ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 175/2010)
30 Νοεμβρίου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΕΝΩΣΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
2. ΙΩΑΝΝΗΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ,
3. ΕΝΩΣΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΠΑΦΟΥ,
4. ΕΝΩΣΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,
Αιτητές,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
-------------------------------
Π. Παναγιώτου για Α. Μαρκίδη, για τους Αιτητές.
Ρ. Πετρίδου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας,
για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η αιτήτρια 1, (εφεξής «η Ένωση»), έχει συσταθεί ως σωματείο στις 23.5.1996, δυνάμει του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμου αρ. 57/1972 (εφεξής «ο Νόμος»), με τον αιτητή 2 να αναφέρεται ως ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου αυτής, στη βάση εκλογής του στη θέση κατόπιν αρχαιρεσιών που έλαβαν χώραν στις 10.9.2009. Οι αιτήτριες 3 και 4, είναι μέλη της Ένωσης.
Προέκυψαν, ως φαίνεται, διαφορές ως προς τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης, με αποτέλεσμα οι αρχαιρεσίες της 10.9.2009 να απέληξαν, στη βάση των αναφερομένων από τους αιτητές γεγονότων στην ανάδειξη του αιτητή 2 ως προέδρου της Ένωσης, με τον πρώην πρόεδρο Σάββα Σάββα να μην είχε αναγνωρίσει το αποτέλεσμα των αρχαιρεσιών, εξακολουθώντας έτσι να εμφανίζεται και να ενεργεί ως πρόεδρος αυτής. Ενόψει των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν, ο Σάββας Σάββα, κάλεσε τα μέλη της γενικής συνέλευσης της Ένωσης, σε έκτακτη γενική συνέλευση που θα λάμβανε χώραν στις 28.11.2009, ενώ κάλεσε επίσης τα μέλη με άλλη επιστολή να παρευρεθούν σε άλλη γενική συνέλευση στις 3.12.2009, με θέμα την τροποποίηση του καταστατικού της Ένωσης.
Χωρίς το εκλελεγμένο διοικητικό συμβούλιο της Ένωσης να είχε προαποφασίσει τη σύγκλιση οποιασδήποτε γενικής ή έκτακτης συνέλευσης και χωρίς τα 2/3 των μελών της γενικής συνέλευσης της Ένωσης να είχαν ζητήσει κάτι τέτοιο, σε συνεδρία ημερ. 3.12.2009, στην οποία παρευρίσκονταν και πρόσωπα που δεν ήταν μέλη της Ένωσης, ανακοινώθηκε από τον Σάββα Σάββα, απόφαση τροποποίησης του άρθρου 3 του καταστατικού, η δε Ένωση πληροφορήθηκε το ζήτημα στις 2.2.2010, από επιστολή του Εφόρου Σωματείων ότι η τροποποίηση είχε εγκριθεί.
Αποτέλεσμα της ως άνω επιστολής, ήταν η καταχώρηση από όλους τους αιτητές της παρούσας προσφυγής, ζητώντας την ακύρωση της ως ληφθείσας κατά παράβαση των προνοιών του καταστατικού και χωρίς να είχε ποτέ συγκληθεί νομίμως η γενική συνέλευση της Ένωσης προς τροποποίηση του καταστατικού της. Η προσφυγή καταχωρήθηκε ανεξάρτητα από την έριδα που υφίσταται ως προς το ποιος είναι ο νόμιμος πρόεδρος της Ένωσης, εφόσον εν πάση περιπτώσει ο αιτητής 2 είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου της, οι δε αιτητές 3 και 4, μέλη της Ένωσης.
Με την καταχώρηση της προσφυγής στις 11.2.2010, ζητήθηκε η έκδοση προσωρινού διατάγματος πάνω σε μονομερή βάση με το οποίο να αναστελλόνταν η ισχύς και η εκτέλεση ή και η εφαρμογή της επίδικης απόφασης. Το Δικαστήριο εξέφρασε ορισμένες επιφυλάξεις ως προς το παραδεκτό του αιτήματος και της θεμελιωτικής προς τούτο προσφυγής, από απόψεως εκτελεστής πράξης και εννόμου συμφέροντος. Η αίτηση επιδόθηκε κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, καταχωρήθηκε ένσταση και οι αιτητές στις 16.3.2010, επέλεξαν να αποσύρουν την αίτηση για το προσωρινό διάταγμα ώστε να εκδικαστεί το συντομότερο το ζήτημα κατά πόσο η προσβαλλόμενη πράξη είναι ή όχι εκτελεστή.
Ακολούθησε στις 3.5.2010, η καταχώρηση της ένστασης εκ μέρους του Εφόρου Σωματείων στην οποία ηγέρθηκαν δύο προδικαστικές ενστάσεις αναφορικά με (i) τη θέση ότι ο αιτητής 2 δεν ήταν νόμιμα εξουσιοδοτημένος να καταχωρήσει την προσφυγή, ενώ ούτε και οι υπόλοιποι αιτητές ήταν νόμιμα εξουσιοδοτημένοι προς αυτή την κατεύθυνση και (ii) ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ενόψει του ότι διαφορές ως προς το κύρος αποφάσεων της γενικής συνέλευσης της Ένωσης, επιλύονται με αγωγή στο αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο και όχι με έλεγχο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ανεξαρτήτως των θέσεων αυτών, η ένσταση παραπέμπει στο ιστορικό της δημιουργίας της Ένωσης, στο σχετικό περί Κοινοτήτων Νόμο αρ. 86(Ι)/99 και στην ανάγκη τροποποίησης του καταστατικού ώστε να υπάρχει συμμόρφωση με τις πρόνοιες του τροποποιητικού Νόμου αρ. 98(Ι)/09, με τον οποίο προστέθηκαν στην ερμηνεία του όρου «Ένωση Κοινοτήτων Κύπρου» και οι Επαρχιακές Ενώσεις, ο όρος δε «Επαρχιακή Ένωση Κοινοτήτων», περιλαμβάνει εκείνα τα σωματεία που έχουν εγγραφεί δυνάμει του Νόμου αρ. 57/72, περιλαμβάνουσα έτσι η Ένωση, όλες τις εκτοπισμένες και επαρχιακές ενώσεις των κοινοτήτων αυτών. Ο τροποποιητικός αυτός Νόμος, επομένως, δημιούργησε υποχρέωση στην Ένωση για άμεση τροποποίηση του καταστατικού της με τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ενεργώντος ως Εφόρου Σωματείων, να έχει κάθε λόγο να αποδεχθεί την τροποποίηση.
Κρίνεται ότι πρέπει να εξεταστεί πρώτα η δεύτερη προδικαστική ένσταση ως προς την εν γένει παραδεκτότητα της προσβαλλόμενης πράξης ενόψει των συγκεκριμένων δεδομένων που οδήγησαν στην καταχώρηση της προσφυγής.
Είναι βέβαια παραδεκτό ότι η Ένωση είναι εγγεγραμμένη ως σωματείο ιδιωτικού δικαίου, όπως η ίδια περιγράφει τον εαυτό της στην παρ. 1 της αίτησης ακύρωσης, που συστάθηκε στις 23.5.1996 δυνάμει του Νόμου. Η εγγραφή της Ένωσης ως σωματείο αναγνωρίζεται και με τη νομοθεσία που διέπει τη διοίκηση των κοινοτήτων εφόσον στον περί Κοινοτήτων Νόμο αρ. 86(Ι)/99, η «Ένωση Κοινοτήτων Κύπρου» ορίζεται στο ερμηνευτικό άρθρο 2, ως εκείνο το σωματείο που έχει εγγραφεί δυνάμει του άρθρου 6 του Νόμου. Κατά παρόμοιο τρόπο θα πρέπει να θεωρηθεί ότι και οι αιτητές 3 και 4 είναι επίσης εγγεγραμμένοι ως σωματεία δυνάμει του ιδίου Νόμου, προς τούτο δε και ο περί Κοινοτήτων Νόμος αρ. 86(Ι)/99, ορίζει ως «Επαρχιακή Ένωση Κοινοτήτων» το σωματείο εκείνο που έχει εγγραφεί ως τέτοιο δυνάμει του Νόμου και στο οποίο συμμετέχουν όλες οι κοινότητες της οικίας επαρχίας.
Ο Νόμος καθορίζει ότι ο Έφορος Σωματείων και Ιδρυμάτων, ο οποίος διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, είναι ο υπεύθυνος λειτουργός για την εξέταση των προϋποθέσεων και επί τη υποβολή αιτήσεως, την έκδοση σχετικού πιστοποιητικού εγγραφής στον καθορισμένο τύπο. Συμφώνως του άρθρου 7, με την έκδοση τέτοιου πιστοποιητικού εγγραφής, το σωματείο αποκτά πλήρη νομική προσωπικότητα, ενώ συμφώνως και του άρθρου 17(1), ο έχων τη διοίκηση του σωματείου επιμελείται των υποθέσεων του και το αντιπροσωπεύει δικαστικώς, αλλά και εξωδίκως. Κάθε σωματείο έχει βέβαια το ανάλογο καταστατικό που πρέπει να περιέχει τα όσα καθορίζονται στο άρθρο 8, τροποποίηση δε του καταστατικού συμφώνως του άρθρου 9, ισχύει μόνο από την καταχώρηση της στο Μητρώο Σωματείων και Ιδρυμάτων που τηρεί ο Έφορος.
Δυνάμει περαιτέρω του άρθρου 18, η συνέλευση των μελών αποτελεί το ανώτατο όργανο του σωματείου, απόφαση δε προς τροποποίηση του καταστατικού, εκτός αν το ίδιο διαφορετικά προνοεί, χρειάζεται με βάση το άρθρο 22(1) την παρουσία του ημίσεως τουλάχιστον των μελών πλέον ενός και την πλειοψηφία των τριών τετάρτων των παρόντων.
Ενδιαφέρει εδώ ιδιαιτέρως το άρθρο 23, το εδάφιο (1) του οποίου προνοεί ότι απόφαση συνελεύσεως αντικειμένη στο Νόμο ή το καταστατικό είναι άκυρος, η ακυρότητα δε αυτή «.. κηρύσσεται υπό του δικαστηρίου επί τη αγωγή μέλους μη συναινέσαντος ή παντός έχοντος έννομον συμφέρον.». «Δικαστήριο» δυνάμει του άρθρου (2) του Νόμου, σημαίνει το αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο εντός του ορίου της τοπικής αρμοδιότητας του οποίου βρίσκεται η έδρα του σωματείου. Προκύπτει, επομένως, σαφέστατα ότι η διαφορά που έχει προκύψει με βάση τα όσα καταγράφονται ως γεγονότα στην αίτηση ακύρωσης σε σχέση με την τροποποίηση του καταστατικού της Ένωσης, αλλά και την απόφαση περί εκλογής του αιτητή 2 ως προέδρου αυτής, αποτελούν ζητήματα τα οποία πρέπει να οδηγηθούν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου προς επίλυση τους. Και αυτό βεβαίως ως λογική απόρροια του γεγονότος ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο θα πρέπει να ακούσει και να αξιολογήσει μαρτυρία σε σχέση με την προκύψασα διαφορά, ώστε να προβεί σε ανάλογα ευρήματα, ουσιώδη για την κατάληξη του, λύοντας έτσι την όποια διαφορά.
Εισηγούνται όλοι οι αιτητές ότι νομιμοποιούνται στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής, έχοντας προς τούτο έννομο συμφέρον, διότι αυτοί δεν προσβάλλουν το κύρος της απόφασης της γενικής συνέλευσης, αλλά τη διοικητική πράξη που προέκυψε από την απόφαση του Εφόρου να αποδεχθεί την εγγραφή της τροποποίησης του καταστατικού. Η προσφυγή επιδιώκει να ελέγξει τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης η οποία λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί δέουσα έρευνα που να ήλεγχε ότι τηρήθηκαν τα δέοντα που προκύπτουν από το καταστατικό, αλλά και το Νόμο σε σχέση με την διαδικασία που ακολουθήθηκε και που οδήγησε στην τροποποίηση. Αυτό ισοδυναμεί όμως με την τοποθέτηση της άμαξας μπροστά από το άλογο. Αυτό, διότι οι μεν αιτητές 3 και 4, ως μέλη της Ένωσης προς θεμελίωση της θέσης τους ότι η τροποποίηση παραβίασε το καταστατικό και τις προϋποθέσεις αυτού για σύγκλιση νόμιμης γενικής συνέλευσης, θα πρέπει να αποταθούν πρώτα στο Επαρχιακό Δικαστήριο, δείχνοντας ταυτόχρονα ότι έχουν προς τούτο έννομο συμφέρον ως ορίζει το άρθρο 23(1) του Νόμου, ο δε αιτητής 2, έχει τον αυτό σκόπελο να υπερπηδήσει προτού είναι σε θέση να ελέγξει την απόφαση του Εφόρου να εγκρίνει την τροποποίηση, ως διοικητική πράξη.
Το αν είναι ή παραμένει Πρόεδρος, έχοντας την ευθύνη της εκπροσώπησης της Ένωσης, μαζί με την εκτελεστική επιτροπή, στις μετά τρίτων σχέσεις της Ένωσης κατά το άρθρο 16(ε) του καταστατικού και την εκπροσώπηση της δικαστικώς κατά το άρθρο 17(1) του Νόμου, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Εφόρου, αλλά στην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Και είναι αυτό που θέλουν οι αιτητές να ελεγχθεί διά της προσφυγής τους, όπως καθίσταται άλλωστε πρόδηλο και από τα εκτεθέντα επιχειρήματα τους στη γραπτή τους αγόρευση επί της ουσίας, τα οποία και διέρχονται μέσα από τον έλεγχο της διεξαχθείσας εκλογής και της προηγηθείσας σύγκλισης της γενικής συνέλευσης.
Είναι σαφές επομένως ότι δεν υπάρχει, ούτε προκύπτει από την απόφαση του Εφόρου, εκτελεστή διοικητική πράξη με δεδομένο ότι με ρητή νομοθετική πρόνοια προηγείται ο έλεγχος του κύρους της απόφασης της γενικής συνέλευσης της Ένωσης για την οποία αποκλειστική αρμοδιότητα έχει το οικείο Επαρχιακό Δικαστήριο. Η παρούσα προσφυγή αποτελεί στην ουσία συγκαλυμμένη ενέργεια ελέγχου θεμάτων που κατά το Νόμο, οφείλουν να εξεταστούν και να επιλυθούν πρωτίστως και αποκλειστικώς από Επαρχιακό Δικαστήριο.
Εκείνο το οποίο εισηγούνται οι αιτητές στην ουσία είναι το αναθεωρητικό Δικαστήριο να προβεί σε έλεγχο νομιμότητας της απόφασης του Εφόρου να δεχθεί την τροποποίηση του καταστατικού, υπεισερχόμενο έτσι το ίδιο σε διαδικασία που νομοθετικά έχει δοθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Στην ουσία η προκύψασα διαφορά ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και όχι στο δημόσιο δίκαιο με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Ο Έφορος θα επενέβαινε στην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου εάν έπραττε ως εισηγούνται οι αιτητές, εξετάζοντας, δηλαδή, τα δεδομένα που οδήγησαν στην τροποποίηση και την παρουσίαση εκ μέρους της Ένωσης του σχετικού ψηφίσματος προς εγγραφή.
Ενόψει όλων των πιο πάνω δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ενασχόληση με την πρώτη προδικαστική ένσταση που σχετίζεται με τη διαφορά της νομότυπης ή μη εκλογής συγκεκριμένου ατόμου στην προεδρία της Ένωσης. Το θέμα έχει ήδη απαντηθεί ανωτέρω. Το πρόβλημα αυτό επιλύεται ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου με αγωγή, όπως και αναφέρεται άλλωστε στην παρ. 9 των γεγονότων ότι μεταξύ των διαδίκων ήδη εκκρεμούν διάφορες αγωγές.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων. Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ