 97(Ι)/1999) όσον αφορά την περίοδο 1.7.1989 μέχρι 31.1.2001, ενώ, όσον αφορά την περίοδο 1.2.2001 μέχρι 21.1.2004 και πάλιν δεν εδικαιούτο το φιλοδώρημα που προβλέπεται για εκτάκτους αφού δεν είχε συμπληρώσει τρία έτη υπηρεσίας. Όσον αφορά το υπόλοιπο 40%, το αίτημα επίσης απερρίφθη στη βάση ότι, με την ακύρωση του διορισμού του δεν υπήρχε υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε ποσού.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία ήγειρε στην αγόρευσή της θέμα εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το ότι, όπως εισηγείται, αυτή εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου. Η εισήγηση φαίνεται να απευθύνεται ιδιαιτέρως στη πτυχή της απαίτησης του Αιτητή που αφορά το υπόλοιπο 40%, και θεωρώ ότι εν πάση περιπτώσει δεν θα μπορούσε να επεκτείνετο στις υπόλοιπες απαιτήσεις που συναρτώνται προς τα όποια συνταξιοδοτικά δικαιώματα του ως θέμα νόμου. Είναι όμως ορθή η εισήγηση της Δημοκρατίας ως προς το υπόλοιπο 40%, αφού αυτό συναρτάται προς συμφωνία των μερών, και μάλιστα κατά τις διευκρινίσεις ο ίδιος ο Αιτητής δήλωσε ότι το κύριο θέμα της προσφυγής είναι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά του και ότι το θέμα του υπολοίπου 40% ετέθη ώστε η Δημοκρατία να τοποθετηθεί ως προς τη διαδικασία διεκδίκησης του, καταλήγοντας ότι και ο ίδιος ουσιαστικά συμφωνεί ότι είναι θέμα ιδιωτικού δικαίου ώστε δικαιοδοσία να έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο και όχι το Ανώτατο Δικαστήριο.
Στρέφομαι λοιπόν να εξετάσω το εναπομείναν θέμα των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του Αιτητή. Αυτό έχει δύο πτυχές:
1. Τα αφορώντα την περίοδο 1.7.1989 μέχρι 31.1.2001 που ο Αιτητής υπηρετούσε σε μόνιμη θέση.
2. Τα αφορώντα την περίοδο 1.2.2001 μέχρι 21.4.2001 που ο Αιτητής υπηρετούσε ως Έκτακτος.
Ως προς το πρώτο, η Δημοκρατία απλώς επαναλαμβάνει τη θέση της ότι, εφ΄όσον η ακύρωση του διορισμού εξαφάνισε εξ υπαρχής το διορισμό, ο Αιτητής δεν ήταν «Συντάξιμος Υπάλληλος». Η θέση του Αιτητή είναι ότι η εκ των υστέρων ακύρωση του διορισμού του δεν επηρέαζε τα ήδη προκύψαντα δικαιώματα του ως εκ της νόμιμης υπηρεσίας του κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου. Παραπέμπει προς τούτο σε νομικές αυθεντίες αλλά και στη διαχρονική στάση της διοίκησης σε προηγούμενες τέτοιες περιπτώσεις, συναρτώμενη προς ανάλογες γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα, όπου ανεγνωρίσθησαν συνταξιοδοτικά δικαιώματα, παρά την ακύρωση διορισμού, στη βάση της πραγματιικής νόμιμης απασχόλησης. Αυτό, εισηγείται, συνάδει και με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.
Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο με τον Αιτητή. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Νόμου, σύνταξη και εφάπαξ ποσό χορηγούνται στους κρατικούς υπαλλήλους, που ορίζονται στο άρθρο 2 ως οι κατέχοντες θέση στην κρατική υπηρεσία.
Σύμφωνα, περαιτέρω, με το άρθρο 2 του Νόμου:
«"Συντάξιμη θέση" σημαίνει μόνιμη θέση στην κρατική υπηρεσία.»
«Συντάξιμος υπάλληλος" σημαίνει υπάλληλο που κατέχει συντάξιμη θέση στην κρατική υπηρεσία με μόνιμη ιδιότητα.»
«"Συντάξιμη υπηρεσία"» σημαίνει υπηρεσία η οποία λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό σύνταξης ή φιλοδωρήματος ή άλλων ωφελημάτων δυνάμει του Νόμου.»
«"Υπηρεσία"» είναι η περίοδος από την ημερομηνία που ο υπάλληλος αρχίζει να λαμβάνει μισθό για εκτέλεση καθηκόντων σε κρατική θέση μέχρι την ημερομηνία που εγκαταλείπει την κρατική υπηρεσία,.»
Προκύπτει ότι, ναι μεν η συντάξιμη υπηρεσία πρέπει να είναι υπηρεσία σε μόνιμη θέση, εκείνο όμως που μετρά είναι η πραγματική υπηρεσία, από την έναρξη μέχρι τη λήξη της περιόδου που ο υπάλληλος «λαμβάνει μισθό για εκτέλεση καθηκόντων». Εδώ ο Αιτητής υπηρέτησε, καλή τη πίστη, για 12 σχεδόν χρόνια σε «συντάξιμη θέση», δηλαδή σε μόνιμη θέση, λαμβάνοντας μισθό για εκτέλεση καθηκόντων. Η υπηρεσία αυτή ήταν, όσο διαρκούσε, «συντάξιμη υπηρεσία», και τούτο δεν αναιρείτο με την εκ των υστέρων ακύρωση του διορισμού του, ο οποίος, όπως και η ακύρωση του, δεν συναρτώντο προς δική του ενέργεια. Η κρίση επί της ιδιότητας της υπηρεσίας ως συντάξιμης αφορά στο χρόνο κατά τον οποίο η υπηρεσία εκτελείτο, εφ΄όσον τότε ήταν υπηρεσία σε «συντάξιμη θέση», και όχι στην εκ των υστέρων κρίση επί της νομιμότητας του διορισμού. Αυτή η αντίληψη συνάδει προς τις εύλογες προσδοκίες των μερών κατά την ανάληψη των καθηκόντων του Αιτητή και την εκτέλεση τους στη συνέχεια, προς την ευρύτερη αρχή της αναλογικότητας αλλά και προς την αρχή της καλής πίστης.
Ως προς τη δεύτερη πτυχή των διεκδικήσεων συνταξιοδοτικών ωφελημάτων από τον Αιτητή για την περίοδο 1.2.2001 μέχρι 21.4.2004 που υπηρετούσε ως Έκτακτος, τα πράγματα τίθενται σε άλλη βάση. Εδώ δεν επρόκειτο ασφαλώς για μόνιμη θέση, ώστε να ισχύουν οι πρόνοιες του Ν. 97(Ι)/1997. Η μόνη πρόνοια που γίνεται ως προς Εκτάκτους, και η μόνη στην οποία θα μπορούσε να εβασίζετο η απαίτηση του Αιτητή, είναι οι Όροι Υπηρεσίας Εκτάκτων Υπαλλήλων. Η Δημοκρατία παραπέμπει στον όρο 13(2) ο οποίος προνοεί ότι:
«Σε έκτακτο υπάλληλο ο οποίος υπηρέτησε για τρία έτη ή περισσότερα, χορηγείται μετά τον τερματισμό της υπηρεσίας του σύμφωνα με την υποπαράγραφο (1) φιλοδώρημα με βάση το 1/24 των τελευταίων αυτού μηνιαίων απολαβών για κάθε συμπληρωμένο μήνα υπηρεσίας.»
Ο Αιτητής δεν έχει να αντιτείνει οτιδήποτε, πέραν του σχολίου ότι του υπολείποντο μόνο δέκα μέρες προς συμπλήρωση των τριών ετών ώστε να ίσχυε ο όρος 13(2). Η Δημοκρατία όμως ορθώς παρατηρεί ότι, εφ΄όσον τα τρία έτη δεν συμπληρώθησαν, δεν μπορεί να ισχύει ο όρος 13(2). Οι διατάξεις του όρου 13(2) είναι σαφείς και επακριβείς και το Δικαστήριο δεν μπορεί να θεωρήσει ότι η υπολοιπόμενη περίοδος των δέκα ημερών μπορεί να παραβλεφθεί.
Η προσφυγή λοιπόν επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται ως προς το μέρος που αφορά τη μη καταβολή συνταξιοδοτικών ωφελημάτων στον Αιτητή για την περίοδο 1.7.1989 μέχρι 31.1.2001, και αποτυγχάνει κατά τα λοιπά ως προς τα οποία η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα του Αιτητή όπως αυτά θα υπολογισθούν και θα εγκριθούν.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
/ΚΧ"Π