ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.1596/2008)
8 Ιουνίου, 2011
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 28, 146 του Συντάγματος
ΚΩΣΤΑΣ ΑΪΦΩΤΙΤΗΣ
Αιτητής,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω της εξ Υπουργών Επιτροπής αρμόδιας δια την εξέταση ιεραρχικών προσφυγών κατά αποφάσεων του Κηδεμόνα Τ/Κ περιουσιών που αποτελείται από :
1. Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως
2. Υπουργό Οικονομικών
3. Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος
Καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Π.Μιχαηλίδης και Α.Αγρότου (κα.) για τον αιτητή
Ε.Φλουρέντζου (κα.) για τους καθ΄ων η αίτηση
-----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση αυτή εκκινούν πριν από πενήντα και πλέον χρόνια. Το 1960, από το ΕΒΚΑΦ υποστατικά εντός των τεμαχίων 20, 21 και 22 (τεμ.806) Φυλ./Σχ.54/58, στην οδό Ελλάδος στη Λεμεσό, τα οποία χρησιμοποιούσε ως καφεστιατόριο και κατάστημα ηλεκτρονικών ειδών. Το 1962 το ΕΒΚΑΦ ενοικίασε τα εν λόγω τεμάχια σε τρίτο πρόσωπο, από το οποίο ο αιτητής τα υπενοικίασε. Στις 18 Νοεμβρίου 1975 ο αιτητής υπέγραψε ενοικιαστήριο έγγραφο με την Δημοκρατία ως Επιτάσουσα Αρχή. Στις 4 Μαΐου 1995 ο Υπουργός Εσωτερικών υπό τη ιδιότητα του ως Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, εκμίσθωσε τα πιο πάνω ακίνητα στο πιο πάνω τρίτο πρόσωπο και παράλληλα του παραχωρήθηκε άδεια οικοδομής για ανέγερση κινηματογραφικών αιθουσών.
Ο αιτητής είχε καταχωρήσει την προσφυγή υπ. αριθμό 637/01 και το Ανώτατο Δικαστήριο στις 10 Σεπτεμβρίου 2003 ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Παράλληλα ο αιτητής καταχώρησε, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εναντίον του τρίτου πρόσωπου την αγωγή στην οποία εκδόθηκε, στις 8 Ιανουαρίου 2007, εκ συμφώνου απόφαση με την οποία ο αιτητής θα παρέδιδε την κατοχή του ακινήτου και θα του καταβαλλόταν το ποσό των ΛΚ 40,000.
Στις 25 Ιουνίου 2007 ο αιτητής με αίτηση του στον ΄Επαρχο Λεμεσού ζήτησε παραχώρηση των τεμαχίων και/ή αναγνώριση κατοχής τους από αυτόν, η οποία απορρίφθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2007, λόγω του ότι δεν ήταν δικαιούχος τουρκοκυπριακής περιουσίας, εφόσον δεν ήταν πρόσφυγας, καθώς και επειδή δεν υπήρχε μεταξύ του και του Τουρκοκύπριου ιδιοκτήτη οποιαδήποτε έννομη σχέση για να δικαιολογεί ή να νομιμοποιείται ενοικίαση από αυτόν τουρκοκυπριακής περιουσίας. Εναντίον της εν λόγω απόρριψης καταχώρησε, στις 10 Οκτωβρίου 2007, ιεραρχική προσφυγή. Η Υπουργική Επιτροπή, η οποία εγκαθιδρύθηκε δυνάμει του Άρθρου 10 του Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσίων (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου, Ν.139/01, την οποία αποτελούσαν ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ο Υπουργός Οικονομικών και ο Υπουργός Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος απέρριψε την προσφυγή. Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση έχει ως ακολούθως
«.η εξ Υπουργών Επιτροπή διαπιστώνει ότι σε σχέση με την προσβαλλόμενη με την παρούσα ιεραρχική προσφυγή απόφαση, ο Κηδεμόνας ενήργησε μέσα στα πλαίσια του Νόμου και των Κανονισμών για τη διαχείριση Τ/Κ Περιουσιών, κρίνει δε ότι τα γεγονότα και οι ισχυρισμοί που εγείρει ο αιτητής συνιστούν ιδιωτική διαφορά με τους Δ. Ηροδότου και/ή την εταιρεία Δ. Ηροδότου &Υιοί Λτδ, η οποία εν πάση περιπτώσει τέθηκε ήδη σε δικαστική κρίση. Ως εκ τούτου, η εξ Υπουργών Επιτροπή αποφάσισε να απορρίψει την προσφυγή»
Ο αιτητής πληροφορήθηκε για την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής του με επιστολή ημερ. 29 Ιουλίου 2008.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την πιο πάνω απορριπτική απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής.
Οι καθ΄ων η αίτηση συμπεριέλαβαν στην ένσταση τους αριθμό προδικαστικών ενστάσεων, οι οποίες όμως δεν αναπτύχθηκαν στο περίγραμμα αγόρευσης τους και επομένως θεωρώ ότι τις έχουν εγκαταλείψει.
Ο αιτητής εισηγήθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει καθώς δεν τηρηθήκαν άρτια πρακτικά και ταυτοχρόνως ότι πάσχει η σύνθεση της Επιτροπής εφόσον, δεν φαίνεται, να είχε συγκληθεί σε συνεδρία η Υπουργική Επιτροπή.
Οι καθ΄ων αναφέρουν ότι με την πρακτική που ακολουθείται, στις περιπτώσεις ιεραρχικής προσφυγής δίνεται η ευκαιρία σε κάθε μέλος της Υπουργικής Επιτροπής να μελετήσει τα στοιχεία της υπόθεσης και να σχηματίσει τη δική του γνώμη και άποψη.
΄Εχω τη γνώμη πως ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Από μελέτη του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι δεν υπάρχει πρακτικό στο οποίο να καταγράφεται η ημερομηνία κατά την οποία η εν λόγω Επιτροπή συνεδρίασε, και ούτε σ΄αυτό φαίνεται ποιες ήταν οι απόψεις των μελών της. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης Δημοσίας Τάξεως απέστειλε, με επιστολή ημερομηνίας 22 Μαΐου 2008, προς τον Υπουργό Οικονομικών και τον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, προτεινόμενη απόφαση για την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή, ζητώντας τις απόψεις τους. Οι Υπουργοί απάντησαν με επιστολές ημερ. 14 Ιουλίου 2008 και 10 Ιουνίου 2008, αντίστοιχα, ότι συμφωνούν με το περιεχόμενο της προτεινομένης απόφασης για απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή. Ακολούθως, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως ενέκρινε, στις 28 Ιουλίου 2008, την εν λόγω απόφαση. Στη συνέχεια η απόφαση, η οποία δεν φέρει τις υπογραφές των μελών της Επιτροπής, αποστάληκε στον αιτητή.
Συνεπώς προκύπτει ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν συγκλήθηκε ούτε συνεδρίασε. Η μόνη επικοινωνία ήταν η καταγραφή της εισήγησης του ενός μέλους και η γραπτή έκφραση σύμφωνης γνώμης των δύο άλλων. Κατ΄επέκταση είμαι της γνώμης ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν μελέτησε την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή. Απαιτείτο η σύγκλιση συνεδρίας, η καταγραφή των εκατέρωθεν εισηγήσεων των μελών και καταληκτικώς η λήψη απόφασης.
Οι καθ΄ων η αίτηση ισχυρίστηκαν ότι η Υπόθεση αρ. 2005/06 Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, 19.6.2009 την οποία επικαλέστηκε ο αιτητής, διαφοροποιείται ως προς τα γεγονότα της καθότι σε εκείνη την υπόθεση η απόφαση εκδόθηκε πριν την λήψη των απαντήσεων από τα αλλά μέλη της επιτροπής. Δεν θεωρώ ότι η απόφαση διαφοροποιείται. Αποτελούσε αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν συνεδρίασε ποτέ για να καταλήξει στην απόφαση της και αυτό είναι το πιο ουσιαστικό.
Στην Υπόθεση αρ. 1130/05 Terastone Limited ν. Δημοκρατίας, 20.9.06 όπου είχε εγερθεί παρόμοιο ισχυρισμός λέχθηκαν τα πιο κάτω από το Νικολάου, Δ., με τα ποία συμφωνώ:
«Έχω την άποψη ότι η Υπουργική Επιτροπή, ως συλλογικό όργανο, δεν μπορούσε νόμιμα να λάβει απόφαση παρά μόνο σε συνεδρία, σε σχέση με την οποία όφειλε να τηρούσε πρακτικά, σύμφωνα με ό,τι προβλέπεται στα άρθρο 21 και 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Αυτή η κατάληξη καθιστά αχρείαστη την εξέταση οποιουδήποτε άλλου τεθέντος ζητήματος.»
Παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε και στην Υπόθεση αρ. 1135/04 Γιάγκου ν. Δημοκρατίας, 13.12.2005.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η προσβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται.
Κ.Παμπαλλής,
Δ.