ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 653/2009)
30 Ιουνίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΠΕΤΡΟΥ,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Λ. Ουστά (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή της η αιτήτρια ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 22.5.2009 και με την οποίαν επαναδιόρισαν την Νίκη Λοίζου Χρυσοστόμου (Ε/Μ) με δοκιμασία, στη μόνιμη θέση Ιδρυματικού Λειτουργού 1ης τάξης, Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, αναδρομικά από τις 3.3.2003 αντί και/ή στη θέση της αιτήτριας, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.
Μεταξύ των λόγων τους οποίους επικαλείται η αιτήτρια στην προσφυγή της είναι και οι εξής:
(α) Η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί παραβίαση του δεδικασμένου που πηγάζει από την Α.Ε. 3869.
(β) Παραγνώρισαν οι καθ΄ ων η αίτηση ότι το Ε/Μ υστερεί έναντι της αιτήτριας όπως αποφασίστηκε τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄ έφεση.
(γ) Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των σχετικών νόμων και κανονισμών.
Είναι η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε καθόλα νόμιμα, δεν παραβιάζει το δικαστικό δεδικασμένο, ούτε και λήφθηκε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο παράνομα, δηλαδή δεν παραβιάζει οποιοδήποτε νόμο ή κανονισμό.
Τα ουσιώδη γεγονότα δεν αμφισβητούνται. Το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφαση του ημερ. 22.7.2004 στην Προσφυγή αρ. 327/03, Ανδρούλλα Πέτρου ν. Δημοκρατίας, ακύρωσε την απόφαση της ΕΔΥ με ημερ. 13.1.2003 αναφορικά με το διορισμό του Ε/Μ, από 3.3.2003, στη μόνιμη θέση Ιδρυματικού Λειτουργού 1ης τάξης, Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας. Η ΕΔΥ ειδοποίησε γραπτώς το Ε/Μ για την απόφαση του Δικαστηρίου. Οι καθ΄ ων η αίτηση καταχώρησαν έφεση εναντίον της προαναφερόμενης απόφασης η οποία απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφαση του ημερ. 1.6.2007 στην Α.Ε. 3869.
Η ΕΔΥ στη συνεδρία της με ημερ. 5.9.2007, αφού μελέτησε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποφάσισε να προχωρήσει σε επανεξέταση, παραπέμποντας το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία θα έπρεπε να επανεξετάσει το ζήτημα υπό το φως της προαναφερόμενης απόφασης και με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της ακυρωθείσας απόφασης. Η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε, προς επιλογή, τέσσερις υποψήφιες μεταξύ των οποίων το Ε/Μ και την αιτήτρια. Η ΕΔΥ μελέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, έκαμε κάποιες παρατηρήσεις και παράπεμψε το ζήτημα ξανά πίσω στη Συμβουλευτική Επιτροπή για να ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις της. Στη συνέχεια έγινε συμπληρωτική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και στάληκε πίσω στην ΕΔΥ η οποία στη συνεδρία της ημερ. 16.2.2009 εξέτασε τη συμπληρωματική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και την υιοθέτησε. Ακολούθως η ΕΔΥ αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τις υποψήφιες που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Η προφορική εξέταση διεξήχθη στις 10.4.2009. Η ΕΔΥ, αφού έλαβε υπόψη τα στοιχεία που είχε ενώπιον της, έκρινε ότι το Ε/Μ υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων και την επέλεξε ως την πιο κατάλληλη προσφέροντας της διορισμό στην προαναφερόμενη θέση αναδρομικά από 3.3.2003. Είναι αυτή την απόφαση, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της 22.5.2009, την οποία προσβάλλει η αιτήτρια με την προσφυγή αυτή.
Εξέτασα με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και κατάληξα στο συμπέρασμα ότι η προσφυγή, είναι ορθό και δίκαιο να επιτύχει, τουλάχιστο για δύο λόγους:
1. Λόγω παράβασης του προαναφερόμενου δεδικασμένου, και
2. Λόγω του ότι οι καθ΄ ων η αίτηση αντί να αποφασίσουν, με βάση τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο της λήψης της αρχικής απόφασης, προέβησαν σε νέες συνεντεύξεις στις οποίες αξιολόγησαν ξανά τις υποψήφιες και έλαβαν υπόψη τους τα αποτελέσματα αυτής της επαναξιολόγησης.
Ως προς το ζήτημα του δεδικασμένου παρατηρώ τα εξής:
Το πρωτόδικο δικαστήριο στην προαναφερόμενη προσφυγή ακύρωσε το διορισμό του Ε/Μ επειδή τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ίδια η ΕΔΥ, η οποία υιοθέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δεν έδωσαν οποιανδήποτε αιτιολογία για την πλήρη παραγνώριση των κριτηρίων της αξίας και της αρχαιότητας της αιτήτριας. Όπως ανέφερε το δικαστήριο «δεν είναι δυνατή, χωρίς πειστική αιτιολογία, η διαγραφή της εξαίρετης σταδιοδρομίας για 20 χρόνια της αιτήτριας με την εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε μια ολιγόλεπτη συνέντευξη των υποψηφίων». Συναφώς το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι η αιτήτρια είναι μόνιμη υπάλληλος από το 1982 και κατέχει τη θέση Ιδρυματικού Λειτουργού Β΄. Κατέχει δίπλωμα Ανώτερης Σχολής Κοινωνικής Εργασίας, που είναι απαιτούμενο προσόν από το σχέδιο υπηρεσίας, και έχει και το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας επειδή έχει 20ετή πείρα σαν Ιδρυματικός Λειτουργός. Τα τελευταία 5 χρόνια, τα πιο σημαντικά για σκοπούς αξιολόγησης, η αιτήτρια βαθμολογήθηκε και στα οχτώ στοιχεία ως εξαίρετη. Από την άλλη το δικαστήριο παρατήρησε ότι το Ε/Μ κατείχε το ίδιο προσόν, όπως και η αιτήτρια, αναφορικά με το δίπλωμα και είχε και αυτή το πλεονέκτημα, εφόσον ήταν έκτακτη υπάλληλος και υπηρέτησε ως Ιδρυματική Λειτουργός από το 1996. Όμως «Ως έκτακτη υπάλληλος το Ε/Μ δεν έχει αξιολογηθεί στις εμπιστευτικές εκθέσεις. Ο φάκελος της δεν περιέχει καμιά αξιολόγηση. Διεκδίκησε τη θέση ως υποψήφια πρώτου διορισμού».
Από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης και την αιτιολογία που δόθηκε φαίνεται ότι η επιλογή του Ε/Μ έγινε επειδή, βασικά, αυτή αξιολογήθηκε ως σχεδόν εξαίρετη τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την ίδια την ΕΔΥ, στην ενώπιον της προφορική εξέταση, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης και των δύο και σε υψηλότερο επίπεδο από τις υπόλοιπες υποψήφιες. Λήφθηκε υπόψη ότι, μέχρι τον ουσιώδη χρόνο, αυτή είχε ευρεία πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, διέθετε το πλεονέκτημα της πείρας, ήταν ισότιμη με τις υπόλοιπες υποψήφιες σε προσόντα, και επιπλέον, είχε υπέρ της και τη σύσταση της Διευθύντριας. Παρατηρήθηκε, στη σχετική απόφαση, ότι η αιτήτρια διέθετε 18 χρόνια πείρα αντί των 15 του Ε/Μ, κρίθηκε όμως ότι, σε μια συνεκτίμηση όλων των στοιχείων αξιολόγησης, το Ε/Μ υπερείχε και ήταν καταλληλότερο για διορισμό. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση: «Συγκρίνοντας ειδικότερα την επιλεγείσα με την Πέτρου Ανδρούλα, η οποία είναι η μοναδική υποψήφια που υπερέχει της επιλεγείσας σε πείρα (κατά 3 περίπου χρόνια), η Επιτροπή έκρινε ότι η διαφορά αυτή δεν είναι τόσο ουσιαστική και δεν μπορεί, από μόνη της, να ανατρέψει τη γενική υπεροχή της επιλεγείσας, η οποία δεν υστερεί της Πέτρου σε προσόντα και στην κατοχή του πλεονεκτήματος, υπερέχει όμως στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, καθώς και στην αξιολόγηση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, και, επιπλέον, έχει υπέρ της τη σύσταση της Διευθύντριας».
Δεδομένου ότι η προαναφερόμενη πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε κατ΄ έφεση, έστω και αν στην απόφαση του Εφετείου δεν αναφέρονται ρητά τα όσα αναφέρθηκαν πρωτοδίκως (αν και στις σελ. 3 και 4 της απόφασης του Εφετείου γίνεται εκτενής αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση), θεωρώ ότι το δεδικασμένο επέβαλλε στους καθ΄ ων η αίτηση να λάβουν σοβαρά υπόψη τους το γεγονός ότι η αιτήτρια είχε εξαίρετη 20ετή σταδιοδρομία και είχε βαθμολογηθεί ως εξαίρετη κατά τα, κρίσιμα, τελευταία 5 χρόνια, ενώ το Ε/Μ, ως έκτακτη υπάλληλος, δεν είχε αξιολογηθεί, καθόλου, στις εμπιστευτικές εκθέσεις. Αυτό το γεγονός, σύμφωνα με το δεδικασμένο, επέβαλλε το καθήκον στους καθ΄ ων η αίτηση να δώσουν επαρκή και πειστική αιτιολογία γιατί «διέγραψαν» ουσιαστικά την εξαίρετη σταδιοδρομία, για 20 χρόνια, της αιτήτριας, λόγω της καλύτερης εντύπωσης που έκαμε το Ε/Μ στη Συμβουλευτική Επιτροπή και στην ΕΔΥ.
Κατά την κρίση μου το ίδιο σφάλμα που έγινε προηγουμένως, επαναλήφθηκε και κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή, παρά το δεδικασμένο, οι καθ΄ ων η αίτηση, για δεύτερη φορά, παραγνώρισαν την εξαιρετική σταδιοδρομία της αιτήριας για 20 χρόνια, δεν αναφέρθηκαν καθόλου στην αξιολόγηση της ως εξαίρετης και τη μη αξιολόγηση του Ε/Μ, σε εμπιστευτικές εκθέσεις, λόγω του ότι το Ε/Μ ήταν έκτακτη υπάλληλος. Το σφάλμα επαναλήφθηκε, παρά το δεδικασμένο, και με έλλειψη επαρκούς και πειστικής αιτιολογίας για την «υπεροχή» και τον επαναδιορισμό του Ε/Μ. Παρέλειψαν οι καθ΄ ων η αίτηση να αναφερθούν στην υπεροχή σε βαθμολογημένη αξία της αιτήτριας έναντι του Ε/Μ και περιορίστηκαν μόνο σε αναφορά στην υπεροχή της αιτήτριας, κατά 3 έτη, στην υπηρεσία.
Εκτός από την παράβαση του δεδικασμένου οι καθ΄ ων η αίτηση έσφαλαν, κατά την κρίση μου, και επανακαλώντας τις υποψήφιες σε προφορική συνέντευξη ενώπιον της ΕΔΥ. Θεωρώ ότι, εφαρμόζοντας το δεδικασμένο, η επανεξέταση θα έπρεπε να είχε γίνει στη βάση των πραγματικών και νομικών δεδομένων που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, της λήψης της αρχικής απόφασης. Σχετική είναι η απόφαση Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ, 38, στην οποίαν επαναβεβαιώθηκε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΔΥ κωλύονταν, λόγω δεδικασμένου, να επικαλεστούν στοιχεία που δεν υπήρχαν και δεν λήφθηκαν υπόψη κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Κατά την εκτίμηση μου η ΕΔΥ όφειλε να είχε επανεξετάσει, με βάση το δεδικασμένο, ότι παρέμεινε ενώπιον της το οποίο δεν είχε ακυρωθεί, σύμφωνα με το άρθρο 58 του Ν 158(Ι)/99.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω θεωρώ ότι η προσφυγή είναι βάσιμη, τουλάχιστον σε σχέση με τους προαναφερόμενους δύο λόγους, και επομένως δεν θεωρώ σκόπιμο να προχωρήσω και στην περαιτέρω εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και εκδίδεται απόφαση ως η παράγραφος Α του αιτητικού της προσφυγής με €1.500.- έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ της αιτήτριας.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.