ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1485/2008)

 

30 Ιουνίου 2011

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.    ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΠΑΝΤΖΙΑΡΟΣ, ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΤΖΙΑΡΟΣ,

        ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΤΖΙΑΡΟΣ, ΧΡΥΣΟΣ ΠΑΝΤΖΙΑΡΟΣ,

        ΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΩΣ ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΝΤΖΙΑΡΟΥ,

2.    ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΝΤΖΙΑΡΟΥ,

3.    ΦΑΡΜΑ ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΝΤΖΙΑΡΟΥ,

4.    ΤΥΡΟΚΟΜΕΙΟ ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΝΤΖΙΑΡΟΥ,

Αιτητές,

- ΚΑΙ -

 

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ

ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ,

Καθ΄ ου η αίτηση.

--------------------------------

Α. Ευσταθίου (κα), για τους Αιτητές.

Ν. Χατζηϊωάννου, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.

----------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Οι αιτητές, σύμφωνα με τα υποστηρικτικά γεγονότα της προσφυγής, συναποτελούν με διάφορους τρόπους επιχείρηση που ασχολείται με την κτηνοτροφία.  Τα φυσικά πρόσωπα Στυλιανός, Αλέξης, Παναγιώτης και Χρυσός Πάντζιαρος ήταν γνωστοί ως επιχείρηση «Αδελφοί Πάντζιαρου» (αιτητές 1 και 2), έχοντας μεταξύ τους άτυπο συνεταιρισμό μέχρι την εγγραφή των εταιρειών «Φάρμα Αδελφοί Πάντζιαρου Λίμιτεδ» και «Τυροκομείο Αδελφοί Πάντζιαρου Λίμιτεδ», (αιτητές 3 και 4).

 

        Οι αιτητές είτε ως φυσικά πρόσωπα, είτε ως άτυπος συνεταιρισμός, είτε ως εταιρείες, φέρονται να ασχολούνται με τις εργασίες κτηνοτρόφων-τυροκόμων από 30 και πλέον έτη, εντάχθηκαν δε μετά την ελευθεροποίηση και τη νομοθεσία που αφορά τον Οργανισμό Κυπριακής Γαλακτοβιομηχανίας («ο καθ΄ ου»), ως παραγωγοί «απευθείας πωλήσεων» για σκοπούς του Οργανισμού, αλλά και για σκοπούς κατανομής τόσο των ποσοστώσεων γάλακτος, όσο και της κατανομής του εθνικού αποθέματος γάλακτος.  Στις 9.7.08, ο καθ΄ ου αναιτίως κατέταξε την εν γένει επιχείρηση των αιτητών στο καθεστώς των «πωλητών παραδόσεων», πλήττοντας έτσι τα οικονομικά συμφέροντα τους με ενδεχόμενο την οικονομική καταστροφή της επιχείρησης, εφόσον οι αιτητές υποχρεώνονται πλέον να αγοράζουν στην ουσία το γάλα που οι ίδιοι παράγουν στις τιμές που καθορίζει ο καθ΄ ου, ως να ήταν αγοραστές από τρίτους παραγωγούς και παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι ασκούν την επιχείρηση του τυροκόμου στη βάση της δικής τους παραγωγής γάλακτος. 

 

        Η υπό κρίση απόφαση του καθ΄ ου να κατατάξει την αγελαδοτροφική μονάδα και/ή την εν γένει επιχείρηση των αιτητών, σε «παραγωγό» αντί του προηγούμενου καθεστώτος του «απευθείας πωλητή», θεωρείται από τους αιτητές εσφαλμένη, ως προϊόν κατάχρησης και υπέρβασης εξουσίας, αναιτιολόγητη, ενάντια στην αρχή της αναλογικότητας, ληφθείσας υπό το κράτος πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα, χωρίς δέουσα έρευνα και προς εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού. 

 

        Ο καθ΄ ου, αντίθετα, ισχυρίζεται ότι οι αιτητές 1 και 2, λειτουργούσαν μέχρι τις 31.12.07 ως άτυπος συνεταιρισμός  διατηρώντας φάρμα και ταυτόχρονα τυροκομείο, έχοντας τον ίδιο αριθμό Φ.Π.Α. ως μια επιχείρηση.  Με το δεδομένο αυτό, η επιχείρηση κατηγοριοποιήθηκε τότε από τον καθ΄ ου ως επιχείρηση που κατέχει ποσόστωση «απευθείας πώλησης».  Την 1.1.2008, όμως, ο άτυπος συνεταιρισμός ακυρώθηκε με την εγγραφή των εταιρειών-αιτητριών αρ. 3 και 4, κατά τρόπο ώστε οι μεν αιτητές 3 να εργάζονται ως φάρμα, οι δε αιτητές 4, ως τυροκομείο.  Εκάστη εταιρεία έχει τώρα χωριστό αριθμό Φ.Π.Α.  Η έρευνα που διεξήχθη από τον καθ΄ ου αποκάλυψε ότι οι αιτητές 3 πωλούσαν το γάλα που οι ίδιοι παρήγαγαν σε συγκεκριμένη τιμή στους αιτητές 4, οι οποίοι λάμβαναν γάλα και από άλλες πηγές.  Ως εκ τούτου, ο καθ΄ ου θεώρησε ότι ο άτυπος συνεταιρισμός είχε διαλυθεί, οι δε αιτητές 3 λειτούργουσαν ως αγελαδοτροφική μονάδα με «ποσόστωση παράδοσης», ως πωλητές δηλαδή γάλακτος όχι απευθείας στους καταναλωτές, ενώ οι αιτητές 4, ως αγοραστές γάλακτος. 

 

        Ο καθ΄ ου εγείρει ορισμένες προδικαστικές ενστάσεις ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, οι δε αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την απόφαση, την οποία εν πάση περιπτώσει αποδέχθηκαν.  Οι ενστάσεις αυτές ουσιαστικά εγκαταλείφθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο στάδιο των διευκρινίσεων. 

 

        Ο βασικός ισχυρισμός των αιτητών είναι ότι ο καθ΄ ου λανθασμένα κατέταξε την επιχείρηση τους στο καθεστώς των πωλητών παραδόσεων διότι στην ουσία η επιχείρηση συνεχίζει να έχει την ίδια οργανική ενότητα όπως και προηγουμένως.  Η οικογενειακή επιχείρηση των αιτητών παρήγαγε γάλα το οποίο χρησιμοποιείτο από την ίδια την επιχείρηση για σκοπούς παραγωγής τυροκομικών προϊόντων.   Παρά την απόσυρση των ιδρυτών της επιχείρησης και της ανάληψης της από τα παιδιά τους, η δομή δεν άλλαξε και ως τέτοια είχε εγγραφεί στα μητρώα του καθ΄ ου, ως παραγωγός.  Η προσπάθεια ανακαίνισης και αναδιάρθρωσης του τρόπου λειτουργίας της επιχείρησης ώστε να είναι πλέον συμφέρουσα από λογιστικής και επιχειρηματικής απόψεως, δεν ήταν δυνατόν να αποτελέσει νομικά το βάθρο για της λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης του καθ΄ ου, ώστε να θεωρηθεί η επιχείρηση ως λειτουργούσα με το σύστημα της ποσόστωσης παράδοσης.  Κανένα απολύτως σημείο της σχετικής νομοθεσίας δεν επέτρεπε στον καθ΄ ου να τροποποιήσει το πραγματικό καθεστώς του τρόπου λειτουργίας των αιτητών, ιδιαιτέρως εφόσον ο νόμος αποδέχεται ως αρχή ότι στον όρο «γαλακτοκομική βιομηχανία», περιλαμβάνεται και η παραγωγή γάλακτος. 

 

Περαιτέρω, η πράξη προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας εφόσον η απόφαση της μετατροπής της ποσόστωσης γάλακτος από  «απευθείας πωλήσεις», σε «παραδόσεις», δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό.  Στην ουσία ο καθ΄ ου ενήργησε καταχρηστικά εξυπηρετώντας αλλότριο σκοπό, δηλαδή, την κατάργηση και εξαφάνιση από το υφιστάμενο εθνικό απόθεμα των ποσοστώσεων απευθείας πώλησης.  Αυτό διότι οι ποσοστώσεις «απευθείας πωλήσεων» στις οποίες δικαιούνταν οι αιτητές κατέστησαν άνευ αντικειμένου προς όφελος των ποσοστώσεων παράδοσης.

 

        Η εξέταση των δεδομένων της αίτησης ακύρωσης οδηγεί το Δικαστήριο στην απόφαση ότι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.  Αυτό διότι η ουσία της όλης απόφασης του καθ΄ ου έγκειται στην οικειοθελή διαφοροποίηση των δεδομένων του τρόπου λειτουργίας της επιχείρησης των αιτητών ώστε να έχει αλλάξει άρδην η παραγωγή, παράδοση και πώληση του γάλακτος και των τυροκομικών προϊόντων.  Απορρέει από την ίδια την επιστολή των αιτητών ημερ. 21.4.08 (Παράρτημα 2 στην ένσταση), ότι από 1.1.2008, ο χαρακτηριζόμενος από τους ίδιους ως άτυπος συνεταιρισμός φυσικών προσώπων, σύμφωνα και με το συνημμένο στην επιστολή πιστοποιητικό εγγραφής στο Μητρώο Φ.Π.Α., ακυρώθηκε, η δε χαρακτηριζόμενη ως «δρώσα οικονομική μονάδα» μεταφέρθηκε στις εταιρείες των αιτητών 3 και 4.  Επισυνάφθηκαν προς τούτο τα αντίστοιχα πιστοποιητικά σύστασης των εταιρειών μαζί με τα ονόματα των μετόχων αυτών, αλλά και την εγγραφή εκάστης εταιρείας στο Φ.Π.Α. με δικό της αριθμό.

 

        Η πιο πάνω αναδιάρθρωση του τρόπου λειτουργίας της επιχείρησης των αιτητών  δεν αποτελεί απλώς και μόνο μια τυπική εσωτερική κατ΄ ουσίαν ανακαίνιση και αναδιάρθρωση, ως εισηγείται ο συνήγορος των αιτητών στη γραπτή του αγόρευση, χωρίς να έχει στην πράξη μετατρέψει ή αλλοιώσει την καθαυτή επιχείρηση που διεξαγόταν από τους αιτητές.  Αντίθετα, οι αιτητές 1 και 2, ως εμφανίζονται στον τίτλο της προσφυγής, έπαυσαν να υφίστανται και αντ΄ αυτών δημιουργήθηκαν οι εταιρείες των αιτητών 3 και 4, που κατά νόμο αποτελούν ξέχωρες νομικές οντότητες, διαφορετικές βέβαια από τα πρόσωπα που μετέχουν στις εταιρείες.  Η απόφαση επομένως του καθ΄ ου είχε έναυσμα την διαφοροποίηση στο καθεστώς της επιχείρησης των αιτητών που οι ίδιοι θεώρησαν ορθό να πραγματοποιήσουν.  Με την αλλαγή που επήλθε με τη δημιουργία των εταιρειών άλλαξε και η δραστηριότητα και το ιδιοκτησιακό καθεστώς στον τρόπο παραγωγής  και επεξεργασίας του γάλακτος.  Είναι αδιάφορος για τους σκοπούς  του  καθ΄ ου και τη Κοινοτική νομοθεσία, Κανονισμό (ΕΚ) 1788/03, ο λόγος για τον οποίο οι αιτητές μετέτρεψαν την επιχείρηση τους από άτυπο συναιτερισμό σε δύο χωριστές εταιρικές οντότητες.  Το γεγονός παραμένει ότι ενώ προηγουμένως ο ίδιος συνεταιρισμός παρήγαγε και επεξεργαζόταν το γάλα, πωλώντας το απευθείας στους καταναλωτές, με την εγγραφή των εταιρειών, οι μεν αιτητές 3 παράγουν το γάλα το οποίο τώρα παραδίδουν με πώληση στους αιτητές 4, για το οποίο εκδίδεται και σχετικό τιμολόγιο.  Από την άλλη, οι αιτητές 4 χρησιμοποιούν το γάλα που αγοράζουν από τους αιτητές 3, το οποίο διαθέτουν στην αγορά μαζί με άλλο γάλα που αγοράζουν από άλλες πηγές. 

 

        Ο καθ΄ ου ιδρύθηκε δυνάμει του περί Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας Νόμου αρ. 4/69, ως τροποποιήθηκε, έχοντας την ευθύνη να συμβουλεύει τον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος να προβαίνει στην κατανομή γάλακτος με βάση τις ανάγκες που ισχύουν στην επικράτεια της Δημοκρατίας.  Μετά την ένταξη της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργήθηκαν δύο είδη ποσοστώσεων, δηλαδή, η κατηγορία που αφορά τις «απευθείας πωλήσεις»  που σχετίζεται με την ποσότητα γάλακτος που οι ίδιοι οι παραγωγοί επεξεργάζονται και προσφέρουν απευθείας στον καταναλωτή, ενώ η άλλη κατηγορία αφορά τις «ποσοστώσεις παράδοσης», ήτοι, την ποσότητα γάλακτος που παράγεται από τους παραγωγούς και προσφέρεται στη βιομηχανία για περαιτέρω επεξεργασία.  Με βάση το άρθρο 5 παρ. (στ) και (ζ) του Καν. (ΕΚ) αρ. 1788/03 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, σε συνδυασμό με τον Καν. (ΕΚ) αρ. 595/04 της Επιτροπής ημερ. 30.3.04, ως «παράδοση» νοείται κάθε παράδοση γάλακτος από πωλητή σε αγοραστή, η μεταφορά του οποίου εξασφαλίζεται από τον παραγωγό ή από τον αγοραστή ή από την επιχείρηση που επεξεργάζεται ή μεταποιεί τα προϊόντα αυτά, ενώ «απευθείας πώληση» νοείται κάθε πώληση ή διάθεση γάλακτος από τον παραγωγό απευθείας στον καταναλωτή.  Με βάση αυτή τη διαφοροποίηση στους ορισμούς ο καθ΄ ου κατατάσσει τους παραγωγούς στην αντίστοιχη κατηγορία ώστε αυτοί να υφίστανται με βάση το Άρθρο 17 του Καν. 1788/03 και τις προβλεπόμενες κυρώσεις σε περίπτωση υπέρβασης των επιτρεπομένων ποσοστώσεων.  Με αυτά τα δεδομένα και υπό το φως των ως άνω κοινοτικών νομοθετικών προνοιών, ο καθ΄ ου μετά την ενημέρωση της αλλαγής του καθεστώτος των αιτητών διαχώρισε τον προηγούμενο άτυπο συνεταιρισμό στις υφιστάμενες νομικές οντότητες των εταιρειών 3 και 4, με αποτέλεσμα οι αιτητές 3 να μην θεωρούνταν πλέον απευθείας πωλητές, αλλά παραγωγοί  με βάση «ποσόστωση παράδοσης», εφόσον πωλούσαν το γάλα της δικής τους παραγωγής στους αιτητές 4.  Ο ορισμός στο Νόμο αρ. 4/69, της «γαλακτοκομικής βιομηχανίας» ως περιλαμβάνουσας «άπασες τις δραστηριότητες από την παραγωγή γάλακτος ...» δεν έρχεται σε αντίθεση με τους ορισμούς των ποσοστώσεων απευθείας πώλησης και παράδοσης.  Ο ορισμός αυτός είναι γενικός και δεν βοηθά τους αιτητές στα πλαίσια των πραγματικών γεγονότων της υπό κρίση περίπτωσης.

 

        Προς τούτο ο καθ΄ ου είχε αποστείλει και επιστολή ημερ. 21.7.08 προς τους αιτητές 3 και 4 (Παράρτημα 3 στην ένσταση), όπου αναφέρεται, μετά τις συναντήσεις που είχαν γίνει μεταξύ τους, ότι κατά τον Απρίλιο του 2008 είχαν επιθεωρηθεί οι μονάδες των εταιρειών τόσο από τον καθ΄ ου, όσο και από λειτουργούς της  Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Διαπιστώθηκε ότι υπήρξε αλλαγή στο καθεστώς της επιχείρησης με τη δημιουργία των δύο εταιρειών με αποτέλεσμα ο καθ΄ ου στη σχετική συνεδρία του ημερ. 9.7.08, που αποτελεί και την προσβαλλόμενη πράξη, να λάβει την απόφαση να θεωρήσει τους αιτητές 4, δηλαδή το τυροκομείο, ως αγοραστή γάλακτος και τους αιτητές 3, δηλαδή τη φάρμα, ως αγελαδοτροφική μονάδα με ποσόστωση παράδοσης, αντί απευθείας πωλήσεις.  Κλήθηκαν, επομένως, οι αιτητές να συμπληρώσουν τα συνημμένα έντυπα για σκοπούς ποσόστωσης παράδοσης.  Σε μεταγενέστερη επιστολή του καθ΄ ου ημερ. 18.8.08 (Παράρτημα 5 στην ένσταση) και σε απάντηση επιστολής του δικηγόρου των αιτητών ημερ. 31.7.08 (Παράρτημα 4 στην ένσταση), έγινε αναφορά στον Κοινοτικό Κανονισμό 1788/03 και τον ορισμό του παραγωγού γάλακτος με σημείωση ότι η φάρμα διαθέτει το γάλα σε μια χωριστή νομική οντότητα, δηλαδή, στο τυροκομείο και όχι απευθείας στον καταναλωτή.  Επομένως, η φάρμα θεωρήθηκε ως μονάδα με ποσόστωση παράδοσης και το τυροκομείο ως αγοραστής.  Θεωρήθηκε επίσης και έτσι σημειώθηκε στην επιστολή, ότι εφόσον οι αιτητές 3 και 4 αποτελούν χωριστές νομικές οντότητες δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια ενιαία επιχειρησιακή οντότητα ώστε να θεωρούνται μαζί ως «απευθείας πωλητής».

 

        Προκύπτει επομένως ότι η απόφαση λήφθηκε μετά από ορθή αναγωγή των δεδομένων που διαμορφώθηκαν με την αναγκαία έρευνα ως προς τη νέα δομή της επιχείρησης των αιτητών.  Τα δεδομένα άλλωστε δεν αμφισβητούνται από τους αιτητές, εφόσον οι ίδιοι τα διαμόρφωσαν ως η επιθυμία τους.  Η αιτιολόγηση επίσης είναι επαρκέστατη εφόσον η απόφαση έλαβε υπόψη ακριβώς αυτή την αλλαγή στο νομικό καθεστώς του προηγούμενου συνεταιρισμού.

 

  Οι αιτητές παραπονούνται ότι εκ των υστέρων και αβάσιμα είναι που ο καθ΄ ου επικαλείται την θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μέσω της Ελεγκτικής της Υπηρεσίας, για να καλυφθεί πίσω από τις δήθεν παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα στα οποία είχε αχθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.  Σημειώνει ο συνήγορος των αιτητών ότι δεν ήταν δυνατό για τον καθ΄ ου να λάβει απόφαση ως η προσβαλλόμενη πράξη προς συμμόρφωση με τις παρατηρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εφόσον το έγγραφο που επισυνάπτεται στη γραπτή αγόρευση του καθ΄ ου φέρει ημερομηνία 1.9.08, εστάλη δε με τηλεμοιότυπο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στον καθ΄ ου στις 25.8.08 ενώ η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε στις 9.7.08.

 

 Παραγνωρίζεται όμως ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην επιστολή του καθ΄ ου ημερ. 21.7.08, Παράρτημα 3 στην ένσταση, ο καθ΄ ου απευθυνόμενος στις εταιρείες - αιτητές 3 και 4 - σημείωσε ότι είχε γίνει επιθεώρηση της μονάδας των αιτητών τόσο από τον καθ΄ ου, όσο και από λειτουργούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Απρίλιο του 2008, ήτοι, πολύ πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης πράξης.  Μάλιστα αναφέρεται στην επιστολή ότι αυτά είχαν τεθεί και στις συναντήσεις μεταξύ των διαδίκων στις 20.6.08 και 9.7.08.  Δεν υπήρξε οποιαδήποτε αντίδραση εκ μέρους των αιτητών σε αυτή την αναφορά, είναι δε εμφανές ότι το κείμενο που προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ημερ. 25.8.08 και με σφραγίδα παραλαβής από τον καθ΄ ου την 1.9.08, αναφέρεται σε ήδη διαπιστωθείσα έρευνα η οποία βεβαίως προηγήθηκε της λήψης της προσβαλλόμενης πράξης και της διαπίστωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.  Παρόμοια αναφορά σε Ευρωπαϊκό έλεγχο που είχε γίνει τον Απρίλιο του 2008, γίνεται και στην επιστολή του καθ΄ ου ημερ. 18.8.08 προς το δικηγόρο των αιτητών (μέρος του διοικητικού φακέλου, Τεκμ. «Α»), όπου στην παρ. 7, σημειώνεται ότι η αλλαγή στη νομική οντότητα των αιτητών είχε τύχει της προσοχής των Ελεγκτών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε έλεγχο που είχε γίνει στον τομέα του γάλακτος στην Κύπρο, τον προηγηθέντα Απρίλιο.  Ούτε σ΄ αυτή την αναφορά υπήρξε οποιαδήποτε αμφισβήτηση ή αντίδραση.

 

Το ότι οι επιστολές που απέστειλε ο συνήγορος των αιτητών προς τη Γενική Διεύθυνση Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης στις Βρυξέλλες προς λήψη διαφόρων διευκρινίσεων παρέμειναν αναπάντητες, δεν διαφοροποιεί το αποτέλεσμα.  Αντίθετα επιβεβαιώνει τον έλεγχο που έγινε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.  Η απόφαση βεβαίως παρέμενε πάντοτε  ευθύνη του καθ΄ ου και αυτός είναι που έλαβε και την προσβαλλόμενη πράξη.

 

        Είναι, περαιτέρω, άνευ αντικειμένου η θέση των αιτητών ότι η μετάταξη αυτών στις ποσοστώσεις παράδοσης αντί στις απευθείας πωλήσεις έγινε με αλλότριο σκοπό, την ουσιαστική δηλαδή εξαφάνιση των απευθείας πωλήσεων ώστε να πληγεί οικονομικά, μεταξύ άλλων, και η επιχείρηση των αιτητών.  Η θέση αυτή παραμένει θεωρητική και δεν υποστηρίζεται από οποιοδήποτε απολύτως αντικειμενικό στοιχείο προερχόμενο από τους διοικητικούς φακέλους. Ούτε είναι κατανοητό πως ο καθ΄ ου εκμεταλλεύτηκε προς οικονομική «κατακεραύνωση», των αιτητών, ως το θέτει ο συνήγορος στην απαντητική του αγόρευση, τη λογιστική διαφοροποίηση στην οργανική οντότητα των αιτητών.  Τα πρόστιμα επιβάλλονται από τον καθ΄ ου λόγω της μη συμμόρφωσης των αιτητών με τη νέα κατηγοριοποίηση τους. Η αναφορά δε στα δεδομένα της προσφυγής  Αδελφοί Πάντζιαρου Λίμιτεδ ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας, υπόθεση αρ. 813/08,  η οποία λέχθηκε ότι ακόμη εκκρεμεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν έχει καμία σχέση με τα υπό κρίση δεδομένα.  Στην εν λόγω προσφυγή φέρεται να αμφισβητείται η μη απόδοση στους αιτητές των δικαιουμένων, κατά την άποψη τους, ποσοστώσεων ως «απευθείας πωλητές».  Πρόκειται για άλλη διοικητική πράξη με άλλο αυτόνομο σκεπτικό και διάφορα γεγονότα.

 

        Η προσφυγή για όλους τους πιο πάνω λόγους, απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                 Δ.

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο