ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1335/2008)
10 Σεπτεμβρίου, 2010
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΩΣΤΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ ΛΤΔ.,
Αιτητές,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ'ων η αίτηση.
Μ. Μιχαηλίδης, για τους Αιτητές.
Ν. Παρτασίδου για Α. Τριανταφυλλίδης & Υιοί, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Οι καθ'ων η αίτηση λειτουργούν δυνάμει του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου 64(Ι)/2001 και έχουν την ευθύνη λήψης προληπτικών ή κατασταλτικών μέτρων για πράξεις που προσκρούουν στις διατάξεις του εν λόγω Νόμου ή άλλων Νόμων, μεταξύ των οποίων και ο περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμος 114(Ι)/2005 (ο Νόμος). Οι αιτητές είναι δημόσια εταιρεία εισηγμένη στο ΧΑΚ.
Οι καθ'ων η αίτηση με απόφαση τους που λήφθηκε στις 18/2/2008, ασκώντας τις εξουσίες που τους παρέχονται από το άρθρο 42(1)(α) του Νόμου επέβαλαν στους αιτητές διοικητική κύρωση ύψους €14.000 για παράβαση του άρθρου 17 του εν λόγω Νόμου. Την εν λόγω απόφαση τους οι καθ'ων η αίτηση κοινοποίησαν στους αιτητές με επιστολή τους ημερομηνίας 23/5/2008. Παραθέτω τα σχετικά αποσπάσματα από την εν λόγω επιστολή, τα οποία θα πρέπει να λεχθεί αποδίδουν πιστά την εν λόγω απόφαση:
"23 Μαΐου 2008
Κυρίους
Εργοληπτικές Επιχειρήσεις Κώστα Μιχαηλίδη Δημόσια Εταιρεία Λτδ
Λευκωσία
Κύριοι
Θέμα: 1. Εξέταση ενδεχόμενης παράβασης του άρθρου 17 του περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμου του 2005
2. Επιβολή διοικητικών κυρώσεων από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σε συνεδρία της ημερομηνίας 18 Φεβρουαρίου 2008, αποφάσισε ότι η εταιρεία Εργοληπτικές Επιχειρήσεις Κώστα Μιχαηλίδη Δημόσια Εταιρεία Λτδ, υπέπεσε σε παράβαση του Άρθρου 17 του περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμου του 2005 (ο 'Νόμος') αφού δεν υπέβαλε, ως όφειλε, το Ετήσιο Δελτίο για το 2006-2007, σύμφωνα των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου.
Για τη λήψη της ανωτέρω απόφασης, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τα ακόλουθα:
Νομικό Πλαίσιο .................
Στοιχεία και γεγονότα
Από τα στοιχεία που έχει ενώπιον της η Επιτροπή, είχατε προβεί στη δημοσίευση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων για την Εταιρεία για το 2006 στις 23 Απριλίου 2007. Σύμφωνα με το άρθρο 27 του Κανονισμού 809/2004 το ετήσιο δελτίο της Εταιρείας σας έπρεπε να είχε υποβληθεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να δημοσιευτεί, το αργότερο, 20 εργάσιμες μέρες μετά τη δημοσίευση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων. Αντί αυτού, δεν υποβάλατε το Ετήσιο Δελτίο στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και ούτε και προβήκατε στη δημοσίευση του. Ως εκ τούτου έχετε παραβεί τις πρόνοιες του άρθρου 17 του Νόμου.
Εξέταση επιβολής διοικητικών κυρώσεων
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξέτασε το θέμα και αποφάσισε, με βάση την εξουσία που της παρέχεται από το άρθρο 41(2)(α) του Νόμου, όπως σας επιβάλει διοικητικό πρόστιμο ύψους €14.000.
Για τη λήψη της ανωτέρω απόφασης, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τους ακόλουθους παράγοντες:
· Το ετήσιο δελτίο προάγει τη διαφάνεια και την καλύτερη ενημέρωση των επενδυτών μέσω δημοσίευσης που περιέχει ή παραπέμπει σε όλες εκείνες τις πληροφορίες τις οποίες οι εκδότριες εταιρείες δημοσίευσαν ή κατέστησαν διαθέσιμες στο κοινό κατά τους προηγούμενους δώδεκα μήνες. Η μη συμμόρφωση των εκδοτριών εταιρειών με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του άρθρου 17 του Νόμου και του άρθρου 27 του Κανονισμού 809/2004 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δύναται να δυσχεράνει την ευκολότερη ενημέρωση του επενδυτικού κοινού για τα τεκταινόμενα στην Εταιρεία μέσα στο έτος.
· Η Εταιρεία δεν είχε υποβάλει το ετήσιο δελτίο της ούτε για το έτος 2005-2006.
Σε περίπτωση μη καταβολής του υπό εσάς οφειλόμενου ποσού των €14.000, ως το επισυνημμένο τιμολόγιο, μέχρι τις 9 Ιουνίου 2008 θα ληφθούν δικαστικά μέτρα εναντίον σας άνευ οποιαδήποτε άλλης ειδοποίησης.
Η απόφαση της Επιτροπής υπόκειται στο ένδικο μέσο της προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Με εκτίμηση
......"
Οι αιτητές με επιστολή τους ημερομηνίας 10/6/2008 αιτήθηκαν την επανεξέταση της προσβαλλόμενης απόφασης μόνο ως προς το ύψος του επίδικου προστίμου, το οποίο χαρακτηρίζουν «εξοντωτικό». Παράλληλα διαμαρτυρήθηκαν γιατί είχαν, όπως ισχυρίζονται, στερηθεί του δικαιώματος τους να ακουστούν, με αποτέλεσμα η κύρωση να επιβληθεί στην απουσία τους. Τα στοιχεία που κατά τη γνώμη των αιτητών δικαιολογούσαν επανεξέταση του ύψους της επίδικης κύρωσης, εκτίθεντο στην επιστολή. Τα εν λόγω στοιχεία είναι τα ίδια με αυτά που προβάλλονται στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου των αιτητών, γι' αυτό θα αναφερθώ σ' αυτά σε κατοπινό στάδιο.
Το πιο πάνω αίτημα των αιτητών εξετάστηκε από τους καθ'ων η αίτηση στις 14/7/2008 και απορρίφθηκε, καθότι τα υποβληθέντα από τους αιτητές στοιχεία κρίθηκαν ως μη ικανοποιητικά για σκοπούς ανατροπής «των στοιχείων/γεγονότων που οδήγησαν στην απόφαση επιβολής του προστίμου». Τη σχετική απόφαση οι καθ'ων η αίτηση κοινοποίησαν στους αιτητές με επιστολή τους ημερομηνίας 29/7/2008.
Αντιδρώντας οι αιτητές καταχώρισαν την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητούν «Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ'ων η αίτηση η οποία περιλαμβάνεται», σύμφωνα με το αιτητικό της προσφυγής, «στην επιστολή ημερομηνίας 23/5/2008 . καθώς και στις επιστολές των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 11/7/2008 και 29/7/2008 με την οποία αποφάσισαν να τους επιβάλουν διοικητικό πρόστιμο ύψους ευρώ 14.000 για παράβαση του άρθρου 17 του περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμου του 2005 είναι άκυρος, παράνομη και στερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος και/ή νομικού ερείσματος και εν πάση περιπτώσει το επιβληθέν πρόστιμο είναι υπερβαλλόντως υψηλό υπό τις περιστάσεις και/ή έκδηλα υπερβολικό και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας».
Για σκοπούς συμπλήρωσης των γεγονότων θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω και τα πιο κάτω γεγονότα.
Της συνεδρίας των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 18/2/2008 προηγήθηκε άλλη συνεδρία ημερομηνίας 13/8/2007, κατά την οποία οι καθ'ων η αίτηση αποφάσισαν να καλέσουν και κάλεσαν τους αιτητές με επιστολή τους ημερομηνίας 15/10/2007, όπως εντός δέκα ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης προβούν σε γραπτές παραστάσεις καθότι από τα ενώπιον τους στοιχεία ενδεχομένως να προέκυπτε παράβαση από μέρους των αιτητών του άρθρου 17 του Νόμου, αφού φαινόταν ότι οι αιτητές δεν είχαν υποβάλει το ετήσιο δελτίο σύμφωνα με τις πρόνοιες του σχετικού άρθρου.
Στην επιστολή τους ημερομηνίας 15/10/2007 οι καθ'ων η αίτηση αφού παραθέτουν τις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 17 του Νόμου, οι οποίες στην ουσία συνιστούν τη νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης και αφού παραπέμπουν στο άρθρο 27 του Κανονισμού 809/04 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και στις δύο εγκυκλίους τους Ε01.2006 και Ε(2007-1), αντίστοιχα, αναφέρουν και τα πιο κάτω:
"Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιλαμβανόμενη η ίδια της υπόθεσης, ως υποχρεούται βάσει του άρθρου 36(β) του Νόμου της Επιτροπής, αποφάσισε να εξετάσει κατά πόσο οι πιο πάνω ενέργειες σας στοιχειοθετούν την υπό αναφορά ενδεχόμενη παράβαση και κατά πόσο δικαιολογείται η επιβολή, ή μη, διοικητικού προστίμου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 41(2)(α) του περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμου.
Η Επιτροπή πριν να προβεί στην έκδοση της απόφασής της για την ύπαρξη, ή μη, ενδεχόμενης παράβασης και επιβολή διοικητικού προστίμου, καθώς και τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, ή οποιασδήποτε άλλης κύρωσης, θα λάβει υπόψη της τις παραστάσεις σας."
Κατ' αρχήν θα πρέπει να λεχθεί ότι οι αιτητές, δεν αρνούνται ότι παρέβησαν τις πρόνοιες του άρθρου 17 του Νόμου, ούτε αμφισβητούν είτε τη δικαιοδοσία των καθ'ων η αίτηση να επιληφθούν της συγκεκριμένης παράβασης, είτε την εξουσία των τελευταίων να επιβάλλουν κυρώσεις του είδους και της φύσης της επιβληθείσας κύρωσης, το ύψος της οποίας οι αιτητές αμφισβητούν.
Οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης για τους πιο κάτω λόγους:
(α) Η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη στην απουσία τους και χωρίς να ακουστούν οι δικές τους θέσεις και επομένως ελήφθη χωρίς να τους δοθεί η ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους και να θέσουν τη δική τους θέση και εκδοχή κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.
(β) Η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
(γ) Η επιβληθείσα ποινή είναι αυθαίρετη και βασισμένη σε ανύπαρκτο γεγονός.
Λόγος ακύρωσης υπό στοιχείο (α)
Οι αιτητές απορρίπτουν τον ισχυρισμό των καθ'ων η αίτηση ότι η απόφαση των τελευταίων ημερομηνίας 13/8/2007, με την οποία καλούντο όπως υποβάλουν γραπτώς τις οποιεσδήποτε παραστάσεις ενδεχομένως να είχαν σχετικά με ενδεχόμενη παραβίαση από μέρους τους του άρθρου 17 του Νόμου, τους είχε κοινοποιηθεί και μάλιστα με φαξ στις 15/10/2007, ως οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται.
Είναι η θέση των αιτητών ότι η μη κοινοποίηση της πιο πάνω απόφασης στους ιδίους είχε ως αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να ληφθεί στην απουσία τους, χωρίς να τους έχει δοθεί η ευκαιρία να ακουστούν και συγκεκριμένα, να υποβάλουν τις οποιεσδήποτε παραστάσεις ενδεχομένως να είχαν.
Στην αντίπερα όχθη, η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση παραπέμπει στο Παράρτημα Γ στην ένσταση «Fax Call Report», σύμφωνα με το οποίο στις 15/10/2007 απεστάλη στο φαξ των αιτητών η απόφαση των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 13/8/2007.
Μια απλή ανάγνωση του Παραρτήματος Γ στην ένσταση είναι πιστεύω αρκετή για να καταδείξει το ανεδαφικό του ισχυρισμού των αιτητών, ότι δεν τους είχε κοινοποιηθεί η απόφαση της 13/8/2007 και συνακόλουθα τις θέσεις ότι έχουν στερηθεί του δικαιώματος τους να ακουστούν. Σύμφωνα με το εν λόγω Παράρτημα, στις 15/10/2007 και ώρα 14:57:07, απεστάλη στον αριθμό ΦΑΞ 22756378, που είναι ο αριθμός φαξ των αιτητών, η απόφαση της 13/8/2007, αποτελούμενη από τρεις σελίδες. Σύμφωνα πάντα με το εν λόγω έγγραφο, το φαξ έφθασε στον προορισμό του. Το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος αριθμός φαξ ανήκει στους αιτητές, συνάγεται με ασφάλεια από την επιστολή των αιτητών προς τους καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 10/6/2008 (Παράρτημα Η στην ένσταση), στην οποία ο συγκεκριμένος αριθμός φαξ αναγράφεται ως ο αριθμός φαξ των αιτητών. Εξάλλου, στον ίδιο αριθμό φαξ οι καθ'ων η αίτηση κοινοποίησαν στους αιτητές την επιστολή με την προσβαλλόμενη απόφαση, επιστολή την οποία οι αιτητές παρέλαβαν.
Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός των αιτητών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κάτω από συνθήκες που παραβιάζουν το δικαίωμα τους να ακουστούν είναι αβάσιμος. Συνακόλουθα ο υπό στοιχείο (α) λόγος ακύρωσης κρίνεται ως αβάσιμος.
Εν πάση όμως περιπτώσει, σε σχέση με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης υπάρχει ακόμα μια παράμετρος. Στους αιτητές δόθηκε ευκαιρία να ακουστούν έστω και μετά τη λήψη της απόφασης, με σκοπό την επανεξέταση του θέματος, μη αποκλειομένης και της αναθεώρησης της προσβαλλόμενης απόφασης. Την ευκαιρία αυτή την εκμεταλλεύτηκαν οι αιτητές, οι οποίοι με επιστολή τους ημερομηνίας 10/6/2008 ζήτησαν επανεξέταση της απόφασης και αναθεώρησή της ως προς το ύψος του προστίμου, εκθέτοντας προς τούτο τα στοιχεία επί των οποίων το αίτημα τους εδραζόταν. Οι καθ'ων η αίτηση δεν αγνόησαν την εν λόγω επιστολή (βλ. επιστολή αιτητών 11/7/2008). Αντίθετα, επελήφθηκαν του αιτήματος των αιτητών και υπό το φως των στοιχείων που οι τελευταίοι έθεσαν ενώπιον τους, επανεξέτασαν το όλο θέμα για τους λόγους όμως που παραθέτουν στην επιστολή τους ημερομηνίας 14/7/2008, την οποία κοινοποίησαν στους αιτητές στις 29/7/2008, απέρριψαν το αίτημα. Εξ' ου και η καταχώριση της παρούσας προσφυγής.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, έχω τη γνώμη ότι στους αιτητές δόθηκε το δικαίωμα να ακουστούν και οι αιτητές απλά επέλεξαν να μην το ασκήσουν.
Ως αποτέλεσμα, ο υπό στοιχείο (α) λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Λόγοι ακύρωσης υπό στοιχεία (β) και (γ)
Επειδή οι πιο πάνω λόγοι ακύρωσης είναι συνυφασμένοι άρρηκτα μεταξύ τους και ταυτόχρονα αλληλοσυναρτώμενοι, θα τους εξετάσω μαζί.
Τα σχετικά με τους συγκεκριμένους λόγους ακύρωσης επιχειρήματα του κ. Μιχαηλίδη, περιστρέφονται γύρω από τις πιο κάτω δύο θέσεις:
Η αιτήτρια είναι μια από τις μικρότερες ενταγμένες στο ΧΑΚ δημόσιες εταιρείες, με πολύ περιορισμένο κύκλο εργασιών. Συνακόλουθα, πολύ περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων. Το παράπτωμα για το οποίο της επεβλήθη η επίδικη κύρωση ήταν τυπικού χαρακτήρα, καθότι και οι τρεις ανακοινώσεις είχαν έγκαιρα δημοσιευθεί στον τύπο. Καμιά ζημιά δεν έχει προκληθεί σε τρίτους από την παράλειψη συμμόρφωσης με τις πρόνοιες του άρθρου 17 και η παράλειψη συμμόρφωσης δεν ήταν εσκεμμένη.
Υπό το φως των πιο πάνω περιστάσεων, η επιβληθείσα ποινή δεν είναι, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών, μόνο υπερβολική, είναι και καταστροφική για τους αιτητές, οι οποίοι ενόψει της οικονομικής αδυναμίας τους να ανταποκριθούν σε ένα τόσο ψηλό πρόστιμο, μελετούν και αυτό ακόμα το ενδεχόμενο απόσυρσης τους από το ΧΑΚ.
Πέραν και ανεξάρτητα των πιο πάνω, είναι η θέση των αιτητών ότι η επιβληθείσα ποινή παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας καθότι από τις 41 εταιρείες στις οποίες επεβλήθη παρόμοιας φύσης και είδους διοικητική κύρωση με αυτή που επεβλήθη στους αιτητές σε σχέση με την ίδια παράλειψη, μόνο σε οκτώ επεβλήθη κύρωση πέραν των €8.500 και μόνο σε δύο από τις οκτώ, μια ήταν η αιτήτρια εταιρεία, επεβλήθη πρόστιμο €14.000.
Τέλος, είναι η θέση των αιτητών ότι, εφόσον στην επιστολή ημερομηνίας 15/10/2007 δεν γίνεται μνεία για παράλειψη των αιτητών να υποβάλουν ετήσιο δελτίο και για την περίοδο 2005-2006, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι τρωτή καθότι είναι αυθαίρετη και βασισμένη σε «ανύπαρκτο γεγονός».
Οι θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των καθ'ων η αίτηση, οι οποίοι απορρίπτουν τη θέση των αιτητών, είναι περιληπτικά οι πιο κάτω:
Ο ισχυρισμός των αιτητών περί άνισης μεταχείρισης είναι αόριστος, ασαφής και γενικός και ως τέτοιος θα πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου, η κάθε μια από τις 41 περιπτώσεις, περιλαμβανομένης αυτής των αιτητών, κρίθηκε στη βάση των δικών της γεγονότων και γενικά στοιχείων.
Αναφορικά με τη θέση ότι η ποινή είναι υπερβολική, είναι η θέση των καθ'ων η αίτηση ότι η συγκεκριμένη ποινή, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων, είναι ορθή. Εξάλλου, το θέμα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια των καθ'ων η αίτηση, η κρίση των οποίων δεν μπορεί να υποκατασταθεί από το Δικαστήριο.
Αναφορικά με τη θέση των αιτητών ότι το πρόστιμο είναι υπερβολικό (πρώτο σκέλος λόγου ακύρωσης 2), περιορίζομαι να παραθέσω τα όσα σχετικά λέχθηκαν από τον νυν Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Π. Αρτέμη στα πλαίσια της Προσφυγής 301/2006, Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτροπής Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, 20/12/2007, με τα οποία συμφωνώ και τα οποία υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας απόφασής μου:
"Τη διαδικασία της προσφυγής με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος, το Δικαστήριο δεν ελέγχει την κρίση του διοικητικού οργάνου όσον αφορά το ύψος του διοικητικού προστίμου, διότι αυτό υπόκειται στην κρίση του οργάνου. Ο έλεγχος που ασκείται είναι έλεγχος νομιμότητας της επίδικης κρίσης του."
Αναφορικά με τη θέση των αιτητών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας (δεύτερο σκέλος λόγου ακύρωσης 2) επισημαίνω τα πιο κάτω.
Οι επί τούτου ισχυρισμοί των αιτητών όντως χαρακτηρίζονται, όπως και η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση επισημαίνει, από αοριστία, ασάφεια και γενικότητα και ως τέτοιοι δεν μπορούν να αποτελέσουν υπόβαθρο για ασφαλές συμπέρασμα ότι οι αιτητές έχουν αποσείσει το επί του προκειμένου βάρος απόδειξης που τους βαραίνει. Η κάθε μια από τις 41 περιπτώσεις κρίθηκε στη βάση των δικών της γεγονότων και γενικά στοιχείων, τα οποία δεν έχουν καταστεί γνωστά στο Δικαστήριο. Η γενική, αόριστη και ασαφής αναφορά των αιτητών στην επιβολή προστίμου πέραν των €8.500 σε οκτώ από τις 41 εταιρείες και σε δύο από τις οκτώ στην επιβολή προστίμου €14.000, χωρίς την παράθεση οποιωνδήποτε γεγονότων και/ή στοιχείων του πραγματικού υπόβαθρου επί του οποίου οι σχετικές αποφάσεις των καθ'ων η αίτηση λήφθηκαν, στερεί από το Δικαστήριο το υπόβαθρο επί του οποίου μπορεί να βασισθεί για να εκφέρει επί του συγκεκριμένου ζητήματος κρίση.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι τρωτή γιατί είναι αυθαίρετη και/ή γιατί εδράζεται επί ανύπαρκτου γεγονότος (λόγος ακύρωσης 3).
Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης εδράζεται επί της θέσης ότι στην επιστολή της 15/10/2007, με την οποία οι καθ'ων η αίτηση πληροφορούσαν τους αιτητές για ενδεχόμενη παραβίαση του άρθρου 17 του Νόμου, και τους καλούσαν να προβούν σε γραπτές παραστάσεις προτού προβούν στην έκδοση σχετικής απόφασης, δεν γίνεται καμιά αναφορά για ενδεχόμενη παράβαση για προηγούμενα έτη και δη για την περίοδο 2005-2006.
Ούτε η εν λόγω θέση με βρίσκει σύμφωνο. Στους αιτητές δόθηκε η ευκαιρία να θέσουν ενώπιον των καθ'ων η αίτηση, πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, τις οποιεσδήποτε παραστάσεις ενδεχομένως να επιθυμούσαν να θέσουν και επέλεξαν να μην το πράξουν. Ανεξάρτητα όμως τούτου, στην επιστολή τους με ημερομηνία 10/6/2008 με την οποία, υπενθυμίζω, οι αιτητές αιτήθηκαν την επανεξέταση της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το ύψος του επίδικου ποσού, οι τελευταίοι παραδέχονται τη συγκεκριμένη παράλειψη. Παραθέτω τη σχετική αναφορά τους από την εν λόγω επιστολή:
"Οι ανακοινώσεις οι οποίες έγιναν κατά την διάρκεια των ετών 2005-2006 και 2006-2007, ήταν στον μικρότερο δυνατό βαθμό και αφορούσαν κυρίως τις ανακοινώσεις για την Γενική Συνέλευση και τις εγκρίσεις των οικονομικών αποτελεσμάτων. Όλες οι ανακοινώσεις δημοσιεύονταν κανονικά στον τύπο και υποβάλλονταν προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Τα ετήσια δελτία έχουν καταχωρηθεί πρόσφατα και αντίγραφα τούτων επισυνάπτω.
Δυστυχώς λόγω άγνοιας του Νόμου (το οποίο γνωρίζουμε ότι δεν αποτελεί υπεράσπιση) δεν γνωρίζαμε ότι θα έπρεπε να υποβάλουμε ετήσιο δελτίο και ως εκ τούτου αυτό δεν υποβαλλόταν. Η παράλειψη αυτή οφείλεται σε μη ηθελημένο λάθος, το οποίο σε τελικό βαθμό δεν έχει επηρεάσει κανένα, και ούτε οιοσδήποτε από τους επενδυτές έχει επηρεαστεί καθ' οιονδήποτε τρόπο, και ασφαλώς κανένα όφελος δεν έχει προσκομισθεί είτε από την εταιρεία είτε από οποιονδήποτε.
Πιστεύουμε όμως ότι η επιβολή προστίμου, και ειδικότερα της τάξης των Ευρώ 14.000, χωρίς να δοθεί οιαδήποτε ειδοποίηση, ή να κληθούμε να καταθέσουμε το ετήσιο δελτίο εντός τακτικής προθεσμίας, και εάν παραλείπαμε τότε να μας επιβληθεί η Διοικητική κύρωση, και τέλος η επιβολή της Διοικητικής κύρωσης χωρίς καν να ακουστούμε, είναι εντελώς αδιανόητο και παράλογο."
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, ούτε οι υπό στοιχεία (β) και (γ) λόγοι ακύρωσης μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.
Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα €1.200, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ των καθ'ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει των προνοιών του άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ