ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1313/2008)
14 Μαΐου, 2010
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
THE CYPRUS CEMENT PUBLIC COMPANY LTD,
Αιτήτρια,
- ν -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ, Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
Κ. Κακουλλή, για την Αιτήτρια.
Β. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής εγείρεται προς διερεύνηση και δικαστική απόφανση ένα ενδιαφέρον νομικό σημείο, η απόληξη επί του οποίου επηρεάζει καίρια το αποτέλεσμα της προσφυγής, αλλά συνάμα επηρεάζει αναπόφευκτα και άλλες παρόμοιας φύσης περιπτώσεις.
Το νομικό τούτο σημείο έγκειται στο ερώτημα κατά πόσο με τη θέσπιση και εφαρμογή του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 απαιτείται η εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας ανάπτυξης γης προς χρήση ως λατομείου, καθ΄ην στιγμή υπήρχε και υπάρχει σε ισχύ εκδοθείσα άδεια λατόμευσης δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, σύμφωνα με αδιαμφισβήτητα γεγονότα, οι αιτητές, οι οποίοι είναι δημόσια εταιρεία ασχολούμενη, μεταξύ άλλων, με την παραγωγή και εμπορία τσιμέντου, είχαν εξασφαλίσει από το 1953 άδεια για τη διεξαγωγή εργασιών λατόμευσης δυνάμει των διατάξεων του περί Σκυροκονιάματος (Ενθάρρυνση και Έλεγχος) Νόμου, Κεφ. 130, σε καθορισμένη γη στην περιοχή Μοναγρουλλίου. Η διάρκεια της άδειάς τους ήταν για 99 χρόνια και επομένως θα έληγε κατά το έτος 2052. Το λατομείο των αιτητών εκτείνεται μερικώς σε ιδιόκτητα τεμάχιά τους τα οποία, είτε είχαν αγοραστεί από τους ίδιους, είτε είχαν ειδικά απαλλοτριωθεί για λογαριασμό τους δυνάμει των προνοιών του Κεφ. 130, είτε από τεμάχια που ανήκαν στη Δημοκρατία και τα χρησιμοποιούν με άδεια των αρχών ή και από τουρκοκυπριακά τεμάχια που τους παραχωρήθηκαν για σκοπούς λατόμευσης από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών περιουσιών.
Το επίδικο τεμάχιο είναι ιδιόκτητο μετά από αγορά του από τους αιτητές και αποτελεί μέρος του λατομείου Αγίου Γεωργίου. Στο συγκεκριμένο λατομείο Αγίου Γεωργίου οι αιτητές διεξάγουν εργασίες λατόμευσης από το 1988 και ερευνητικές εργασίες από το 1978, καταβάλλουν δε συμφωνηθέντα δικαιώματα προς την Υπηρεσία Μεταλλείων, μέρος των οποίων αποδίδεται στην κοινότητα Μοναγρουλλίου ως αντισταθμιστικό όφελος λόγω της λατόμευσης. Μάλιστα, κατά το 1988, απαλλοτριώθηκε από τη Δημοκρατία γη στην περιοχή για να κατασκευασθεί δρόμος που ένωνε το εργοστάσιο των αιτητών με το λατομείο Αγίου Γεωργίου, προς διευκόλυνση των εργασιών του. Όμως, στις 12.4.2006 οι αιτητές παρέλαβαν από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως Ειδοποίηση Επιβολής, δυνάμει του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου. Όπως πληροφορούνταν οι αιτητές, η Πολεοδομική Αρχή, μετά από επιτόπια έρευνα, διαπίστωσε ότι στο προαναφερθέν τεμάχιο των αιτητών διαξάγονταν λατομικές εργασίες χωρίς να εξασφαλιστεί η απαιτούμενη πολεοδομική άδεια με βάση τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο. Καλούνταν όθεν οι αιτητές όπως εντός 30 ημερών τερματίσουν τις λατομικές εργασίες και επαναφέρουν το τεμάχιο στην αρχική του κατάσταση.
Μπροστά σ΄ αυτή την εξέλιξη, οι αιτητές υπέβαλαν ιεραρχική προσφυγή δυνάμει του Νόμου, πλην όμως ο Υπουργός Εσωτερικών, αφού μελέτησε τα υποβληθέντα σχετικά στοιχεία, απεφάσισε στις 16.6.2008 να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή και να επικυρώσει την Ειδοποίηση.
Με την παρούσα προσφυγή τους οι αιτητές προσβάλλουν τη νομιμότητα της απόφασης του καθ΄ου η αίτηση αρ. 1 Υπουργού Εσωτερικών, με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή τους κατά της Ειδοποίησης Επιβολής που είχε εκδοθεί από τον καθ΄ου η αίτηση αρ. 2 Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.
Το νομικό ζήτημα που εγείρεται εδώ για διερεύνηση το έχω καθορίσει στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Προωθώντας τη θέση της περί μη αναγκαιότητας εξασφάλισης και Πολεοδομικής Άδειας παράλληλα με την υφιστάμενη και ισχύουσα άδεια λατόμευσης, η συνήγορος των αιτητών δέχθηκε ότι οι εργασίες λατόμευσης εμπίπτουν στον όρο "ανάπτυξη", όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 20 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου. Υπέβαλε όμως ότι στις περιπτώσεις όπου κατά την ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ αυτός ο Νόμος, υφίστατο ήδη σε ισχύ άδεια ανάπτυξης που εκδόθηκε δυνάμει άλλου Νόμου (όπως εδώ σε σχέση με το τεμάχιο των αιτητών και την άδεια λατόμευσης), δεν υπήρχε οποιοδήποτε εμπόδιο και δεν απαιτείτο η εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας, δυνάμει των προνοιών της επιφύλαξης στο άρθρο 21 του ίδιου Νόμου. Επικαλέστηκε επίσης η συνήγορος των αιτητών τις πρόνοιες του άρθρου 10(2)i του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, σύμφωνα με το οποίο εκεί όπου ένας Νόμος καταργεί άλλο Νόμο, εκτός εάν διαφαίνεται διαφορετική πρόθεση, η κατάργηση δεν επηρεάζει δικαιώματα, υποχρεώσεις κλπ τα οποία δημιουργήθηκαν δυνάμει του καταργηθέντα Νόμου. Περαιτέρω, επικαλέστηκε η συνήγορος και τις πρόνοιες του άρθρου 11 του περί Ερμηνείας Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες εκεί όπου καταργείται ένας Νόμος και πρόνοιες του υποκαθίστανται από τον καταργούντα Νόμο, όλες οι δημόσιες ρυθμίσεις (public instruments) που είχαν γίνει, θα συνεχίσουν να ισχύουν και θα είναι έγκυρες, εκτός εάν ανακληθούν ή αντικατασταθούν στο βαθμό που δεν είναι ασυμβίβαστες με τις υποκαθιστούσες πρόνοιες.
Από τη δική της πλευρά, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στον ορισμό που δίδει ο ίδιος ο περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος ως προς το τι συνιστά "ανάπτυξη" και με αναφορά σε νομολογία που επιβεβαιώνει ότι οι εργασίες λατόμευσης συνιστούν ανάπτυξη, εισηγήθηκε ότι διαφαίνεται καθαρά η αναγκαιότητα για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας για τέτοιες εργασίες. Παρέπεμψε επίσης η συνήγορος σε αποσπάσματα από σχετική γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, η οποία είχε ζητηθεί και δοθεί για σκοπούς της παρούσας περίπτωσης προς τους καθ΄ων η αίτηση. Σύμφωνα με αυτήν, μετά που ο περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος τέθηκε σε ισχύ, η συνέχιση των δραστηριοτήτων των αιτητών, εμπίπτουν στις πρόνοιες του Νόμου τούτου, ο οποίος, στην απουσία περί του αντιθέτου ρητής επιφύλαξης, πρέπει να τυγχάνει εφαρμογής.
Έχοντας παραθέσει το εγειρόμενο ζήτημα στις καθορισθείσες του διαστάσεις, και έχοντας παραθέσει τις διαφορετικές θέσεις των δύο πλευρών, παρατηρώ τα εξής:
Κατ΄ αρχήν συμφωνώ ότι η διεξαγωγή εργασιών λατόμευσης θεωρείται από το νομοθέτη ως "ανάπτυξη" και εμπίπτει στο σχετικό ορισμό που δίδεται στο άρθρο 20(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, το κείμενο του οποίου έχει ως εξής:
"20.-(1) Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν άλλως προκύπτη εκ του κειμένου, «ανάπτυξις» σημαίνει, τηρουμένων των επομένων διατάξεων του παρόντος άρθρου, την εκτέλεσιν οικοδομικών, μηχανικών, μεταλλευτικών ή άλλων εργασιών εντός, επί, ύπερθεν ή κάτωθεν ακινήτου ιδιοκτησίας ή την εκτέλεσιν οιασδήποτε ουσιώδους μεταβολής εν τη χρήσει οιασδήποτε οικοδομής ή άλλης ακινήτου ιδιοκτησίας."
Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση αρ. 828/2000 FEO QUARRIES LTD v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 18.7.2001, το Δικαστήριο απέρριψε ισχυρισμό των αιτητών ότι στον ορισμό του όρου "ανάπτυξη" στο κείμενο του άρθρου 20, όπου περιλαμβάνεται η εκτέλεση "μεταλλευτικών" εργασιών, δεν περιλαμβάνεται και η εκτέλεση "λατομικών" εργασιών. Όπως υποδείχθηκε, ο όρος "ανάπτυξη" στο άρθρο περιλαμβάνει την εκτέλεση, μεταξύ άλλων, και "άλλων εργασιών εντός, επί, υπέρθεν ή κάτωθεν ακινήτου ιδιοκτησίας", οπότε σε τέτοιου είδους εργασίες ασφαλώς περιλαμβάνονται και οι λατομικές εργασίες. Έπεται δε ότι για την εκτέλεση λατομικών εργασιών επί ακίνητης ιδιοκτησίας, απαιτείται η εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας. Πέραν όμως τούτου, η απόφαση εκείνη δεν μπορεί να οδηγήσει από μόνη της στο συμπέρασμα ότι έπεται πως η εδώ αιτήτρια εταιρεία θα έπρεπε να είχε εξασφαλίσει πολεοδομική άδεια για να συνεχίσει τις λατομικές της εργασίες. Η προαναφερθείσα απόφαση καθαρά σχετιζόταν με περίπτωση κατά την οποία η αιτήτρια εταιρεία θα άρχιζε λατομικές εργασίες μετά που τέθηκε σε ισχύ η περί πολεοδομίας νομοθεσία και χωρίς να είχε άδεια λατόμευσης βάσει άλλης νομοθεσίας.
Όπως οι ίδιοι οι καθ΄ων η αίτηση επιχειρηματολόγησαν, βασιζόμενοι και στη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, άδειες οι οποίες είχαν εκδοθεί στο παρελθόν για συγκεκριμένες δραστηριότητες, σύμφωνα με το κατά τον ουσιώδη χρόνο ισχύον νομικό καθεστώς, στην απουσία περί αντιθέτου ρητής επιφύλαξης του Νόμου, δεν απαλλάσσουν τον κάτοχό τους από την υποχρέωση συμμόρφωσης με το εκάστοτε ισχύον νομοθετικό καθεστώς, εφόσον αυτό ήθελε τροποποιηθεί. Όμως, στην υπό εξέταση περίπτωση των εδώ αιτητών, με τη θέσπιση της πολεοδομικής νομοθεσίας, ή με την έναρξη της ισχύος της, δεν καταργήθηκε ρητά η άδεια την οποία κατείχαν ούτε και η νομοθεσία με βάση την οποία είχε εκδοθεί, αλλ΄ αντίθετα αυτή φαίνεται να διαφυλάχθηκε και να επεβίωσε δυνάμει σχετικής επιφύλαξης. Όπως ρητά αναφερόταν στην επιφύλαξη στο άρθρο 21 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου την οποία επικαλέστηκε η συνήγορος των αιτητών:
"21. Τηρουμένων των επόμενων διατάξεων του παρόντος άρθρου, από της ορισθείσας ημέρας απαγορεύεται η έναρξις οιασδήποτε αναπτύξεως ακινήτου ιδιοκτησίας, εκτός εάν έχη χορηγηθή πολεοδομική άδεια υπό της Πολεοδομικής Αρχής εξουσιοδοτούσα την ανάπτυξιν ταύτην:
Νοείται ότι δεν εμποδίζεται ή επηρεάζεται η ανάπτυξη οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας, εφόσον για την ανάπτυξη αυτή υφίσταται κατά την ορισθείσα ημέρα άδεια που εκδόθηκε κατά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου."
Οι αιτητές είχαν εξασφαλίσει άδεια εκτέλεσης λατομικών εργασιών με βάση το Κεφ. 130, η οποία ίσχυε και ισχύει μέχρι το έτος 2052. Με βάση την άδεια εκείνη διεξήγαγαν στην υπό αναφορά ακίνητη ιδιοκτησία τους λατομικές εργασίες από το 1988. Ο περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος, αν και θεσπίστηκε κατά το 1972, τέθηκε σε ισχύ κατά την 1.12.1990. Από εκείνη την ημερομηνία και εντεύθεν, για την άσκηση λατομικών εργασιών απαιτείτο γενικά εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας. Ειδικότερα όμως, η περίπτωση των αιτητών εμπίπτει στην προαναφερθείσα επιφύλαξη στο άρθρο 21 του Νόμου με την οποία εξαιρούντο από την απαγόρευση της ανάπτυξης - λατόμευσης, εφόσον κατείχαν άδεια άσκησης τέτοιων εργασιών που είχε εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις άλλου Νόμου, δηλαδή του Κεφ. 130. Πέραν του ότι το λεκτικό της επιφύλαξης καθαρά διαφυλάσσει την ισχύουσα άδεια των αιτητών, ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει να δοθεί κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 21 του Νόμου στις λέξεις που χρησιμοποίησε ο νομοθέτης σύμφωνα με τις οποίες από την ορισθείσα ημερομηνία "απαγορεύεται η έναρξη οποιασδήποτε αναπτύξεως...". Καθαρά διαπιστώνεται ότι οι αναπτύξεις που χρειάζονταν την εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας, μετά την ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος, ήσαν νέες αναπτύξεις, αναπτύξεις δηλαδή σε σχέση με τις οποίες οι εργασίες θα άρχιζαν απ΄ εκεί και πέρα και όχι συνεχιζόμενες αναπτύξεις για τις οποίες είχε εξασφαλιστεί από ετών προηγουμένως άδεια που βρισκόταν σε ισχύ και ακόμα βρίσκεται. Συμφωνώ βέβαια με την άποψη που προβλήθηκε από πλευράς των καθ΄ων η αίτηση ότι η εξέλιξη των οικονομικών και άλλων δραστηριοτήτων του ανθρώπου οδηγούν κατ΄ ανάγκη σε νέα νομοθετήματα που ανταποκρίνονται στις κυμαινόμενες ανάγκες κάθε εποχής. Όμως, κάθε εξέλιξη θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τα νομίμως αποκτηθέντα δικαιώματα και υποχρεώσεις των διοικουμένων τα οποία, εκτός εάν για καλό και νόμιμο λόγο και τρόπο τερματισθούν, συνεχίζουν να ισχύουν.
Καταλήγω ότι η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής των αιτητών με την προσβαλλόμενη Υπουργική απόφαση, όπως και η προηγηθείσα έκδοση και επίδοση Ειδοποίησης Επιβολής, είναι νομικά εσφαλμένες. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται. Επιδικάζονται υπέρ των αιτητών €1.500 συν ΦΠΑ έξοδα.
Κ. Kληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ