ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1397/2007)
30 Μαΐου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΒΑΣΟΣ ΛΥΣΣΑΡΙΔΗΣ
2. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΒΕΝΙΑΜΙΝ
3. ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΑΚΩΒΟΥ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΚΑΙ/Η
3. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι πρόσωπα που διετέλεσαν σε διάφορα πολιτειακά αξιώματα. Ο αιτητής 1 υπηρέτησε ως Βουλευτής και ως Πρόεδρος της Βουλής, ενώ ο αιτητής 2 ως Υπουργός και Βουλευτής. Τέλος ο αιτητής 3 διετέλεσε Γενικός Διευθυντής Υπουργείου, Υπουργός, αλλά και ΄Υπατος Αρμοστής της Κύπρου.
Μέσω του δικηγόρου τους αποτάθηκαν στο Γενικό Λογιστή υποστηρίζοντας ότι δεν εκπληρώθηκε η υποχρέωση καταβολής όσων οφείλονταν ως προς τη σύνταξή τους.
Στις 20.7.2007 ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας με επιστολή του προς το δικηγόρο των αιτητών πληροφορεί ότι το θέμα κατόπιν συνεννόησης με τον Υπουργό Οικονομικών τέθηκε ξανά στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για επανεξέταση.
Ο Γενικός Εισαγγελέας επαναβεβαίωσε τη θέση του ότι, λόγω σοβαρότατων αμφιβολιών που υπάρχουν, δεν επιτρέπεται η καταβολή «δημόσιου χρήματος» χωρίς δικαστική απόφαση και συνεπώς ο ίδιος έκλινε υπέρ της άποψης ότι στο στάδιο του τελικού συνυπολογισμού εκείνο που πρέπει να αφαιρεθεί είναι το σύνολο του οφέλους που είχαν οι αιτητές στο μεσοδιάστημα αποκομίσει και όχι απλώς το ποσό που είχαν τότε λάβει.
Ο Γενικός Λογιστής κατέληγε ότι με βάση την πιο πάνω γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που είχαν χορηγηθεί στους αιτητές, παραμένουν όπως είχαν. Η πιο πάνω απόφαση προσβλήθηκε με την παρούσα προσφυγή.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι βάσει των απολαβών τους κατά την αποχώρησή τους από τα διάφορα αξιώματα έλαβαν ελαττωμένα ωφελήματα. Οι αιτητές υπενθυμίζουν ότι η έκδοση μιας διοικητικής πράξης γίνεται με τη διατύπωση της βούλησης του διοικητικού οργάνου (άρθρο 3 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/1999), ενώ τα στοιχεία που η διοίκηση οφείλει να λαμβάνει υπ΄ όψιν κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας πρέπει να είναι νόμιμα και σχετικά με τον επιδιωκόμενο από το νόμο σκοπό (άρθρο 47 του Νόμου).
Είναι η θέση των αιτητών ότι ο Γενικός Λογιστής δεν άσκησε τη διοικητική του αρμοδιότητα, ως ο ίδιος έκρινε υπέρ τους, λόγω της παρασχεθείσας γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα. Καταλήγουν στο ερώτημα κατά πόσο μπορούσε η γνωμάτευση αυτή να επιβάλει στη διοίκηση τη μη λήψη απόφασης επί αιτήματος, ώστε αντί της διοίκησης να αποφασίσει το δικαστήριο. Ερώτημα το οποίο βεβαίως οι αιτητές απαντούν αρνητικά.
Περαιτέρω, οι αιτητές παραπονούνται για την έλλειψη πρακτικού της σύσκεψης ημερομηνίας 19.9.2006 στην οποία έλαβαν μέρος διάφορες εμπλεκόμενες υπηρεσίες. Είναι παραδεκτό από τους καθ΄ ων η αίτηση ότι δεν τηρήθηκε πρακτικό για τα διαμειφθέντα στην πιο πάνω σύσκεψη. Κι΄ αυτό υποστηρίζουν οι αιτητές οδηγεί σε αδυναμία σύγκρισης των διαμειφθέντων στη συγκεκριμένη σύσκεψη με τις προηγούμενες θέσεις της διοίκησης.
Οι καθ΄ ων η αίτηση εγείρουν προδικαστικά δύο θέματα. Κατ΄ αρχάς υποστηρίζουν ότι οι αιτητές εμποδίζονται να προωθήσουν την προσφυγή τους λόγω συμπεριφοράς. Περαιτέρω ότι η υποβολή αιτήματος για επανεξέταση δημιουργεί ζήτημα για το πότε ένα τέτοιο αίτημα καταλήγει σε νέα εκτελεστή διοικητική πράξη, μια και το ζήτημα είναι νομικό και όχι πραγματικό.
Οι δύο ενστάσεις περιλήφθηκαν στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση χωρίς οποιαδήποτε ανάλυση ή επεξήγηση. Θα μπορούσα να υποθέσω ότι όταν οι καθ΄ων η αίτηση αναφέρονται σε κώλυμα προώθησης της προσφυγής από τους αιτητές λόγω συμπεριφοράς, εννοούν, ίσως, το μεγάλο χρονικό διάστημα που παρήλθε μέχρι την υποβολή της αίτησης. Δεν μπορώ όμως να είμαι σίγουρος, ελλείψει στοιχειώδους ανάλυσης και συνεπώς δεν προτίθεμαι να εξετάσω καν τις δύο ενστάσεις οι οποίες απλώς διατυπώνονται και δεν επεξηγούνται. Ούτε ως προς τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται, αλλά ούτε και στο νομικό τους πλαίσιο. Οι προδικαστικές ενστάσεις θα πρέπει να διατυπώνονται με ξεκάθαρο τρόπο και να βασίζονται σε διαπιστωμένα γεγονότα και ευκρινή νομικά επιχειρήματα. Ως προς τη δεύτερη ένσταση υπονοείται, ίσως, ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι πληροφοριακού χαρακτήρα, αφού γίνεται αναφορά στο ζήτημα το οποίο δεν είναι πραγματικό που να δικαιολογεί νέα έρευνα. Δεν είμαι όμως, ούτε και εδώ σίγουρος. Και οι δύο ενστάσεις απορρίπτονται.
Ως προς το παράπονο των αιτητών ότι δεν τηρήθηκαν πρακτικά και την αναφορά τους σε σχετική νομολογία, θα πρέπει να λεχθεί ότι το άρθρο 24(1) του Ν.158(Ι)/99, προνοεί ότι θα πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι σε κάθε σύσκεψη κυβερνητικών παραγόντων θα πρέπει απαραιτήτως να τηρούνται και πρακτικά. Η σύσκεψη στην οποία αναφέρεται ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών δεν ήταν συνεδρία εντός της εννοίας του άρθρου 24, αλλά σύσκεψη αρμοδίων λειτουργών, με σκοπό τη μελέτη του συγκεκριμένου θέματος, με τη συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα. Περαιτέρω δεν φαίνεται αν η συνεδρία κατέληξε στη λήψη οποιασδήποτε απόφασης. Δεν είμαι έτοιμος να δεχτώ ότι η έλλειψη πρακτικού στη συγκεκριμένη σύσκεψη που προηγήθηκε της τελικής απόφασης είναι λόγος ακύρωσης.
Ούτε όμως και το πρώτο επιχείρημα των αιτητών ευσταθεί. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί άρνηση της διοίκησης να απαντήσει, αλλά ουσιαστικά απόρριψη του αιτήματος των αιτητών για αναπροσαρμογή των ποσών που λαμβάνουν ως συνταξιοδοτικά ωφελήματα. Η γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα, στην οποία αναφέρεται παραπομπή του όλου θέματος στο δικαστήριο, ουσιαστικά σημαίνει ότι, θεωρεί ότι υπάρχουν σοβαρότατες αμφιβολίες ως προς τον τρόπο εφαρμογής της νομοθεσίας, οι οποίες δεν επιτρέπουν την ικανοποίηση του αιτήματος. Ουσιαστικά ο Γενικός Λογιστής προτρέπεται να απορρίψει τα συγκεκριμένα αιτήματα. Συνεπώς, κάτω από τις περιστάσεις, έχουμε διατύπωση της βούλησης του διοικητικού οργάνου. Αρμόδιο όργανο να απαντήσει ήταν βεβαίως ο Γενικός Λογιστής ο οποίος και απέρριψε το αίτημα για τους λόγους που αναφέρονται στη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 11.7.2007.
Δεν έχει σημασία και ούτε εξετάζω αν η γνωμάτευση αυτή είναι ορθή ή λανθασμένη. Το γεγονός που παραμένει είναι ότι η διοίκηση, ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας, βασιζόμενος στη γνωμάτευση προχώρησε και κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στη φράση της γνωμάτευσης η οποία επαναλαμβάνεται και στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι «οι σοβαρότατες αμφιβολίες που υπάρχουν δεν επιτρέπουν την καταβολή δημόσιου χρήματος χωρίς δικαστική απόφαση», πρόταση στην οποία ουσιαστικά βασίστηκε το επιχείρημα για μη άσκηση αρμοδιότητας και παράλειψη κατάληξης σε απόφαση. ΄Εχω διαβάσει τη γνωμάτευση ημερομηνίας 11.7.2007, η οποία στην ουσία επαναλαμβάνει τη θέση στην οποία είχε καταλήξει η Γενική Εισαγγελία με τη γνωμάτευσή της ημερομηνίας 28.9.2006. Στην οποία θα πρέπει, εν πάση περιπτώσει να λεχθεί, ότι γίνεται εκτενής συζήτηση των προβλημάτων που τίθενται, αλλά και ανάπτυξη της θέσης της Γενικής Εισαγγελίας.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, καταλήγω ότι τα επιχειρήματα για παράλειψη άσκησης ελευθέρως της αρμοδιότητας του Γενικού Λογιστή, αλλά και τα επιχειρήματα για παραβίαση της καλής πίστης, δεν μπορούν να ευσταθούν. Όσον αφορά δε το επιχείρημα ότι λόγω των σοβαρότατων αμφιβολιών που υπήρχαν και την έλλειψη σαφούς διάταξης που να επιτρέπει την αναπροσαρμογή των ωφελημάτων αφυπηρέτησης, το νομοθετικό κενό θα έπρεπε να ερμηνευθεί προς όφελος των διοικουμένων, αρκεί να λεχθεί ότι ο Γενικός Λογιστής, ενεργώντας με βάση τη γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα κατέληξε, όπως είχε μάλιστα την υποχρέωση, στην απόφασή του.
Ο Γενικός Λογιστής, η διοίκηση, για να αποφασίσει αντίθετα με ληφθείσα γνωμοδότηση θα πρέπει, σύμφωνα με τη νομολογία να δώσει ειδική αιτιολογία. Και βεβαίως ο Γενικός Λογιστής αφού δεν είχε και διαφορετική προσέγγιση, ακολούθησε, όπως είχε υποχρέωση, τη γνωμοδότηση που έλαβε από το Γενικό Εισαγγελέα, δηλαδή την απόρριψη του αιτήματος για υπολογισμό εκ νέου των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων των αιτητών.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.300 έξοδα, εναντίον των αιτητών.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ