ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 790/2010)
8 Απριλίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 13, 14, 15, 22, 28, 29, 32, 35, 111 ΚΑΙ 146
ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
NILA AVISO GREGORIO,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ/Ή ΤΟΥ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΝΤΟΣ ΑΥΤΗ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Σ. Σωφρονίου, για την Αιτήτρια.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα.), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή της η αιτήτρια ζητά δήλωση και/ή απόφαση του δικαστηρίου με την οποίαν να δηλούται ότι η απόφαση και/ή πράξη των καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 12.5.2010, με την οποίαν απέρριψαν την αίτηση της και με την οποίαν δεν αποδέχθηκαν την εγγραφή της ως πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι παράνομη και άκυρη. Ζητείται επίσης διάταγμα με το οποίο να ακυρώνεται η προσβαλλόμενη απόφαση.
Κατά την αιτήτρια η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη χωρίς τη δέουσα έρευνα, με πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο, χωρίς τη δέουσα αιτιολογία και, στην πραγματικότητα, χωρίς καλή πίστη εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση.
Τα ουσιώδη γεγονότα σε συντομία είναι τα εξής:
Η αιτήτρια ήλθε για πρώτη φορά στην Κύπρο, από τις Φιλιππίνες, στις 29.5.1999 και της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας μέχρι 13.4.2003, ως οικιακή βοηθός με την οικογένεια του κ. Νίκου Παγδατή, στη Λεμεσό. Στις 9.2.2000 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για αλλαγή εργοδότη. Ο νέος εργοδότης ήταν ο κ. Νίκος Ρώσσος από τη Λεμεσό. Η μητέρα του νέου εργοδότη απεβίωσε και ο νέος εργοδότης τερμάτισε τη συμφωνία εργοδότησης της αιτήτριας και έκαμε διευθέτηση για αναχώρηση της από τη Δημοκρατία στις 23.8.2000. Η αιτήτρια δεν έφυγε αλλά παράμεινε στην Κύπρο, παράνομα, σύμφωνα με τους καθ΄ ων η αίτηση, μέχρι τις 17.10.2000 οπότε και ζήτησε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας ως οικιακή βοηθός της κας Ευριδίκης Αβραάμ. Της δόθηκε άδεια μέχρι 11.11.2003, με ένδειξη τελική. Στις 8.9.2003 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής και εργασίας ως οικιακή βοηθός του κ. Αβραάμ Οδυσσέως. Το αίτημα της και πάλι εγκρίθηκε και της παραχωρήθηκε άδεια μέχρι τις 12.11.2005 με ένδειξη τελική-μη ανανεώσιμη. Στις 6.2.2004 η αιτήτρια συνήψε γάμο με τον ελληνοκύπριο εργοδότη της κ. Αβράαμ Οδυσσέως και στη συνέχεια της παραχωρούνταν διαδοχικές άδειες προσωρινής παραμονής, ως σύζυγο Κύπριου πολίτη. Η τελευταία της άδεια, μέχρι την καταχώριση της ένστασης, έληγε στις 31.10.2010.
Στο μεταξύ, στις 12.2.2007, υπέβαλε αίτηση απόκτησης της Κυπριακής υπηκοότητας, με εγγραφή, ως σύζυγος Κύπριου πολίτη βάσει του άρθρου 110(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 141(Ι)/2002. Η εκτίμηση του υπεύθυνου Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Λεμεσού, μετά που ζητήθηκαν και οι απόψεις της Αστυνομίας, ήταν ότι, παρόλο που το ζεύγος συζούσε, ο γάμος τους ήταν γάμος ευκαιρίας και για τους δύο συζύγους. Η μεν αιτήτρια είχε ως σκοπό την εξασφάλιση νόμιμης παραμονής στην Κύπρο, ο δε σύζυγος, που ήταν ηλικίας 84 ετών και μεγαλύτερος της αιτήτριας κατά 31 χρόνια, για να έχει κάποιο άτομο να τον φροντίζει λόγω ηλικίας και κακής υγείας. Η αίτηση εκείνη απορρίφθηκε στις 5.1.2009, λόγω αμφιβολιών για τη γνησιότητα του γάμου της αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο σύζυγος της αιτήτριας απέστειλε επιστολή, στις 3.2.2009 και ζητούσε επανεξέταση της αίτησης της. Η αίτηση τέθηκε ξανά ενώπιον του αρμοδίου Υπουργού Εσωτερικών και στις 24.3.2009 απορρίφθηκε για τους ίδιους λόγους. Στις 4.5.2009 η αιτήτρια, εμπρόθεσμα, καταχώρισε την προσφυγή με αρ. 507/09, εναντίον της προαναφερόμενης απορριπτικής απόφασης. Στα πλαίσια διερεύνησης της προσφυγής εκείνης διαπιστώθηκε ότι η απόφαση ημερ. 24.3.2009 έπασχε λόγω μη επαρκούς αιτιολογίας και ως εκ τούτου ανακλήθηκε. Η αιτήτρια απέσυρε την προσφυγή 507/09, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της.
Μετά από άλλη επανεξέταση της αίτησης της αιτήτριας οι καθ΄ ων η αίτηση και πάλι την απέρριψαν, για διαφορετικό όμως λόγο την τελευταία φορά, δηλαδή ότι, κατά την περίοδο από 23.8.2000 μέχρι 17.10.2000, είχε παραμείνει στη Δημοκρατία παράνομα. Εναντίον αυτής της απόφασης, ημερ. 12.5.2010, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.
Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναγράφεται ότι ο Υπουργός Εσωτερικών αφού εξέτασε την αίτηση της αιτήτριας για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, με τη δέουσα προσοχή, «αποφάσισε απόρριψή της δυνάμει της 2ης επιφύλαξης του Άρθρου 110(2) του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002-2009 λόγω παράνομης παραμονής».
Μελέτησα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και κατέληξα στα εξής συμπεράσματα:
(α) Είναι θεμελιωμένο ότι αιτήσεις για απόκτηση υπηκοότητας εμπίπτουν στην άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, όπως η Κυπριακή Δημοκρατία, και επομένως οι Αρχές έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια και ουσιαστικά δεσμεύονται μόνον από την υποχρέωση επίδειξης καλής πίστης κατά την εξέταση τέτοιων αιτήσεων.
(β) Στην παρούσα υπόθεση, οι καθ΄ ων η αίτηση βασίστηκαν στο προαναφερόμενο άρθρο νόμου ο οποίος θεσπίστηκε μετά την, κατά τον ισχυρισμό τους, παράνομη παραμονή της αιτήτριας στη Δημοκρατία. Στη δεύτερη πρόνοια του προαναφερόμενου άρθρου 110(2) αναγράφεται πράγματι ότι οι διατάξεις του εδαφίου εκείνου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο αλλοδαπός εισέρχεται ή παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία.
(γ) Το ζήτημα της κατ΄ ισχυρισμό παράνομης παραμονής της αιτήτριας στην Κύπρο κατά την περίοδο 23.8.2000 μέχρι 17.10.2000 δεν ανεφύη ούτε και ηγέρθη ποτέ από τους καθ΄ ων η αίτηση καθόλη τη διάρκεια της παραμονής της αιτήτριας στην Κύπρο και παρά το γεγονός ότι αυτή υπέβαλε διαδοχικές αιτήσεις για παραμονή και εργασία της στην Κύπρο, οι οποίες εγκρίθηκαν. Όπως ήδη παρατήρησα, η αίτηση της για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας είχε απορριφθεί την πρώτη φορά για το ότι υπήρχαν αμφιβολίες ως προς την γνησιότητα του γάμου της με Κύπριο πολίτη. Ξαφνικά, θα έλεγα, οι καθ΄ ων η αίτηση «ανακάλυψαν» την παράνομη παραμονή της αιτήτριας για σχεδόν 2 μήνες, που συνέβηκε πριν περίπου 10 χρόνια πριν από τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, και την ανέσυραν για να δικαιολογήσουν την απόρριψη της αίτησής της.
(δ) Εξετάζοντας τις συνθήκες υπό τις οποίες η αιτήτρια, κατ΄ ισχυρισμό, παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα ανέτρεξα στον υπηρεσιακό φάκελο που κατατέθηκε στο δικαστήριο ως τεκμήριο 1 και ειδικά στα Ερυθρά 200, 65 και 52 στα οποία παραπέμπουν οι καθ΄ ων η αίτηση. Το Ερυθρό 200 είναι φωτοτυπία του άρθρου 110 του προαναφερόμενου νόμου. Το Ερυθρό 65 είναι απόδειξη πληρωμής ποσού £10.-, ημερ. 17.10.2000. Το ποσό αυτό πληρώθηκε από την αιτήτρια, ως τέλος για την αίτηση της για άδεια παραμονής και απασχόλησης, και συνοδεύει την αίτηση της για ανανέωση της προσωρινής άδειας παραμονής της ημερ. 17.10.2000 (Ερυθρά 66 και 67). Το Ερυθρό 52 είναι επιστολή ημερ. 24.8.2000 του κ. Νίκου Ρώσσου, τότε εργοδότη της αιτήτριας, προς το Διευθυντή Τμήματος Μεταναστεύσεων, Λεμεσού, με την οποίαν πληροφορείται ο Διευθυντής ότι η αιτήτρια εργοδοτείτο από τον κ. Ρώσσο ειδικά για να φροντίζει τη μητέρα του ηλικίας 96 ετών. Η μητέρα του κ. Ρώσσου απεβίωσε, στις 15.6.2000, και αυτός τερμάτισε τις υπηρεσίες της αιτήτριας, διευθετώντας και την αναχώρηση της από την Κύπρο στις 23.8.2000. Σύμφωνα με τον προαναφερόμενο εργοδότη, την 21.8.2000 πληροφόρησε την αιτήτρια ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί η εργοδότηση της λόγω του θανάτου της μητέρας του. Όπως επίσης λέγει ο εργοδότης, στην επιστολή του, αυτός εξέδωσε και επιταγή εκ Λ.Κ.150 προς κάλυψη της προειδοποίησης 1 μηνός, σύμφωνα με το συμβόλαιο.
(ε) Επομένως η αιτήτρια είχε προσωρινή άδεια παραμονής, ημερ. 5.3.2000, η οποία ήταν έγκυρη μέχρι 13.4.2003, για να εργάζεται ως οικιακή βοηθός στην οικογένεια του κ. Νίκου Παγδατή. Αυτή η άδεια δεν φαίνεται να ανακλήθηκε ποτέ από τους καθ΄ ων η αίτηση αλλά τελούσε υπό τον όρο ότι θα εξέπνεε αμέσως αν η κάτοχος της σταματούσε να απασχολείται όπως προνοείται στην άδεια. Στη συνέχεια τερματίστηκε η εργοδότηση της από τον κ. Παγδατή και η αιτήτρια υπέγραψε τριετές συμβόλαιο με τον κ. Ρώσσο από 28.1.2000. Υπέβαλε νέα αίτηση για ανανέωση της προσωρινής άδειας παραμονής της στις 9.2.2000 στην οποίαν δεν υπήρξε οποιαδήποτε ένσταση από το Λειτουργό Μετανάστευσης (Ερυθρά 42, 43 και 44). Στο συμβόλαιο της αιτήτριας με τον κ. Ρώσσο, το οποίο ήταν τριετές, όπως ήδη παρατήρησα, προνοείται (παράγραφος Ο) ότι οποιοσδήποτε συμβαλλόμενος έχει δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας αφού δώσει τουλάχιστον 1 μηνός προειδοποίηση στον άλλο συμβαλλόμενο. Από την επιστολή του κ. Ρώσσου ημερ. 24.8.2000 (Ερυθρό 52) στην οποία βασίζονται οι καθ΄ ων η αίτηση για να θεωρήσουν ότι η παραμονή της αιτήτριας στην Κύπρο κατά την περίοδο 23.8.2000 μέχρι 17.10.2000, ήταν παράνομη, δεν φαίνεται πουθενά ότι ο προαναφερόμενος εργοδότης της αιτήτριας της έδωσε προειδοποίηση 1 μηνός πριν τον τερματισμό του συμβολαίου, όπως ρητά προβλέπεται σ΄ αυτό. Ο εργοδότης αναφέρει απλά ότι έθεσε στη διάθεση, κάποιου τρίτου προσώπου, επιταγή εκ Λ.Κ.150 για κάλυψη της περιόδου προειδοποίησης.
Έχοντας κατά νου τα προαναφερόμενα και ειδικά ότι η αιτήτρια από το 1999, που ήλθε για πρώτη φορά στην Κύπρο, μέχρι τον ουσιώδη χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης υπέβαλλε κανονικά αιτήσεις για άδεια παραμονής και εργασίας στην Κύπρο και καλυπτόταν από τέτοιες άδειες ουσιαστικά για όλο το προαναφερόμενο διάστημα, ότι οι αρμόδιες Αρχές ουδέποτε στο παρελθόν θεώρησαν ότι αυτή βρισκόταν στην Κύπρο παράνομα, καθ΄ οιονδήποτε χρόνο και ουδέποτε ήγειραν ένσταση στην ανανέωση της άδειας της γι΄ αυτό το λόγο, ότι κατά το μικρό χρονικό διάστημα που, πριν 10 περίπου χρόνια, βρισκόταν στην Κύπρο, κατ΄ ισχυρισμό παράνομα, αυτή είχε έγκυρο συμβόλαιο εργοδότησης το οποίο είναι αμφίβολο αν τερματίστηκε νόμιμα από τον τότε εργοδότη της, θεωρώ πως οι καθ΄ ων η αίτηση όφειλαν να είχαν διερευνήσει λεπτομερέστερα το ζήτημα της κατ΄ ισχυρισμό παράνομης παραμονής της αιτήτριας στην Κύπρο για εκείνο το διάστημα των περίπου 2 μηνών και δεν θα έπρεπε να είχαν θεωρήσει την παρανομία της αιτήτριας, ως δεδομένη.
Η Διοίκηση θα πρέπει να ενεργεί πάντοντε καλόπιστα και, στην προκείμενη περίπτωση, δεν έχω πειστεί ότι η κατ΄ ισχυρισμό παράνομη παραμονή της αιτήτριας, κάτω από τις προαναφερόμενες συνθήκες, και μετά από παρέλευση σχεδόν 10 ετών κατά τα οποία η Διοίκηση ουδέποτε ήγειρε τέτοιο θέμα, δεν ήταν πρόφαση των καθ΄ ων η αίτηση για να απορρίψουν το αίτημα της αιτήτριας. Τίποτε από τα λεχθέντα δεν επηρεάζει την ευρύτατη διακριτική ευχέρεια των καθ΄ ων η αίτηση κατά την εξέταση αιτήσεων απόκτησης της Κυπριακής ιθαγένειας. Όμως στην παρούσα υπόθεση θεωρώ ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα, δεν δόθηκε ορθή αιτιολογία και πιθανόν να μην επιδείχθηκε και η αναγκαία καλή πίστη.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η προσφυγή επιτυγχάνει και εκδίδεται διάταγμα με το οποίο ακυρώνεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Έξοδα €1.000.-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ της αιτήτριας.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.