ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Ν. 86/1972 - Ο περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμος του 1972
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 60/2010)
20 Ιουνίου 2011
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Σ. ΑΤΤΙΚΗΣ
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
Καθ΄Ου η Αίτηση
_________
Χρ. Χριστάκη, για αυτόν και για Α. Ιωαννίδης και Συνεργάτες, για τον Αιτητή.
Α. Καλησπέρα (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
_________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Το Σεπτέμβριο του 2008 το Τμήμα Οδικών Μεταφορών του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων διαπίστωσε ότι ο κυβισμός των αυτοκινήτων Mazda RX-8, τα οποία έχουν περιστρεφόμενο έμβολο κινητήρα, είχε καταχωρηθεί λανθασμένα, όπως το Τμήμα εξέλαβε, στα αρχεία του ως 1308 cc. Το λάθος προέκυπτε με αναφορά στην Οδηγία 70/220/ΕΟΚ (όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 91/441/ΕΟΚ) όπου ορίζεται (Παράρτημα 1.2.11.2) ότι «engine capacity» σημαίνει «for rotary piston (Wankel) engines, double the nominal engine swept volume». Σχετικός είναι και ο Κανονισμός ΕΚ 692/2008 όπου (άρθρο 2.5) η «ικανότητα κινητήρα» ορίζεται ως «για τους κινητήρες περιστρεφόμενου εμβόλου, το διπλάσιο του ονομαστικού πληρούμενου όγκου του κινητήρα». Το Τμήμα επεδίωξε λοιπόν τότε τη νομική συμβουλή του Γενικού Εισαγγελέα ως προς τη δυνατότητα του να προβεί σε διόρθωση του κυβισμού των Mazda RX-8 που είχαν ήδη εγγραφεί (επηρεάζοντο 322 αυτοκίνητα) από 1308 cc, που ήταν ο αναφερόμενος από τον κατασκευαστή ονομαστικός κυβισμός, σε 2616 cc, με ανάλογες επιπτώσεις στο ποσό του φόρου εγγραφής και της άδειας κυκλοφορίας. Ο Γενικός Εισαγγελέας συμβούλευσε ότι, αν και μπορούσε να γίνει η διόρθωση με προοπτική ισχύ, δεν μπορούσε, με βάση τις αρχές της χρηστής διοίκησης, να ζητηθεί αναδρομική είσπραξη των αυξημένων ποσών του φόρου εγγραφής και της άδειας κυκλοφορίας. Νομική συμβουλή από το Γενικό Εισαγγελέα ζήτησε και το Τμήμα Τελωνείων. Η συμβουλή που εδόθη είχε άλλη κατεύθυνση. Την παραθέτω:
«Ως θέμα γενικής αρχής είναι επιτρεπτή η αλλαγή χαραχθείσας πολιτικής ή τακτικής, εφόσον δίδεται για αυτή επαρκής και δέουσα αιτιολογία (άρθρο 26(1)(γ), 28, 38 και 39 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99 - αντίγραφο του Νόμου 158(Ι)/99 επισυνάπτεται ως Συνημμένο 1). Θα ήταν ως εκ τούτου ορθή η αλλαγή στην ερμηνεία νομοθετικής διάταξης, αν η προηγούμενη ερμηνεία ήταν λανθασμένη/παράνομη. Άλλωστε, ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης που είχε ως αποτέλεσμα την είσπραξη λιγότερων από των νενομισμένων φόρων, είναι, όπως έχει κατ΄επανάληψη νομολογηθεί, νόμιμη ενέργεια.
Όμως, αφού στους περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμους δεν δίδεται ερμηνεία του όρου «κυβισμός μηχανής» που απαντάται στο Τέταρτο Παράρτημα, είναι η γνώμη μου ότι η ερμηνεία που δίδεται μέχρι σήμερα, κατά την οποία λαμβάνετε υπόψη τα έγγραφα του κατασκευαστή και/ή τα πιστοποιητικά εγγραφής των οχημάτων, ήταν καθ΄όλα εύλογη και επιτρεπτή αφ΄ης στιγμής μάλιστα στους περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμους δεν γίνεται οποιαδήποτε διάκριση στη φορολογική μεταχείριση των μηχανών με παλινδρομικά ή περιστρεφόμενα έμβολα.
Συνεπακόλουθα είναι η γνώμή μου ότι τυχόν αλλαγή στην φορολογική μεταχείριση των οχημάτων, χωρίς τροποποίηση του Νόμου, δυνατό να συνιστά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, όπως αυτές κωδικοποιούνται στα άρθρα 50 και 51 του Ν. 158(Ι)/99. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που το Τμήμα επιθυμεί να επιβάλλει φόρους κατανάλωσης σε περίπτωση οχημάτων εφοδιασμένα με περιστροφικά έμβολα (τα οποία δεν είναι «εναρμονισμένα προϊόντα»), στο διπλάσιο του ονομαστικού όγκου των κυλίνδρων, είναι προτιμότερο να πράξει τούτο μετά από τροποποίηση της νομοθεσίας.»
Κατόπιν τούτου, το Τμήμα επανήλθε στο Γενικό Εισαγγελέα, θέτοντας υπ΄όψη του και τις δύο γνωματεύσεις και ζητώντας να πληροφορηθεί αν, θεωρώντας πλέον ως κυβισμό για σκοπούς του φόρου εγγραφής και της άδειας κυκλοφορίας τα 2616 cc, είχε ερμηνεύσει ορθώς την προς αυτό γνωμάτευση και προχώρησε σε διόρθωση του κυβισμού, ακύρωση των πιστοποιητικών εγγραφής και έκδοση νέων, είσπραξη του αυξημένου ποσού της άδειας κυκλοφορίας από την επόμενη ανανέωση και είσπραξη των αυξημένων ποσών του φόρου εγγραφής και της άδειας κυκλοφορίας για νέες εγγραφές. Ο Γενικός Εισαγγελέας ουσιαστικώς δεν συμβούλευσε, αφού απλώς υπέδειξε ότι η ορθότητα των ενεργειών του Τμήματος δεν είχε τεθεί ως θέμα προς γνωμάτευση. Εν πάση περιπτώσει, το Τμήμα στη συνέχεια απέστειλε επιστολή στον Αιτητή, ο οποίος είχε εγγράψει ένα Mazda RX-8 από το 2004, πληροφορώντας τον ότι έγινε διόρθωση της εγγραφής του στο αρχείο ώστε ο κυβισμός να αναφέρεται ως 2616 cc αντί 1308 cc και τα ετήσια τέλη της άδειας κυκλοφορίας από την επόμενη ανανέωση της θα αυξάνοντο αναλόγως σε €514 (από €50).
Κατά της απόφασης αυτής του Τμήματος, ο Αιτητής κατεχώρησε την προσφυγή.
Οι εισηγήσεις του Αιτητή για έλλειψη δέουσας έρευνας και προειλημμένη απόφαση δεν χρειάζεται να εξετασθούν εφ΄όσον δεν απαντούν το ζητούμενο. Και αν ακόμα τα πράγματα είχαν όπως λέγει ο Αιτητής, η κατάληξη είναι η δεδομένη απόφαση της διοίκησης, βασιζόμενη στο ομολογουμένως δικό της προηγούμενο λάθος να μη λάβει υπ΄όψη την Οδηγία 70/220/ΕΟΚ. Το ζητούμενο τώρα είναι το νόμιμο ή όχι της απόφασης εκείνης. Το ίδιο ισχύει για την εισήγηση για στέρηση του δικαιώματος ακρόασης, αφού το θέμα, όπως τίθεται στη συνέχεια από τον Αιτητή, είναι καθαρώς νομικό και επ΄αυτού ο Αιτητής ακούεται τώρα.
Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η απόφαση του Τμήματος συνιστά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης καθ΄ότι όταν ενέγραψε το αυτοκίνητό του ήταν με την εντύπωση ότι τα τέλη της άδειας κυκλοφορίας του θα ήσαν ανάλογα του εγγραφέντος κυβισμού, που ήταν 1308 cc όπως οι προδιαγραφές του κατασκευαστή και όπως το ίδιο το Τμήμα τότε είχε κρίνει, ώστε να ήταν άδικο να υποστεί εκ των υστέρων τις συνέπειες του λάθους του Τμήματος. Ισχυρίζεται ακόμα ο Αιτητής ότι η απόφαση είναι παράνομη ως πεπλανημένως βασισθείσα στην Οδηγία 70/220/ΕΟΚ και στον Κανονισμό ΕΚ692/2008. Τόσο η Οδηγία όσο και ο Κανονισμός, υποδεικνύει, αφορούν νομοθετική ρύθμιση του κυβισμού σε συνάρτηση όχι με τα τέλη εγγραφής και κυκλοφορίας παρά μόνο με τους ρύπους, ώστε να μην μπορούσαν νομίμως να αποτελέσουν τη βάση για την προσβαλλόμενη απόφαση. Εξ άλλου, εισηγείται περαιτέρω ο Αιτητής, ουδεμίας νομοθετικής πρόνοιας που να επιτρέπει τροποποίηση των στοιχείων της εγγραφής οχήματος έγινε επίκληση προς θεμελίωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η Δημοκρατία αντιτείνει ότι εδικαιολογείτο η αλλαγή της στάσης της εφ΄όσον, με τη διαπίστωση και διόρθωση του λάθους, αποκαθίστατο η ορθή νομοθετική κατάσταση, ώστε να μην προέκυπτε παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, δεδομένου μάλιστα ότι η απόφαση θα είχε ισχύ μόνο για το μέλλον. Και περαιτέρω, ότι, αν και ο Κανονισμός όντως αφορά τους ρύπους, αυτό δεν αναιρεί τη χρησιμότητα του ως προς τη δυνατότητα της διοίκησης να τον χρησιμοποιήσει όχι για σκοπούς επιβολής των φόρων της εγγραφής και κυκλοφορίας (που επιβάλλονται δυνάμει του Ν. 86/1972) αλλά για σκοπούς ερμηνείας του όρου «κυβισμός» στο Ν. 86/1972, αναλόγως του οποίου και επιβάλλονται οι φόροι δυνάμει του Ν. 86/1972.
Δεν βλέπω πώς θα μπορούσα να μη συμφωνήσω με τον Αιτητή ως προς το θέμα της Οδηγίας και του Κανονισμού. Είναι σαφές ότι τόσο η Οδηγία όσο και ο Κανονισμός περιορίζουν την εμβέλεια του ορισμού που δίδουν στο «engine capacity» και στο «ικανότητα κινητήρα» αντιστοίχως στους δικούς τους σκοπούς και δεν την επεκτείνουν πέραν εκείνων. Και οι σκοποί αυτοί είναι σαφείς, ούτε αμφισβητούνται από τη Δημοκρατία - η Οδηγία είναι «περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών αφορόντων στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά της μολύνσεως του αέρα από τα αέρια που προέρχονται από κινητήρες με επιβαλλόμενη ανάφλεξη με τους οποίους είναι εφοδιασμένα τα οχήματα με κινητήρα». Η Οδηγία αφορά, προς προστασία του περιβάλλοντος μέσω της μείωσης των εκπομπών ρύπων, τις οριακές τιμές εκπομπών και τις συναφείς διευθετήσεις που συναρτώνται προς την απαγόρευση κυκλοφορίας οχημάτων που δεν ανταποκρίνονται στις τιμές αυτές. Στο Παράρτημα 1.2, όπου εντάσσεται και ο εν λόγω ορισμός, προβλέπεται μάλιστα ρητώς ότι οι ορισμοί που παρέχονται είναι «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας». Τα ίδια ισχύουν για τον Κανονισμό ΕΚ692/2008 που αφορά «την εφαρμογή και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (ευρώ 5 και ευρώ 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων». Ο Κανονισμός έχει τον ίδιο σκοπό με την Οδηγία και στο άρθρο 2, όπου εντάσσεται και ο εν λόγω ορισμός, προβλέπεται και πάλι ρητώς ότι οι προνοούμενοι ορισμοί ισχύουν «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού».
Δεν μπορούσε λοιπόν το Τμήμα να εβασίζετο στους ορισμούς της Οδηγίας και του Κανονισμού έστω και για να ερμηνεύσει τον όρο «κυβισμός» στο Ν. 86/1972. Ο ορισμός της Οδηγίας και του Κανονισμού όχι μόνο περιορίζετο στους σκοπούς τους και μόνο αλλά και δεν αφορούσε καν τη συνήθη έννοια του όρου «κυβισμός». Ελλείψει αναφοράς σε ορισμό του όρου «κυβισμός» στο Ν. 86/1972, στην έννοια πρέπει να αποδοθεί η συνήθης σημασία της, που ασφαλώς δεν μπορεί να είναι το διπλάσιο του ονομαστικού πληρούμενου όγκου του κινητήρα. Τούτο θα ανέτρεπε τα ίδια τα στοιχεία του κατασκευαστή και του Ευρωπαϊκού Πιστοποιητικού Συμμόρφωσης. Ένας τέτοιος «πλασματικός» ορισμός λοιπόν μόνο με τροποποιητική νομοθετική ρύθμιση στα πλαίσια του Ν. 86/1972 θα μπορούσε να γίνει, όπως και ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας είχε συμβουλεύσει.
Ο Αιτητής όμως έχει δίκαιο και κατά το ότι δεν έχει υποδειχθεί οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια, με αναφορά στο Ν. 86/1972 ή άλλως πως, στην οποία το Τμήμα να βασίσθηκε και η οποία να του επέτρεπε να προβεί σε διόρθωση των στοιχείων εγγραφής του αυτοκινήτου.
Η άλλη εισήγηση του Αιτητή για παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης δεν χρειάζεται να εξετασθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Η Δημοκρατία θα καταβάλει €1200, πλέον ΦΠΑ, έξοδα στον Αιτητή.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
/ΚΧ"Π