ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 450/2008]
17 Mαΐου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ
Αιτητής
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ
2. ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ
3. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Καθ' ων η αίτηση
Π. Παναγιώτου για Α. Μαρκίδη για τον αιτητή.
Γ. Σεραφείμ για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων, ημερομηνίας 28.11.07 με την οποία ο αιτητής, ως Ταξίαρχος στο Στρατό της Δημοκρατίας, κρίθηκε ως ευδοκίμως αφυπηρετήσας.
Αυτή ήταν η τρίτη φορά. Η πρώτη απόφαση ακυρώθηκε στην Προσφυγή 333/04 αφού και οι καθ' ων η αίτηση δέχτηκαν πως υπήρχε λόγος ακυρότητας, νομικής υφής. Η δεύτερη απόφαση, μετά την ακύρωση της πρώτης, ανακλήθηκε ενώ εκκρεμούσε ως προς αυτή η προσφυγή 1531/05 η οποία απορρίφθηκε ως στερηθείσα του αντικειμένου της. Η επίδικη, εκδόθηκε με την ακόλουθη αιτιολογία:
«Το Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη ότι:
α. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του ως Αξιωματικού του Στρατού της Δημοκρατίας δεν είχε υπηρετήσει είτε ως Διοικητής Τάγματος είτε ως Διοικητής Συντάγματος, με αποτέλεσμα να μην έχει στις θέσεις αυτές αποκτώμενες διοικητικές εμπειρίες και πείρα. Σημειώνεται εδώ ότι σύμφωνα με τους ισχύοντες κατά τον ουσιώδη χρόνο σχετικούς Κανονισμούς (Καν. 31 της ΚΔΠ 90/90, όπως έχουν τροποποιηθεί μέχρι τον Ιούλιο του 2004), ο κάθε Αξιωματικός προκειμένου να ασκηθεί στην αντιμετώπιση των αναφυόμενων κατά τη μάχη προβλημάτων πρέπει να ασκεί σε κάθε βαθμό χρόνο διοικήσεως σε Μονάδες εκστρατείας ή Κέντρα Εκπαιδεύσεως. Το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του ότι οι θέσεις που υπηρετεί ένας Αξιωματικός καθορίζονται από την Υπηρεσία όμως ο υπό κρίση Αξιωματικός όφειλε, εάν προσέβλεπε σε ανέλιξη για πιο υψηλούς βαθμούς να αιτηθεί την τοποθέτηση του σε θέσεις Διοικητή Τάγματος και Διοικητή Συντάγματος, ώστε να αποκτήσει το κρίσιμο, κατά την κρίση του Συμβουλίου, προσόν της ευρείας και ποικίλης Διοικητικής πείρας και όχι να δεχθεί σιωπηρά την υπηρεσία του σε καθαρά επιτελικές θέσεις.
β. Επίσης έλαβε υπόψη και τα ευμενή στοιχεία που υπάρχουν στον ατομικό φάκελο του εν λόγω Αξιωματικού, όμως έκρινε ότι στο δυσμενές στοιχείο που έχει αναφερθεί πιο πάνω θα έπρεπε να δοθεί βαρύτητα αφού ο βαθμός τον οποίο θα αποκτούσε με ευνοϊκή κρίση του ο υπόψη Αξιωματικός ήταν ο βαθμός του Υποστρατήγου, δηλαδή ο ανώτερος μετά τον Αρχηγό και Υπαρχηγό του Στρατού της Δημοκρατίας βαθμός,
τον έκρινε ομόφωνα "ως ευδοκίμως τερματίσαντα τη σταδιοδρομία του".».
Όμοια αιτιολογία είχε και η προηγουμένως ανακληθείσα κρίση και ο αιτητής θέτει θέμα σε σχέση με την επανάληψή της. Αυτό εφόσον η ανάκληση, όπως προκύπτει, ήταν το αποτέλεσμα της γνωμάτευσης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα πως η αιτιολογία που δόθηκε δεν ήταν νόμιμη. Παραθέτει δε συναφώς εκείνη τη γνωμάτευση:
«Μελετώντας τα γεγονότα και τη νομική πτυχή της πιο πάνω υπόθεσης διαπιστώνω ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης στηρίζεται στο γεγονός ότι ο αιτητής δεν υπηρέτησε ως Διοικητής Τάγματος ή Συντάγματος.
2. Ανεξάρτητα από τη νομική πτυχή του κατά πόσο θα αγνοηθεί η υπηρεσία του ως Διοικητή σε Τάγμα ή Σύνταγμα είτε στην Ελλάδα είτε στην Κύπρο όταν ακόμα ανήκε στον ελληνικό στρατό, φαίνεται πως ο αιτητής υπηρέτησε ως Διοικητής Ταξιαρχίας που είναι σώμα μεγαλύτερο από Τάγμα ή Σύνταγμα. Μάλιστα δε το γεγονός ότι μετατέθηκε και ο ίδιος αμφισβήτησε τη μετάθεσή του ως Διοικητή Ταξιαρχίας αποδεικνύει ότι ο ίδιος δεν ευθύνεται για το γεγονός πως δεν υπηρέτησε για ικανοποιητικό χρόνο ως Διοικητής (η έμφαση δική μας).
3. Έχουμε την άποψη πως η προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει να ανακληθεί. Σε αντίθετη περίπτωση δεν θα είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε τη νομιμότητά της προσβαλλόμενης πράξης».
Κατά τα λοιπά, ο αιτητής επικαλείται ως λόγους ακυρότητας, τα ακόλουθα:
Η αιτιολογία που δόθηκε ήταν πεπλανημένη. Ο αιτητής υπηρέτησε ως Διοικητής Τάγματος, είχε χρόνο διοίκησης ως Συνταγματάρχης και υπηρέτησε ως Διοικητής Ταξιαρχίας, ως Ταξίαρχος. Μάλιστα για τη διοίκηση Ταξιαρχίας, το 2003, στα διοικητικά καθήκοντα βαθμολογήθηκε με βαθμό 10 άριστα. Ενώ, όπως εισηγείται, είναι σχετικά και το μετάλλιο Ευδοκίμου Διοικήσεως Β΄Τάξεως που του απονεμήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία, και τα μετάλλια Ευδόκιμης Διοίκησης Α΄ τάξεως και Ηγεσίας Σχηματισμού Β΄τάξεως που του απονεμήθηκαν από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Ως προς τη διοίκηση Τάγματος ο αιτητής παραπέμπει στην υπηρεσία του στον ελληνικό στρατό και καταλογίζει συναφώς στο Συμβούλιο και πλάνη περί το Νόμο. Δεν θα έπρεπε να είχε περιοριστεί το Συμβούλιο μόνο στα 8½ χρόνια της υπηρεσίας του στον Κυπριακό Στρατό από το 1995. Ούτως ή άλλως, δεν ήταν δική του η ευθύνη για το πού θα υπηρετούσε. Αυτό αποφασίζεται υπηρεσιακά και η μή υποβολή ένστασης δεν είναι δυνατό να ερμηνεύεται κατά τρόπο δυσμενή προς τον αξιωματικό. Μαζί με αυτά αμφισβητείται και η νομιμότητα της χρήσης της πείρας ως απόλυτου κριτηρίου αλλά, εν πάση περιπτώσει, και το κατά πόσο, ανεξάρτητα από όλα τα άλλα, υπήρξε η αναγκαία έρευνα και συνακόλουθη αιτιολόγηση αναφορικά με το κατά πόσο η παραμονή του αιτητή στο στρατό θα παρακώλυε την ομαλή ανέλιξη νεότερων αξιωματικών της ίδιας επετηρίδας.
Οι καθ' ων η αίτηση, ορθώς μου φαίνεται, εισηγούνται πως το γεγονός της ύπαρξης της γνωμάτευσης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα και η συνακόλουθη προηγούμενη ανάκληση, δεν συνιστούσαν λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη κρίση. Είναι γεγονός πως παρέμεινε ανεξήγητη αυτή η στάση του Συμβουλίου αλλά, από την άλλη, θεωρώ πως πράγματι η νομιμότητα της απόφασης που τώρα αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής θα πρέπει να κριθεί στη βάση των δικών της όρων. Ασφαλώς δε, δεν αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής η τότε γνωμάτευση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
Οι υπόλοιπες θέσεις των καθ' ων η αίτηση αφορούν στην ουσία της αιτιολογίας που δόθηκε, στην πορεία τα μέρη κατέθεσαν κοινό έγγραφο που περιλαμβάνει τα παραδεκτά όπως αυτά προκύπτουν από το φάκελο και, πλέον, το ζήτημα της πλάνης μπορεί να εξεταστεί κατ' ευθείαν με αναφορά σ' αυτά τα παραδεκτά δεδομένα. Ο αιτητής είχε υπηρεσία σε Τάγμα αλλά αυτό όταν υπηρετούσε στον Ελληνικό Στρατό. Οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται πως αυτή η υπηρεσία είναι άσχετη και πως ορθά αγνοήθηκε. Στη βάση των παραδεκτών δεδομένων, το επιχείρημα των καθ' ων η αίτηση αναδεικνύεται αβάσιμο και, όπως διαπιστώνω, το Συμβούλιο ενήργησε κάτω από πλάνη. Ο αιτητής διορίστηκε εδώ δυνάμει του άρθρου 8(4) του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου του 1990 (Ν. 33/90) (όπως τροποποιήθηκε) και κατά τις πρόνοιες αυτού του άρθρου, όπως τροποποιήθηκαν με το Ν. 61(Ι)/2003, αυτή η υπηρεσία έπρεπε να μετρήσει. Αναφέρει το άρθρο:
«Νοείται περαιτέρω ότι πρόσωπο το οποίο έχει διοριστεί με βάση τις πρόνοιες του παρόντος εδαφίου οποτεδήποτε, πριν ή μετά την έναρξη ισχύος του περί Στρατού της Δημοκρατίας (Τροποποιητικού) Nóμου του 2003, και το οποίο πριν από το διορισμό του υπηρέτησε στις ένοπλες δυνάμεις άλλου κράτους δικαιούται κρίσης με βάση τις ίδιες, όπως και κάθε άλλος Αξιωματικός ή Υπαξιωματικός, προϋποθέσεις και κρίνεται με βάση τα στοιχεία που περιέχονται στον ατομικό του φάκελο τα οποία προέρχονται από την υπηρεσία του στο Στρατό και από την υπηρεσία του στις ένοπλες δυνάμεις του άλλου κράτους, εκτός από τον ελάχιστο χρόνο παραμονής που απαιτείται να έχει στο βαθμό στον οποίο διορίζεται, τον οποίο θα πρέπει να συμπληρώνει στο Στρατό.»
Ως Συνταγματάρχης εδώ, ο αιτητής υπηρέτησε ως Διευθυντής ΕΠΥΠΑΜ από την 1.1.01 μέχρι την 2.4.03 και, σύμφωνα με βεβαίωση που κατατέθηκε στο πλαίσιο της κοινής δήλωσης των μερών, τα καθήκοντα που ασκούσε θεωρούνται «χρόνος διοίκησης στο συγκεκριμένο βαθμό σύμφωνα με τον Κανονισμό 32(2)(στ) Περί Αξ/κών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις Κανονισμούς του 1990 - 2002.» Οι καθ' ων η αίτηση λέγουν πως το κρίσιμο είναι το ότι ο αιτητής δεν υπηρέτησε σε Σύνταγμα και πως, συνεπώς, δεν πάσχει η κρίση. Δεν μπορώ να συμφωνήσω. Θα ανέμενα αναφορά του Συμβουλίου στα χρόνια υπηρεσίας του αιτητή ως Διευθυντή ΕΠΥΠΑΜ και αιτιολόγηση ως προς τη διαφοροποίηση που προκύπτει ώστε εκείνο που οι Κανονισμοί θεωρούσαν ως χρόνο διοίκησης στο βαθμό να μη θεωρείται ότι προσδίδει, συνακολούθως, «διοικητικές εμπειρίες και πείρα» ώστε να είναι δυνατό να ασκηθεί ο δικαστικός έλεγχος και των πραγματικών δεδομένων αλλά και της εν τέλει κρίσης να δοθεί τέτοιας μορφής καταλυτική σημασία σ' αυτές τις εμπειρίες και σ' αυτή την πείρα. Παρεμβάλλω εδώ τις αναφορές στα μετάλλια που παραδεχτώς απονεμήθηκαν στον αιτητή και στα ευμενή σχόλια που υπάρχουν γ' αυτόν στο φάκελό του. Αυτό, πέρα από το ότι, ούτως ή άλλως, δέχομαι ως ορθή τη θέση του αιτητή, την οποία ενστερνίστηκε ο Γενικός Εισαγγελέας με την τότε γνωμάτευσή του, πως δεν είναι δυνατό να προκύψει δυσμενές για τον αιτητή αποτέλεσμα με αναφορά στο πού υπηρέτησε. Ασφαλώς δεν προκύπτει ευθύνη του αιτητή γι' αυτό και η γενική αναφορά του Συμβουλίου πως αν ήθελε να ανελιχθεί θα έπρεπε να ζητήσει να υπηρετήσει ως Διοικητής Τάγματος ή Συντάγματος, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Σημειώνω δε πως, εν πάση περιπτώσει, ο αιτητής προάχθηκε στο βαθμό του Ταξίαρχου για να επικαλείται μάλιστα και γεγονότα ή εκτιμήσεις συναφώς προς αυτό, προς ενίσχυση των θέσεών του. Δεν θα με απασχολήσουν, όμως, αυτά τα ζητήματα όπως και άλλα που δεν συνδέονται προς την αιτιολογία που δόθηκε ή που προϋποθέτουν τη νομιμότητά της. Η αιτιολογία, ως προς τις εμπειρίες και την πείρα του αιτητή συναρτήθηκε προς υπηρεσία του σε Τάγμα και Σύνταγμα και αυτή ήταν πεπλανημένη, ελλιπής και μη νόμιμη, όπως προσπάθησα να εξηγήσω.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.700 έξοδα πλέον ΦΠΑ. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά