ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 723/2008)
11 Μαρτίου, 2010
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗ, ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
ΩΣ Ο ΕΠΙΣΥΝΑΠΤΟΜΕΝΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΙΤΗΤΩΝ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Σ. Οικονομίδης, για τους Αιτητές.
Κ. Σταυρινός, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι 18 Αιτητές προσβάλλουν την άρνηση των Καθ'ων η αίτηση να συγκροτήσουν και συγκαλέσουν το Συμβούλιο Αξιολογήσεων Υπαξιωματικών, το οποίο θα τους αξιολογούσε για το 2004, προκειμένου να εντοπίζονταν οι κατάλληλοι Υπαξιωματικοί που θα διορίζονταν σε Ανθυπολοχαγούς μέσα στο 2004.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Οι Αιτητές είναι μόνιμοι Υπαξιωματικοί του Στρατού της Δημοκρατίας και διορίστηκαν σε διάφορες ημερομηνίες μέσα στο 1991, με το βαθμό του Λοχία και στη συνέχεια προήχθησαν σε Επιλοχία και από το 2001 όλοι κατέχουν το βαθμό του Αρχιλοχία.
O Κανονισμός 18 των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 (ΚΔΠ 90/90), στο εξής «οι Κανονισμοί του 1990», όπως αυτοί τροποποιήθηκαν με τις Κ.Δ.Π. 157/1991, 14/1993, 177/1995, 88/1996 και 275/2000, Μέρος VII, προέβλεπε τα εξής:-
«18. Κάθε χρόνο και μέσα στο Μάιο συγκροτείται και συνέρχεται με απόφαση του Υπουργού το Συμβούλιο Αξιολογήσεων, για να αξιολογεί Υπαξιωματικούς, προκειμένου να εντοπίζονται κατάλληλοι για διορισμό τους σε Ανθυπολοχαγούς.»
Στους υπόλοιπους Κανονισμούς (19-24) του Μέρους VII των Κανονισμών καθοριζόταν η διαδικασία αξιολόγησης τους, τα κριτήρια για τη κατάταξη τους σε σειρά καταλληλότητας, ο αριθμός από αυτούς που κάθε έτος θα διορίζονταν σε Ανθυπολοχαγούς, καθώς και άλλα συναφή θέματα.
Με βάση το πιο πάνω νομικό πλαίσιο, με απόφαση του Υπουργού Άμυνας συγκροτείτο και συνέρχετο, το Συμβούλιο Αξιολογήσεων Υπαξιωματικών, στο εξής «το Συμβούλιο», προκειμένου να εντοπιστούν κατάλληλοι Υπαξιωματικοί για διορισμό τους σε Ανθυπολοχαγούς.
Με το πιο πάνω νομοθετικό πλαίσιο, όπως ίσχυε τότε, έγιναν οι αξιολογήσεις των Υπαξιωματικών για τα έτη 1990 μέχρι και 1998, με αποτέλεσμα αρκετοί απ' αυτούς να διοριστούν σε Ανθυπολοχαγούς. Όμως κατόπιν προσφυγών εναντίον των διορισμών αυτών, οι περισσότεροι από αυτούς ακυρώθηκαν και μάλιστα μερικοί από αυτούς τους διορισμούς ακυρώθηκαν και για δεύτερη φορά.
Έτσι μετά τις ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, (πρωτόδικες και Ολομέλειας) και ειδικότερα της ερμηνείας που δόθηκε στις πρόνοιες των σχετικών Κανονισμών, αναφορικά με τα κριτήρια αξιολόγησης των Υπαξιωματικών και την κατάταξη τους σε σειρά καταλληλότητας, αυτοί δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν στην ολότητα τους. Οι Κανονισμοί προέβλεπαν επίσης ότι όσοι από τους Υπαξιωματικούς, ενώ αξιολογήθηκαν για πρώτη φορά κατά συγκεκριμένο έτος, δεν διορίστηκαν Ανθυπολοχαγοί, δικαιούνταν αξιολόγησης κατά τα έτη που θα ακολουθούσαν.
Αυτό όμως είχε ως συνέπεια η αξιολόγηση Υπαξιωματικών, όπως ήταν και οι Αιτητές, ενώ δικαιούνταν αξιολόγησης για πρώτη φορά το 2004, αυτή να μην γίνει ποτέ, αλλά να μετατεθεί στο μέλλον, αφού προηγείτο η επαναξιολόγηση των Υπαξιωματικών των οποίων ο διορισμός στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο και των οποίων η αξιολόγηση αφορούσε τα έτη 1991, 1992, 1993 και 1998. Περαιτέρω εκκρεμούσε και η διαδικασία αξιολόγησης των Υπαξιωματικών για τα έτη 1999 μέχρι 2003.
Έτσι εφόσον δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση των Υπαξιωματικών που ήδη δικαιούνταν, αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προστίθενται κάθε φορά και οι υποψήφιοι που δεν επιλέγηκαν για διορισμό σε Ανθυπολοχαγούς και στο τέλος να προκύψουν σοβαρά προβλήματα ως προς το πότε θα γίνει η αξιολόγηση μεγάλου αριθμού Υπαξιωματικών, περιλαμβανομένης και της περίπτωσης των Αιτητών.
Στη συνέχεια, λόγω των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν ως προς την αξιολόγηση των Υπαξιωματικών, κρίθηκε ότι η αξιολόγηση από το έτος 1999 και μετέπειτα δεν μπορούσε να γίνει και τελικά οι σχετικοί Κανονισμοί καταργήθηκαν με τους Τροποποιητικούς Κανονισμούς του 2005 (ΚΔΠ 351/2005).
Ο δικηγόρος των Αιτητών, με 5 επιστολές του προς τους Καθ' ων η αίτηση, η πρώτη ημερομηνίας 25.2.08 και η τελευταία 19.5.08, αναφερόμενος στο ζήτημα της αξιολόγησης για τα έτη 2004 και μετά, ζήτησε από τον Υπουργό Άμυνας να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες προκειμένου οι Αιτητές να αξιολογηθούν για το έτος 2004 και αφού κριθούν κατάλληλοι να διοριστούν στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού.
Οι Αιτητές μέχρι την καταχώρηση της προσφυγής τους στις 19.5.08 δεν έλαβαν οποιαδήποτε απάντηση από τους Καθ'ων η αίτηση. Απάντηση όμως δόθηκε μεταγενέστερα.
Το Υπουργείο Άμυνας, με επιστολή του ημερομηνίας 13.8.2008, πληροφόρησε το δικηγόρο των Αιτητών, ότι λόγω των προβλημάτων που ανέκυψαν μετά την ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ζήτημα βρίσκεται υπό μελέτη και θα προβεί στις ανάλογες ενέργειες για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων των Αιτητών. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι μέχρι σήμερα δεν έγινε οποιαδήποτε ενέργεια για αντιμετώπιση του προβλήματος.
Η Νομική πτυχή
Ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει τέσσερις λόγους για άρση της άρνησης των Καθ'ων η αίτηση να προβούν σε αξιολόγηση τους: (α) ότι οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν κατά παράβαση Κανονισμών 18 μέχρι 24 του Μέρους VII των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990-2005 (ΚΔΠ 90/90-351/05), (β) ότι η προσβαλλόμενη παράλειψη είναι αποτέλεσμα κατάχρησης και/ή υπέρβασης εξουσίας, (γ) ότι η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει την αρχή της ισότητας και (δ) ότι η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης.
Οι Καθ' ων η αίτηση, ενόψει των αντικειμενικών προβλημάτων που δημιουργήθηκαν με τις αξιολογήσεις για Υπαξιωματικούς τα προηγούμενα χρόνια, ισχυρίζονται ότι οι πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας δεν μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής, γι' αυτό και τελικά διαγράφηκαν με την ΚΔΠ 351/05. Είναι γι' αυτό το λόγο, εξήγησε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Καθ'ων η αίτηση, που η αξιολόγηση των Αιτητών για το 2004 δεν έγινε, επειδή εκκρεμούσε η επανεξέταση της αξιολόγησης άλλων συναδέλφων τους, των οποίων ο διορισμός ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Κατά την άποψη του κ. Σταυρινού, η περίπτωση καλύπτεται από το άρθρο 13(3) των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμων του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), που αφορά στην ύπαρξη νομικού κωλύματος. Εν πάση περιπτώσει, αν οι Καθ'ων η αίτηση προέβαιναν στις αξιολογήσεις που ζητούν οι Αιτητές, θα είχαν παραβεί το δικαστικό δεδικασμένο που προέκυψε από τις ακυρωτικές αποφάσεις άλλων συναδέλφων τους, που ο διορισμός τους ως Υπαξιωματικών ακυρώθηκε και ανέμεναν επανεξέταση των περιπτώσεων τους.
Οι λόγοι ακύρωσης δεν ευσταθούν. Καμιά παρανομία ή κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας διαπιστώνεται. Αντίθετα, η διοίκηση ενήργησε σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης.
Στην προκειμένη περίπτωση, η διοίκηση είχε να αντιμετωπίσει αντικειμενικές δυσκολίες στην εφαρμογή των Κανονισμών. Πρωτίστως όμως είχε υποχρέωση να σεβαστεί το δεδικασμένο που προέκυπτε από τις πολυάριθμες ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο ίσχυε έναντι όλων. Κατά την άποψή μου, θα ήταν αντίθετο με το δικαστικό δεδικασμένο εάν η διοίκηση αγνοώντας την υποχρέωση της να επανεξετάσει τις περιπτώσεις όσων οι προσφυγές πέτυχαν, προχωρούσε στην αξιολόγηση νέων Υπαξιωματικών.
Με δεδομένα τα πολλά προβλήματα που είχαν συσσωρευτεί κατά την εφαρμογή των Κανονισμών, η διοίκηση είχε υποχρέωση εφαρμόζοντας τις αρχές της χρηστής διοίκησης να αποφύγει ανεπιεικείς και άδικες λύσεις που θα ήταν αντίθετες με το περί δικαίου αίσθημα. Αν παρά τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν και την κατάργηση των Κανονισμών, προχωρούσε σε νέες αξιολογήσεις, θα ενεργούσε κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης, αφού θα ενεργούσε κατά τρόπο ασυνεπή και αντιφατικό. Η διοίκηση, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, μεταξύ των διαφόρων λύσεων που είχε, επέλεξε εκείνη που θεώρησε ως λιγότερο επαχθή.
Με το ίδιο θέμα είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ στην υπόθεση Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1330/08, ημερομηνίας 4.3.2010, η οποία αφορούσε αξιολογήσεις αξιωματικών για το 2001. Ως επιπρόσθετη αιτιολογία, υιοθετώ το σκεπτικό μου από την απόφαση στην πιο πάνω υπόθεση, το οποίο έχει ως εξής:-
«Στην προκειμένη περίπτωση, η υποχρέωση των Καθ'ων η αίτηση δυνάμει του Κανονισμού 18 να συγκροτούν κάθε χρόνο μέσα στο Μάιο το Συμβούλιο Αξιολογήσεων, δεν είναι κατά την κρίση μου δέσμια. Η υποχρέωση της διοίκησης να ενεργήσει, ήταν υπό την προϋπόθεση ότι θα υπήρχαν κενές θέσεις Ανθυπολοχαγών, ώστε να παρίσταται ανάγκη να συγκροτηθεί το Συμβούλιο Αξιολογήσεως το οποίο θα ήταν επιφορτισμένο με το καθήκον να εντοπίσει μεταξύ των Υπαξιωματικών, κατάλληλους για να διοριστούν ως Ανθυπολοχαγοί. Αν δεν υπήρχαν κενές θέσεις Ανθυπολοχαγών ή αν δεν υπήρχε ανάγκη για διορισμό Ανθυπολοχαγών, δεν θα υπήρχε λόγος για να συγκροτηθεί το Συμβούλιο. Επομένως, η διοίκηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν υπόχρεη να συγκροτήσει το Συμβούλιο, αλλά είχε, κατά την άποψή μου, διακριτική ευχέρεια κατά πόσον θα το συγκροτούσε, ανάλογα με τις ανάγκες για διορισμό Ανθυπολοχαγών.
Πέραν τούτου, από τη στιγμή που υπήρξε εμπλοκή στης αξιολογήσεις Υπαξιωματικών προηγούμενων χρόνων και στο μετέπειτα διορισμό των επιλεγέντων σε ανθυπολοχαγούς, με αποτέλεσμα να προκύψουν ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η διοίκηση δεν είχε δέσμια υποχρέωση να ενεργήσει. Η υποχρέωση της ήταν να σεβαστεί το δεδικασμένο που προέκυπτε. Τυχόν συνέχιση στη συγκρότηση του Συμβουλίου, θα περιέπλεκε περισσότερο τα πράγματα.
Ένας άλλος παράγοντας που εν πάση περιπτώσει συνηγορεί υπέρ της επιτυχίας της προδικαστικής ένστασης, είναι και το γεγονός ότι ενόψει των πολλών προβλημάτων που δημιουργήθηκαν στην αξιολόγηση και επαναξιολόγηση Υπαξιωματικών, οι σχετικοί Κανονισμοί καταργήθηκαν στις 29.7.2005 με την ΚΔΠ 351/2005. Αυτό κατά την άποψη μου είχε ως πρόσθετη συνέπεια, να αφαιρέσει παντελώς το νόμιμο υπόβαθρο επί του οποίου εδραζόταν η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης, να συγκροτεί Συμβούλιο Αξιολόγησης. Εκείνο που προκύπτει από την κατάργηση αυτή, είναι η εκφρασθείσα βούληση του νομοθέτη ότι στο εξής δεν ανέχεται την εφαρμογή των διατάξεων, λόγω των πολλών προβλημάτων που είχαν συσσωρευτεί.
Παρά την επιτυχία της προδικαστικής ένστασης, θα ήθελα να αναφερθώ σε συντομία και στη δεύτερη προδικαστική ένσταση η οποία αφορά στο εκπρόθεσμο της προσφυγής. Το θέμα απασχόλησε τον αδελφό Δικαστή Πασχαλίδη στην υπόθεση Ψαθάς κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1089/08, ημερομηνίας 26.1.2010, η οποία αφορούσε τη μη συγκρότηση του Συμβουλίου Αξιολογήσεως για το 2003. Παραθέτω το σχετικό σκεπτικό στη βάση του οποίου έγινε δεχτή πανομοιότυπη προδικαστική ένσταση και με το οποίο συμφωνώ πλήρως:-
«Είναι φανερό πως στη συγκεκριμένη περίπτωση η διάταξη 18 ορίζει ρητά «αφετήριο νομικό γεγονός» και αυτό είναι το τέλος Μαΐου εκάστου έτους. Κατά συνέπεια, η εκ των προτέρων υποβολή αιτήματος εκ μέρους των ενδιαφερομένων για σύγκληση του Συμβουλίου Αξιολογήσεως Υπαξιωματικών για αξιολόγηση των αιτητών για το έτος 2003, δεν ήταν απαραίτητη. Μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας που ο Νόμος τάσσει για την αξιολόγηση, η οποία ήταν το τέλος Μαΐου εκάστου έτους, τεκμαίρεται ότι οι καθ' ων η αίτηση είχαν απορρίψει το αίτημα των αιτητών. Επομένως η νόμιμη προθεσμία των 75 ημερών άρχισε να μετρά από το τέλος Μαΐου του 2003. Δοθέντος δε ότι η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε μετά την εκπνοή της εν λόγω προθεσμίας, αυτή δεν μπορεί παρά να είναι εκπρόθεσμη και συνεπώς απαράδεκτη.»
Τα ίδια ισχύουν κατ' αναλογία και στην προκειμένη περίπτωση, στην οποία η συγκρότηση του Συμβουλίου θα έπρεπε να είχε γίνει στο τέλος Μαΐου του 2001, με αποτέλεσμα ο Αιτητής μέσα σε 75 μέρες ή εν πάση περιπτώσει μέσα σε εύλογο χρόνο, είχε υποχρέωση να καταχωρήσει την προσφυγή του. Η πάροδος 7 και πλέον χρόνων μέχρι την καταχώρηση της προσφυγής του, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.
Κατά συνέπεια, ευσταθεί και η δεύτερη προδικαστική ένσταση.»
Βέβαια, εκεί είχαν εγερθεί προδικαστικές ενστάσεις οι οποίες όμως θα μπορούσαν να εξεταστούν και εδώ, ως θέμα δημοσίου συμφέροντος. Πέραν τούτου και στην υπό εκδίκαση υπόθεση εγείρεται θέμα νομικού κωλύματος και αντικειμενικής αδυναμίας που είναι συναφές με την προδικαστική ένσταση που αφορούσε σε δέσμια αρμοδιότητα.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η προσφυγή δεν μπορεί να πετύχει.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1300 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ