ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση  Αρ. 306/2009)

 

21 Ιουλίου, 2010

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΣΙΝΙΔΗΣ,

Αιτητής,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.     ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

2.    ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

 

Μ. Βασιλείου, για τον Αιτητή.

Ζ. Κυριακίδου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η Αίτηση.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Με την προσφυγή του ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση να μην εγκρίνουν το αίτημά  του για σύνταξη ανικανότητας.

 

Η Διοίκηση με επιστολή της ημερομηνίας 05/01/09 ενημέρωσε τον αιτητή ότι το αίτημά του για σύνταξη ανικανότητας  δεν θα μπορούσε  να γίνει αποδεκτό επειδή τυχόν έγκριση της αίτησής του θα ήταν αντίθετη με τις ρητές πρόνοιες της νομοθεσίας.

 

Παραθέτω αυτούσιο το περιεχόμενο της απορριπτικής εκείνης απόφασης, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της εξεταζόμενης προσφυγής:

 

«Αναφέρομαι στην αίτηση σας ημερ. 20/08/2008 για σύνταξη  ανικανότητας με βάση τον περί  Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο και επιθυμώ να σας πληροφορήσω τα πιο  κάτω:

 

Σύμφωνα με το άρθρο 38 του εν λόγω Νόμου, ασφαλισμένος δικαιούται σύνταξη ανικανότητας εάν:

 

(α) ήταν ανίκανος για εργασία για 156 ημέρες  εντός οποιασδήποτε  περιόδου διακοπής  της απασχόλησης.

 

(β) Εντός αυτής της περιόδου διακοπής της απασχόλησης αποδείξει  ότι πρoβλέπεται  να παραμείνει μόνιμα ανίκανος  για εργασία

 

(γ) δεν συμπλήρωσε την ηλικία  των 63 χρόνων και

 

(δ) Πληροί  τις σχετικές  προϋποθέσεις εισφοράς

 

Στην περίπτωση σας, σύμφωνα με τα αρχεία των Υπηρεσιών Κοινωνικών Aσφαλίσεων και τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεση μας μετά από διερεύνηση  που  έγινε, έχει  διασπιστωθεί ότι εξακολουθείτε να συμβάλλετε ουσιαστικά στη διεξαγωγή  των εργασιών σας.

 

Με βάση τις  πρόνοιες  της νομοθεσίας και τα πιο πάνω, πληροφορείστε ότι η αίτηση σας για σύνταξη ανικανότητας δεν μπορεί  να εγκριθεί γιατί τυχόν έγκριση της θα ήταν αντίθετη με τις ρητές πρόνοιες της νομοθεσίας.

 

Σε περίπτωση που δεν σας ικανοποιεί  η απόφαση του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχετε δικαίωμα, σύμφωνα με τις πρόνοιες της νομοθεσίας όπως εντός δεκαπέντε  ημερών από την ημέρα κοινοποίησης της απόφασης να αποταθείτε γραπτώς στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Aσφαλίσεων με Ιεραρχική Προσφυγή ή να προσφύγετε στο Ανώτατο Δικαστήριο εντός εβδομήντα πέντε ημερών.»

 

Βασικοί ισχυρισμοί του αιτητή είναι   ότι  η απορριπτική απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση στο αίτημά του αντιβαίνει το Νόμο και τους κανονισμούς, δεν λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και δεν είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Περαιτέρω υποβάλλει  ότι υπάρχει πλήρης σύγχυση στη διοίκηση ως προς το αίτημά του. Υποδεικνύει ότι η υποβληθείσα αίτησή του για σύνταξη ανικανότητας αναφερόταν στην εγχείρηση ανοικτής καρδίας και όχι στην εγχείρηση κοίλης που έκανε σε μεταγενέστερο στάδιο. Μαζί με την προαναφερόμενη αίτησή του, αναφέρει στη συνέχεια ο αιτητής, είχε επισυνάψει  και την ιατρική έκθεση του θεράποντα ιατρού του που καθόριζε την ιατρική του κατάσταση σύμφωνα με την οποία, αδυνατούσε να ασκήσει το επάγγελμα του ελαιοχρωματιστή.  Αναφέρει περαιτέρω ο αιτητής ότι όπως  σημείωσε και στην αίτησή του είχε υποβληθεί  σε εγχείρηση  ανοικτής καρδιάς την 01/12/07 και παρέμεινε εκτός εργασίας πέραν των 156 ημερών που προβλέπει η σχετική νομοθεσία. Είναι γι' αυτή την ασθένεια του, που υποβλήθηκε το σχετικό αίτημά του. Καταλήγει συναφώς ότι πληρούσε τις νομοθετικές πρόνοιες  του σχετικού Νόμου για ικανοποίηση του αιτήματός  του.

 

Περαιτέρω υποβάλλει ότι πριν  την εγχείρηση ανοικτής καρδίας εργαζόταν και ο ίδιος προσωπικά ως ελαιοχρωματιστής στην εταιρεία του «Κωστάκης Κασινίδης Ελαιοχρωματιστές Λτδ» πράγμα που αδυνατεί να κάμει σήμερα. Η κατάσταση της υγείας του, σύμφωνα με το θεράποντα ιατρό  του, δεν του επιτρέπει να ασκεί καμία χειρονακτική εργασία όπως είναι το επάγγελμα του ελαιοχρωματιστή. Αυτό εξάλλου, αναφέρει ο αιτητής, ήταν σε γνώση της διοίκησης καθώς επισημάνθηκε και στη σχετική ιατρική έκθεση και επίσης στην κατάθεσή  του στις 6 Οκτωβρίου 2008 στην οποία είχε προβεί  με σκοπό  να βοηθήσει στις διαπιστώσεις της Διοίκησης σε σχέση με τη φύση της απασχόλησης του και στην  οποία (κατάθεση του) ανέφερε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα σχετικά: «Δεν εργαζόμουν όπως εργαζόμουν πριν, δηλαδή προηγουμένως πογιάτιζα όμως τώρα πηγαίνω απλά να δώ τη δουλειά , να πώ στους υπαλλήλους τι να κάνουν . Τώρα έβαλα το γιό μου  να μάθει τη δουλειά και θα του την αφήσω.  Στη δουλειά  πάω δύο τρείς ώρες την ημέρα και φεύγω γιατί κουράζομαι. Εξακολουθώ να είμαι διευθυντής της εταιρείας, να κάνω προσφορές να υπογράφω συμφωνίες να βλέπω πελάτες γιατί είχα πολλές δουλειές πιασμένες και δεν μπορούσα να τις αφήσω. Υπολογίζω σε πέντε έξι μήνες να σταματήσω, θα στρώσω τη δουλειά του γιού μου και εγώ θα σταματήσω εντελώς γιατί η δουλειά έχει άγχος και εγώ δεν μπορώ να αγχώνομαι γιατί έχω τάσεις λιποθυμίας».

 

Τα πιο πάνω στοιχεία, υποδεικνύει ο αιτητής , ήταν ενώπιον της διοίκησης και όμως δεν λήφθηκαν υπόψη και δεν αξιολογήθηκαν.

 

Το δικαίωμα σε σύνταξη ανικανότητος ρυθμίζεται από το άρθρο 38 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν. 41/80) όπως τροποποιήθηκε.

 

Στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 38 προνοούνται αντίστοιχα τα ακόλουθα:

 

"38.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου ησφαλισμένος δικαιούται εις σύνταξιν ανικανότητος εάν -

 

(α) ήτο ανίκανος προς εργασίαν δι΄ εκατόν πεντήκοντα εξ ημέρας εντός οποιασδήποτε περιόδου διακοπής της απασχολήσεως

 

(β) εντός της τοιαύτης περιόδου διακοπής της απασχολήσεως αποδείξη ότι προβλέπεται να παραμείνη μονίμως ανίκανος προς εργασίαν

 

(γ) δεν συνεπλήρωσε την συντάξιμον ηλικίαν  και

 

(δ) πληροί τας σχετικάς προϋποθέσεις εισφοράς

 

 ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... .

 

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 74, η σύνταξις ανικανότητος καταβάλλεται από της σχετικής ημερομηνίας ενόσω ο ησφαλισμένος παραμένει μονίμως ανίκανος προς εργασίαν και δεν έχει συμπληρώσει την ηλικίαν των εξήντα τριών ετών.»

 

Με βάση επίσης τις πρόνοιες του εδαφίου (5) του ιδίου άρθρου (Άρθρο 38(5)) ανίκανος προς εργασία θεωρείται εκείνος που, λόγω υγείας ή αναπηρίας, «δεν δύναται να κερδίζη δι΄εργασίας την οποίαν ευλόγως αναμένεται να εκτελή, λαμβανομένων υπ΄όψιν των δυνάμεων, των δεξιοτήτων, της μορφώσεως και της συνήθους επαγγελματικής απασχολήσεως του, πέραν του ενός τρίτου του ποσού το οποίον συνήθως κερδίζει εις την αυτήν περιφέρειαν και επαγγελματικήν κατηγορίαν σωματικώς και πνευματικώς υγιής άνθρωπος της αυτής μορφώσεως.»

 

 

Είναι  προφανές πως το ουσιαστικό κριτήριο για ικανοποίηση τέτοιας φύσης  αιτημάτων είναι η ικανότητα ή όχι του ασφαλισμένου να κερδίζει πέραν του 1/3 του ποσού  που θα κέρδιζε, υπό τις ίδιες συνθήκες, υγιές άτομο, στην ίδια εργασία.

 

Για την κατάσταση της υγείας του αιτητή , στην ιατρική έκθεση του θεράποντος ιατρού του,  κάτω από τον τίτλο,  Γνωμάτευση ως προς την ικανότητα του αιτητή για εργασία, η απάντηση στο ερώτημα: «Προβλέπεται ότι ο αιτητής θα παραμείνει μόνιμα ανίκανος για την άσκηση του επαγγέλματος του;» ήταν καταφατική. Επίσης σημειώθηκε ότι ο αιτητής είναι ικανός να εκτελεί  «εργασία που απαιτεί περιορισμένες δυνάμεις».

 

Μελετώντας το διοικητικό φάκελο διαπίστωσα πως η κατάσταση της υγείας του αιτητή, όπως καθορίστηκε από το θεράποντα ιατρό του στη σχετική έκθεση, δεν αποτέλεσε για τη διοίκηση ζήτημα προβληματισμού  παρόλον που δεν φαίνεται να  αμφισβητήθηκε ούτε και να κρίθηκε σκόπιμο να παραπεμφθεί ο αιτητής σε Ιατρικό Συμβούλιο.

 

Σύμφωνα με τις νομοθετικές πρόνοιες το ζητούμενο για αποδοχή ή όχι του αιτήματος για σύνταξη ανικανότητας είναι το κατά πόσο ο αιτητής διατηρεί τη δυνατότητα «να κερδίζη δι΄ εργασίας .... πέραν του ενός τρίτου του ποσού» που θα αναμενόταν υπό τις ίδιες  περιστάσεις να κερδίζει ένα υγιές άτομο.

 

Επομένως το γεγονός ότι ο αιτητής συνεχίζει να εργάζεται  δεν είναι αφ΄ εαυτού αποφασιστικής σημασίας εφόσον, είναι εγγενής στον ορισμό της νομοθετικής πρόνοιας, η κάποια ικανότητα για εργασία.

 

Είναι σε  συνάρτηση με την εξέταση του ουσιώδους παράγοντα ως προς το  κατά πόσο ο αιτητής διατηρεί τη δυνατότητα «να κερδίζη δι΄ εργασίας .... πέραν του ενός τρίτου του ποσού» που θα αναμενόταν να κερδίζει ένα υγιές άτομο υπό τις ίδιες  περιστάσεις,  που διαπιστώνω ότι η έρευνα της Διοίκησης ήταν ελλιπής .

 

Οι επισημάνσεις στο σημείωμα ημερομηνίας 10/12/2008, της Επιθεωρήτριας Κοινωνικών Ασφαλίσεων κας Χαραλάμπους, προς το Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ότι ο αιτητής «παρουσίασε την  προσωπική φορολογική του δήλωση και πιστοποιητικό αποδοχών για το 2007 σύμφωνα με τα οποία είχε ακαθάριστες απολαβές ΛΚ 15.300 καθώς και δηλώσεις ΦΠΑ της εταιρείας του για την περίοδο Νοεμβρίου 2006 - Ιουλίου 2008 όπου φαίνονται μεγάλα ποσά εκροών ανά τρίμηνο» δεν καθιστούσαν  την κατάληξη για απόρριψη του αιτήματος του αιτητή αυτονόητη. Τα στοιχεία εκείνα, των φορολογικών δηλώσεων, που ανέφερε η λειτουργός στο Διευθυντή και που προφανώς αποτέλεσαν το νομιμοποιητικό έρεισμα της απόρριψης του αιτήματος του αιτητή για καταβολή σύνταξης ανικανότητας επέβαλλαν  κατά την κρίση μου την περαιτέρω εξέτασή τους, με αναφορά  στο συνολικό ποσό το οποίο κάποιος, στη θέση του αιτητή, θα αναμενόταν να κερδίζει, αν ήταν υγιής, ώστε να διαφανεί αν πράγματι το κερδηθέν ποσόν υπερέβαινε το ένα τρίτο. Επίσης θα ήταν ίσως σκόπιμο να γίνει  διερεύνηση και  του κατά πόσο τα εισοδήματα από τα οποία διαπιστωνόταν κέρδος, για σκοπούς ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 38(5), προέρχονταν από εργασία που διεκπεραιώθηκε (και όχι μόνο πληρώθηκε),  κατά τον ουσιώδη χρόνο. Αυτά, ενδεικτικά, αποτελούν θέματα που έχρηζαν, κατά την κρίση μου, διερεύνησης και απαιτούσαν την πρωτογενή κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου.

 

Το γεγονός ότι  βάσει των στοιχείων των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο αιτητής εργοδοτούσε 12 άτομα  σε δική του εταιρεία ελαιοχρωματιστών  καθώς και η καταληκτική παράγραφος του σημειώματος της κας Χαραλάμπους προς το Διευθυντή ότι «παρόλον που ο αιτητής δεν έχει την ίδια ικανότητα για εργασία όπως πριν, συμβάλλει σε πολύ μεγάλο βαθμό στη διεξαγωγή των εργασιών της εταιρείας και αφού και ο ίδιος δηλώνει ότι ο γιός του είναι ακόμα υπό εκπαίδευση και δεν μπορεί να αναλάβει μόνος του τις εργασίες της εταιρείας που είναι αρκετές και ήδη ξεκινημένες», δεν παρέχουν, κατά την κρίση μου, το νομιμοποιητικό έρεισμα της απόρριψης του αιτήματος του αιτητή  και ούτε θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν το συμπέρασμα ότι ο αιτητής εργαζόταν  κανονικά διατηρώντας τη  δυνατότητα "να κερδίζη δι΄ εργασίας .... πέραν του ενός τρίτου του ποσού" που θα αναμενόταν υπό τις ίδιες περιστάσεις να κερδίζει ένα υγιές άτομο.

 

Συνακόλουθα, χωρίς αναφορά σε όλα τα ουσιώδη στοιχεία της περίπτωσης του αιτητή και χωρίς την πρωτογενή αξιολόγησή τους από τη διοίκηση, καθίσταται αδύνατος και ο δικαστικός έλεγχος.

 

Περαιτέρω διαπιστώνω ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε στο διοικητικό φάκελο που θα μπορούσε να αποκαλύψει τις σκέψεις που οδήγησαν τη Διοίκηση στην κρίση ότι «η αίτηση σας για σύνταξη ανικανότητας δεν μπορεί  να εγκριθεί γιατί τυχόν έγκριση της θα ήταν αvτίθετη με τις ρητές πρόνοιες της νομοθεσίας».

 

Η αναφορά της Διοίκησης στην πιο πάνω κατάληξη της, στην επιστολή που είχε αποσταλεί  στον αιτητή,  παραμένει μετέωρη, εφόσον δεν  επεξηγείται με οποιοδήποτε τρόπο το σκεπτικό της, ούτε και  μπορεί να θεωρηθεί ως το συμπέρασμα από κάποια σύνδεσή της προς οτιδήποτε το συγκεκριμένο που περιέχεται στο διοικητικό φάκελο.

 

Εξάλλου το σημείωμα της Επιθεωρήτριας Λειτουργού που είχε αναλάβει τη σχετική έρευνα κατά πόσο «ο αιτητής συνέβαλλε στη διεξαγωγή των  εργασιών του», αποτελούσε  ουσιαστικά απλή  παράθεση  σε συντομία των γεγονότων  όπως τα ισχυρίστηκε ο αιτητής και οι δύο άλλοι υπάλληλοι της εταιρείας του, στις καταθέσεις τους.

 

Όπως έχει εξηγηθεί επανειλημμένα, η δυνατότητα συμπλήρωσης της αιτιολογίας από το περιεχόμενο του φακέλου δεν σημαίνει πως το Δικαστήριο ενδιατρίβει στα γεγονότα για να μορφώσει πρωτογενή κρίση αναφορικά με το ζήτημα που εξετάζεται πάνω στη βάση των επιχειρημάτων που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της δίκης.

 

Υπό το φώς των προαναφερομένων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η  προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα ανεπαρκούς έρευνας και παράνομη ως αναιτιολόγητη.

 

 

 Η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα  €1.200, πλέον ΦΠΑ,  αν υπάρχει, υπέρ του αιτητή.

 

 

 

 

                                                      Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                     Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο