ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1495/2008)
29 Σεπτεμβρίου, 2010
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ - ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Αιτήτρια,
- ν -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
Α. Κουντουρή, για την Αιτήτρια.
Φ. Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ο διορισμός του Αστυνόμου Α΄ κ. Μυριάνθη Ιορδάνους στην ειδικευμένη θέση Προϊσταμένου Σπουδών (Πρώτου Διορισμού) Αστυνόμου Α΄, που ίσχυε από την 7.12.2005, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφαση που εκδόθηκε στις 11.4.2008 στο πλαίσιο της προσφυγής αρ. 796/2005 που είχε καταχωρήσει η αιτήτρια. Ακολούθησε επανεξέταση του θέματος, η οποία απέληξε στον επαναδιορισμό του ίδιου προσώπου στη θέση εκείνη, αναδρομικά από την 7.12.2005.
Με την παρούσα προσφυγή της, η ίδια αιτήτρια προσβάλλει και πάλι τη νομιμότητα και/ή ορθότητα της απόφασης εκείνης που λήφθηκε από τον Αρχηγό Αστυνομίας, εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, και είχε γνωστοποιηθεί με τις εβδομαδιαίες διαταγές ημερομηνίας 21.7.2008.
Ένας από τους εγειρόμενους από την αιτήτρια λόγους ακύρωσης αφορά στην κατά τον ισχυρισμό της παραβίαση του δεδικασμένου και, λόγω τη φύσης του λόγου τούτου και της εγγενούς σπουδαιότητας που ενέχει, θα τον εξετάσω κατά προτεραιότητα.
Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση του δεδικασμένου ή πεπλανημένη εφαρμογή του.
Σύμφωνα με την αιτήτρια, στην απόφασή του στην προαναφερθείσα προσφυγή αρ. 796/2005, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής που είχε συσταθεί, εσφαλμένα υιοθέτησε την άποψη της Υπεπιτροπής και εσφαλμένα έκρινε ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε την πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας για 8ετή μεταπτυχιακή πείρα ή/και ότι η κατάληξη αυτή είχε γίνει χωρίς να έχει διεξαχθεί δέουσα έρευνα και ήταν αναιτιολόγητη. Παρά ταύτα, κατά την επανεξέταση, η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής εσφαλμένα έκρινε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφασή του άφησε άθικτη τη διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής του υποψηφίου και τη σχετική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με αποτέλεσμα να υιοθετήσει τις ενέργειές της η νέα Επιτροπή που διορίστηκε.
Η μελέτη των γεγονότων που περιβάλλουν το θέμα τούτο, αποκαλύπτει τα ακόλουθα: Κατά τη διαδικασία η οποία είχε απολήξει στην απόφαση που ακυρώθηκε με την προαναφερθείσα απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής (Σ.Ε.Ε.), την οποία διόρισε ο Αρχηγός Αστυνομίας, διαπίστωσε ότι η αιτήτρια και άλλος αιτητής, δεν είχαν υποβάλει τις αναγκαίες βεβαιώσεις ώστε να τεκμηριώνεται η κατοχή απ΄ αυτούς του προσόντος που απαιτείτο στην παράγραφο 2(γ) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Η παράγραφος εκείνη απαιτούσε την κατοχή ". οκταετούς τουλάχιστο μεταπτυχιακής πείρας συναφούς με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης." Ακολούθως δε, η Σ.Ε.Ε. προχώρησε στη σύσταση υπεπιτροπής, αποτελούμενης από δύο μέλη της Σ.Ε.Ε. για να προβεί στην αξιολόγηση των αιτήσεων και να διαπιστώσει κατά πόσο οι αιτητές πληρούσαν τα απαραίτητα προσόντα. Αυτή η υπεπιτροπή, αφού συνέλεξε τα στοιχεία που ζητούνταν από τους αιτητές, κατέληξε ότι οι αιτητές δεν πληρούσαν όλα τα απαιτούμενα προσόντα και συγκεκριμένα ότι η αιτήτρια είχε "συνολικά 4 χρόνια εμπειρίας σε θέματα συναφή με τα καθήκοντα της θέσης." Αναγνώρισε δηλαδή ότι η αιτήτρια από τη συνολική εργασία της σε θέματα διδασκαλίας στην Αστυνομική Ακαδημία, θεωρείται ότι κατείχε ενάμιση χρόνο εμπειρίας σε θέματα συναφή με την αιτούμενη θέση, ενώ για την υπηρεσία της στο Τμήμα Μελετών και Ανάπτυξης, στην Υ.Κ.Α.Ν. και στο Γραφείο Ευρωπαϊκής Ένωσης της Αστυνομικής Ακαδημίας, θεωρείται ότι κατείχε ένα έτος εμπειρίας σε θέματα συναφή με την αιτούμενη θέση. Περαιτέρω, η υπεπιτροπή αναγνώρισε ότι για την 7ετή υπηρεσία και επαφή της με τα γενικά καθήκοντα και υποχρεώσεις της Αστυνομικής Ακαδημίας, θεωρείται ότι αυτό προσμετρούσε κατά 20%, δηλαδή περίπου ενάμιση χρόνο εμπειρίας σε θέματα συναφή με την αιτούμενη θέση. Τα επί σειρά ετών καθήκοντα της αιτήτριας ως βιβλιοθηκονόμου στην Ακαδημία, δεν θεωρήθηκαν ως συναφή με τα καθήκοντα της θέσης που αιτείτο. Η Σ.Ε.Ε. συμφώνησε με την εισήγηση της υπεπιτροπής και, αφού κρίθηκε ότι δεν υπήρχαν υποψήφιοι που πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα εντός των κόλπων της Αστυνομικής Δύναμης, η επίδικη θέση προκηρύχθηκε για υποβολή υποψηφιοτήτων από πολίτες της Δημοκρατίας.
Επιλαμβανόμενο των θεμάτων που ηγέρθηκαν στο πλαίσιο της προσφυγής αρ. 796/2005, το Ανώτατο Δικαστήριο εντόπισε περαιτέρω από τα τηρηθέντα πρακτικά της Επιτροπής ότι, πέραν από τη λήψη αποδεικτικών στοιχείων της πείρας από τους ίδιους τους αιτητές, αποφασίστηκε όπως ζητηθεί από τους Αστυνομικούς Διευθυντές υπό τη διοίκηση των οποίων υπηρετούσαν οι αιτητές, να ενημερώσουν την Επιτροπή για τα καθήκοντα που εκτελούσαν σε σχέση με τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας. Όμως, στα πρακτικά της υπεπιτροπής δεν υπάρχει αναφορά σε αποδεικτικά στοιχεία της πείρας της αιτήτριας προερχόμενα από τους Αστυνομικούς Διευθυντές. Το Δικαστήριο δε προχώρησε, διαπιστώνοντας τα εξής:
"Προβαίνει η υπεπιτροπή με μια δική της μέθοδο σε αποτίμηση της υπηρεσίας της αιτήτριας σε χρόνο εμπειρίας που αναμφίβολα καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο. Δεν έγινε καμιά αναφορά στα καθήκοντα που εκτελούσε η αιτήτρια στις θέσεις που υπηρέτησε για να διαπιστωθεί αν πληρούσε την απαίτηση της οκταετούς πείρας.
Από την απόφαση της υπεπιτροπής επισημαίνω την αναφορά στη συμπλήρωση από την αιτήτρια συγκεκριμένου αριθμού διδακτικών ωρών για διαλέξεις που έκανε στους εκπαιδευόμενους της Αστυνομικής Ακαδημίας και στα καθήκοντα βιβλιοθηκονόμου. Ορθή είναι η παρατήρηση της δικηγόρου της αιτήτριας ότι το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης δεν απαιτεί τη συμπλήρωση συγκεκριμένου αριθμού διδακτικών ωρών αλλά μεταξύ άλλων, στα καθήκοντα της θέσης περιλαμβάνεται η διδασκαλία.
Κρίνω ότι η αιτιολογία της απόφασης είναι πλημμελής. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να διαμορφώσει πρωτογενή κρίση για την πείρα της αιτήτριας. Προβαίνει σε αναθεωρητικό έλεγχο σε συνάρτηση με την αιτιολογία της κρίσης του διοικητικού οργάνου. Ο έλεγχος, με βάση την αιτιολογία που δόθηκε, δεν είναι εφικτός.
Η ακύρωση της πράξης που προσβάλλεται με το αιτητικό Α πρέπει να ακυρωθεί. Συνεπώς οδηγείται σε ακύρωση και η προσβαλλόμενη με το αιτητικό Β της προσφυγής απόφαση για προκήρυξη της επίδικης θέσης με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για υποβολή αίτησης από πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφού είναι το αποτέλεσμα της απόφασης της Επιτροπής."
Κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η διορισθείσα από τον Αρχηγό Αστυνομίας Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής, επανεξέτασε το θέμα και, όπως ανέφερε σε σχετική Έκθεσή της ημερομηνίας 18.7.2008, μελέτησε την έκθεση της προηγούμενης Επιτροπής στην οποία καταγράφονται όλες οι ενέργειες στις οποίες εκείνη προέβηκε για την επιλογή υποψηφίου υπό το φως, όπως πρόσθετε, του πραγματικού και νομικού καθεστώτος που ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο. Κατέληξε λοιπόν η Επιτροπή στη διαπίστωση ότι τα αποτελέσματα της αξιολόγησής της, συνάδουν πλήρως με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που έγινε από την Σ.Ε.Ε. κατά τον ουσιώδη χρόνο. Συνόψισε δε ως εξής:
"ΑΠΟΦΑΣΗ
9. Η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής, συνοψίζοντας όλα τα πιο πάνω, λαμβάνοντας υπόψη:
α. Την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 796/2005 και τους λόγους ακύρωσης που αφορούσαν την αξιολόγηση των προσόντων της αιτήτριας που υπέβαλε αίτηση κατόπιν εσωτερικής προκήρυξης προς τα μέλη της Αστυνομίας, καθώς και τα συμπεράσματα της δέουσας έρευνας η οποία διεξήχθη από την υποεπιτροπή, αποκαθιστώντας έτσι την τρωθείσα νομιμότητα, η οποία διαταράχθηκε με την προηγούμενη έλλειψη δέουσας έρευνας.
β. Το γεγονός ότι με βάση την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής του υποψηφίου που διενεργήθηκε με βάση την προκήρυξη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, παρέμεινε άθικτη και ως εκ τούτου καλύπτεται από το Δεδικασμένο ως ορθή και νόμιμη.
γ. Τα αποτελέσματα της επαναξιολόγησης των αιτήσεων που διενήργησε, αφού μελέτησε και την προηγούμενη έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής, η οποία παρέμεινε άθικτη, κρίνει ότι οι διαδικασίες για την αξιολόγηση και επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου από την τότε Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής, ήταν οι νενομισμένες και αδιαμφισβήτητες.
10. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, ομόφωνα συμφωνεί με τις ενέργειες που προέβηκε η τότε Επιτροπή, τις οποίες αποφάσισε να υιοθετήσει.
11. Η έκθεση αυτή μαζί με όλα τα επισυναπτόμενα παραρτήματα, υποβάλλεται στον Αρχηγό Αστυνομίας, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 17Α (2)(δ) του περί Αστυνομίας Νόμου (Ν.73(Ι)/2004), όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα."
Η πιο πάνω Έκθεση της Επιτροπής υιοθετήθηκε από τον Αρχηγό της Αστυνομίας και εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, με αποτέλεσμα τον αναδρομικό διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση.
Θα είμαι σύντομος. Πρέπει να παρατηρήσω σε σχέση με αυτό το λόγο ακύρωσης ότι, όχι μόνο αυτός στοιχειοθετείται, αλλά διαπιστώνεται στην υπό εξέταση περίπτωση όχι απλή παραβίαση ή μη συμμόρφωση προς το δεδικασμένο από την προηγηθείσα δικαστική απόφαση, αλλά διαπιστώνεται κατάφωρη παραγνώριση της απόφασης. Παραγνώριση τέτοιου βαθμού που να θέτει προς εξέταση θέμα καταφρόνησης των δικαστικών αποφάσεων. Στην υπό εξέταση περίπτωση, η δικαστική απόφαση την οποία κλήθηκαν να λάβουν υπόψη οι καθ΄ων η αίτηση, ούτε δυσνόητη ήταν, ούτε παρείχε έδαφος για τυχόν παρερμηνείες ή αμφιβολίες. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε στην προηγηθείσα διαδικασία ότι η αιτιολογία της απόφασης της υπεπιτροπής ήταν "πλημμελής". Αυτό από μόνο του τίποτε άλλο δεν μπορεί να σημαίνει παρά ότι έπασχε και επομένως ότι θα έπρεπε να διορθωθεί. Αντ΄ αυτού, έρχεται ξανά η Επιτροπή και αντί να διορθώσει τα εντοπισθέντα ως κακώς έχοντα, με τη μεγαλύτερη ευκολία, τα υιοθετεί ως ορθά. Είχε δε ειδικά επισημάνει το Δικαστήριο τους τομείς στους οποίους έπασχε η αιτιολογία, η οποία αφορούσε την προϋπόθεση για κατοχή προσόντος μεταπτυχιακής πείρας τουλάχιστο οκτώ ετών. Εξήγησε ειδικότερα, ότι ενώ αποφασίστηκε ότι θα εζητούντο οι απόψεις των αστυνομικών διευθυντών, καμιά αναφορά δεν έγινε αργότερα περί τούτου. Εξήγησε περαιτέρω ότι ο τρόπος αποτίμησης της υπηρεσίας της αιτήτριας σε χρόνο εμπειρίας δεν ήταν ορθός, αφού καθιστούσε το δικαστικό έλεγχο ανέφικτο. Ανέφερε το Δικαστήριο ότι καμιά αναφορά δεν έγινε στα καθήκοντα που εκτελούσε η αιτήτρια στις θέσεις που υπηρέτησε για να διαπιστωθεί αν πληρούσε την προϋπόθεση της 8ετούς πείρας. Ενώ δε στα καθήκοντα της επίδικης θέσης περιλαμβανόταν η διδασκαλία και ενώ το σχέδιο υπηρεσίας δεν απαιτούσε τη συμπλήρωση συγκεκριμένου αριθμού διδακτικών ωρών, η υπεπιτροπή παρουσιάστηκε να λαμβάνει υπόψη αριθμό διδακτικών ωρών της αιτήτριας στην Αστυνομική Ακαδημία. Όλα αυτά τα επισήμανε το Ανώτατο Δικαστήριο ως τρωτά σημεία τα οποία και οδήγησαν στην ακύρωση της προηγούμενης απόφασης. Και δυστυχώς, κατά την επανεξέταση, παρέμειναν ανέπαφα και ανέγγιχτα.
Θα πρέπει περαιτέρω να παρατηρήσω ότι ξενίζει πραγματικά η εκτίμηση της Επιτροπής κατά την επανεξέταση σύμφωνα με την οποία "με βάση την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής που διενεργήθηκε με βάση την προκήρυξη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, παρέμεινε άθικτη και ως εκ τούτου καλύπτεται από το Δεδικασμένο ως ορθή και νόμιμη." Η διαδικασία που επιλέγηκε θεωρητικά μπορεί να ήταν ορθή, όμως ούτε ορθά ούτε νόμιμα εφαρμόστηκε, γι΄ αυτό και ακυρώθηκε από το Δικαστήριο. Εκπλήττει δε ακόμα περισσότερο η αναφορά ότι η Σ.Ε.Ε. μελέτησε την προηγούμενη έκθεση της Σ.Ε.Ε., "η οποία παρέμεινε άθικτη". Πώς μπορεί να παρέμεινε άθικτη αφού με αυτήν υιοθετήθηκε η έκθεση της υπεπιτροπής η οποία έπασχε και συνακόλουθα έπασχε και η ίδια;
Διαπιστώνεται στην υπό εξέταση περίπτωση κατάφωρη παραβίαση του δεδικασμένου λόγω της μη συμμόρφωσης προς τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβηκε το Ανώτατο Δικαστήριο στην προηγηθείσα ακυρωτική απόφασή του και της επανάληψης των ίδιων παραλείψεων κατά τη διαδικασία επανεξέτασης.
Με αυτή τη διαπίστωση παρέλκει η εξέταση άλλων θεμάτων που ηγέρθηκαν στην παρούσα προσφυγή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται.
Επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας €2.000 πλέον ΦΠΑ έξοδα.
Κ. Kληρίδης,
/ΧΤΘ Δ.