ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. αρ.1583/2008)
18 Ιουνίου, 2010
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΑΝΘΟΥ ΛΥΚΑΥΓΗ
Αιτητή,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
Του Γενικού Εισαγγελέα
Καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Κλ.Στυλιανού, για τους Αιτητές.
Αρ.Ζερβού, (κα.) - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση
-----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 6 Μαϊου 2003 ο αιτητής υπέγραψε σύμβαση, με τον τότε Υπουργό Εσωτερικών εκ μέρους της κυβερνήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία θα αναλάμβανε την πολιτική θέση Συμβούλου Επικοινωνίας της Δημοκρατίας, με έδρα την πρεσβεία της Δημοκρατίας στην Αθήνα. Οι όροι εργοδότησης είχαν συμπεριληφθεί στη σχετική συμφωνία, μεταξύ των οποίων και η ημερομηνία λήξης της σύμβασης η οποία, θα ήταν, με τη λήξη της θητείας της τότε κυβερνήσεως.
Ο αιτητής πρόσφερε τις υπηρεσίες του από τις 15 Μαϊου 2003 μέχρι και τις 28 Φεβρουαρίου 2008, όταν με την αλλαγή της κυβέρνησης έληξε και η ισχύς της συμφωνίας εργοδότησης του. Ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας υπολόγισε το ποσό που θα δικαιούτο ο αιτητής με βάση τον όρο 3(δ) της Σύμβασης. Κατά τον υπολογισμό του ποσού του φιλοδωρήματος, δεν λήφθηκε υπόψη το επίδομα εξωτερικού αλλά μόνο το ύψος του συμφωνηθέντος ετησίου μισθού και των εκάστοτε αυξήσεων του τιμαριθμικού επιδόματος. Ο αιτητής πληροφορήθηκε από το Γενικό Λογιστή στις 30 Μαϊου 2008 για το θέμα αυτό. Μετά από παραστάσεις που έγιναν από το συνήγορο του αιτητή, ζητήθηκε νομική συμβουλή από το Γενικό Εισαγγελέα και τελικώς ο Γενικός Λογιστής με επιστολή του ημερ. 17 Ιουλίου 2008 πληροφόρησε τον αιτητή ότι το ποσό του φιλοδωρήματος, το οποίο προσδιορίστηκε με την επιστολή ημερ. 30 Μαϊου 2008, δεν μεταβάλλεται και παραμένει το ίδιο. Ο αιτητής καταχώρισε στις 8 Οκτωβρίου 2008 την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Γενικού Λογιστή της Δημοκρατίας να μην αναθεωρήσει ή/και μη πληρώσει το συμπεφωνημένο ποσό φιλοδωρήματος στον αιτητή για την υπηρεσία του στην πολιτική θέση Συμβούλου Επικοινωνίας της Δημοκρατίας με έδρα την Πρεσβεία της Δημοκρατίας στην Αθήνα, είναι άκυρη και/ή παράνομη άνευ νομικού αποτελέσματος."
Οι καθ΄ων η αίτηση ήγειραν προδικαστικώς ένσταση με την οποία προβάλλουν τον ιδιωτικό χαρακτήρα της συμφωνίας η οποία έγινε μεταξύ των διαδίκων και εισηγήθηκαν ότι η συγκεκριμένη πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, υποκείμενη σε διοικητικό έλεγχο από το Ανώτατο Δικαστήριο. Εκείνο το οποίο ουσιαστικά ζητείται από τον αιτητή, υποστήριξαν, είναι να ερμηνεύσει το Δικαστήριο τις πρόνοιες του συγκεκριμένου άρθρου 3(δ) της σύμβασης, δικαστική εργασία η οποία εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου και όχι του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως ακυρωτικού δικαστηρίου.
Ο αιτητής από την πλευρά του παραδέχεται ότι αναπόφευκτα θα πρέπει να ερμηνευθεί το συγκεκριμένο της σύμβασης, πλην όμως, εισηγήθηκε ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση είναι διοικητική, επομένως θα πρέπει να αποφασιστεί η ορθότητα της ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου και όχι πολιτικού. Ο αιτητής προσβάλλει, όπως προτάθηκε, την απόφαση του Γενικού Λογιστή να μη καταβάλει και/ή αναθεωρήσει την απόφαση του για την καταβολή του φιλοδωρήματος, όπως αυτό προσδιορίζεται στις πρόνοιες της σύμβασης.
Η Αναθεωρητική Δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με βάση τις πρόνοιες της παραγράφου 1 του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος, περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας μιας εκτελεστής διοικητικής πράξης. Τα απαραίτητα στοιχεία για τον προσδιορισμό της, ως εκτελεστής είναι:
(α) να αποτελεί προϊόν άσκησης εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας,
(β) να ασκείται στη σφαίρα του δημοσίου και όχι του ιδιωτικού δικαίου και
(γ) να παράγονται αποτελέσματα με άμεση ισχύ.
Απαιτείται συνεπώς η άσκηση κυρίαρχης κρατικής εξουσίας. Για την κατάταξη μιας πράξεως ως εκτελεστής, σημασία αποκτά η θέση του οργάνου λήψης της και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε. Στο σύγγραμμα του Ε.Σπηλιωτόπουλου Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου (Ι), 12η έκδοση, παρ.86, σελ.106-107 αναφέρεται:
«86. Διοικητική πράξη είναι η δήλωση της βούλησης του διοικητικού οργάνου, που γίνεται σύμφωνα με ορισμένη διαδικασία ή και χωρίς διαδικασία, με την οποία θεσπίζεται μονομερώς ένας κανόνας δικαίου, δηλαδή θεσπίζεται μία νομική ρύθμιση και ενάσκηση δημόσιας εξουσίας με μόνη τη βούληση του διοικητικού οργάνου. Συνεπώς, η διοικητική πράξη είναι το νομικό μέσο με το οποίο ασκείται η δημόσια εξουσία από το διοικητικό όργανο. Για να έχει χαρακτήρα διοικητικής πράξης, η μονομερής δήλωση βουλήσεως, πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο εννόμων σχέσεων που διέπονται από το διοικητικό δίκαιο (ΣΕ1563/1986, 3588/1987) και όχι από το ιδιωτικό δίκαιο (ΣΕ 6339/1996, 2953/2003)5. Μεγάλο μέρος της οργάνωσης και της λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης ρυθμίζεται από κανόνες δικαίου που έχουν θεσπιστεί με διοικητικές πράξεις και μεγάλο μέρος της δράσης της ασκείται με την έκδοση τέτοιων πράξεων».
Και στην παρ.188, σελίδες 206-207:
«Ο χαρακτηρισμός μιας σύμβασης ως διοικητικής έχει ιδιαίτερη σημασία για τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων, στα οποία υπάγονται οι διαφορές που δημιουργούνται από αυτήν και για το δίκαιο που πρέπει να εφαρμοσθεί. Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι πάντοτε ευχερής και θα υπάρξουν περιπτώσεις αμφισβήτησης, που θα δημιουργήσουν σύγκρουση καθηκόντων μεταξύ δικαστηρίων, για την άρση της οποίας αρμόδιο είναι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο».
Στην υπόθεση αριθμ. 1223/03 Πετεινός κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 4 Ιουνίου 2004, την οποία επικαλέστηκε ο αιτητής, ο πυρήνας ήταν, ο διορισμός των τότε αιτητών, στο γραφείο Τύπου και Πληροφοριών για κάλυψη υφισταμένων αναγκών της δημόσιας υπηρεσίας. Αποτελούσε δεδομένο ότι οι αιτητές εκτελούσαν ίδια καθήκοντα, με άλλους συναδέλφους τους, που κατείχαν την ίδια θέση. Είναι σαφές ότι τα γεγονότα διαφοροποιούνται από την εκδικαζόμενη υπόθεση και δεν μπορεί να έχει εφαρμογή.
Από το ίδιο το κείμενο του αιτητικού της προσφυγής, όπως καταγράφεται πιο πάνω, φαίνεται καθαρά ότι το καθοριστικό σημείο της δημιουργηθείσας, μεταξύ των διαδίκων, σχέσης, είναι η σύμβαση εργοδότησης του αιτητή ημερ. 6 Μαϊου 2003.
Το στίγμα στην προκείμενη υπόθεση είναι η αναζήτηση της πρόθεσης των μερών. Ποια ήταν η επιδιωκόμενη σχέση και σε τι θα απέληγε η πιο πάνω συμφωνία. Από την παρ.1, της σύμβασης είναι έκδηλο ότι πρόκειται περί συμφωνίας παροχής, εκ μέρους του αιτητή, εξειδικευμένων υπηρεσιών Συμβούλου Επικοινωνίας, με έδρα την πρεσβεία της Δημοκρατίας στην Αθήνα. Συνεπώς, παρατηρείται έκδηλα να υπερισχύει το στοιχείο της ιδιωτικής συμφωνίας. Μέσα από τους όρους της εξειδικεύονται η μισθοδοσία, τα ωφελήματα και ο τρόπος τερματισμού. Ποια θα ήταν, κατά συνέπεια, η πρόθεση των μερών στην εξειδικευμένη παρ.3(δ), που περιλαμβάνει τον τρόπο υπολογισμού του ποσού που θα εδικαιούτο ο αιτητής στη λήξη της σύμβασης.
Το γεγονός ότι ουσιαστικά παρίσταται ανάγκη ερμηνείας του συγκεκριμένου όρου, φαίνεται και από το περιεχόμενο της επιστολής του Γενικού Λογιστή, ημερ. 17 Ιουλίου 2008 που καθόρισε τις ενέργειες των καθ΄ων η αίτηση, η εξασφαλισθείσα συμβουλή επί του προκειμένου.
Συνακόλουθα θεωρώ ότι η διάπλαση των εννόμων σχέσεων που δημιουργήθηκαν με τη σύμβαση εργοδότησης του αιτητή ημερ. 6 Μαϊου 2003, βρίσκεται έξω από το πλαίσιο της διοικητικής σύμβασης και επομένως εκφεύγει του διοικητικού ελέγχου, αποτελούσα διαφορά εμπίπτουσα στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.
Συνακόλουθα βρίσκω ότι η προσφυγή στερείται ερείσματος και απορρίπτεται με €1.500,00 έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Κ.Παμπαλλής,
Δ.