ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1631/2008)
17 Νοεμβρίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ
ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
____________________
Κ. Χατζηϊωάννου, για την Αιτήτρια.
Ν. Κλεάνθους (κα.) για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
_____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή της η αιτήτρια ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι το διάταγμα του καθ΄ ου η αίτηση με αρ. ΔΕ10/08, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ως ΚΔΠ 321/08 την 8.8.2008, και με το οποίο τροποποιείται το περί Παροχής Συνεγκατάστασης και από Κοινού Χρήσης Διευκολύνσεων Διάταγμα (ΚΔΠ 338/06), είναι άκυρο, παράνομο και χωρίς οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Με την προσφυγή ζητείται επίσης διάταγμα με το οποίο να ακυρώνεται το προαναφερόμενο διάταγμα ΔΕ10/08.
Η αιτήτρια είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου που ιδρύθηκε δια νόμου και είναι επιφορτισμένη με την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στην Κύπρο. Ο καθ΄ ου η αίτηση είναι ο Επίτροπος Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΡΗΕΤ), σύμφωνα με τον Ν 112(Ι)/2004. Η αιτήτρια είναι «υπόχρεος οργανισμός», υπό την έννοια της ΚΔΠ 338/06, δηλαδή είναι υποχρεωμένη να προσφέρει διευκολύνσεις συνεγκατάστασης και από κοινού χρήσης διευκολύνσεων, περιλαμβανομένων αγωγών. Ο ΕΡΗΕΤ, μετά από διαβούλευση, εξέδωσε το επίδικο διάταγμα με το οποίο καθορίζεται τρόπος υπολογισμού ετήσιου κόστους χρήσης αγωγού, ο οποίος είναι αδύνατο να εφαρμοστεί, κατά τον ισχυρισμό της αιτήτριας.
Η αιτήτρια προσβάλλει το επίδικο διάταγμα ως εκδοθέν καθ΄ υπέρβαση των εξουσιών που παρέχονται από τα άρθρα 20 και 152 του Ν 112(Ι)/2004 και γενικά του εν λόγω νόμου, ως αναιτιολόγητο και αυθαίρετο, ως προϊόν ελλιπούς ή ανύπαρκτης έρευνας και ως διάταγμα που εκδόθηκε με πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα.
Είναι θέση της αιτήτριας ότι τα άρθρα 20 (ια) και 152 του προαναφερόμενου νόμου δεν παρέχουν εξουσία στον καθ΄ ου η αίτηση να επιβάλει, με διάταγμα, μεθοδολογία υπολογισμού κόστους και μάλιστα με αναλυτικό και επακριβή προσδιορισμό συνιστωσών κόστους σε μοντέλο από τρία μέρη. Κατά την αιτήτρια, η πρόνοια του άρθρου 20 (ια) δεν εξουσιοδοτεί τον εκ των προτέρων καθορισμό μεθοδολογίας υπολογισμού και μάλιστα με μέθοδο που καταλήγει σε «τέλος» και όχι σε πλαίσιο χρεώσεων ή ανώτατο ή κατώτατο τέλος. Η εξουσία αυτή, κατά την αιτήτρια, ασκείται μόνον όταν αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών. Το μόνο που μπορεί ο καθ΄ ου η αίτηση να επιβάλει εκ των προτέρων είναι τη διαθεσιμότητα και τη διαλειτουργικότητα.
Αναφορικά με την κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη αιτιολογίας και τη λανθασμένη αιτιολογία, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι, παρόλο που ο καθ΄ ου η αίτηση επικαλείται τη μέθοδο του ανάλογου οργανισμού στη Βρετανία (της Ofcom), εντούτοις η μέθοδος υπολογισμού την οποία επέβαλε ο καθ΄ ου η αίτηση δεν είναι η ίδια με εκείνη που επιβάλλει ο αντίστοιχος οργανισμός στη Βρετανία. Ο καθ΄ ου η αίτηση επέβαλε δύο εναλλακτικές μεθόδους υπολογισμού του κόστους: (α) με βάση το ιστορικό κόστος και την απόσβεση του με χρονική περίοδο όχι λιγότερο των 20 ετών και (β) σε περίπτωση που δεν εξευρεθεί το ιστορικό κόστος, με βάση το αναπροσαρμοσμένο ιστορικό κόστος που είναι το τρέχον κόστος μειωμένο σύμφωνα με τον πληθωρισμό, από την ημερομηνία κατασκευής του αγωγού.
Ο τρίτος ισχυρισμός της αιτήτριας είναι ότι το επίδικο διάταγμα επιβάλλει μεθόδους υπολογισμού του κόστους των αγωγών, που είναι αδύνατο να εφαρμοστούν. Ούτε το ιστορικό κόστος, με χρονική περίοδο όχι λιγότερο των 20 ετών, είναι εύκολο να διαπιστωθεί, αλλά ούτε και το αναπροσαρμοσμένο ιστορικό κόστος είναι εύκολο να εξευρεθεί. Περαιτέρω ο διαχωρισμός των αγωγών σε αστικές και αγροτικές περιοχές, στον οποίο προέβη ο καθ΄ ου η αίτηση, δεν μπορεί να εφαρμοστεί και είναι αυθαίρετος. Ένα διάταγμα που δεν μπορεί να εφαρμοστεί είναι, κατά την εκτίμηση της αιτήτριας, προϊόν ελλιπούς έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο.
Ο καθ΄ ου η αίτηση απορρίπτει όλους τους ισχυρισμούς και τις θέσεις της αιτήτριας και εισηγείται πως αυτός ενήργησε μέσα στα πλαίσια των εξουσιών που του παρέχει ο σχετικός νόμος, έδωσε επαρκή και ορθή αιτιολογία αφού έλαβε υπόψη τη διαβούλευση στην οποία προέβηκε αλλά και τις πρακτικές που ακολουθούνται από άλλες χώρες και κυρίως από τη Βρετανική Ρυθμιστική Αρχή Ofcom. Ακόμα ισχυρίζεται ότι οι μέθοδοι τις οποίες επιβάλλει το επίδικο διάταγμα είναι εφαρμόσιμες και εύλογες. Συναφώς, αναφέρει ο καθ΄ ου η αίτηση, ότι ένας οργανισμός του μεγέθους της αιτήτριας δεν είναι δυνατό να μην τηρεί στοιχεία και πληροφορίες που αφορούν στα έργα υποδομής της και στο κόστος δημιουργίας των έργων αυτών.
Μελέτησα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία. Ομολογώ ότι βρίσκω εξαιρετικά δυσνόητες τις πρόνοιες του προαναφερόμενου Ν 112(Ι)/2004. Μου φαίνεται ότι περιλαμβάνει πρόνοιες που θα ήταν περισσότερο κατανοητές σε ανθρώπους με γνώσεις και πείρα στα θέματα τα οποία ρυθμίζει. Παρόλα αυτά προσπάθησα να κατανοήσω τις σχετικές πρόνοιες του νόμου και να τις εφαρμόσω στα δεδομένα της υπόθεσης. Καθοδηγήθηκα από την πρόσφατη απόφαση του αδελφού Δικαστή Κωνσταντινίδη στην Υπόθεση 392/07, μεταξύ των ιδίων μερών, ημερ. 15.9.2010. Στην υπόθεση εκείνη ο αδελφός Δικαστής αναλύει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο καθ΄ ου η αίτηση εκδίδει σχετικά ρυθμιστικά διατάγματα σύμφωνα με το νόμο.
Στην προκείμενη υπόθεση εξέτασα τους τρεις βασικούς ισχυρισμούς της αιτήτριας, δηλαδή την κατ΄ ισχυρισμό υπέρβαση εξουσίας, την έλλειψη αιτιολογίας ή την εσφαλμένη αιτιολογία και την έλλειψη επαρκούς έρευνας που είχε σαν αποτέλεσμα την πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο.
Αναφορικά με την κατ΄ ισχυρισμό υπέρβαση εξουσίας, εκτός από τα άρθρα 20 (ια) και 152 του Ν 112(Ι)/2004, στα οποία αναφέρθηκε η αιτήτρια, έδωσα σημασία και στα άρθρα 58-62. Το άρθρο 58 δίνει εξουσία στον ΕΡΗΕΤ να καθορίσει με διάταγμα και να επιβάλει, στους φορείς εκμετάλλευσης, υποχρεώσεις λογιστικού διαχωρισμού σχετικά με καθορισμένες δραστηριότητες που αφορούν στη διασύνδεση και/ή στην πρόσβαση (άρθρο 58(1)). Το εδάφιο (2) του άρθρου 58 παρέχει εξουσία στον ΕΡΗΕΤ να καθορίζει τη μορφή και τη λογιστική μέθοδο που πρέπει να χρησιμοποιούν οι φορείς εκμετάλλευσης. Το άρθρο 60 παρέχει εξουσία στον ΕΡΗΕΤ να επιβάλλει υποχρεώσεις, με διατάγματα που εκδίδει, σχετικά με την ανάκτηση κόστους καθώς και ελέγχους τιμών που περιλαμβάνουν υποχρέωση καθορισμού των τιμών με γνώμονα το κόστος, και υποχρέωση ως προς τα συστήματα κοστολόγησης για την παροχή ειδικών τύπων διασύνδεσης και/ή πρόσβασης, σε περιπτώσεις όπου η ανάλυση αγοράς καταδεικνύει ότι η έλλειψη αποτελεσματικού ανταγωνισμού σημαίνει ότι ο ενδιαφερόμενος φορέας εκμετάλλευσης μπορεί να διατηρεί τις τιμές σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα ή να συμπιέζει τις τιμές σε βάρος των τελικών χρηστών (άρθρο 60 (1)). Το εδάφιο (3) του άρθρου 60 προνοεί ότι για τον υπολογισμό του κόστους αποτελεσματικής παροχής υπηρεσιών ο ΕΡΗΕΤ μπορεί να χρησιμοποιεί κοστολογικά πρότυπα, ανεξάρτητα από αυτά που χρησιμοποιούνται από το φορέα εκμετάλλευσης. Ο ΕΡΗΕΤ έχει εξουσία ακόμη να απαιτεί από το φορέα εκμετάλλευσης να αιτιολογεί πλήρως τις τιμές.
Έχοντας κατά νου τις ευρείες εξουσίες που παρέχονται στον ΕΡΗΕΤ από τον προαναφερόμενο νόμο και ιδιαίτερα τις πρόνοιες των προαναφερόμενων άρθρων, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ήταν εντός των εξουσιών του ΕΡΗΕΤ να καθορίσει μέθοδο υπολογισμού του κόστους, των δαπανών και των τελών για συνεγκατάσταση σε αγωγούς, κατά τον τρόπο που έπραξε, με το επίδικο διάταγμα. Κατά την εκτίμηση μου και ο διαχωρισμός των προϊόντων συνεγκατάστασης αγωγών, στον οποίο προέβηκε ο ΕΡΗΕΤ, υποδιαιρώντας τα προϊόντα σε τρεις κατηγορίες, ήταν εντός των εξουσιών του, λαμβανομένων υπόψη ιδιαίτερα των άρθρων 58 και 60, αλλά και ο καθορισμός των συνιστωσών κόστους για τις μη επαναλαμβανόμενες δαπάνες, για συνεγκατάσταση σε αγωγούς, ήταν επίσης εντός των εξουσιών του. Δεν θεωρώ ότι το επίδικο διάταγμα στερείται αιτιολογίας ή επαρκούς αιτιολογίας, αντίθετα θεωρώ ότι σε αυτό επεξηγείται επαρκώς η μεθοδολογία υπολογισμού του κόστους, των δαπανών και των τελών για συνεγκατάσταση σε αγωγούς. Επίσης δεν θεωρώ ότι η μέθοδος υπολογισμού του κόστους, με τους προαναφερόμενους δύο διαζευκτικούς τρόπους, είναι παράλογη ή είναι αδύνατο να εφαρμοστεί. Κατά την κρίση μου, η αιτήτρια μπορεί να ανατρέξει είτε στο ιστορικό κόστος με χρονική περίοδο όχι πιο κάτω από 20 χρόνια, είτε να αναπροσαρμόσει το ιστορικό κόστος με τη μέθοδο του τρέχοντος κόστους αναπροσαρμοσμένου με βάση τον πληθωρισμό από την ημερομηνία κατασκευής του αγωγού. Εκτιμώ ότι η προαναφερόμενη μέθοδος είναι εφικτό να εφαρμοστεί, και επιπρόσθετα θεωρώ ότι δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο αλλά ούτε και παρερμηνεία, εκ μέρους του καθ΄ ου η αίτηση, ως προς τα εφαρμοζόμενα στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στη Βρετανία.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω και αφού μελέτησα τις σχετικές πρόνοιες ενός, γενικά δυσνόητου, νόμου κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την ακύρωση του επίδικου διατάγματος.
Κατά συνέπεια η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200.- έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει υπέρ του καθ΄ ου η αίτηση.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.