ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1013/2008)
29 Ιουνίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΜΑΡΙΑ ΚΕΤΤΗΡΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α. Κουντουρή και Στ. Μαξούτη, για την Αιτήτρια.
Αλ. Ευαγγέλου, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου που γνωστοποιήθηκε με εγκύκλιο ημερομηνίας 14.4.08, με την οποία προάχθηκε η Ελένη Ταξιτάρη (ενδ.μέρος) στη μόνιμη θέση Ανώτερου Νομικού Λειτουργού στην Κεντρική Τράπεζα, από την 1.5.2008.
Τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδ. μέρος διορίστηκαν στη θέση Λειτουργού Β' Τάξης/Νομικού από 3.1.05, ενώ το ενδ. μέρος προάχθηκε στη συνδυασμένη θέση Νομικού Λειτουργού Α΄ Τάξης από 31.01.08 (και όχι από 1.12.07 όπως αναφέρει η Επιτροπή Προσωπικού στο Παράρτημα ΙΙ της ένστασης).
Η διαδικασία προαγωγής άρχισε από την Επιτροπή Προσωπικού, η οποία στις 14.4.08 αποφάσισε όπως η επίδικη θέση πληρωθεί με προαγωγή υφιστάμενου προσωπικού από την αμέσως προηγούμενη βαθμίδα. Στηρίχθηκε στον Κανονισμό 11 των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Οδηγιών (ΚΔΠ 233/2004) (στο εξής «Οδηγιών») που προνοεί ότι οι προαγωγές γίνονται βάσει της αξίας, της πείρας και των προσόντων των υπαλλήλων. Ακολούθως, σημείωσε ότι υπάρχουν εξειδικευμένα Σχέδια Υπηρεσίας Νομικού Λειτουργού της Τράπεζας τα οποία δημοσιεύθηκαν στη Επίσημη Εφημερίδα στις 11.1.08. Τα υπό αναφορά Σχέδια ενσωματώθηκαν στο Παράρτημα (Παράγραφος 7) των βασικών Οδηγιών ως υποπαράγραφοι 3.22 έως 3.24.3. Τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδ. μέρος επέλεξαν να ενταχθούν στα εξειδικευμένα αυτά σχέδια και μεταπήδησαν στις θέσεις Νομικού Λειτουργού Β΄ Τάξης και Νομικού Α΄ Τάξης αντίστοιχα.
Το σχέδιο υπηρεσίας του Ανώτερου Νομικού Λειτουργού προνοούσε μεταξύ άλλων:
«3.22.3 Απαιτούμενα προσόντα:
(α) Πανεπιστημιακός τίτλος στα νομικά.
(β) Μεταπτυχιακός τίτλος στα νομικά ή άλλο ισότιμο επαγγελματικό προσόν στα νομικά.
(γ) Εγγεγραμμένος δικηγόρος στην Κύπρο.
(δ) Ευρεία πείρα σε νομικά θέματα, διάρκειας τουλάχιστον επτά ετών μετά την εγγραφή ως δικηγόρος στην Κύπρο.
(ε) Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και Αγγλικής ή της Τουρκικής και Αγγλικής γλώσσας.
Σημείωση: Υπάλληλοι που κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος σχεδίου υπηρεσίας, κατείχαν θέση Λειτουργού Β' Τάξης/Νομικού ή Λειτουργού Α΄ Τάξης/Νομικού και έχουν επιλέξει να ενταχθούν στο εξειδικευμένο σχέδιο υπηρεσίας του Νομικού Λειτουργού Β' Τάξης ή Νομικού Λειτουργού Α' Τάξης, αντίστοιχα, μπορούν να διεκδικήσουν θέση Ανώτερου Νομικού Λειτουργού, έστω και αν δεν πληρούν το σημείο (β) στα απαιτούμενα προσόντα.»
Στη συνέχεια, η Επιτροπή σημείωσε ότι βάσει σχετικής νομολογίας, το δικαίωμα για προαγωγή σε μία θέση περιορίζεται μόνο στους υποψήφιους που υπηρετούν στην αμέσως κατώτερη θέση. Δεδομένου ότι μόνο η υποψήφια Ελένη Ταξιτάρη κατέχει την αμέσως προηγούμενη θέση από εκείνη του Ανώτερου Νομικού Λειτουργού, που είναι η θέση του Νομικού Λειτουργού Α' Τάξης, είναι και η μόνη υποψήφια για τη θέση του Ανώτερου Νομικού Λειτουργού.
Η Επιτροπή αναλύοντας την προϋπηρεσία, τα προσόντα και την επταετή σε νομικά θέματα πείρα του ενδ. μέρους, ως της μόνης υποψήφιας, αφού επισήμανε ότι η απόδοση της για το έτος 2007 ήταν ιδιαίτερα εξαιρετική ενώ κατά τα δυο προηγούμενα έτη εξαιρετική, ομόφωνα τη σύστησε για προαγωγή με βάση το εδάφιο 2 του άρθρου 20 των περί Κεντρικής Τράπεζας Νόμων του 2002-2007.
Ακολούθως, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, με απόφασή του ημερομηνίας 14.04.08, έκρινε το ενδ. μέρος κατάλληλη, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της Επιτροπής και την παραγρ. 11 των οδηγιών. Αποφάσισε την προαγωγή της στη επίδικη θέση.
Τέθηκε προδικαστικά από τους καθ΄ ων η αίτηση θέμα εννόμου συμφέροντος, εφόσον η αιτήτρια δεν κατείχε κατά το ουσιώδη χρόνο την αμέσως προηγούμενη θέση του Νομικού Λειτουργού Α΄ Τάξης ώστε να είναι υποψήφια προς προαγωγή.
Η βασική εισήγηση της αιτήτριας πάνω στην οποία στηρίζει το δικαίωμα της να είναι υποψήφια και το έννομο της συμφέρον στην παρούσα προσφυγή είναι ότι, η ερμηνεία βάσει της οποίας τη θέση του Ανώτερου Νομικού Λειτουργού ως θέση προαγωγής νομιμοποιούνταν να διεκδικήσουν μόνο όσοι κατείχαν τη θέση του Νομικού Λειτουργού Α' είναι παράνομη, διότι παραβιάζει τις πρόνοιες του οικείου σχεδίου υπηρεσίας. Υποστηρίζει ότι η ίδια ήταν απόλυτα προσοντούχος και θα έπρεπε να είναι υποψήφια για προαγωγή. Συνεπώς η κατοχή εκ μέρους της του συνόλου των προϋποθέσεων/προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας υπό το πιο πάνω πρίσμα καθίσταται επίδικο θέμα και πρέπει να εξεταστεί. Η αιτήτρια σε αυτή την περίπτωση, σύμφωνα με πάγια νομολογία, δεν χάνει το έννομο της συμφέρον να επιδιώξει αναθεώρηση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η συνήγορος της αιτήτριας πρόβαλε ότι η καθ' ης η αίτηση υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής της ευχέρειας αποκλείοντας την από τη διεκδίκηση της θέσης, αφού ήταν προσοντούχος σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας του Ανώτερου Νομικού Λειτουργού και βάσει της ρητής πιο πάνω σημείωσης του, μετά την αποδοχή της ένταξης της στη θέση Λειτουργού Β΄ Τάξης, μπορούσε να διεκδικήσει τη θέση. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι υπάρχει πλάνη ως προς την ερμηνεία και την εμβέλεια της παρ.1.3. του παραρτήματος (παράγραφος 7) του σχεδίου υπηρεσίας. Η αιτήτρια προβάλλει τον ισχυρισμό ότι, ο τρόπος εφαρμογής της από την καθ' ης η αίτηση ώστε σε κάθε πλήρωση εκάστοτε κενής θέσης να αποφασίζεται από το Διοικητή για το κατά πόσο είναι πρώτου διορισμού και /ή προαγωγής, την καθιστά ultra vires του Νόμου.
Από την άλλη η καθ' ης η αίτηση προτάσσει ότι ο αποκλεισμός της αιτήτριας ήταν απόλυτα νομότυπος αφού εύλογα η Επιτροπή, σύμφωνα με τους Κανονισμούς, καθόρισε ότι η πλήρωση της θα γινόταν με προαγωγή και εφόσον, κατά καθιερωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου, για να δικαιούται προαγωγής σε μια θέση, ο υποψήφιος πρέπει να κατέχει την αμέσως προηγούμενη θέση.
Ο Καν.8(1) των οδηγιών προνοεί ότι όλες οι κενές θέσεις πληρούνται με οποιοδήποτε τρόπο αποφασίσει ο Διοικητής, ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Προσωπικού. Επίσης ο όρος 1.3 προνοεί ότι:
«Ολες οι θέσεις είναι πρώτου διορισμού και ή/και προαγωγής. Ο διοικητής, με γνωμοδότηση της Επιτροπής Προσωπικού, αποφασίζει ανάλογα.»
Δεν θα υπεισέλθω στο κατά πόσο αυτή η πρακτική που ακολουθείται για την πλήρωση της ίδιας θέσης άλλοτε ως θέση προαγωγής και άλλοτε ως πρώτου διορισμού, προωθεί την αρχή της ισότητας, της διαφάνειας και της ασφάλειας δικαίου που θα πρέπει να διέπουν την πλήρωση δημοσίων θέσεων. Με προβλημάτισε αλλά δεν είναι απαραίτητο για σκοπούς τελικής κρίσης στην παρούσα υπόθεση, όπου το επίδικο σχέδιο υπηρεσίας και μάλιστα πολύ πρόσφατο αφού δημοσιεύθηκε τρεις μόλις μήνες πριν την προσβαλλόμενη απόφαση φαίνεται να αγνοήθηκε ή να παραβιάστηκε σιωπηρά.
Η σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας κατά εύλογη ερμηνεία έδιδε το δικαίωμα και σε Λειτουργούς Β Τάξης/Νομικούς, όπως η αιτήτρια, που φυσικά κατείχαν το σύνολο των προβλεπόμενων προσόντων, να διεκδικήσουν τη θέση του Ανώτερου Νομικού Λειτουργού. Τόσο οι Οδηγίες όσο και το σχέδιο υπηρεσίας έχουν την ίδια τυπική κανονιστική ισχύ. Ωστόσο το επίδικο σχέδιο υπηρεσίας ήταν ειδικότερος και μεταγενέστερος Κανονισμός σε σχέση με το γενικό όρο 1.3.
Επίσης οι πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας (και ειδικότερα εδώ η αναφερόμενη σημείωση) είναι καθοριστικές επί του θέματος των προσόντων και απόλυτα δεσμευτικό σημείο αναφοράς για το διορίζον όργανο, ώστε να κρίνει και να αξιολογήσει τις υποψηφιότητες. Από αυτή την άποψη, εύλογα, κάθε υποψήφιος στηρίζει στο σχέδιο υπηρεσίας τις διεκδικήσεις και προσδοκίες του για προαγωγή ή διορισμό σε δημόσια θέση. Για όλους αυτούς του λόγους, δεν θα μπορούσε να παραγνωριστεί η Σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας στην προκειμένη περίπτωση χωρίς να γίνει μνεία σε αυτήν και να δοθεί κάποια ειδική αιτιολογία.
Φαίνεται, στο Πρακτικό ημερ. 14.4.08 ότι η Επιτροπή Προσωπικού μολονότι παρέθεσε το επίδικο σχέδιο (καθήκοντα και ευθύνες, απαιτούμενα προσόντα) εντούτοις παραλείπει οποιαδήποτε αναφορά στη Σημείωση που έδινε το δικαίωμα και στην αιτήτρια να είναι υποψήφια. Κατ' επίκληση της προειλημμένης απόφασης της να πληρωθεί η θέση με προαγωγή από την αμέσως κατώτερη βαθμίδα σαν να μην υπήρχε καν η Σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας, απέκλεισε οποιαδήποτε άλλη υποψηφιότητα πλην του ενδ. μέρους χωρίς περαιτέρω αιτιολογία. Θεωρώ ότι στην προκειμένη περίπτωση η καθ' ης η αίτηση αποφάσισε κατά παραγνώριση της αρχής της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €1200 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ της αιτήτριας.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.