ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 1408/2008]
24 Μαρτίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. F.W.W. SUPER DEPARTMENT STORES LTD
(ΠΡΩΗΝ ΛΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ - Δ. ΧΑΪΛΗ (ΑΘΗΑΙΝΙΤΗΣ) ΛΤΔ
2. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΪΛΗΣ
3. ΕΛΕΝΑ ΧΑΪΛΗ
4. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΪΛΗΣ
5. ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΑΪΛΗΣ
Αιτητές
ν.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ' ων η αίτηση
Γ. Τριανταφυλλίδης και Μ. Χατζηχριστοφής για τους αιτητές.
Κ. Χατζηιωάννου για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το ακίνητο, με αρ. τεμαχίου 1135, Φ/Σχ. ΧL/56.Β.1, Τμήμα Β, ενορία Άγιοι Ανάργυροι, στη Λάρνακα, ανήκε κατά κυριότητα στην εταιρεία Δ. Χαϊλή (Αθηαινίτης) Λτδ που μετονομάστηκε σε F.W.W. Super Department Stores Ltd (η αιτήτρια 1). Στις 8.12.1995 δημοσιεύθηκε Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης του «για την ανέγερση μέσα σ' αυτή (την ακίνητη ιδιοκτησία) κτιρίων με σκοπό την εγκατάσταση μηχανημάτων για την ανάπτυξη και επέκταση των τηλεπικοινωνιών, για την οποία υπεύθυνη είναι η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου». Δεν υποβλήθηκε ένσταση και στις 29.3.1996 δημοσιεύθηκε Διάταγμα Απαλλοτρίωσης. Απαλλοτριούσα Αρχή ήταν η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (η Αρχή) και είχε συναφώς η απαλλοτρίωση εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Με την επιστολή των δικηγόρων τους, ημερομηνίας 23.5.08, η αιτήτρια 1 αλλά και οι αιτητές 2 μέχρι 5 ζήτησαν επιστροφή του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, προσφέροντας βεβαίως το ποσό της αποζημίωσης που είχε εισπραχθεί. Όπως ήταν η θέση τους, «ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση δεν κατέστη εφικτός μέσα σε περίοδο των τριών χρόνων από την ημερομηνία της σχετικής απαλλοτρίωσης και/ή μέχρι σήμερα». Το αίτημά τους απορρίφθηκε με την επιστολή της Αρχής, ημερομηνίας 7.8.08, με την εξήγηση πως «η ΑΤΗΚ έχει προχωρήσει εντός προθεσμιών και μετέπειτα σε ουσιαστικές ενέργειες που κατέστησαν το έργο για το οποίο έγινε η απαλλοτρίωση εφικτό και προχωρεί στην υλοποίησή του». Με την προσθήκη πως, «περαιτέρω και/ή διαζευκτικά οι αναφερόμενοι πελάτες σας δεν νομιμοποιούνται στο να ζητούν την επιστροφή του ακινήτου που είναι αντικείμενο της απαλλοτρίωσης».
Ακολούθησε η παρούσα προσφυγή με αιτητές 1 τους τότε ιδιοκτήτες του ακινήτου και αιτητές 2 μέχρι 5 τους τότε μετόχους της. Με την προσφυγή προσβάλλεται η αρνητική απόφαση και, πάντως, η παράλειψη επιστροφής του ακινήτου.
Υποβλήθηκε η προδικαστική ένσταση πως η προσφυγή είναι απαράδεκτη και πως οι αιτητές 2 μέχρι 5, εν πάση περιπτώσει, δεν νομιμοποιούνται. Τα δεδομένα συμπλέκονται και θα βοηθούσε στην κατανόηση της φύσης των επιχειρημάτων της Αρχής, αν τα συνόψιζα εξ αρχής. Η αιτήτρια 1 εγγράφως πρότεινε στην Αρχή την πώληση του ακινήτου. Εκδηλώθηκε ενδιαφέρον και συζητήθηκε το τίμημα. Η αιτήτρια 1 ζητούσε £350.000 ποσό που η Αρχή, ενόψει εκτίμησης που είχε εξασφαλίσει, δεν ήταν έτοιμη να καταβάλει. Σχετική αναφορά υπάρχει και στο πρακτικό συνάντησης Επιτροπής της Αρχής και του Δ. Χαϊλή εκ μέρους της αιτήτριας 1, ημερομηνίας 17.11.1995. Σ' αυτό το πρακτικό, εν τέλει, καταγράφεται συμφωνία μεταξύ τους. Η τιμή θα ήταν £285.000. Δεν θα πραγματοποιείτο όμως πώληση. Θα ακολουθείτο, όπως σημειώνεται, «συναινετική διαδικασία απαλλοτρίωσης». Στο έγγραφό του ημερομηνίας 30.7.08 προς την Αρχή, ο δικηγόρος της, αφού αναφέρεται στην επιμονή των ιδιοκτητών στην τιμή των £350.000 εκτιμά ότι αυτή η παραχώρηση στην τιμή, όπως τη χαρακτηρίζει, οφειλόταν στο ότι λόγω της απαλλοτρίωσης οι ιδιοκτήτες δεν θα υπόκειντο σε φόρο κεφαλαιουχικών κερδών. Στην πραγματικότητα, όπως εισηγείται ενώπιόν μου η αιτήτρια 1, ήταν η Αρχή που θα ωφελείτο αφού θα αποκτούσε το ακίνητο καταβάλλοντας μόνο £285.000. Δεν υπάρχει οπουδήποτε καταχωρημένο οτιδήποτε σε σχέση με το θέμα αλλά παρέμεινε ως γεγονός, δεκτό και από τις δυο πλευρές, ότι η Αρχή απέκτησε εν τέλει το ακίνητο καταβάλλοντας £285.000. Που θα ήταν το ποσό που θα καρπούτο η αιτήτρια 1, αφού το υπόλοιπο της δικής της απαίτησης, μέχρι τις £350.000, θα καταβαλλόταν από αυτή ως φόρος κεφαλαιουχικών κερδών. Ακολούθησε η δημοσίευση της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης, η γραπτή πληροφόρηση της Αρχής από την αιτήτρια 1 πως δεν είχε πρόθεση να ενστεί και η δημοσίευση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης, κατά τις ημερομηνίες που ήδη έχω σημειώσει.
Ενδιαμέσως οι αιτητές 2 μέχρι 5 που ήταν οι μέτοχοι της αιτήτριας 1, διαπραγματεύτηκαν την πώληση των μετοχών τους στην εταιρεία F.W. Woolworth & Co (Cyprus) Ltd και κατατέθηκε ενώπιόν μου η κατ' αρχήν συμφωνία, ημερομηνίας 11.10.95, και η συμφωνία ημερομηνίας 22.12.95 που την ολοκλήρωσε. Εκείνο που ενδιαφέρει για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, όπως το επικαλείται η Αρχή, είναι τα συμφωνηθέντα σε σχέση με το προς απαλλοτρίωση ακίνητο και, στη συνέχεια, σε σχέση με την είσπραξη της αποζημίωσης γι' αυτό. Αυτό το ακίνητο εξαιρείτο από τη συναλλαγή (βλ. όρο 1.2 της συμφωνίας ημερομηνίας 11.10.95) και «η εισπρακτέα αποζημίωση θα δοθεί απευθείας στους πωλητές ενώ τυχόν απόδειξη εισπράξεως (εαν απαιτηθεί) θα δοθεί από την εταιρεία» (βλ. όρο 6(γ) της συμφωνίας ημερομηνίας 22.12.95). Όπως προστίθεται δε, «σχετικές είναι οι εκδοθείσες και υπογραφείσες αποφάσεις και εξουσιοδοτήσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας υπό παλαιά και νέα σύνθεση». Αυτές οι αποφάσεις λήφθηκαν στις 20 και 22.12.1995 αντιστοίχως και είναι όμοιες. Χρειάστηκαν δυο γιατί στο μεταξύ διαφοροποιήθηκε η σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου. Καταγράφεται σ' αυτές η ήδη αναφερθείσα απόφαση της αιτήτριας 1 να μην υποβάλει ένσταση στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης και να αποδεχθεί ως αποζημίωση ποσό τουλάχιστον £285.000. Περαιτέρω, δε και τα εξής:-
«Επειδή το κτήμα αυτό εξαιρείται από τη συμφωνία πωλήσεως των μετοχών της εταιρείας ημερομηνίας 15.10.1995 στην εταιρεία F.W. WOOLWORTH & CO (CYPRUS) LTD ή/και στους αγοραστές των μετοχών που θα οριστούν από την τελευταία, αποφασίζεται όπως ειδοποιηθεί και εξουσιοδοτηθεί η ΑΤΗΚ ή/και ο κ. Δημήτρης Χαιλής ώστε η πληρωμή της αποζημίωσης να γίνει απευθείας από την ΑΤΗΚ προς τον κ. Δημήτρη Χαϊλή προσωπικά για λογαριασμό του ή/και για λογαριασμό των άλλων μετόχων που πωλούν επίσης τις μετοχές τους».
Μετά, στις 22.12.1995 η αιτήτρια 1 έδωσε γραπτή εξουσιοδότηση προς το Δ. Χαϊλή, ως ακολούθως:-
«Οι υπογεγραμμένοι Λαϊκή Αγορά Δ. Χαϊλής Αθηαινίτης Λτδ. εξουσιοδοτούμε τον κ. Δημητράκη Χαϊλή όπως εκ μέρους της εταιρείας διαπραγματευθεί με την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου το ποσό της καταβλητέας αποζημιώσεως για την απαλλοτρίωση ή/και επίταξη του κτήματος τεμάχιο 1135 Φ/Σχέδιο ΧL/56.E.I Τμήμα Β ενορία Άγιοι Ανάργυροι Λάρνακα κι όπως αποδεχθεί και/ή υπογράψει κάθε αναγκαίο έγγραφο δικαστική ή εξώδικη διευθέτηση ή απόδειξη με βάση τα οποία η καταβλητέα αποζημίωση δεν θα είναι μικρότερη των Λ.Κ. 285.000 (διακόσιες ογδόντα πέντε χιλιάδες λίρες Κύπρου) πλέον τόκοι.
Εξουσιοδοτούμε επίσης την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου να προβεί σε πληρωμή του άνω ποσού απευθείας εις τον κ. Δημήτρη Χαϊλή μόνο ο οποίος δικαιούται να κρατήσει το άνω ποσό για λογαριασμό του ή/και για λογαριασμό της κας Ελενας Χαϊλή, Παναγιώτη Χαϊλή και Σταύρο Χαϊλή».
Τελικά, όπως σημειώνεται στο έγγραφο της Αρχής που κατατέθηκε ως Παράρτημα 10 στην ένσταση της, το ποσό των £285.000 καταβλήθηκε στο Δ. Χαϊλή στις 16.4.1996 για να ακολουθήσει στις 25.4.1996 η εγγραφή του ακινήτου στο όνομα της Αρχής.
Σε πρώτο επίπεδο η Αρχή υποστηρίζει πως δεν υπάρχει νομιμοποίηση για την άσκηση προσφυγής και πως, στην πραγματικότητα, εδώ δεν έχουμε απαλλοτρίωση με την έννοια του Συντάγματος και του Νόμου ώστε να μπορεί να τίθεται ζήτημα πραγμάτωσης σκοπού και, αναλόγως, επιστροφής. Επρόκειτο για συναινετική απαλλοτρίωση δηλαδή, στην ουσία, για συμφωνία πώλησης μετά από πρόταση της ίδιας της αιτήτριας 1 και διαπραγμάτευση. Δεν ήταν μονομερής ενέργεια της Αρχής, αντίθετη προς τη βούληση του ιδιοκτήτη ο οποίος, μάλιστα, προσδιόρισε και χρονικώς την πραγμάτωση της συναλλαγής. Σε δεύτερο επίπεδο αλλά προς την ίδια κατεύθυνση υποστηρίζει η Αρχή ότι αφού από την 15.10.1995 οι ιδιοκτήτες εξαιρούσαν το κτήμα από τα περιουσιακά τους στοιχεία οικειοθελώς και «στις 20.12.95 και 22.12.95 αποποιούνται το κτήμα και την αξία του την οποία καθορίζουν», «ουσιαστικά παραιτούνται όχι αναγκαστικώς αλλά οικειοθελώς από κάθε δικαίωμα στο κτήμα ή στην αξία του». Όπως προσθέτουν «θεωρούν το κτήμα ως ένα χρηματικό ποσό το οποίο δεν τους ανήκει αλλά ανήκει στους αιτητές 2 - 5». Και όπως καταλήγουν στη γραπτή τους αγόρευση επί του θέματος, κατά συνέπεια οι ιδιοκτήτες «δεν νομιμοποιούνται στην επιστροφή του κτήματος αφού από 15.10.95 δεν ήταν μέρος της περιουσίας τους». Εξήγησαν περαιτέρω, κατά τις διευκρινήσεις, πως το εμπράγματο δικαίωμα των ιδιοκτητών, ενόψει της συμφωνίας που έγινε και των αποφάσεων που λήφθηκαν μετατράπηκε σε ενοχικό και εκχωρήθηκε στους αιτητές 2 μέχρι 5 οι οποίοι όμως, επίσης δεν νομιμοποιούνται αφού, όπως είναι η εισήγηση της Αρχής, σε τρίτο επίπεδο, δεν υπήρξαν ιδιοκτήτες του ακινήτου οποτεδήποτε. Θεωρούν συναφώς πως το πιο κάτω απόσπασμα από το βιβλίο του δικηγόρου Κώστα Γιαν. Χορομίδη, Η Αναγκαστική Απαλλοτρίωση, Γ΄ έκδοση, 1997, ενισχύει τη θέση τους:
«Η συντέλεση της απαλλοτρίωσης κατά μία άποψη θεωρείται ότι επήλθε και πριν από την καταβολή ή την παρακατάθεση της αποζημίωσης, όταν ο δικαιούχος συναίνεσε στην κατάληψη της ιδιοκτησίας του από τον υπερού η απαλλοτρίωση πριν από την αποζημίωσή του, διατήρησε όμως την αξίωσή του για την είσπραξη της αποζημίωσης. Η συναίνεσή του αυτή θεωρήθηκε παραίτηση από το δικαίωμα της κυριότητας και τροπή της αξίωσής του σε ενοχική, γεγονός που δεν απαγορεύεται από το Σύνταγμα, αφού δεν έχουμε στέρηση της ιδιοκτησίας χωρίς τη θέληση του ιδιοκτήτη».
Σε συμφωνία προς τις θέσεις όπως τις ανέπτυξαν οι αιτητές, θεωρώ πως οι προδικαστικές ενστάσεις είναι αβάσιμες. Ο όρος «συναινετική απαλλοτρίωση» είναι βεβαίως άγνωστος στο Νόμο. Εδώ δημοσιεύθηκε Διάταγμα Απαλλοτρίωσης και ήταν δυνάμει του που το ακίνητο περιήλθε στην Αρχή. Ο Νόμος παρέχει τη δυνατότητα υποβολής ένστασης όταν δημοσιεύεται Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης αλλά ασφαλώς η μη υποβολή τέτοιας ένστασης ή ακόμα και η ρητή πληροφόρηση πως δεν υπάρχει ένσταση, δεν αποχαρακτηρίζει το Διάταγμα που εν τέλει δημοσιεύεται ως Διάταγμα Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης στη βάση του οποίου το ακίνητο, εφόσον κατά νόμο καταβληθεί η αποζημίωση, περιέρχεται στην Απαλλοτριούσα Αρχή. Το ίδιο χωρίς έννομη συνέπεια, όπως την εισηγείται η Αρχή, είναι και το γεγονός της προτέρας διαβούλευσης και της κατάληξης πως το κτήμα θα απαλλοτριωνόταν. Για λόγους δικούς τους δεν θέλησαν να συνάψουν συμφωνία πώλησης και προχώρησαν σε διαδικασία απαλλοτρίωσης που προϋπέθετε, μάλιστα, και έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου. Αυτό είναι που καθορίζει το πλαίσιο για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης και δεν θεωρώ ότι η κατάσταση αλλοιώνεται από τις όποιες, εσωτερικές πλέον, διαβουλεύσεις των μερών. Εσωτερικής σημασίας και μόνο είναι επίσης και όσα συμφωνήθηκαν σε σχέση με την καταβολή της αποζημίωσης. Η αποζημίωση ασφαλώς οφειλόταν στην ιδιοκτήτρια εταιρεία, δηλαδή στην αιτήτρια 1, και η όποια συμφωνία αναφορικά με το ποιος, αντί αυτής ή εκ μέρους της θα την εισέπραττε δεν είναι ζήτημα που μπορεί να αναχθεί σε κατά κάποιο τρόπο εξουδετέρωση της κυριότητας οπότε, όπως απολήγει σε τελική ανάλυση η εισήγηση της Αρχής, ουδείς να νομιμοποιείται στη διεκδίκηση επιστροφής του ακινήτου και στην άσκηση προσφυγής. Μέχρι την καταβολή της αποζημίωσης και τη μεταβίβαση δυνάμει του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης στο όνομα της Απαλλοτριούσας Αρχής το ακίνητο ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα της αιτήτριας 1 και με την πραγμάτωση της απαλλοτρίωσης αυτή νομιμοποιείται να αναμένει τήρηση του Συντάγματος και του Νόμου σε σχέση με την πραγμάτωση του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Το απόσπασμα από το βιβλίο που έχει επικαλεστεί η Αρχή είναι σε διαφορετικό ζήτημα που αφορά και δεν μπορεί να συσχετισθεί προς την παρούσα υπόθεση ώστε να δικαιολογείται περαιτέρω εξέτασή του.
Αυτά σε σχέση με τη νομιμοποίηση της αιτήτριας 1 ως ιδιοκτήτριας και εν γένει το παραδεκτό της προσφυγής που εκείνη άσκησε. Η κατάσταση, βεβαίως, ως προς τους αιτητές 2 μέχρι 5 είναι διαφορετική και το δέχονται και οι ίδιοι αλλά και η αιτήτρια 1 πως συνενώθηκαν ως αιτητές μόνο για να καλύψουν κάθε ενδεχόμενο. Δεν υποστηρίζουν εν τέλει, ορθώς όπως κρίνω, πως νομιμοποιούνται στην άσκηση της προσφυγής.
Επί της ουσίας τώρα. Είναι δεκτό πως κατά τα 12 χρόνια περίπου που μεσολάβησαν από τη δημοσίευση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης και τη διεκδίκηση της επιστροφής, δεν πραγματοποιήθηκε οποιαδήποτε εργασία στο ακίνητο. Αυτό βρίσκεται ακριβώς στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν κατά το χρόνο του διατάγματος απαλλοτρίωσης. Θεωρεί, όμως, η Αρχή πως έχει καταστήσει εφικτό το σκοπό και πως, κατά τις αρχές, όπως αυτές έχουν επανειλημμένα εξηγηθεί, δεν είναι δικαιολογημένη η αξίωση για επιστροφή του ακινήτου. Η αντιγνωμία δεν αφορά στις αρχές που διέπουν το θέμα οι οποίες άλλωστε έχουν επεξηγηθεί από την Πλήρη Ολομέλεια στη Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166 την οποία και οι δυο πλευρές επικαλούνται. Η αντιγνωμία αφορά στη σημασία όσων έγιναν που και αυτά, στη γενικότητά τους είναι παραδεκτά.
Στο ακίνητο βρισκόταν θέσμιος ενοικιαστής και η κατοχή αναλήφθηκε το 1998. Ως τότε δεν είχε γίνει οτιδήποτε άλλο προς την κατεύθυνση της προώθησης του σκοπού και την πρώτη κίνηση τη βρίσκουμε στους φακέλους με αναφορά σε μελέτη που άρχισε. Με αναφορά όμως σε νέα διοικητικά γραφεία. Τα βασικά δεδομένα περιέχονται στους φακέλους και συνοψίζονται στο έγγραφο της Αρχής ημερομηνίας 19.6.08, Παράρτημα Α10 στην ένστασή τους. Το 1999 αποφασίστηκε η διεξαγωγή αρχιτεκτονικού διαγωνισμού και η αναγκαία αίτηση για πολεοδομική άδεια, κατά παρέκκλιση, υποβλήθηκε στις 27.11.2000 δηλαδή, τέσσερα σχεδόν χρόνια μετά τη δημοσίευση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης. Σημειώνουμε πως η παρέκκλιση χρειαζόταν γιατί το ακίνητο βρισκόταν σε οικιστική ζώνη πράγμα, βεβαίως, εξ αρχής γνωστό. Η πολεοδομική άδεια εκδόθηκε στις 24.7.01 «για ανέγερση γραφείων σε οικιστική ζώνη», συνεχίστηκαν τα περί αρχιτεκτονικού διαγωνισμού και το 2002 ανατέθηκε η εκπόνηση της μελέτης για την ανέγερση του κτιρίου. Εν τούτοις, στις 18.11.02, υποβλήθηκε νέα αίτηση για πολεοδομική άδεια και ενώ είχε γίνει και προκήρυξη προσφορών εκδόθηκε νέα πολεοδομική άδεια στις 14.10.03. Υποβλήθηκαν προσφορές και αίτηση για άδεια οικοδομής στις 18.12.03 για να ακολουθήσει άλλη, ριζική αλλαγή. Στις 17.5.04 η Αρχή αποφάσισε την ακύρωση όλων των προσφορών και, μήνες μετά, στις 23.2.05 απέσυρε την αίτηση για άδεια οικοδομής. Μετά από ένα περίπου χρόνο, στις 27.2.06, υποβλήθηκε αίτηση για νέα πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση μετά από απόφαση της Αρχής «να ετοιμαστούν νέα σχέδια για μικρότερου μεγέθους κτιρίου γραφείων» και αναφέρονται στο έγγραφο ημερομηνίας 19.6.08 τα αφορώντα στην προώθηση εκείνης της αίτησης. Ως κατάληξη έχουμε την έκδοση, τελικά, πολεοδομικής άδειας στις 12.3.10 στην οποία η ανάπτυξη περιγράφεται ως ανέγερση διώροφης οικοδομής αποτελούμενης από γραφεία.
Η Αρχή είχε υποχρέωση μέσα στα τρία χρόνια από τη δημοσίευση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης, να προβεί στις εύλογα αναγκαίες ενέργειες προς υλοποίηση του έργου, ώστε ο σκοπός να καταστεί εφικτός, με την έννοια του Συντάγματος και του Νόμου. Αλλά, βεβαίως, και αυτό να υπήρχε, να ανταποκρινόταν στη συνεχή υποχρέωση της προκειμένου ο σκοπός να καθίσταται, με την ίδια έννοια, συνεχώς εφικτός. Σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η ανέγερση κτιρίων για την εγκατάσταση σ' αυτά μηχανημάτων για την ανάπτυξη και επέκταση των τηλεπικοινωνιών. Προς αυτή την κατεύθυνση, είναι προφανές, δεν έγινε απολύτως τίποτε. Όσα έγιναν αφορούσαν σε κτίριο για γραφεία, σκοπό άλλο από εκείνο για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση. Και αυτά, όμως, με μακροχρόνια καθυστέρηση και παλινδρομήσεις, αποκαλυπτικές αβεβαιότητας περί το πρακτέο για να έχουμε την τωρινή πολεοδομική άδεια, περίπου 14 χρόνια μετά τη δημοσίευση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης. Προφανώς για να ακολουθήσουν από εδώ και πέρα όλα τα άλλα που σε κάθε περίπτωση χρειάζονται. Δεν νομίζω πως δικαιολογείται να προχωρήσω σε άλλες εξειδικεύσεις. Η κατάληξή μου είναι πως στη βάση των δεδομένων, αποτελεί υποχρέωση της Αρχής να επιστρέψει το ακίνητο.
Η προσφυγή της αιτήτριας 1 επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσφυγή των αιτητών 2 μέχρι 5 απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και συνακολούθως παν το παραλειφθέν έδει να είχε εκτελεστεί. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά