ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 643/2010)
17 Ιουνίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 9, 25, 26, 28, 35 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΦΟΙΒΗ ΚΑΤΣΟΥΡΗ,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 14.5.2010.
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή της η αιτήτρια ζητά δήλωση του δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα η απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση με την οποίαν, μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 10.5.2010 (με την οποίαν ακυρώθηκε ο διορισμός της στη θέση του Γενικού Διευθυντή), αντί η αιτήτρια να επαναφέρεται στην προηγούμενη θέση της (Διευθύντρια Τουρισμού στον Οργανισμό), ο καθ΄ ου η αίτηση τερμάτισε τις υπηρεσίες της, θεωρώντας ότι αυτή δεν ανήκει στον καθ΄ ου η αίτηση Οργανισμό (Κ.Ο.Τ.).
Με την υπό εξέταση αίτηση η αιτήτρια ζητά την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος που να διατάσσει τον καθ΄ ου η αίτηση όπως αναστείλει την απόφαση του για τερματισμό των υπηρεσιών της αιτήτριας και/ή για την εκδίωξη της από τον ΚΟΤ, μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της προσφυγής και/ή μέχρι την εκδίκαση της Α.Ε. 69/10 και/ή μέχρι την εκδίκαση της υπό εξέταση ενδιάμεσης αίτησης.
Δεν αμφισβητείται ότι η αιτήτρια εργαζόταν στον καθ΄ ου η αίτηση από το 1985 και ότι από το 1990 προήχθη στη θέση Διευθυντή Τουρισμού. Με απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση και έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, που δόθηκε στις 12.12.06, η αιτήτρια διορίστηκε στη θέση Γενικής Διευθύντριας του καθ΄ ου η αίτηση. Προς τούτο, η αιτήτρια και ο καθ΄ ου η αίτηση, υπέγραψαν σύμβαση εργοδοσίας, πενταετούς διαρκείας, η οποία έληγε στις 26.2.2012. Εναντίον του διορισμού της αιτήτριας ως Γενικής Διευθύντριας καταχωρήθηκαν οι Προσφυγές 593/07 και 613/07 οι οποίες συνεκδικάστηκαν και στις 10.5.2010, εκδόθηκαν ακυρωτικές αποφάσεις. Οι αποφάσεις εφεσιβλήθηκαν με την Α.Ε. 69/10 η οποία εκκρεμεί.
Οι βασικοί ισχυρισμοί της αιτήτριας, όπως φαίνονται στην ένορκη δήλωσή της ημερ. 14.5.10 η οποία συνοδεύει την υπό εξέταση αίτηση είναι ότι η απόφαση, της οποίας ζητείται η αναστολή, με την παρούσα αίτηση, και της οποίας ζητείται η ακύρωση με την προσφυγή, είναι εκδήλως παράνομη και ότι η αιτήτρια υφίσταται ανεπανόρθωτη βλάβη εξαιτίας της.
Ο καθ΄ ου η αίτηση καταχώρησε ένσταση η οποία επίσης συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, του κ. Ανδρέα Διονυσίου, ο οποίος περιγράφεται ως εργοδοτούμενος του καθ΄ ου η αίτηση.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του καθ΄ ου η αίτηση η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει έκδηλη παρανομία ή ανεπανόρθωτη ζημιά και επομένως δεν δικαιούται στο ζητούμενο παρεμπίπτον διάταγμα. Ισχυρισμός του καθ΄ ου η αίτηση ότι το όλο ζήτημα εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου, για τους σκοπούς της παρούσας αίτησης, αποσύρθηκε.
Τα ουσιαστικά παράπονα της αιτήτριας είναι ότι εφόσον ακυρώθηκε ο διορισμός της στη θέση της Γενικής Διευθύντριας του καθ΄ ου η αίτηση, αυτή είχε κάθε δικαίωμα και ο καθ΄ ου η αίτηση είχε αντίστοιχη υποχρέωση, να την επαναφέρει στην προηγούμενη της θέση, πριν τον διορισμό της στη θέση της Γενικής Διευθύντριας, που ήταν θέση Διευθυντή Τουρισμού στον Οργανισμό. Επιπρόσθετα η αιτήτρια λέγει ότι στην κρίσιμη συνεδρία του καθ΄ ου η αίτηση, στην οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ημερ. 10.5.2010 (η ίδια ημερομηνία κατά την οποίαν εκδόθηκαν οι ακυρωτικές αποφάσεις στις προαναφερόμενες προσφυγές), αντικανονικά και παράνομα έλαβε μέρος στη συνεδρία ο κ. Τζιαμπάζης, ο οποίος ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου του καθ΄ ου η αίτηση αλλά ήταν επίσης και υποψήφιος για τη θέση του Γενικού Διευθυντή και επομένως υπήρχε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ του και της αιτήτριας. Επίσης, παρακαθήμενη, στη συνεδρία, ήταν και η κα. Πασχαλίδου του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, χωρίς να έχει οποιοδήποτε τέτοιο δικαίωμα.
Μελέτησα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία, υπό το φως των αρχών που καθιέρωσε η νομολογία, σύμφωνα με τις οποίες το εξαιρετικό μέτρο της έκδοσης παρεμπίπτοντος διατάγματος αναστολής της ισχύος μιας διοικητικής απόφασης, εγκρίνεται από το δικαστήριο όταν ο αιτητής δείξει ότι υπάρχει είτε έκδηλη παρανομία, αναφορικά με την προσβαλλόμενη απόφαση είτε ότι, αν δεν εκδοθεί το παρεμπίπτον διάταγμα, ο αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη ή ζημιά.
Αναφορικά με την κατ΄ ισχυρισμό ανεπανόρθωτη βλάβη το μόνο που έθεσε η αιτήτρια ενώπιον του δικαστηρίου είναι τον ισχυρισμό της παραγράφου 11 της προαναφερόμενης ένορκης δήλωσής της σύμφωνα με τον οποίο «υφίσταμαι ανεπανόρθωτη βλάβη». Δεν φαίνεται να υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο που να δείχνει ότι πραγματικά η αιτήτρια υφίσταται ανεπανόρθωτη βλάβη, εξαιτίας της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον, σε περίπτωση που αυτή δικαιωθεί στην προσφυγή της θα είναι εφικτό αυτή να αποζημιωθεί από τον καθ΄ ου η αίτηση για τον οποίο δεν υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός για αφερεγγυότητα.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό για έκδηλη παρανομία, παρατηρώ ότι σύμφωνα με τον περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών) Νόμο του 1990 (Ν 115/90), όπως τροποποιήθηκε, και συγκεκριμένα το άρθρο 3(8):
«Σε περίπτωση ακύρωσης, από το Ανώτατο Δικαστήριο, της δυνάμει του παρόντος άρθρου απόφασης για διορισμό οποιουδήποτε προσώπου στη θέση Γενικού Διευθυντή, η υπογραφείσα μεταξύ αυτού και του οικείου νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου σύμβαση τερματίζεται από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»
Εκείνο που συνέβηκε στην προκείμενη περίπτωση ήταν ότι με την έκδοση των προαναφερόμενων ακυρωτικών αποφάσεων ο καθ΄ ου η αίτηση προχώρησε, την ίδια ημέρα, και τερμάτισε την μεταξύ των μερών σύμβαση εργοδοσίας ημερ. 27.2.2007, ενέργεια που φαίνεται να συνάδει με την προαναφερόμενη πρόνοια. Μετά τον τερματισμό, ο καθ΄ ου η αίτηση δεν επανέφερε την αιτήτρια στην προηγούμενη θέση της (της Διευθύντριας Τουρισμού) αλλά την κάλεσε να παραδώσει τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκαν στον καθ΄ ου η αίτηση και κατείχοντο από αυτή. Αυτή η ενέργεια φαίνεται να συνάδει με το ότι η αιτήτρια, στις 26.2.2007, παραιτήθηκε από τη θέση Διευθυντή Τουρισμού στον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού. Η παραίτηση εκείνη έγινε, με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων της αιτήτριας. Μάλιστα, όπως αναφέρεται στην επιστολή παραίτησης τα δικαιώματα που είχε υπόψη της η αιτήτρια ήταν εκείνα που θα δημιουργούνταν σε περίπτωση ακύρωσης του διορισμού της από το Ανώτατο Δικαστήριο. Όμως, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, εκτιμώ ότι η οποιαδήποτε επιφύλαξη των δικαιωμάτων της αφορά σε χρηματικές αποζημιώσεις αλλά δεν διαφοροποιεί το γεγονός ότι η αιτήτρια, οικειοθελώς και αμετακλήτως, όπως φαίνεται από την επιστολή της 26.2.2007, υπέβαλε παραίτηση από την προηγούμενη θέση της.
Με αυτά τα δεδομένα δεν μπορώ να καταλήξω σε συμπέρασμα ότι η αιτήτρια έδειξε, πως η προσβαλλόμενη απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση, με την οποίαν τερματίστηκαν οι υπηρεσίες της ως Γενικής Διευθύντριας και δεν έγινε οποιαδήποτε πρόνοια για επαναφορά της στην προηγούμενη θέση που κατείχε και από την οποία παραιτήθηκε, είναι έκδηλα παράνομη.
Όσον αφορά τη συμμετοχή του κ. Τζιαμπάζη και την παρουσία της κας Πασχαλίδου στην προαναφερόμενη κρίσιμη συνεδρία του ΚΟΤ και τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, συμφωνώ με τις θέσεις που εξέφρασε ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθ΄ ου η αίτηση ότι δηλαδή, εφόσον η συνεδρία εκείνη δεν είχε ως σκοπό το διορισμό νέου Γενικού Διευθυντή του καθ΄ ου η αίτηση, ο κ. Τζιαμπάζης, που ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου του καθ΄ ου η αίτηση, είχε δικαίωμα να συμμετέχει και δεν υπήρχε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ του και της αιτήτριας.
Όσον αφορά την παρουσία της κας Πασχαλίδου, παρατηρώ ότι σύμφωνα με τον περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού Νόμο, Ν 54/69, όπως τροποποιήθηκε, και συγκεκριμένα το άρθρο 8(1) (δ), ο Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού έχει δικαίωμα να παρακολουθεί τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου του καθ΄ ου η αίτηση, μέσω του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου του ή άλλου εκπροσώπου του. Η κα. Πασχαλίδου, από το προαναφερόμενο πρακτικό φαίνεται, ότι εκπροσωπούσε τον αρμόδιο Υπουργό (Εμπορίου κλπ.) στη συνεδρία εκείνη. Επομένως, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, δεν έχει πετύχει η αιτήτρια να δείξει έκδηλη παρανομία, εκ μέρους του καθ΄ ου η αίτηση, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Όπως ήδη ανέφερα ο ισχυρισμός της αιτήτριας για ανεπανόρθωτη βλάβη παρέμεινε μετέωρος, εφόσον ούτε συγκεκριμενοποιήθηκε αλλά ούτε και τεκμηριώθηκε. Δεδομένου ότι κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια απέτυχε επίσης να δείξει και έκδηλη παρανομία, η υπό εξέταση αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος της αιτήτριας, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή στο τέλος της διαδικασίας της προσφυγής.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.